Ευφροσύνη Τζανετάτου, αρχαιολόγος MSc Ε.Μ.Π. Προστασία Μνημείων
| ||||
Η υπερίσθμιση των πλοίων δεν ήταν μια πρακτική πολύ απλή και δεν χρησιμοποιούταν πολύ συχνά. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι ο Δίολκος χρησιμοποιείτο για τη μεταφορά μικρών, κυρίως πολεμικών πλοίων (χρήση που βεβαιώνεται από τις πηγές ως τον 9ο μ.Χ. αιώνα) μιας και ήταν εξαιρετικά δύσκολο να μεταφέρονται μεγάλα σε όγκο και βάρος πλοία. Εκτός από τα πολεμικά πλοία θεωρείται ότι διέλκονταν και μικρά εμπορικά. Εδώ όμως υπάρχει ζήτημα σχετικά με το βάρος του φορτίου που έφερε το σκάφος. Θα έπρεπε δηλαδή το πλοίο να απαλλαγεί από το εμπόρευμα προκειμένου να διασχίσει το λιθόστρωτο δρόμο, ενώ αυτό θα έπρεπε να μεταφερθεί με άλλα μέσα ανάλογα, είτε στο πέρας του διόλκου, όπου θα ξαναφορτωνόταν στο πλοίο, είτε κατευθείαν στους λιμένες (Κεγχρεές ή Λέχαιο) όπου θα ακολουθούσε η ίδια διαδικασία. Ωστόσο φαίνεται πιο λογική και προσοδοφόρα η λύση της μετακομιδής των προϊόντων με διαφορετικά πλοία (συνηθισμένη στην αρχαιότητα πρακτική) και όχι η υπερίσθμιση του υπάρχοντος πλοίου και μεταφορά διά ξηράς με άλλο μέσο των εμπορευμάτων. Μια διαδικασία που μπορεί να κάλυπτε θεωρητικά την ανάγκη για γρήγορο πέρασμα αλλά επί της ουσίας ήταν χρονοβόρα και πολυέξοδη αφού απαιτούσε πολύ μεγάλο κόστος εξαιτίας της απασχόλησης πολλών ατόμων, της αναπόφευκτης ζημιάς του φορτίου κατά τη μεταφορά του, των εξόδων μεταφοράς και φορτοεκφορτώσεων, και των εξόδων της μεταφοράς του σκάφους δια ξηράς, ισοφαρίζοντας έτσι την καθυστέρηση που απαιτούσε ο περίπλους της Πελοποννήσου. Βέβαια, αν και σίγουρα χρησιμοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση πολεμικών αναγκών, δε φαίνεται λογικό να κατασκευάσθηκε ένα τόσο μεγάλο έργο μόνο για το σκοπό αυτό, σε μια περίοδο μάλιστα που δε συνέτρεχε τέτοιος λόγος. Αντίθετα είναι πολύ πιθανόν να εκμεταλλευόταν η Κόρινθος το Δίολκο για την είσπραξη «διοδίων» από τη μεταφορά απλώς εμπορευμάτων αλλά και βαρέων φορτίων, ιδίως μαρμάρων. Επίσης γινόταν χρήση του και ως απλού αμαξήλατου δρόμου. Η ακριβής θέση του Διόλκου παρέμενε άγνωστη ως το 1956 όταν αποκαλύφθηκε ένα μέρος του που εκτείνεται στο δυτικό άκρο του καναλιού του Ισθμού, επί της Πελοποννήσου (μήκους 255 μ.) καθώς και επί της Στερεάς Ελλάδας, εντός της Σχολής Μηχανικού (204 μ.). Ουσιαστικά σήμερα σώζονται τρία τμήματα: 1. Η λιθόστρωτη αποβάθρα ή εξέδρα Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του καναλιού, στην πλευρά της Πελοποννήσου, βόρεια του λιθόστρωτου δρόμου. Πρόκειται για μια κεκλιμένη επιφάνεια (40 x10μ. περίπου) κατασκευασμένη από πώρινους λιθόπλινθους, διαφόρων διαστάσεων, χωρίς την ύπαρξη συνδετικού υλικού ανάμεσά τους ή συνδέσμων. Θεωρείται ότι αποτελεί την αφετηρία του Διόλκου, όπου τα πλοία σύρονταν από τη θάλασσα σε αυτήν την επιφάνεια και έπειτα μεταφέρονταν και τοποθετούνταν μέσω ειδικού μηχανισμού στη νοτιοδυτική τοιχοδομή μορφής Π του λιθόστρωτου δρόμου (βλ.παρακάτω). Ωστόσο σήμερα μια διαφορετική θεωρία που έχει διατυπωθεί είναι ότι δεν αποτελεί τμήμα της διαδρομής του Διόλκου και δεν ερχόταν σε επαφή με τη θάλασσα καθώς η κατασκευή της είναι διαφορετική από αυτή του λιθόστρωτου δρόμου και δεν παρουσιάζει ομοιότητες με καμιά από τις "γλίστρες" των νεώσοικων που έχουν ανασκαφεί. Ίσως αποτελούσε εξέδρα εργοταξίου κατά τις εργασίες του Νέρωνα για τη διάνοιξη του Ισθμού. 2. Η Πιόσχημη κατασκευή Πρόκειται για τη σημερινή αφετηρία του Διόλκου. Είναι μια τοιχοδομή που αποτελείται από τρεις χαμηλούς τοίχους (1,25μ. μέγιστο σωζόμενο ύψος) σε σχήμα Π, με άνοιγμα προς τα ανατολικά, και η οποία απέχει από το δυτικό άκρο της εξέδρας 25 μ. περίπου. Οι δύο μακρείς τοίχοι είχαν μήκος 24,4 μ. περίπου και ήταν χτισμένοι με ακανόνιστα τοποθετημένους λιθόπλινθους από πωρόλιθο, ενώ ο δυτικός τοίχος από κανονικούς, ορθογώνιους δόμους που ακολουθούν το ισόδομο σύστημα (λευκός-ερυθρωπός πωρόλιθος). Ο χώρος ανάμεσα στους τοίχους είναι στρωμένος με πώρινες πλάκες, στο μεγαλύτερο τμήμα, και με σκληρή άμμο. Τοποθετείται στα μέσα του 5ου αι. π.Χ ή στις αρχές του 4ου αι. ενώ κάτω από αυτήν έχει βρεθεί τμήμα της συνέχειας του αρχικού (6ου αι.π.Χ.) λιθόστρωτου δρόμου. Δεν έχει αποσαφηνιστεί η ακριβής λειτουργία αυτής της κατασκευής. Από ευρήματα που έχουν εντοπιστεί στο χώρο συμπεραίνεται ότι ίσως υπήρχε κάποια ξύλινη κατασκευή που επιβοηθούσε στην ομαλή τοποθέτηση των πλοίων ή εμπορευμάτων στα τροχοφόρα οχήματα. 3. Ο Λιθόστρωτος δρόμος Συνεχίζει στα ανατολικά της πιόσχημης κατασκευής, ακολουθώντας το φυσικό ανάγλυφο. Το πρώτο τμήμα του δρόμου (από δυτικά) έχει υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή με την κατάρρευση και την κατάκλυση μεγάλου μέρους. Αποτελείται από πώρινες λιθόπλακες οι οποίες έχουν τοποθετηθεί σε δύο εσωτερικές σειρές σε επαφή μεταξύ τους κατά το μήκος και σε δύο εξωτερικές σειρές με εγκάρσια τοποθετημένους λίθους. Ο τρόπος αυτός εξασφάλιζε τον εγκιβωτισμό των μεσαίων δόμων, που καταπονούνταν περισσότερο. Δεξιά και αριστερά εντοπίζονται όρθιες πλάκες που έχουν τοποθετηθεί κατακόρυφα στο έδαφος χωρίς να προεξέχουν της επιφάνειας του λιθόστρωτου. Αυτό το τμήμα παρουσιάζει περισσότερο επιμελημένη κατασκευή ενώ στη νότια πλευρά διαμορφώνεται κράσπεδο. Σε πολλούς λίθους έχουν χαραχτεί πάνω στην επιφάνεια τους σύμβολα και μονογράμματα του αρχαϊκού κορινθιακού αλφάβητου. Ο δρόμος συνεχίζεται ως το σύγχρονο παράλιο δρόμο Κορίνθου-Λουτρακίου, ο οποίος τον διακόπτει. Έχει πλάτος που κυμαίνεται από 4,20 έως 5,80μ. και παρουσιάζει δύο κύριες αρματροχιές (αβαθείς αυλακώσεις) και κάποιες δευτερεύουσες. Πιθανόν δεν έχουν λαξευτεί αλλά προέρχονται από την κίνηση των τροχών των ολκών και κατασκευάστηκαν σταδιακά. Ανατολικά του σύγχρονου δρόμου συνεχίζει ο Δίολκος έως το πρανές της Διώρυγας, από το οποίο διακόπτεται απότομα. Είχε αρχικό σωζόμενο μήκος 42,20 μ. και πλάτος 3,40 έως 4 μ, και παρουσιάζει λιγότερο επιμελημένη διάταξη των λιθοπλακών. Οι λιθόπλακες είναι τοποθετημένες κάθετα στην κίνηση του ολκού ενώ συνεχίζουν οι αρματροχιές του προηγούμενου τμήματος. Το κανάλι της Διώρυγας διακόπτει την πορεία του δρόμου ο οποίος συνεχίζει στην απέναντι ακτή, εντός της Σχολής Μηχανικού, αποτελώντας το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του Διόλκου. Το πλάτος του κυμαίνεται από 3,60 έως 6,00 μ., ενώ σε όλο το μήκος του εντοπίζονται δύο κύριες λαξευμένες αρματροχιές σε απόσταση 1,50 μ. μεταξύ τους και δύο ακόμα παράλληλες τροχιές (δευτερεύουσες αβαθείς αρματροχιές) σε απόσταση 1,10μ. μεταξύ τους, που έχουν διαφορετική κατεύθυνση και συναντιούνται με τις κύριες αρματροχιές. Στο μέσο περίπου του μήκους του παρατηρείται απότομη στροφή της διαδρομής προς την Πελοπόννησο. Στο σημείο αυτό πάνω στο λιθόστρωτο είναι τοποθετημένες δύο παράλληλες σειρές δόμων μήκους 30μ. σε απόσταση μεταξύ τους 0,50μ. περίπου. Η τοποθέτηση αυτών των δόμων εξασφάλιζε πιθανόν την ομαλή κίνηση του ολκού στο σημείο αυτό, το οποίο λόγω της καμπυλότητάς του θα προκαλούσε ανατροπές με τη λειτουργία μόνο των τροχιών. Αρχικά ίσως εκτείνονταν σε μήκος διπλάσιο από το σωζόμενο. Στη συνέχεια υπάρχει ένα μικρό τμήμα του αρχαίου δρόμου, κατεστραμμένο με ελάχιστα σκόρπια υπολείμματα που φθάνει λίγο πριν την περίφραξη της Σχολής Μηχανικού. Η κατάσταση διατήρησης των τμημάτων αυτών δυστυχώς είναι κακή αφού μετά την αποκάλυψή τους έμειναν απροστάτευτα απέναντι στις ατμοσφαιρικές συνθήκες και τον ανθρώπινο παράγοντα με αποτέλεσμα να έχουν υποστεί μέχρι σήμερα σοβαρότατες φθορές κινδυνεύοντας να αφανιστούν εντελώς. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
|