Στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν ήταν υπό διαμόρφωση τα εθνικά κράτη, ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος ίδρυσε ένα τάγμα παρελάσεων, στο οποίο γίνονταν δεκτοί άνδρες με ελάχιστο ύψος ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά. Οι «Γίγαντες του Πότσδαμ»,
όπως έμειναν στην Ιστορία, ήταν στην πραγματικότητα ένα τάγμα, το οποίο
εξυπηρετούσε την ανάγκη του στρατοκράτη μονάρχη να βλέπει ένστολους να
παρελαύνουν με τις φανταχτερές ενδυμασίες τους εντός των ανακτόρων. Η
επινόηση αυτή του Φρειδερίκου της Πρωσίας αποθεώθηκε το 19ο αιώνα στη
Γερμανία και στις αρχές του 20ου αιώνα καθιερώθηκε και σε άλλα κράτη με
τη συμμετοχή στρατιωτικών ή και μαθητικών τμημάτων.
Στην Ελλάδα παρελάσεις με τη
συμμετοχή μαθητών πραγματοποιούνται σποραδικά από τα τέλη του 19ο αιώνα
ως μέρος των εκδηλώσεων για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου. Από ρεπορτάζ
της εφημερίδας «Εμπρός» της 26η Μαρτίου 1899 μαθαίνουμε ότι κατά
την «εθνική εορτή» όλοι οι μεγάλοι δρόμοι της Αθήνας ήταν
σημαιοστολισμένοι, ενώ στρατιωτικά σώματα μετά τη δοξολογία
πραγματοποίησαν παρέλαση στην οδό Σταδίου, «με τη μουσική επικεφαλής».
Κατά τον αρθρογράφο «Ιδιαιτέραν αίσθησιν έκαμεν η πρώτην φοράν εφέτος
γενομένη παρέλασις των μαθητών των νομαρχιακών σχολείων Αττικής κατά
τετράδες βαινόντων με την ελληνικήν σημαίαν εμπρός».
Από τις αρχές του 20ου αιώνα από την εφημερίδα «Εμπρός» μαθαίνουμε ότι κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1914, οι μαθητές στο Άργος
και τη Λάρισα συμμετείχαν σε λαμπαδηφορία, ενώ στην Κέρκυρα κατά τη
διάρκεια της νύχτας «εγένετο λαμπρά παρέλασις προ των Ανακτόρων και δια
των κεντρικοτέρων οδών, των στρατιωτικών λαμπαδηφορούντων, των δε
μαθητών του Γυμνασίου μετά ανηρτημένων ενετικών φανών τη συνοδεία της
μουσικής έψαλλον το εμβατήριο ”Ήπειρος”».
Στην εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου 1924
τα σχολεία εμφανίζονται παραταγμένα και είναι έτοιμα να παρελάσουν μαζί
με το στρατό, αλλά από τους εορτασμούς «απουσίαζε» ο Βασιλιάς, μιας και
η μέρα εκείνη συνέπεσε με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Τα επόμενα
χρόνια αναφέρονται μόνο πρόσκοποι και μαθητές στρατιωτικών σχολών που
πλαισιώνουν τη στρατιωτική παρέλαση. Το 1932 στην Αθήνα τα σχολεία
συμμετέχουν μαζί με τους προσκόπους, τη «φρουρά της πόλης» και τις
«εθνικιστικές οργανώσεις» σε παρέλαση ενώπιον επισήμων στον Άγνωστο
Στρατιώτη. Η παρουσία, επομένως, μαθητών στις παρελάσεις μέχρι το 1936
δεν έχει επίσημο και πανελλαδικό χαρακτήρα. Οργανώνεται με πρωτοβουλία
τοπικών ή σχολικών φορέων.
Η κατάσταση αυτή άλλαξε το 1936, όταν την
25η Μάρτιου μπροστά από το διορισμένο πρωθυπουργό Μεταξά και το Βασιλιά
«Πρώτον παρήλασαν τα σχολεία, αι οργανώσεις, οι τροχιοδρομικοί,
αντιπροσωπεία χωρικών Μακεδόνων με τας εθνικάς των ενδυμασίας, οι
παλαιοί πολεμισταί και ακολούθησε το στράτευμα», όπως διαβάζουμε στην
εφημερίδα «’Εθνος».
Όταν λίγους μήνες αργότερα ο Μεταξάς θα επιβάλει δικτατορία, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θα
ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της στρατιωτικής συνείδησης της
νεολαίας και θα χρησιμοποιήσει τις παρελάσεις ως όργανα για την επίτευξη
των σκοπών του. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά οι
παρελάσεις πραγματοποιούνται την 25η Μαρτίου, στην επέτειο της επιβολής
της 4ης Αυγούστου και σε άλλες τοπικές «εθνικές εορτές». Χαρακτηριστικά
είναι όσα γράφει ο Μεταξάς στο ημερολόγιό του μετά από την παρέλαση της
25 Μαρτίου του 1938, στην οποία πήραν μέρος υποχρεωτικά 50.000 νέοι και
παιδιά της περιοχής πρωτευούσης: Τι όνειρο ήταν χθες και σήμερα! Χθες
στο πεδίον του Άρεως με την Εθνική Νεολαία. Το έργον μου! Έργον που
ενίκησε μέσα σε τόσες αντιδράσεις! Σχεδόν 18 χιλιάδες παιδιά από Αθήνας
και Πειραιά, περίχωρα και από πολλές επαρχίες. Ενθουσιασμός. Αποθέωσις.
Αι φάλαγγες της ΕΟΝ ατέλειωτοι! Όλοι ντυμένοι! Ήταν η εποχή που οι
μαθητικές παρελάσεις εντάσσονται επίσημα στο πρόγραμμα των εορτασμών των
εθνικών επετείων. Γυμναστικές επιδείξεις, παρελάσεις και λαμπαδηφορίες
έδιναν έμφαση στο στρατιωτικό πνεύμα και στην πειθαρχία των νέων.
Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι μαθητικές παρελάσεις καταργήθηκαν
στο σύνολο των δυτικών κρατών της Ευρώπης. Στην Ελλάδα ωστόσο, οι
μαθητικές παρελάσεις που επέβαλε ο Μεταξάς συνεχίζονται μέχρι τις μέρες
μας. Οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης δεν αμφισβήτησαν την αναγκαιότητα
των υποχρεωτικών μαθητικών παρελάσεων, αλλά προσπάθησαν να απαλύνουν
τις ακρότητες του στρατιωτικού καθεστώτος και να προσαρμόσουν τον
καταναγκασμό στα “δημοκρατικά ήθη”. Ούτε η Αριστερά ζήτησε τότε να
καταργηθούν οι μαθητικές παρελάσεις. Απαίτησε μόνο να συμπεριληφθούν
στους παρελαύνοντες και τα σωματεία των αγωνιστών της εθνικής
αντίστασης.
Για μία και μόνο φορά έθεσε θέμα κατάργησης των μαθητικών παρελάσεων ως αναχρονιστικού θεσμού το Φεβρουάριο του 1984 η φιλοκυβερνητική εφημερίδα “Ειδήσεις”, που έγραψε: Άξια
για κάθε έπαινο η πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας να θέσει τέρμα
στις παρελάσεις των μαθητών. Το ολοκληρωτικής νοοτροπίας έθιμο της
στρατιωτικοποίησης των νέων, ακόμα και των εξάχρονων παιδιών, με τη
«ζύγιση» και τη «στοίχιση», με την «κεφαλή δεξιά», με την απόδοση τιμών
στον υπουργό, στο νομάρχη ή στο δεσπότη, δεν συναντάται στις
περισσότερες χώρες του κόσμου. Όχι πάντως στις κοινοβουλευτικές
δημοκρατίες. Γιατί καλλιεργεί στη νέα γενιά ψυχολογία μαζικής
πειθαρχίας, τέτοια που ελάχιστα συμβάλλει στη διαμόρφωση ελεύθερων κι
ανεξάρτητων συνειδήσεων. Την ίδια μέρα, όμως, ο τότε υπουργός
Παιδείας Απόστολος Κακλαμάνης έσπευσε να διαψεύσει την είδηση,
δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι ούτε απόφαση ούτε παρόμοια σκέψη υπήρχε.
Τα τελευταία χρόνια ακούγονται φωνές από
πολλούς που διαφωνούν και θεωρούν ότι η παρέλαση επισκιάζει τον
παιδευτικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει για το σχολείο ο εορτασμός των
εθνικών επετείων. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της Άλκης Ζέη: «Οι
μαθητικές παρελάσεις, που κληρονομήσαμε από το Μεταξά, δεν έχουν νόημα.
Πουθενά αλλού δεν γίνονται. Τη 14η Ιουλίου οι Γάλλοι πολίτες βγαίνουν
και χορεύουν στους δρόμους. Πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους γιορτής, πιο
ζωντανούς. Όμως εμείς φανατιζόμαστε. Φοβόμαστε μη χάσουμε τη σημαία
μας…».
Κανένας υπουργός όμως δεν αμφισβήτησε τη
σχέση των μαθητικών παρελάσεων με τη διαδικασία της εκπαίδευσης. Οι
μαθητικές παρελάσεις θεωρούνται γενικά ως εκδηλώσεις, που τιμούν τους
αγώνες των προγόνων και παρουσιάζουν τους νέους ως συνεχιστές του
ένδοξου παρελθόντος.
Αλέξης ΤότσικαςΦιλόλογος – Συγγραφέας/ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Βιβλιογραφία
- Εφημερίδες: Έθνος, Ειδήσεις, Ελευθεροτυπία, Εμπρός.
- Λιναρδάτος Σπύρος, «4η Αυγούστου», Θεμέλιο, Αθήνα 1998.
- Μαχαιρά Ελένη, «Η Νεολαία της 4η Αυγούστου», Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987.
- Μεταξάς Ιωάννης, «Λόγοι και σκέψεις», Ίκαρος, Αθήνα 1969.
- Ρούσσος Γεώργιος, «Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», 1826-1974, Αθήνα, 1975.