Κάθε χρόνο, όταν φτάνουν τα Χριστούγεννα,
χωριά και πόλεις στολίζονται με τα γιορτινά τους και τα παιδιά, άλλα
μοναχικά, άλλα σε παρέες, κρατώντας κουδουνιστά τρίγωνα ή μπαγλαμαδάκια,
κιθάρες, ακορντεόν, λύρες ή φυσαρμόνικες, ξεχύνονται στους δρόμους, για
ν’αναγγείλουν πόρτα-πόρτα το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Χριστού τραγουδώντας τα κάλαντα. Τα Κάλαντα
αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια, που ψάλλονται
εθιμικά την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών, όπως τα Χριστούγεννα,
την Πρωτοχρονιά (Αγ. Βασιλείου), των Θεοφανίων, ακόμη και των Βαΐων (του
Λαζάρου), με εξαίρεση εκείνα της Μεγάλης Παρασκευής, που έχουν
θρηνητικό χαρακτήρα και ομάδες παιδιών γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και
τραγουδούν το μοιρολόι «Σήμερα μαύρος ουρανός», γνωστό και ως «Μοιρολόι
της Παναγίας».
Στα παλιά χρόνια τα παιδιά τραγουδούσαν
τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς
και των Φώτων κρατώντας φαναράκια αναμμένα, άλλα φλογέρα ή φυσαρμόνικα
και τραγουδούσαν σαν σε χορωδία. Κύρια παραδοσιακά μουσικά όργανα που
συνοδεύουν τα κάλαντα είναι το τρίγωνο, το λαούτο, το νταούλι, η
τσαμπούνα, η φλογέρα κ.ά.
Η ρίζα του εθίμου
Τα κάλαντα είναι αρχαϊκὸ ελληνικὸ και ρωμαϊκό έθιμο, ενώ η λέξη κάλαντα έχει λατινική προέλευση. Η ρίζα τους φαίνεται ότι ξεκινάει απὸ τοὺς «αγερμούς»
της αρχαίας Ελλάδας. Οι αγερμοὶ (απὸ τὸ ρήμα ἀγείρω = αθροίζω, μαζεύω)
αρχικά ήταν έρανοι για την οικονομικὴ στήριξη ενός πολιτικού ή ζητιανιὰ
των φτωχών στα αρχοντικὰ των πλουσίων ή στους ναοὺς που πανηγύριζαν ή
θρησκευτική ζητιανιά σιτηρών και άλλων αγροτικών προϊόντων για τους
ναούς και τα μοναστήρια των θηλυκών κυρίως θεοτήτων, όπως της Ρέας,
Ειλειθυίας, Κυβέλης, Αρτέμιδος, Ήρας και άλλων.
Κάποια στιγμή πέρασαν από τους
θρησκευτικούς στους παιδικούς αγερμούς, σε πράγματα δηλαδή που μάζευαν
κάποια παιδιά, τα οποία ανακοίνωναν τις ημερολογιακές αλλαγές. Όπως
είναι λογικό, στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν ακριβή ημερολόγια. Το
αρχαιότερο ημερολόγιο το έγραψε κατά τον Δ΄ π.Χ. αιώνα ο μαθηματικός και
αστρονόμος Εύδοξος ο Κνίδιος, σύγχρονος του Αριστοτέλη, γι΄ αυτὸ και λεγόταν «Ευδόξου Τέχνη».
Απὸ την προϊστορικὴ εποχή ο άνθρωπος είχε παρατηρήσει τα τέσσερα
κρίσιμα σημεία του έτους, που το χωρίζουν σε τέσσερα τέταρτα (εποχές),
δηλαδή τις δύο ισημερίες, εαρινή στις 20 Μαρτίου και φθινοπωρινή στις 22
Σεπτεμβρίου, και τα δύο ηλιοστάσια, το χειμερινή στις 21 Δεκεμβρίου με
τη μεγαλύτερη νύχτα της χρονιάς, και το θερινὸ στις 21 Ιουνίου με τη
μεγαλύτερη ημέρα της χρονιάς. Τις αλλαγές αυτές τις διαπίστωναν
παρατηρώντας το βορειότερο και το νοτιώτερο σημείο της ανατολής και της
δύσης του Ηλίου στις οροσειρές του ορίζοντα.
Τις ακριβείς ημερολογιακές αλλαγές
του έτους ή και του μηνός τις ανακοίνωναν εκείνοι που ασχολούνταν με τα
ημερολόγια και ο απλός λαός τις μάθαινε από μικρά παιδιά, μικροὺς
ἀγγελιοφόρους, που μετέφεραν το μήνυμα της χρονικής αλλαγής με
αγγελτήρια και ευχετήρια τραγουδάκια και έπαιρναν φιλοδωρήματα. Στην
αρχή, που δεν υπήρχε νόμισμα, τα φιλοδωρήματα ήταν ξηροὶ ή λιασμένοι
καρποί, αμύγδαλα, καρύδια, ξυλοκέρατα, σύκα ή τρόφιμα, αυγά, τυρί,
κρέας, ψωμιά, κουλούρες, κρασὶ στο ποτήρι, σιτάρι, κριθάρι, μέλι, αλάτι
και διάφορα άλλα καλούδια απὸ το κελλάρι του κάθε σπιτιού. Αργότερα ήταν
και νομίσματα μικρής αξίας, όπως οι οβολοὶ.
Τα παιδιά της προϊστορικής εποχής έλεγαν
το μήνυμα και τις ευχές κάθε πρωτομηνιά (νεομηνία), όπως μνημονεύει ο
συντάκτης του ψευδηροδότειου Βίου του Ομήρου, που γράφει ότι δήθεν ο φτωχὸς και τυφλός Όμηρος παραχειμάζων
ἐν τῇ Σάμῳ, ταῖς νουμηνίαις προσπορευόμενος πρὸς τὰς οἰκίας τὰς
εὐδαιμονεστάτας, ἐλάμβανέ τι ἀείδων τὰ ἔπεα τάδε, ἃ καλεῖται εἰρεσιώνη˙
ὡδήγουν δὲ αὐτὸν καὶ συμπαρῆσαν αἰεὶ τῶν παίδων τινὲς τῶν ἐγχωρίων, δηλαδή
ο Όμηρος «περνώντας το χειμώνα στη Σάμο κάθε πρώτη του μηνός περνούσε
από αρχοντικό σε αρχοντικό, και έπαιρνε κάτι, αφού τραγουδούσε τα λόγια
αυτά, τα οποία ονομάζουν ειρεσιώνη. Και τον οδηγούσαν κάθε φορά παιδιά
από την περιοχή αυτή, που τραγουδούσαν κι αυτά μαζί του». Ο
χαρακτηρισμός των τραγουδιών αυτών ως «ειρεσιώνη» δείχνει την εξέλιξη
των αγερμών στο πέρασμα των χρόνων και την ταύτισή τους με την ειρεσιώνη
των αρχαίων Ελλήνων.
Στα χρόνια της «ειρεσιώνης»
Πίσω από τα κάλαντα, λοιπόν, κρύβεται και το αρχαίο Ελληνικό έθιμο
με το όνομα Ειρεσιώνη. Η Ειρεσιώνη (από το είρος = έριον, μαλλί) ήταν
ένα κλαδί αγριελιάς (κότινος) στολισμένο με γιρλάντες από λευκό και
κόκκινο μαλλί, πάνω στις οποίες κρεμούσαν τους καρπούς (σύκα, καρύδια,
αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π.), που τους προσέφεραν στα διάφορα
σπίτια. Συμβόλιζε την ευφορία και τη γονιμότητα της γης και εορτάζονταν
δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη, στα Θαργήλια (27 Απριλίου – 26
Μαΐου), με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς να
ευνοήσουν την καρποφορία, και μια το φθινόπωρο, στα Πυανέψια, την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιόνος (Ιανουαρίου), για να ευχαριστήσουν τους θεούς για την συγκομιδή των καρπών.
Στην αρχαία Ελλάδα, πολλούς αιώνες
πριν τη γέννηση του Χριστού, «παίδες αμφιθαλείς» (παιδιά που και οι δυο
γονείς τους βρίσκονταν στη ζωή) ξεχύνονταν στους δρόμους δύο φορές το
χρόνο με «ειρεσιώνες» στα χέρια, τραγουδούσαν από σπίτι σε σπίτι
ευχόμενα πλούτο, χαρά και ειρήνη και έπαιρναν ως φιλοδώρημα καρπούς κάθε
λογής από το νοικοκύρη ή την κυρά του σπιτιού. Το έθιμο της ειρεσιώνης
ήταν έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτους που έφευγε
και παράκληση να συνεχιστεί η γονιμότητα και η ευφορία και το επόμενο
έτος και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία,
Δίκη, Ειρήνη). Όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω
από την εξώπορτά τους, όπως κρεμάμε σήμερα τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια.
Εκεί θα έμενε μέχρι το επόμενο έτος, όποτε θα καίγονταν σε τελεστική
φωτιά, όπως καίμε στις μέρες μας τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια στις φωτιές
του Αη-Γιάννη. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από τη θύρα του
Ιερού του Απόλλωνα.
Ας δούμε τους επόμενους στίχους, που
φέρεται ότι τραγούδησε στη Σάμο, κατά το έθιμο της ειρεσιώνης, ο Όμηρος
και μας διασώζει ο Πλούταρχος («Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22»):
Δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο,
ος μέγα μεν δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί.
Αυταί ανακλίνεσθαι θύραι πλούτος γαρ έσεισι πολλός,
συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία, ειρήνη τ’αγαθή…
Όσα δ’ άγγεα, μεστά μεν είει κυρβαίη δ’ αεί
κατά καρδόπου έρποι μάζα…
Δηλαδή:
Ήρθαμε στο αρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,
γενναίου με τρανή φωνή και πάντα ευτυχισμένου.
Ανοίξτε πόρτες μόνες σας, ο πλούτος να ‘μπει μέσα,
και με τον πλούτο συντροφιά χαρά και ευτυχία
και η ειρήνη η γλυκιά στο σπίτι να ριζώσει.
Όσα δοχεία έχετε, όλα γεμάτα να ‘ναι
στη σκάφη το ζυμάρι σας πάντοτε να φουσκώνει.
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου το συναντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι.
Επομένως τα κάλαντα με τις αρχαίες
ελληνικές ονομασίες τους, αγερμοί, ειρεσιώνες κ.α. ήταν κοινωνικά και
ημερολογιακά άσματα χωρίς κανένα θρησκευτικό χαρακτήρα. Θρησκευτικά
στοιχεία, ειδωλολατρικά στην αρχή και χριστιανικά στη συνέχεια, μπήκαν
σ᾽ αυτά μόνο σε όψιμα χρόνια.
Από τις calendae στα κάλαντα
Μέχρι να φτάσουμε από τις αρχαίες
ειρεσιώνες στα σημερινά κάλαντα μεσολάβησε μια ιδιαίτερα σημαντική
περίοδος για τη σημερινή διαμόρφωση των καλάντων, η οποία τους χάρισε
και το όνομα που έχουν σήμερα.
Στα αρχαία ρωμαϊκά χρόνια κάθε
μήνας διαρκούσε όσο μία περίοδος περιφοράς της σελήνης γύρω από τη γη
(σεληνιακοί μήνες). Στην αρχή κάθε σεληνιακού μήνα οι ρωμαίοι συνήθιζαν
να γιορτάζουν τις λεγόμενες «calendae» καλένδες (υπάρχει και
γραφή με k, kalendae), που μεταφράζεται «νουμηνίες» (νέος + μήνας). Η
λέξη calendae προέρχεται από τη λατινική φράση calo luna novella, δηλαδή
«ανακηρύσσω τη νέα σελήνη», με την οποία ο αρχιερέας του Καπιτωλίου
ανάγγελλε τη νεομηνία. Το ρήμα calo είναι συγγενικό με το δικό μας ρήμα
«καλώ». Από το calo προέκυψαν οι calendae και από εκεί και τα σημερινά
calendar, calendrier και το δικό μας καλεντάρι ( το calendarium των
Ρωμαίων ήταν κατάλογος χρεών μαζί με τόκους και φόρους, που πληρώνονταν
την πρώτη κάθε μήνα).
Η πιο εντυπωσιακή από όλες τις γιορτές των ρωμαϊκών νουμηνιών ήταν οι Καλένδες του μήνα Ιανού,
δηλαδή του Ιανουαρίου, κατά τις οποίες, πέρα από το γλέντι και την
ανταλλαγή των δώρων, οι άρχοντες αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους σε μια
πανηγυρική τελετή. Από τις ρωμαϊκές καλένδες πήραν το όνομά τους τα
κάλαντα, που αρχικά ήταν η πρώτη μέρα του μήνα, γρήγορα όμως ταυτίστηκαν
με την 1η Ιανουαρίου και επομένως με την πρωτοχρονιά (Κάλαντα =
πρωτοχρονιά). Σήμερα βέβαια κάλαντα λέγονται τα ευχετήρια τραγούδια, που
τραγουδούν τα παιδιά στα σπίτια και στα μαγαζιά όλη την περίοδο των
Χριστουγέννων. Ετυμολογικά τουλάχιστον από ‘κει κρατούν τα «κάλαντα».
Από τις καλένδες προέρχεται, εκτός από τα
κάλαντα, και η παροιμιακή φράση «παραπέμπω στις (ελληνικές) καλένδες»,
που τη χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε μιαν ανύπαρκτη ημερομηνία και
σημαίνει κάτι που διαρκώς αναβάλλεται και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί
ποτέ. Γιατί δεν υπήρχαν ελληνικές καλένδες, ενώ ρωμαϊκές υπήρχαν. Για το
ρωμαίο της εποχής του Αυγούστου η υπόσχεση «θα σε πληρώσω στις
καλένδες» ήταν εντελώς κυριολεκτική, ισοδύναμη με τη δική μας «θα σε πληρώσω την πρώτη του μηνός».
Η έκφραση όμως «θα σε πληρώσω στις ελληνικές καλένδες» (ad calendas
graecas) έδειχνε μιαν ανύπαρκτη ημερομηνία και ήταν ισοδύναμη με τις
δικές μας φράσεις «θα σε πληρώσω στις 30 του Φλεβάρη» ή «το μήνα που δεν
έχει Σάββατο».
Τα κάλαντα πήραν τη σημερινή τους
μορφή στα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Τότε οι χριστιανοί ήθελαν να
εξοβελίσουν από τη ζωή τους κάθε τι που θύμιζε το ρωμαϊκό κόσμο, απ’ τον
οποίον καταδιώχθηκαν άγρια. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα με διαφορετική
νόημα λέξεις που σχετίζονταν με τελετουργίες ειδωλολατρικών ρωμαϊκών
εορτών και επέλεγαν να γιορτάζουν τις δικές τους γιορτές σε ημερομηνίες
αντιστοίχων ειδωλολατρικών. Επειδή όμως οι προχριστιανικές τελετουργίες
είχαν διεισδύσει στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων της εποχής των πρώτων
ρωμαϊκών χρόνων, η χριστιανική εκκλησία έπρεπε να βρει μια
συμβιβαστική λύση. Έτσι, λοιπόν, διατήρησε τα περισσότερα λαοφιλή αρχαία
έθιμα, αλλά με άλλη μορφή και διαφορετικό περιεχόμενο. Η λαϊκή
παράδοση από τις αρχαίες καλένδες ήθελε την Πρωτοχρονιά μια μέρα
σημαδιακή για την εξέλιξη της χρονιάς και έδωσε στον “Αϊ Βασίλη”, που ο
θάνατος του συνέπεσε με την Πρώτη του Γενάρη του 379 μ.Χ., όλες εκείνες
τις ιδιότητες που ανταποκρίνονταν στους πόθους και τις ανάγκες της.
Οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν στις
30 Δεκεμβρίου την αναγέννηση του Διονύσου, ο οποίος γεννήθηκε από την
παρθένο Σεμέλη και σκοτώθηκε από τους τιτάνες. Αυτή η αρχαία Ελληνική
γιορτή είχε ταυτιστεί με τη γιορτή του Ήλιου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί
είχαν θεοποιήσει. Συγκεκριμένα στους Έλληνες ο Ήλιος είχε ταυτιστεί με
τον Φωτοφόρο Απόλλωνα, ο οποίος απεικονιζόταν πάνω στο ιπτάμενο άρμα του
να μοιράζει το φως του Ήλιου. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση
του ήλιου με τη ζωή ενός ανθρώπου, που γεννιόταν κατά τη χειμερινή
τροπή του ήλιου, μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο
ήλιος φωταγωγούσε τη Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν το Μάρτιο, την
ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την
αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από τη μήτρα της Γης. Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου
σημαίνει την αρχή του χειμώνα και ο Ήλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει
την ημέρα μέχρι να εξισωθεί με τη νύχτα κατά την Ισημερία το Μάρτιο.
Τότε «αλλάζει ο χρόνος», ο Ήλιος νικά το σκοτάδι και έρχεται η άνοιξη, η
εποχή της αναγέννησης της φύσης.
Το «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου» αναφέρει μεταξύ άλλων στο λήμμα «κάλανδα»:
[...] «Το έθιμον ίσως να είναι συνέχεια της περιφοράς της αρχαίας ειρεσιώνης υπό παίδων ή και ένωσις συνηθειών περισσοτέρας της μίας αρχαίων εορτών, διότι οι αποτελούντες τα άδοντα συγκροτήματα περιέρχονται τας οικίας συχνά, κρατούντες ράβδους κεκοσμημένας, όπως περίπου οι αρχαίοι θύρσοι των διονυσιακών εορτών και φανούς πολυχρώμους ή εσωτερικώς φωτιζόμενα ομοιώματα πλοίων, με άνοιγμα απομιμούμενον αστέρα, από όπου μόνον χύνεται το φως κ.λ.π..[...] Φαίνεται πάντως ότι η συνήθεια υφίστατο και προ της βυζαντινής εποχής και ίσως είχε συνδυασθεί η χαρά για την γέννησιν του Σωτήρος, η οποία προ του 4ου αιώνος επανηγυρίζετο την 1ην του έτους, με τας ελπίδας και τας ευχάς του νέου έτους, τας οποίας συνήθιζον οι Ρωμαίοι, και με τον τρόπον του εορτασμού, που ήτο αρχαίος ελληνικός.»[...]
Στη βυζαντινή περίοδο
Η συνήθεια διατηρήθηκε και στο Βυζάντιο
και δεν υποχώρησε, παρά τις απαγορεύσεις και τις αντιρρήσεις των πατέρων
της εκκλησίας, οι οποίοι κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευαν ή
απέτρεπαν αυτό το έθιμο ως καταγόμενο από τις εορτές των ρωμαϊκών
Καλενδών, που είχε καταδικάσει η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ. Και
πολλοί Πατριάρχες το απαγόρευαν στους πιστούς, ενώ ο βυζαντινός
χρονικογράφος Ιωάννης Τζέτζης, που έζησε τον 12ο αιώνα, αποκαλούσε τους καλαντιστές κάθε πρωτομηνιάς «μηναγύρτες»:
Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι
και όσοι κατ΄ αρχίμηνον του Ιανουαρίου
και του Χριστού γεννήσει και Φώτων τη ημέρα
οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες
μετά ωδών ή επωδών ή λόγων εγκωμίων,
………………………………
ούτοι αν πάντες λέγοιντο κυρίως Μηναγύρται.
Τους παρουσιάζει μάλιστα ως γάλλους (=
κίναιδους) ιερείς, οι οποίοι έβαζαν πάνω σ᾽ ένα γαϊδούρι το είδωλο της
θεάς Ρέας και περιερχόμενοι στις κώμες τραγουδούσαν τα αρχίμηνα
χτυπώντας και τύμπανα (=ντέφια) και ζητιανεύοντας (προσαιτούντες) όσπρια
και σιτηρά υπέρ του μοναστηριού τους. Και οι οπαδοί της λατρείας
ασπάζονταν το είδωλο και τους έδιναν ένα πιάτο απ᾽ αυτά που ζητούσαν,
όπως ακριβώς έκαναν και οι καλόγεροι, που ζητιάνευαν για τα μοναστήρια
τους με λείψανα και εικονίσματα αγίων πάνω σ᾽ ένα γαϊδούρι και μάζευαν
παρόμοια προϊόντα ή χρήματα μέχρι τη δεκαετία του 1960.
Οι αντιδράσεις όμως της εκκλησίας στη
Βυζαντινή περίοδο δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν φραγμό σε συνήθειες αιώνων
και κυρίως στα κάλαντα, που καθιερώθηκαν από το 13ο αιώνα
και απέκτησαν σημασία και διαδόθηκαν σαν αναπόσπαστο στοιχείο των
γιορταστικών εκδηλώσεων για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα
Φώτα. Ωστόσο τα Κάλαντα ή Κάλενδοι, όπως ονομάζονταν στο Βυζάντιο,
δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, δεν ήταν απλά τραγούδια. Ήταν λαμπρή
γιορτή. Μικροί και μεγάλοι χωρισμένοι σε ομάδες γυρνούσαν στα σπίτια και
τραγουδούσαν διάφορα εγκωμιαστικά ή και σατιρικά τραγούδια παίρνοντας
το ανάλογο φιλοδώρημα από κάθε νοικοκύρη. Κρατούσαν ραβδιά ή φανάρια ή
ομοιώματα πλοίων στολισμένα και συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου
ή τύμπανου.
Τα κάλαντα στη νεοελληνική παράδοση
Από την Κωνσταντινούπολη και το Βυζάντιο
το έθιμο των καλάντων εντάχθηκε στη νεοελληνική παράδοση, πέρασε στην
υπόλοιπη Ελλάδα, απλώθηκε και απέκτησε τις διάφορες τοπικές παραλλαγές
κρατώντας μέχρι σήμερα. Ομάδες παιδιών ή και ώριμων ανδρών περιφέρονται
στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό
όργανο τραγούδια, που αφορούν στα Χριστούγεννα, τη γιορτή της
Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και είναι διαφορετικά για κάθε
γιορτή. Από την περίοδο της Βασιλευομένης Δημοκρατίας μάλιστα
καθιερώθηκε το έθιμο της απαγγελίας των καλάντων από τους άνδρες της
ανακτορικής φρουράς ενώπιον των Βασιλέων, όπως συνέβαινε και σε άλλους
Ευρωπαϊκούς Βασιλικούς Οίκους, όπου είχαν καθιερωθεί παρόμοιες εθιμικές
ευχητικές εκδηλώσεις. Έτσι μέχρι σήμερα συνεχίζεται το έθιμο να λέγονται
τα κάλαντα όχι μόνο στα σπίτια, αλλά και σε πρόσωπα πολιτικά από
ομάδες, συλλόγους, χορωδίες κλπ.
Τα κάλαντα, που ακούμε σήμερα στα
διάφορα διαμερίσματα της χώρας μας, είναι πολλά και ποικίλα, πανέμορφα
και γεμάτα παραλλαγές, αυτοσχεδιασμούς και αποχρώσεις και ποικίλουν
ανάλογα με την περιοχή, τα τοπικά ιδιώματα και τα χαρακτηριστικά
στοιχεία των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται. Είναι τραγούδια με
στίχους, που από τη μια υπενθυμίζουν – αναγγέλλουν-τονίζουν την έλευση
κάποιας χαρμόσυνης γιορτής (τη Γέννηση Του Χριστού) και από την
άλλη εκφράζουν ευχές σε φίλο ή γείτονα ή άρχοντα και γενικά σε κάθε
νοικοκύρη, που επισκέπτονται ή συναντούν οι καλαντάρηδες, και στα μέλη
της οικογένειάς του, την «κυρά» (= σύζυγο), το γιο ή τη θυγατέρα.
Παρόλο όμως που διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή, έχουν μια «τυπική» δομή:
το πρώτο μέρος τους αναφέρεται στην εορτή, το δεύτερο εγκωμιάζει το
σπίτι στο οποίο ψάλλονται και καθένα από τα μέλη της οικογένειας, και το
τρίτο παραινεί τους οικοδεσπότες σε φιλοδώρημα προς τους καλαντιστές.
Ξεκινούν δηλαδή με χαιρετισμό και στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη
χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Το τραγούδι
κλείνει με ευχαριστίες για το φιλοδώρημα ή με αποδοκιμασία και σκωπτικά
σχόλια για τον οικοδεσπότη, που θα αρνηθεί να «φιλέψει» τους
τραγουδιστές.
Πολλά από τα κάλαντα έχουν λόγιο ύφος
και βασίζονται σε εκκλησιαστικούς ύμνους, όπως τους διαμόρφωσαν σε
κάλαντα κατά τη Βυζαντινή περίοδο σημαντικοί λόγιοι, που ανέλαβαν να
δημιουργήσουν κάλαντα με καθαρά χριστολογικό περιεχόμενο, όπως τα
κάλαντα της πρωτοχρονιάς Εις αυτό το Νέο Έτος, Βασιλείου εορτή, ήρθα να σας χαιρετίσω με την πρέπουσα αυτή…, που τραγουδάνε στην Κάλυμνο, ή τα βυζαντινά κάλαντα των Φώτων από της Ερήμου ο Πρόδρομος, ήλθε του βαπτίσαι τον Κύριον, Βασιλέα πάντων εβάπτισεν, εις τον Ιορδάνην ο Πρόδρομος….
Την παράδοση συνέχισε ο απλός λαός, που
δημιούργησε στιχουργικά αριστουργήματα με το ανεπιτήδευτο, αλλά
γοητευτικό και πρωτότυπο ύφος του, όπως τα κάλαντα των Χριστουγέννων της
Θράκης Χριστός γεννιέται σα νιο φεγγάρι, σα νιο φεγγάρι σαν
παλληκάρι. Χριστός γεννιέται χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο στην
οικουμένη… ή τα κάλαντα Πρωτοχρονιάς των Φούρνων Ικαρίας Άγιος Βασίλης έρχεται ‘πο πίσ’ απ’ το Καμάρι, βαστάει μυτζήθρες και τυριά, βαστάει κι ένα κυνάρι…
Πέρα μάλιστα από τα καθαρά “λόγια”
κάλαντα (π.χ. “Καλήν ημέραν άρχοντες…”) ή τα “λαϊκότερα” (“Χριστούγεννα,
πρωτούγεννα, πρώτη χαρά στον κόσμο..”), υπάρχουν τα “λαϊκά” κάλαντα,
που είναι αυτοσχέδια ευχετήρια τραγούδια προς τους νοικοκύρηδες και το
σπιτικό, ανάλογα με τις ιδιότητες και τις ανάγκες τους (π.χ. “Σ’αυτό το
σπίτι πού’ρθαμε, πέτρα να μη ραΐσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια
χρόνια να ζήσει…”).
Πολλές φορές όμως παρατηρούμε ότι η
αναφορά στον άγιο ή στην εορτή ανακατεύεται με ευχές των καλαντιστών στα
μέλη της οικογένειας και μάλιστα στα ανύπαντρα παλικάρια και κορίτσια
για έναν καλό έρωτα ή γάμο. Μερικές φορές μάλιστα είναι και άμεση
ερωτική πρόταση, γιατί τα κάλαντα ήταν κάποτε και ευκαιρία καντάδας
καμουφλαρισμένης ανάμεσα στους στίχους των εγκωμίων του αγίου της
ημέρας. Παρόμοια περίπτωση αποτελούν τα σημερινά κάλαντα της πρωτοχρονιάς
που, αν κάποιος τα ακούσει προσεκτικά, δε βγάζει σαφές νόημα από τα
λεγόμενά τους, γιατί συνδέονται με μια ρομαντική ιστορία, που μας πάει
πίσω στη βυζαντινή αυτοκρατορία.
Στη βυζαντινή εποχή οι φτωχοί και
χαμηλών στρωμάτων άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους
αριστοκράτες παρά μόνο σε γιορτές, όπου μπορούσαν να τους απευθύνουν
ευχές. Ένα φτωχό παλικάρι, λοιπόν, εκείνη την εποχή είχε ερωτευθεί
σφοδρά μια κόρη αυτοκρατορικής οικογένειας, ψηλή, όμορφη και γλυκιά, που
κυκλοφορούσε φορώντας ένα από τα συνηθισμένα ψηλά καπέλα της εποχής.
Επειδή δεν είχε άλλο τρόπο να της εκφράσει τον έρωτά του,
σκέφτηκε να πάει την Πρωτοχρονιά να τις πει τις ευχές του για το νέο
έτος, αλλά να τροποποιήσει το ποιηματάκι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη
γίνει αντιληπτός από τους άλλους.
Σε κάθε στίχο από τα κάλαντα της
πρωτοχρονιάς παρενέβαλλε και ένα στιχάκι δικό του, το οποίο θα
απευθυνόταν στην κοπέλα, όπως διαπιστώνουμε, αν εξετάσουμε προσεκτικά το
περιεχόμενό τους [σε αγκύλες οι ενδιάμεσοι στίχοι, που απευθύνονται
στην καλή του].
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
[ψιλή μου δεντρολιβανιά]
Κι αρχή καλός μας χρόνος
[εκκλησιά με τ’ άγιο θόλος]
Άγιος Βασίλης έρχεται
[και δε μας καταδέχεται]
από την Καισαρεία
[συ σ’ αρχόντισσα κυρία]
Βαστάει πένα και χαρτί
[Ζαχαροκάντυο ζυμωτή]
Χαρτί χαρτί και καλαμάρι
[δες και με το παλικάρι]
Όπως διαπιστώνουμε, την αποκαλεί ψηλή σαν
δεντρολιβανιά, την παρομοιάζει με Εκκλησιά με το Άγιο Θόλος (θόλος
εκκλησίας), επειδή φορούσε ψηλό καπέλο με τούλι στην κορυφή, της λέει
ότι δεν τον καταδέχεται, γιατί είναι αρχόντισσα κυρία, την αποκαλεί
ζαχαροκάντυο ζυμωτή, δηλαδή γλυκιά σαν κάποιο παραδοσιακό γλύκισμα, και
την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά (δες και με το παλικάρι!). Αυτό το
βυζαντινό τραγουδάκι έμεινε ως τις μέρες μας ως παράδοση που διατηρήθηκε
από στόμα σε στόμα, αλλά η ιστορία ξεχάστηκε στα βάθη των αιώνων. Έτσι
λοιπόν μια ιστορία αγάπης έγινε τραγούδι και για αιώνες τα παιδιά το τραγουδάνε κάθε Πρωτοχρονιά παίρνοντας τον μποναμά τους.
Η τάση αυτή της ανάμειξης των λόγιων
βυζαντινών στίχων με θρησκευτικό περιεχόμενο και των αυτοσχέδιων λαϊκών
στιχουργημάτων απλών ανθρώπων επιβεβαιώνει τη σύνδεση των καλάντων με
τους ιστορικούς προγόνους τους, τους αγερμούς, την ειρεσιώνη και τις
καλένδες. Έχουμε δηλαδή μια σύνθεση των παλιών στιχουργημάτων με
κοινωνικό περιεχόμενο και των εκκλησιαστικών ύμνων, που έχουν
θρησκευτικό περιεχόμενο. Εξηγεί επίσης και τη γλώσσα, στην οποία είναι
γραμμένα τα κάλαντα, αφού η έκφρασή τους ακολούθησε την εξέλιξη της
ελληνικής γλώσσας από την καθαρεύουσα, που δηλώνει την άμεση καταγωγή
τους από τους Βυζαντινούς χρόνους, στην απλή δημοτική γλώσσα των
δημοτικών τραγουδιών. Πρόκειται επομένως για τραγούδια φτιαγμένα από
λόγιους ή ποιητές, αλλά και από τον ίδιο το λαό μας, τραγούδια φτιαγμένα
από απλούς ανθρώπους, που πολλές φορές οι στίχοι τους συναγωνίζονται
και τους πιο φροντισμένους στίχους ποιημάτων και φανερώνουν την ποιητική
ψυχή του λαού μας.
Ο λόγος που το έθιμο αυτό
επιβιώνει μέχρι σήμερα είναι γιατί πρώτα – πρώτα θεωρείται μια πράξη
τελετουργική, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη έχει ως αποτέλεσμα
την ευημερία. Για τα παιδιά όμως που τα τραγουδούν κύριος σκοπός των
τραγουδιών αυτών είναι το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα είτε σε προϊόντα. Η ανταμοιβή
για τις ευχές, το «φίλεμα», στο παρελθόν ήταν σε είδος: γλυκά, ξηροί
καρποί, αυγά, στάρι, λάδι, κουλούρες ειδικά φτιαγμένες για την
περίσταση. Αργότερα καθιερώθηκε να δίνονται χρήματα. Για να συγκινήσουν
το νοικοκύρη και να δώσει μεγάλα φιλοδωρήματα, οι καλαντάρηδες λένε και
πάρα πολλά παινέματα, χαρακτηρισμούς (αφέντη, πρωταφέντη, άρχοντα) τόσο
για τον ίδιο όσο και για τα άλλα μέλη της οικογένειάς του και με στίχους
εκπληκτικής ομορφιάς και γεμάτους από ωραίες εικόνες. Πολλές φορές,
όταν δεν υπήρχε φιλοδώρημα ή ήταν ευτελές, τα παιδιά συνέχιζαν να λένε
με πολύ δυνατή φωνή έξω από το σπίτι δίστιχα σκωπτικά, ειρωνικά και
περιπαιχτικά, που έχουν τη ρίζα τους στο έθιμο της αρχαίας
“ειρεσιώνης,” όπως:
Αφέντη μου στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες.
Άλλες γεννούν άλλες κλωσσούν κι’ άλλες αυγά μαζώνουν…
Εσέ Κυρά η ομορφιά, γρήγορα να σ’ αφήσει…
Την κόρη σου την όμορφη βάλτηνε στο ζεμπίλι
και κράτησέ την αψηλά να μη τη φαν’ οι ψύλλοι…
Κύριος σκοπός των καλαντιστών ωστόσο ήταν
και είναι πάντοτε η παρέα, η συνεύρεση με την παρέα. Γι’ αυτό οι
καλαντιστές δεν εισπράττουν ξεχωριστά τα φιλοδωρήματά τους, αλλά έχουν
ταμείο κοινό και στο τέλος ακολουθεί η μοιρασιά. Αυτή η μοιρασιά, τα
κοινά γλέντια, η κοινή διασκέδαση της παρέας είναι η μεγαλύτερη χαρά των
καλαντιστών. Εξίσου σημαντική είναι και η επικοινωνία, όχι μονάχα με
την παρέα, αλλά και με τα άλλα μέλη της κοινότητας, με τα οποία είναι
γνώριμοι και δεμένοι οι καλαντιστές. Γι’ αυτό και παλαιότερα έλεγαν στο
κάθε σπιτικό και άλλα λόγια, άλλα για τον παπά, άλλα για τον μορφωμένο,
άλλα για το σπίτι που έχει ανύπαντρο κορίτσι ή ξενιτεμένο ή μικρό παιδί,
κάτι που προϋποθέτει το δέσιμο των μελών της κοινότητας μεταξύ τους.
Τα κάλαντα χάνουν το νόημά τους, όταν χάνεται αυτή η προσωπική σχέση του
καλαντιστή με το νοικοκύρη.
Έθιμο σχετικό με τα κάλαντα σε πολλές
περιοχές της Ελλάδας είναι και οι μεταμφιέσεις. Σκοπός τους είναι ο
εξευμενισμός κάποιων υπερφυσικών δυνάμεων, που πίστευαν κυρίως οι παλιοί
ότι καθόριζαν τις μοίρες των ανθρώπων. Οι μεταμφιεσμένοι, που συνήθως
παίρνουν τη μορφή άγριων ζώων ή αγροίκων πολεμιστών ή άλλων προσώπων,
όπως γαμπρός, νύφη, αράπης, γιατρός, καπετάνιος, «αλής», «καλικάντζαρος»
κ.α. περιφέρονται ανά ομάδες συνοδεύοντας τους νεαρούς καλαντιστές και
τραγουδώντας μαζί τους. Οι πιο γνωστές ομάδες μεταμφιεσμένων με δέρματα
ζώων είναι τα «ρογκάτσια» ή «ρογκατσάρια» (ρογκάτσια=προβιές) της
Μακεδονίας και Θεσσαλίας, οι «Μπαμπαλιάρηδες» της Θράκης
(μπάμπαλο=κουρέλι), οι «Μωμόγεροι» του Πόντου κ.α. Οι άνθρωποι από την
αρχαιότητα, για να εξευμενίσουν αυτές τις ψυχές, ετοίμαζαν ως προσφορά
«μελιτόεσσες», μικρές μελόπιτες, που πιθανότατα είναι οι πρόγονοι των
«μελομακάρονων».
Χαρακτηριστικό στοιχείο μεταμφίεσης είναι
και το ραβδί που χρησιμοποιούν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας οι
καλαντιστές, απόρροια κι αυτό της «ειρεσιώνης» ή και των ράβδων των
ποιμένων της Βίβλου. Πέραν όμως απ’ το συμβολισμό τους τα ραβδιά αυτά
χρησίμευαν στα παιδιά και ως αμυντικό όπλο για τα σκυλιά, που θα
έβρισκαν στο δρόμο τους…
Βιβλιογραφία- Βαρβούνη Γ. Μ., «Μελετήματα Ελληνικής Λαογραφίας» , εκδ. Σπανίδης, 2007.
- Βρετάκου Φίλιππου, «Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των», Αθήνα, 1980.
- Θεοδοσίου Σ. – Δανέζη Μ., «Ο κύκλος του χρόνου, αστρονομία και μυστηριακές Λατρείες», εκδ. Δίαυλος.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.
- Liddell/Scott, Μέγα Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας,
- Λουκάτου Δ., «Χριστουγεννιάτικα και των εορτών»
- Μέγα Α. Γ., «Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004.
- Μερακλή Μ., «Ελληνική Λαογραφία», εκδ. Οδυσσέας, 2004.
- Παπαθανάση – Μουσιοπούλου Καλ., «Λαογραφικά Θράκης Α΄», 1979.
- Περιοδικό «Τερπνή», Τα Κάλαντα στην Αρχαία Ελλάδα, μελέτη , φ. 42 – 44 (2001 – 02).
- Πολίτη Ν., «Παραδόσεις Α&Β», Αθήνα 1994.
Φιλόλογος – Συγγραφέας