(331-363 μ.Χ.).
Σπουδές και χαρακτήρας.
Ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός γεννήθηκε το 331 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Ιούλιος Κωνστάντιος ήταν ετεροθαλής αδελφός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η μητέρα του Βασιλίνα, που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια πέθανε πέντε μήνες μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του δολοφονήθηκε τρεις μήνες μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν ο Ιουλιανός ήταν έξι ετών.
Από πολύ μικρή ηλικία η εκπαίδευση του Ιουλιανού είχε ανατεθεί στον επίσκοπο Νικομήδειας Ευσέβιο, ο οποίος μάλιστα ήταν και συγγενής του από τη μητέρα τους. Αυτός τον εισήγαγε στη μελέτη των Αγίων Γραφών. Μετά τα επτά του χρόνια ανέλαβε την εκπαίδευσή του ο σοφότατος ευνούχος Μαρδόνιος, ο οποίος ήταν παιδαγωγός και της μητέρας του και υπήρξε βαθύτατος γνώστης της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και φιλοσοφίας.
Μετά το θάνατο του Ευσεβίου (το 342) ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, ο οποίος συνεχώς υποπτευόταν τα δύο εξαδέλφια του ότι είχαν βλέψεις στο θρόνο, τα έκλεισε στο φρούριο Μάκελλο της Καππαδοκίας όπου τα παρακολουθούσαν σε κάθε βήμα τους άνθρωποί του.
Εκεί ο Ιουλιανός, όπως διηγείται ο ίδιος, πέρασε τα χειρότερα χρόνια της ζωής του μέσα στη στέρηση της ελευθερίας και στην απομόνωση. Έξι χρόνια διήρκεσε αυτή η κράτηση κατά τα οποία ο Ιουλιανός επιδόθηκε αποκλειστικά στη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και των Γραφών.
Το 347 μετά από άδεια του αυτοκράτορα Κωνστάντιου επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε μαθητής του ειδωλολάτρη γραμματικού Νικοκλέους.
Στη συνέχεια ο φιλύποπτος Κωνστάντιος τον απομακρύνει και πάλι από την πρωτεύουσα και τον στέλνει στη Νικομήδεια.
Τότε ο νεαρός Ιουλιανός δέχτηκε την επίδραση του φιλοσόφου Λιβανίου και το 352 μυήθηκε από το φιλόσοφο Μάξιμο τον Εφέσιο στη λατρεία του Ηλίου. Το εντυπωσιακό είναι ότι παράλληλα με τη μύηση του αυτή ασκούσε κανονικά και τα χριστιανικά του καθήκοντα.
Το 351 ανακηρύχθηκε από τον Κωνστάντιο Καίσαρ της Ανατολής (Μικρά Ασία, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος) ο αδελφός του Ιουλιανού Γάλλος (351-354). Ο αδελφός του Ιουλιανού έπεσε στη δυσμένεια του Κωνστάντιου και δολοφονήθηκε το 354. Στη δυσμένεια του αυτοκράτορα έπεσε και ο ίδιος ο Ιουλιανός ο οποίος φυλακίστηκε και κινδύνευσε να θανατωθεί, αλλά σώθηκε με την επέμβαση της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, συζύγου του Κωνστάντιου, η οποία τον συμπαθούσε και τον βοήθησε κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή.
Ο αυτοκράτορας όρισε νέο τόπο διαμονής (στην πραγματικότητα εξορίας) του Ιουλιανού την Αθήνα (αρχές του 355). Δεν ήταν δυνατό να φανταστεί μεγαλύτερη χαρά από το να ευρεθεί στην πόλη της παλλάδας Αθηνάς στην πολυαγαπημένη του πόλη, όπως την χαρακτηρίζει.
Εκεί παρακολούθησε μαθήματα Ρητορικής και Φιλοσοφίας στη Σχολή του χριστιανού ρήτορα Προαιρεσίου. Επίσης στην Αθήνα είχε δύο εξαιρετικούς συμμαθητές από την Καππαδοκία, τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο, τους οποίους συναναστρεφόταν και συζητούσε μαζί τους φιλοσοφικά και θεολογικά θέματα.
Ο Ιουλιανός ως συγγραφέας και ως φιλόσοφος.
Εκτός των άλλων ο Ιουλιανός υπήρξε ένας πολύ παραγωγικός συγγραφέας και ένας αρκετά σημαντικός στοχαστής. Όλα του τα έργα τα έγραψε στην ελληνική γλώσσα την οποία είχε ως μητρική γλώσσα παρά το γεγονός ότι δεν ήταν φυλετικά Έλληνας παρά μόνο, ψυχικά και πνευματικά. Το πρώτο από τα έργα του, που διασώθηκαν είναι το «Εγκώμιον εις τον αυτοκράτορα Κωνστάντιον», το οποίο έγραψε το 355 όταν αναγορεύθηκε Καίσαρας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλατία έγραψε τα : «Ευσεβίας της Βασιλίδος εγκώμιον», «Περί των του αυτοκράτορος πράξεων ή περί βασιλείας», «Παραμυθητικός εις εαυτόν, επί τη εξόδω του αγαθωτάτου Σαλλουστίου» και άλλα. Στο διάστημα που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ως αυτοκράτορας έγραψε τα εξής: «Εις τον Βασιλέα Ήλιον», «Κρόνια» (δεν σώζονται), «Λόγος εις απαιδεύτους κύνας», «Προς Ηράκλειον κυνικόν». Στο τελευταίο διάστημα της ζωής του στην Αντιόχεια έγραψε: «Εις την μητέρα των Θεών», και «Αντιοχικός η Μισοπώγων». Έγραψε επίσης και ένα έργο κατά των Χριστιανών το «Κατά Γαλιλαίων» από το οποίο σώζονται λίγα αποσπάσματα. Επίσης έγραψε και πάρα πολλές επιστολές εκ των οποίων σώζονται λίγες. Αυτές προσφέρουν σπουδαιότατα ψυχολογικά στοιχεία στο μελετητή. Σ’ αυτές εμφανίζεται ο άνθρωπος Ιουλιανός απαλλαγμένος τόσο από το λογοτεχνικό φόρτο της εποχής του όσο και από τις συμβατικότητες του αξιώματός του.
Η φιλοσοφία του Ιουλιανού δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία. Ως φιλόσοφος είναι νεοπλατωνικός, επηρεασμένος από τον Ιάμβλιχο. Επίσης η θεολογική φιλοσοφία του εμπνέεται από τη μυστικοπάθεια των ανατολικών θρησκειών της εποχής του. Ο εξαίρετος αυτός στοχαστής δεν συνέπλευσε με το ρεύμα της εποχής του και περιέπεσε σε «πλάνη», κατά τους χριστιανούς συγγραφείς. Παρ’ όλα αυτά όμως και σήμερα εξακολουθεί να μας συγκινεί η ευγένεια της ψυχής του και η ηθική του ακεραιότητα.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δίνει μεγάλη σημασία στα δύσκολα παιδικά χρόνια του Ιουλιανού. Με σπουδή και διάθεση κατανόησης, αποδίδει την εχθρική στάση του Ιουλιανού απέναντι στη νέα θρησκεία όχι μόνο σε ψυχολογικούς και προσωπικούς λόγους αλλά και στην επίδραση που άσκησε σ’ αυτόν το λαμπρό κάλλος των -έστω παρηκμασμένων- Αθηνών, η δεινότητα των εθνικών ρητόρων της εποχής του και μεγάλη επίδραση από τις νεοπλατωνικές ιδέες των ανθρώπων οι οποίοι τον είχαν περιστοιχίσει. Αναφερόμενος ο ιστορικός στον χαρακτήρα και τις ικανότητες του Ιουλιανού, γράφει εγκωμιαστικά λόγια αν και χαρακτηρίζει ως αδικαιολόγητες κάποιες ενέργεές του κατά των Χριστιανών. Βλέπει επίσης ως άδικο να αποδίδεται στον Ιουλιανό μόνο η κατάργηση των προνομίων του χριστιανικού κλήρου, αφού και οι μετέπειτα χριστιανοί αυτοκράτορες τα επανέφεραν εξ ολοκλήρου. Αναφέρει επίσης την καθοριστική στιγμή που ο Ιουλιανός απέβαλε επίσημα την πίστη του και, εξ αιτίας αυτής του της πράξης, Ιστορία και Εκκλησία δεν έπαψαν να τον χαρακτηρίζουν αποστάτη και παραβάτη, παρά το ότι η πολιτική του θα μπορούσε να παρομοιαστεί σχεδόν με την πολιτική ανεξιθρησκείας του Μ. Κωνσταντίνου. Πλέκει το εγκώμιο του ανθρώπου που θα μπορούσε να αναδειχθεί "ενάμιλλος ενός Ξενοφώντος ή Αγησιλάου" και ο οποίος, επειδή γεννήθηκε σε λάθος εποχή, έπραξε έτσι που σαφώς η ιστορία δεν θα τον χαρακτηρίσει μέγα -αφού δεν ωφέλησε το έθνος του η την ανθρωπότητα- ο οποίος όμως "μοχθηρός άνθρωπος, όπως παρεστάθη υπό των Χριστιανών, βεβαίως δεν ήτο".
Ο A. Vasiliev αναφέρει τον Ιουλιανό με το γνωστό χαρακτηρισμό "Παραβάτης" και τον παρουσιάζει ως μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Και ο Vasiliev επικεντρώνει στα γεγονότα της παιδικής ηλικίας του Ιουλιανού και μάλιστα στις ψυχολογικές τους επιπτώσεις, στο φόβο του θανάτου που τον κατάτρεχε ως νέο και στην ανάγκη που τον έκανε να κρατά κρυφή την πίστη του στην αρχαία θρησκεία. Ο ιστορικός δεν συνηθίζει τους προσωπικούς χαρακτηρισμούς και απόψεις για την πολιτική του Ιουλιανού αλλά, μέσω των διαφορετικών απόψεων των πρωταγωνιστών της τότε εποχής, προσπαθεί να μας βοηθήσει να συνάγουμε συμπεράσματα για την αλήθεια. Ωστόσο δεν αποφεύγει-στο ξεχωριστό τμήμα του έργου του που αναφέρεται στη Φιλολογία, την Επιστήμη, την Αγωγή και την Τέχνη- να ονομάσει τον Ιουλιανό "εξαιρετικά λαμπρή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων του τετάρτου αιώνα".
Στο έργο του μεγάλου Ευρωπαίου ιστορικού G. Ostrogorsky οι αναφορές στον Ιουλιανό δεν είναι μεγάλες, ούτε φαίνεται να διακατέχεται από το θαυμασμό που δείχνουν σε αυτόν τον αυτοκράτορα οι Έλληνες συνάδελφοί του. Τον ξεχωρίζει αρχικά για τα έργα του στο χώρο της ρητορικής και περιορίζει το ενδιαφέρον του όχι σε όλα τα γεγονότα αλλά στη θρησκευτική του πολιτική και την προσπάθεια αναβίωσης του παγανισμού καθώς και στις αντιδράσεις των συγχρόνων του Χριστιανών.
Η καθηγήτρια Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, στη Βυζαντινή της Ιστορία, αναφέρεται πολλές φορές στον Αυτοκράτορα Ιουλιανό. Η Χριστοφιλοπούλου δεν παραλείπει να αναφερθεί και στα γεγονότα των παιδικών χρόνων του Αυτοκράτορα, στην αγάπη του για τα βιβλία, στη ευγνωμοσύνη του προς την Ευσεβία, στις σχέσεις του με τον Κωνστάντιο καθώς και στα γεγονότα που οδήγησαν τον Ιουλιανό στο θρόνο. Μεγάλη σημασία αποδίδει η ιστορικός στην ψυχολογική επίδραση των τόσων δολοφονιών σε ένα μικρό παιδί, καθώς και στην επίδραση των παιδαγωγών του. Η αντιφατική εσωτερική του πολιτική, και κυρίως αυτή γύρω από τα θρησκευτικά θέματα, κατανοείται πρώτα και κύρια ως προϊόν σκοπιμοτήτων και αυτού που η ιστορικός ονομάζει "ιδιόμορφον θεολογίαν". Το στρατιωτικό και πολιτικό έργο του, παρά τα όποια λαμπρά κατορθώματα, εκτιμάται ως έργο που του λείπει πολιτικό ένστικτο και διπλωματική προπαρασκευή και για το οποίο "δεν σχεδιάζει πεπειραμένος και νουνεχής στρατηγός". Ομολογεί ωστόσο, ότι ο Ιουλιανός δεν υστερεί σε ανδρεία και τόλμη και ότι συμμερίζεται τις κακουχίες των στρατιωτών.
Ο ιστορικός Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, στον πρώτο τόμο της Ιστορίας του Βυζαντινού κράτους, παρουσιάζει τον Ιουλιανό στο στρατιωτικό τομέα ως ταχύ, θαρραλέο και συνετό με μεγάλες επιτυχίες, ειδικά στα σύνορα του Ρήνου, οι οποίες τον κατέστησαν αγαπητό στα στρατεύματά του. Στον πολιτικό τομέα και ειδικά στη διαμάχη του με τον Κωνστάντιο ο Ιουλιανός παρουσιάζεται κατεχόμενος από ανησυχία και φόβο, έναν σχεδόν προληπτικό φόβο, προϊόντα όμως των συνθηκών. Ως άνθρωπος παρουσιάζεται ψυχικά υπερευαίσθητος και ασταθής, ευγενικός και προσηνής, αγαπητός στο περιβάλλον του και τον απλό κόσμο, φιλομαθής και με λαμπρή παιδεία. Η θρησκευτική του πολιτική χαρακτηρίζεται "ανεδαφική" και ο ίδιος "ρωμαντικός" αυτοκράτωρ. Αναλύονται διεξοδικά και με έντονη διάθεση κατανόησης τα υποκειμενικά και αντικειμενικά αίτια της πολιτικής του υπέρ του παγανισμού και το περιεχόμενο της θρησκευτικής του πίστης. Ο Καραγιαννόπουλος αποδίδει τις περισσότερες από τις πράξεις βίας εναντίον των Χριστιανών στους φανατισμένους Εθνικούς αρχικά και αργότερα στο προσωπικό ολίσθημα του Ιουλιανού εξ αιτίας της αποτυχίας των προσπαθειών του να οργανώσει επί τη βάσει του Χριστιανισμού την αρχαία θρησκεία. Οι προσπάθειές του στην οικονομική πολιτική και τη βελτίωση της διοίκησης του κράτους, χαρακτηρίζονται "ειλικρινείς και σοβαρές".
Στο συλλογικό έργο της Εκδοτικής Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τα αφορώντα στον Ιουλιανό γράφει η Πολύμνια Αθανασιάδου, Διδάκτωρ ιστορικός. Η ιστορικός τον χαρακτηρίζει ως "ασυνήθιστα προικισμένο" παιδί και κάνει εκτενή αναφορά στις επιδράσεις -θετικές και αρνητικές- που άσκησαν πάνω του οι δάσκαλοί του καθώς και στο φόβο που επιβάρυνε τον ψυχισμό του και καθόρισε τη συμπεριφορά του. Πλάι στη θετική μορφή του Μαρδόνιου αναφέρεται αυτή του Γεωργίου Καππαδοκίας, στον οποίον οφείλει την εκπληκτική γνώση των Γραφών, και του οποίου η ποταπή φύση είχε αποφασιστική επίδραση στη θρησκευτική εκλογή του Ιουλιανού. Η δεκαεξάμηνη βασιλεία του Ιουλιανού, του οποίου το όνομα συνοδεύεται από το, εντός εισαγωγικών, επίθετο «Ο Μέγας», παρουσιάζεται θετική ως προς την πολιτική υπέρ της ανάπτυξης των πόλεων, ως προς το μεταρρυθμιστικό του έργο και τις αλλαγές που αφορούσαν στο στράτευμα και τη δικαιοσύνη. Ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός χαρακτηρίζεται ως μία από τις πιο προικισμένες, ευγενείς και αξιολάτρευτες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας.
Ο θάνατος του Ιουλιανού (363).
Ο Ιουλιανός πέρασε τις τελευταίες του στιγμές περιτριγυρισμένος από φίλους του φιλοσόφους με τους οποίους συζήτησε για την αθανασία και την ευγένεια της ψυχής, όπως ο Σωκράτης. Ο φιλόσοφος αυτοκράτορας έφυγε από τη ζωή με την πεποίθηση ότι από το χειρότερο πηγαίνει προς το καλύτερο και με τη χαρά ότι θα βρεθεί κοντά στο θεϊκό Πλάτωνα στο Σωκράτη και στον Πυθαγόρα που τόσο πολύ τους αγάπησε στη ζωή του. Η σορός του μεταφέρθηκε και τάφηκε ύστερα από δύο μήνες στην Ταρσό.
Έτσι πέθανε στα τριαντατρία του χρόνια ο αυτοκράτορας Ιουλιανός «μια από τις πιο προικισμένες ευγενείς και αξιολάτρευτες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας». Ο Αυστριακός ιστορικός Ernest Stein γράφει για τον Ιουλιανό ότι «σε πείσμα της πλάνης του υπήρξε ένας από τους πιο ευγενικούς και πιο καλλιεργημένους χαρακτήρες της παγκόσμιας ιστορίας, και ίσως ο πιο άξιος να γίνει αγαπητός».
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός/wikipedia
Άγαλμα του Ιουλιανού, χρλγ. 361-400, έκθεμα Μουσείου του Κλουνύ, στο Παρίσι. |
Σπουδές και χαρακτήρας.
Ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός γεννήθηκε το 331 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Ιούλιος Κωνστάντιος ήταν ετεροθαλής αδελφός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η μητέρα του Βασιλίνα, που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια πέθανε πέντε μήνες μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του δολοφονήθηκε τρεις μήνες μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν ο Ιουλιανός ήταν έξι ετών.
Από πολύ μικρή ηλικία η εκπαίδευση του Ιουλιανού είχε ανατεθεί στον επίσκοπο Νικομήδειας Ευσέβιο, ο οποίος μάλιστα ήταν και συγγενής του από τη μητέρα τους. Αυτός τον εισήγαγε στη μελέτη των Αγίων Γραφών. Μετά τα επτά του χρόνια ανέλαβε την εκπαίδευσή του ο σοφότατος ευνούχος Μαρδόνιος, ο οποίος ήταν παιδαγωγός και της μητέρας του και υπήρξε βαθύτατος γνώστης της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και φιλοσοφίας.
Μετά το θάνατο του Ευσεβίου (το 342) ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, ο οποίος συνεχώς υποπτευόταν τα δύο εξαδέλφια του ότι είχαν βλέψεις στο θρόνο, τα έκλεισε στο φρούριο Μάκελλο της Καππαδοκίας όπου τα παρακολουθούσαν σε κάθε βήμα τους άνθρωποί του.
Εκεί ο Ιουλιανός, όπως διηγείται ο ίδιος, πέρασε τα χειρότερα χρόνια της ζωής του μέσα στη στέρηση της ελευθερίας και στην απομόνωση. Έξι χρόνια διήρκεσε αυτή η κράτηση κατά τα οποία ο Ιουλιανός επιδόθηκε αποκλειστικά στη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και των Γραφών.
Το 347 μετά από άδεια του αυτοκράτορα Κωνστάντιου επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε μαθητής του ειδωλολάτρη γραμματικού Νικοκλέους.
Στη συνέχεια ο φιλύποπτος Κωνστάντιος τον απομακρύνει και πάλι από την πρωτεύουσα και τον στέλνει στη Νικομήδεια.
Τότε ο νεαρός Ιουλιανός δέχτηκε την επίδραση του φιλοσόφου Λιβανίου και το 352 μυήθηκε από το φιλόσοφο Μάξιμο τον Εφέσιο στη λατρεία του Ηλίου. Το εντυπωσιακό είναι ότι παράλληλα με τη μύηση του αυτή ασκούσε κανονικά και τα χριστιανικά του καθήκοντα.
Το 351 ανακηρύχθηκε από τον Κωνστάντιο Καίσαρ της Ανατολής (Μικρά Ασία, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος) ο αδελφός του Ιουλιανού Γάλλος (351-354). Ο αδελφός του Ιουλιανού έπεσε στη δυσμένεια του Κωνστάντιου και δολοφονήθηκε το 354. Στη δυσμένεια του αυτοκράτορα έπεσε και ο ίδιος ο Ιουλιανός ο οποίος φυλακίστηκε και κινδύνευσε να θανατωθεί, αλλά σώθηκε με την επέμβαση της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, συζύγου του Κωνστάντιου, η οποία τον συμπαθούσε και τον βοήθησε κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή.
Ο αυτοκράτορας όρισε νέο τόπο διαμονής (στην πραγματικότητα εξορίας) του Ιουλιανού την Αθήνα (αρχές του 355). Δεν ήταν δυνατό να φανταστεί μεγαλύτερη χαρά από το να ευρεθεί στην πόλη της παλλάδας Αθηνάς στην πολυαγαπημένη του πόλη, όπως την χαρακτηρίζει.
Εκεί παρακολούθησε μαθήματα Ρητορικής και Φιλοσοφίας στη Σχολή του χριστιανού ρήτορα Προαιρεσίου. Επίσης στην Αθήνα είχε δύο εξαιρετικούς συμμαθητές από την Καππαδοκία, τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο, τους οποίους συναναστρεφόταν και συζητούσε μαζί τους φιλοσοφικά και θεολογικά θέματα.
Ο Ιουλιανός ως συγγραφέας και ως φιλόσοφος.
Εκτός των άλλων ο Ιουλιανός υπήρξε ένας πολύ παραγωγικός συγγραφέας και ένας αρκετά σημαντικός στοχαστής. Όλα του τα έργα τα έγραψε στην ελληνική γλώσσα την οποία είχε ως μητρική γλώσσα παρά το γεγονός ότι δεν ήταν φυλετικά Έλληνας παρά μόνο, ψυχικά και πνευματικά. Το πρώτο από τα έργα του, που διασώθηκαν είναι το «Εγκώμιον εις τον αυτοκράτορα Κωνστάντιον», το οποίο έγραψε το 355 όταν αναγορεύθηκε Καίσαρας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλατία έγραψε τα : «Ευσεβίας της Βασιλίδος εγκώμιον», «Περί των του αυτοκράτορος πράξεων ή περί βασιλείας», «Παραμυθητικός εις εαυτόν, επί τη εξόδω του αγαθωτάτου Σαλλουστίου» και άλλα. Στο διάστημα που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ως αυτοκράτορας έγραψε τα εξής: «Εις τον Βασιλέα Ήλιον», «Κρόνια» (δεν σώζονται), «Λόγος εις απαιδεύτους κύνας», «Προς Ηράκλειον κυνικόν». Στο τελευταίο διάστημα της ζωής του στην Αντιόχεια έγραψε: «Εις την μητέρα των Θεών», και «Αντιοχικός η Μισοπώγων». Έγραψε επίσης και ένα έργο κατά των Χριστιανών το «Κατά Γαλιλαίων» από το οποίο σώζονται λίγα αποσπάσματα. Επίσης έγραψε και πάρα πολλές επιστολές εκ των οποίων σώζονται λίγες. Αυτές προσφέρουν σπουδαιότατα ψυχολογικά στοιχεία στο μελετητή. Σ’ αυτές εμφανίζεται ο άνθρωπος Ιουλιανός απαλλαγμένος τόσο από το λογοτεχνικό φόρτο της εποχής του όσο και από τις συμβατικότητες του αξιώματός του.
Η φιλοσοφία του Ιουλιανού δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία. Ως φιλόσοφος είναι νεοπλατωνικός, επηρεασμένος από τον Ιάμβλιχο. Επίσης η θεολογική φιλοσοφία του εμπνέεται από τη μυστικοπάθεια των ανατολικών θρησκειών της εποχής του. Ο εξαίρετος αυτός στοχαστής δεν συνέπλευσε με το ρεύμα της εποχής του και περιέπεσε σε «πλάνη», κατά τους χριστιανούς συγγραφείς. Παρ’ όλα αυτά όμως και σήμερα εξακολουθεί να μας συγκινεί η ευγένεια της ψυχής του και η ηθική του ακεραιότητα.
Κριτική του Ιουλιανού από τη νεότερη ιστοριογραφία
Για μια τόσο σημαντική μορφή όπως ο Ιουλιανός, αναπόφευκτα υπάρχει ποικιλία απόψεων στους ιστορικούς της Βυζαντνής εποχής αλλά και στη νεότερη ιστοριογραφία.Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δίνει μεγάλη σημασία στα δύσκολα παιδικά χρόνια του Ιουλιανού. Με σπουδή και διάθεση κατανόησης, αποδίδει την εχθρική στάση του Ιουλιανού απέναντι στη νέα θρησκεία όχι μόνο σε ψυχολογικούς και προσωπικούς λόγους αλλά και στην επίδραση που άσκησε σ’ αυτόν το λαμπρό κάλλος των -έστω παρηκμασμένων- Αθηνών, η δεινότητα των εθνικών ρητόρων της εποχής του και μεγάλη επίδραση από τις νεοπλατωνικές ιδέες των ανθρώπων οι οποίοι τον είχαν περιστοιχίσει. Αναφερόμενος ο ιστορικός στον χαρακτήρα και τις ικανότητες του Ιουλιανού, γράφει εγκωμιαστικά λόγια αν και χαρακτηρίζει ως αδικαιολόγητες κάποιες ενέργεές του κατά των Χριστιανών. Βλέπει επίσης ως άδικο να αποδίδεται στον Ιουλιανό μόνο η κατάργηση των προνομίων του χριστιανικού κλήρου, αφού και οι μετέπειτα χριστιανοί αυτοκράτορες τα επανέφεραν εξ ολοκλήρου. Αναφέρει επίσης την καθοριστική στιγμή που ο Ιουλιανός απέβαλε επίσημα την πίστη του και, εξ αιτίας αυτής του της πράξης, Ιστορία και Εκκλησία δεν έπαψαν να τον χαρακτηρίζουν αποστάτη και παραβάτη, παρά το ότι η πολιτική του θα μπορούσε να παρομοιαστεί σχεδόν με την πολιτική ανεξιθρησκείας του Μ. Κωνσταντίνου. Πλέκει το εγκώμιο του ανθρώπου που θα μπορούσε να αναδειχθεί "ενάμιλλος ενός Ξενοφώντος ή Αγησιλάου" και ο οποίος, επειδή γεννήθηκε σε λάθος εποχή, έπραξε έτσι που σαφώς η ιστορία δεν θα τον χαρακτηρίσει μέγα -αφού δεν ωφέλησε το έθνος του η την ανθρωπότητα- ο οποίος όμως "μοχθηρός άνθρωπος, όπως παρεστάθη υπό των Χριστιανών, βεβαίως δεν ήτο".
Ο A. Vasiliev αναφέρει τον Ιουλιανό με το γνωστό χαρακτηρισμό "Παραβάτης" και τον παρουσιάζει ως μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Και ο Vasiliev επικεντρώνει στα γεγονότα της παιδικής ηλικίας του Ιουλιανού και μάλιστα στις ψυχολογικές τους επιπτώσεις, στο φόβο του θανάτου που τον κατάτρεχε ως νέο και στην ανάγκη που τον έκανε να κρατά κρυφή την πίστη του στην αρχαία θρησκεία. Ο ιστορικός δεν συνηθίζει τους προσωπικούς χαρακτηρισμούς και απόψεις για την πολιτική του Ιουλιανού αλλά, μέσω των διαφορετικών απόψεων των πρωταγωνιστών της τότε εποχής, προσπαθεί να μας βοηθήσει να συνάγουμε συμπεράσματα για την αλήθεια. Ωστόσο δεν αποφεύγει-στο ξεχωριστό τμήμα του έργου του που αναφέρεται στη Φιλολογία, την Επιστήμη, την Αγωγή και την Τέχνη- να ονομάσει τον Ιουλιανό "εξαιρετικά λαμπρή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων του τετάρτου αιώνα".
Στο έργο του μεγάλου Ευρωπαίου ιστορικού G. Ostrogorsky οι αναφορές στον Ιουλιανό δεν είναι μεγάλες, ούτε φαίνεται να διακατέχεται από το θαυμασμό που δείχνουν σε αυτόν τον αυτοκράτορα οι Έλληνες συνάδελφοί του. Τον ξεχωρίζει αρχικά για τα έργα του στο χώρο της ρητορικής και περιορίζει το ενδιαφέρον του όχι σε όλα τα γεγονότα αλλά στη θρησκευτική του πολιτική και την προσπάθεια αναβίωσης του παγανισμού καθώς και στις αντιδράσεις των συγχρόνων του Χριστιανών.
Η καθηγήτρια Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, στη Βυζαντινή της Ιστορία, αναφέρεται πολλές φορές στον Αυτοκράτορα Ιουλιανό. Η Χριστοφιλοπούλου δεν παραλείπει να αναφερθεί και στα γεγονότα των παιδικών χρόνων του Αυτοκράτορα, στην αγάπη του για τα βιβλία, στη ευγνωμοσύνη του προς την Ευσεβία, στις σχέσεις του με τον Κωνστάντιο καθώς και στα γεγονότα που οδήγησαν τον Ιουλιανό στο θρόνο. Μεγάλη σημασία αποδίδει η ιστορικός στην ψυχολογική επίδραση των τόσων δολοφονιών σε ένα μικρό παιδί, καθώς και στην επίδραση των παιδαγωγών του. Η αντιφατική εσωτερική του πολιτική, και κυρίως αυτή γύρω από τα θρησκευτικά θέματα, κατανοείται πρώτα και κύρια ως προϊόν σκοπιμοτήτων και αυτού που η ιστορικός ονομάζει "ιδιόμορφον θεολογίαν". Το στρατιωτικό και πολιτικό έργο του, παρά τα όποια λαμπρά κατορθώματα, εκτιμάται ως έργο που του λείπει πολιτικό ένστικτο και διπλωματική προπαρασκευή και για το οποίο "δεν σχεδιάζει πεπειραμένος και νουνεχής στρατηγός". Ομολογεί ωστόσο, ότι ο Ιουλιανός δεν υστερεί σε ανδρεία και τόλμη και ότι συμμερίζεται τις κακουχίες των στρατιωτών.
Ο ιστορικός Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, στον πρώτο τόμο της Ιστορίας του Βυζαντινού κράτους, παρουσιάζει τον Ιουλιανό στο στρατιωτικό τομέα ως ταχύ, θαρραλέο και συνετό με μεγάλες επιτυχίες, ειδικά στα σύνορα του Ρήνου, οι οποίες τον κατέστησαν αγαπητό στα στρατεύματά του. Στον πολιτικό τομέα και ειδικά στη διαμάχη του με τον Κωνστάντιο ο Ιουλιανός παρουσιάζεται κατεχόμενος από ανησυχία και φόβο, έναν σχεδόν προληπτικό φόβο, προϊόντα όμως των συνθηκών. Ως άνθρωπος παρουσιάζεται ψυχικά υπερευαίσθητος και ασταθής, ευγενικός και προσηνής, αγαπητός στο περιβάλλον του και τον απλό κόσμο, φιλομαθής και με λαμπρή παιδεία. Η θρησκευτική του πολιτική χαρακτηρίζεται "ανεδαφική" και ο ίδιος "ρωμαντικός" αυτοκράτωρ. Αναλύονται διεξοδικά και με έντονη διάθεση κατανόησης τα υποκειμενικά και αντικειμενικά αίτια της πολιτικής του υπέρ του παγανισμού και το περιεχόμενο της θρησκευτικής του πίστης. Ο Καραγιαννόπουλος αποδίδει τις περισσότερες από τις πράξεις βίας εναντίον των Χριστιανών στους φανατισμένους Εθνικούς αρχικά και αργότερα στο προσωπικό ολίσθημα του Ιουλιανού εξ αιτίας της αποτυχίας των προσπαθειών του να οργανώσει επί τη βάσει του Χριστιανισμού την αρχαία θρησκεία. Οι προσπάθειές του στην οικονομική πολιτική και τη βελτίωση της διοίκησης του κράτους, χαρακτηρίζονται "ειλικρινείς και σοβαρές".
Στο συλλογικό έργο της Εκδοτικής Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τα αφορώντα στον Ιουλιανό γράφει η Πολύμνια Αθανασιάδου, Διδάκτωρ ιστορικός. Η ιστορικός τον χαρακτηρίζει ως "ασυνήθιστα προικισμένο" παιδί και κάνει εκτενή αναφορά στις επιδράσεις -θετικές και αρνητικές- που άσκησαν πάνω του οι δάσκαλοί του καθώς και στο φόβο που επιβάρυνε τον ψυχισμό του και καθόρισε τη συμπεριφορά του. Πλάι στη θετική μορφή του Μαρδόνιου αναφέρεται αυτή του Γεωργίου Καππαδοκίας, στον οποίον οφείλει την εκπληκτική γνώση των Γραφών, και του οποίου η ποταπή φύση είχε αποφασιστική επίδραση στη θρησκευτική εκλογή του Ιουλιανού. Η δεκαεξάμηνη βασιλεία του Ιουλιανού, του οποίου το όνομα συνοδεύεται από το, εντός εισαγωγικών, επίθετο «Ο Μέγας», παρουσιάζεται θετική ως προς την πολιτική υπέρ της ανάπτυξης των πόλεων, ως προς το μεταρρυθμιστικό του έργο και τις αλλαγές που αφορούσαν στο στράτευμα και τη δικαιοσύνη. Ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός χαρακτηρίζεται ως μία από τις πιο προικισμένες, ευγενείς και αξιολάτρευτες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας.
Ο θάνατος του Ιουλιανού (363).
Ο Ιουλιανός πέρασε τις τελευταίες του στιγμές περιτριγυρισμένος από φίλους του φιλοσόφους με τους οποίους συζήτησε για την αθανασία και την ευγένεια της ψυχής, όπως ο Σωκράτης. Ο φιλόσοφος αυτοκράτορας έφυγε από τη ζωή με την πεποίθηση ότι από το χειρότερο πηγαίνει προς το καλύτερο και με τη χαρά ότι θα βρεθεί κοντά στο θεϊκό Πλάτωνα στο Σωκράτη και στον Πυθαγόρα που τόσο πολύ τους αγάπησε στη ζωή του. Η σορός του μεταφέρθηκε και τάφηκε ύστερα από δύο μήνες στην Ταρσό.
Έτσι πέθανε στα τριαντατρία του χρόνια ο αυτοκράτορας Ιουλιανός «μια από τις πιο προικισμένες ευγενείς και αξιολάτρευτες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας». Ο Αυστριακός ιστορικός Ernest Stein γράφει για τον Ιουλιανό ότι «σε πείσμα της πλάνης του υπήρξε ένας από τους πιο ευγενικούς και πιο καλλιεργημένους χαρακτήρες της παγκόσμιας ιστορίας, και ίσως ο πιο άξιος να γίνει αγαπητός».
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός/wikipedia