Ασκληπιός, Αρχαιολογικό Μουσείο Επιδαύρου. |
Εκτός από την
ησιόδεια Θεογονία (212 κ.ε.), που θέλει τα όνειρα τέκνα της ερεβώδους
Νύκτας, υπάρχει και η παράδοση που αναφέρει ο Ευριπίδης (Εκάβη, 7
κ.ε.), σύμφωνα με την οποία τα όνειρα είναι φύτρα της Γης. Όχι της Γης η
οποία είναι «πάντων έδος ασφαλές αιεί» (Ησιόδου Θεογονία, 117) αλλά της
τρομερής Χθονός, που κλείνει στον κόρφο της όλους τους νεκρούς. Η
εκδοχή ετούτη δεν αντιτίθεται στη νυκτερινή καταγωγή της φυλής των
ονείρων. Και οι δυο αναπαραστάσεις σηματοδοτούν ένα όριο πέραν του
οποίου είναι η ανυπαρξία, το σκοτάδι.
Η χθόνια προέλευση των ονείρων είναι το μυθικό αίτιο της εγκοίμησης. Την εγκοίμηση γνώριζαν οι Ασσυριοβαβυλώνιοι και οι Αιγύπτιοι· στον ελλαδικό χώρο συναντάται ήδη από την εποχή των Ομηρικών Επών. Είναι η τελετουργική κατάκλιση
κατά γης σε έναν καθορισμένο ιερό χώρο, εν αναμονή ονειρικής
συνάντησης και επικοινωνίας με προγόνους, ηρωποιημένους νεκρούς και
γενικά με χθόνιες θεότητες. Αποσκοπεί στη γνώση του μέλλοντος ή ενέχει
ιατρομαντικό αίτημα. Διότι η γη είναι πρωτεύουσας
σημασίας και στο πεδίο της ιατρικής. Βλασταίνει τα θεραπευτικά βότανα·
από τα σπλάχνα της βγαίνουν τα μέταλλα και τα πετρώματα που εκπέμπουν
ζωτικές δυνάμεις.
Έτσι, ίσως, συνδέονται εν μέρει τα όνειρα με την ιατρική. Όσο για τη συγγένεια μεταξύ ιατρικής και μαντικής,
τα ιπποκρατικά κείμενα επισημαίνουν ότι είναι ομοαίματες αδελφές, κόρες
και οι δυο του Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας όμως κινείται στον ευρύτερο χώρο
των επιδημιών, αφήνοντας κάθε κλινική παρέμβαση στον χθόνιο γιο του,
τον Ασκληπιό, ο οποίος «τους λύτρωνε όλους κι απ’ το κακό τους γιάτρευε·
ή με ξόρκια ή ξαρρωστικό τους έδινε να πιούνε· άλλους με αλοιφές τους
τύλιγε τα μέλη ή τους αναστήλωνε με το νυστέρι» (Πινδάρου Πυθιονίκων
III, 47 κ.ε).
Υπέρτατος ιατρός, ο Ασκληπιός είναι
κι αυτός γνωστός από τα ομηρικά χρόνια, όταν τόσο οι αρρώστιες όσο και
η ίασή τους είχαν αυτόνομη υπόσταση, όταν το θεϊκό στοιχείο
εμφανιζόταν μοιραία επί σκηνής. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα κι ύστερα,
δανείζει το όνομά του στα θεραπευτικά ιερά. Λίγο αργότερα θα αρχίσει να
αναπτύσσεται η ορθολογική ιατρική, που δεν αναζητά τις αιτίες των δυσλειτουργιών του σώματος στη σφαίρα του υπερφυσικού. «Όλες
(οι αρρώστιες) είναι θεϊκές και όλες τους είναι ανθρώπινες. Η κάθε
αρρώστια έχει τη δική της φύση και τη δική της δύναμη και απέναντι σε
καμία δεν μένουμε αμήχανοι και ανίκανοι να βρούμε μια διέξοδο» (Ιπποκρ. Περί ιερής νούσου, 21).
Αρέσκονται όμως οι ιπποκρατικοί να τους αποκαλούν ασκληπιάδες, και τονίζουν ότι
« έργο της ιατρικής είναι: να διώχνει τελείως από τους αρρώστους ό,τι
τους κάνει να υποφέρουν, να αμβλύνει τη σφοδρότητα των ασθενειών τους
και, ακόμη, με πλήρη συνείδηση πως η ιατρική δεν έχει τη δύναμη να κάνει
το παν, να μην επεμβαίνει στις περιπτώσεις που οι άρρωστοι έχουν πια
τελείως νικηθεί από την αρρώστια τους» (Ιπποκρ. Περί τέχνης, 3). Τότε η κοσμική ιατρική
διεκδικούσε σαφώς τη γνώση ως διάγνωση, αλλά δεν αξίωνε να έχει το
μονοπώλιο της θεραπείας. Ένας ολόκληρος χώρος έμενε ελεύθερος, όπου
λειτουργούσε, οριοθετημένη, η ιατρική των ναών.
Από την κλασική έως τη μεταχριστιανική αρχαιότητα άνθισαν πάνω από τριακόσια θεραπευτικά ιερά,
αφιερωμένα στον Ασκληπιό ή σε δευτερεύουσες χθόνιες θεότητες. Εκεί
προσέτρεχαν ασθενείς ανεξαρτήτως κοινωνικής υπόστασης. Άλλοι άρρωστοι,
εγκαταλελειμμένοι από τους κοσμικούς γιατρούς, εναπέθεταν την ύστατη
ελπίδα τους, έστω και με κάποια αδιόρατη επιφύλαξη, στο θαύμα.
Οι περισσότεροι προσδοκούσαν τη θεϊκή παρέμβαση με φλογερή και
ακράδαντη πίστη. Η σχέση με τη θεραπευτική θεότητα ήταν στενά
προσωπική. Η ίαση είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας θρησκευτικής
εμπειρίας. Όμως τα κατά τόπους ευρήματα (ιατρικά εργαλεία, σκεύη κ.ά.)
και το επιγραφικό υλικό ωθούν στην υπόθεση ότι το ιερατικό προσωπικό
δεν ήταν άμοιρο ιατρικών και φαρμακολογικών γνώσεων. Πρέπει μάλιστα να γίνονταν και κάποιες, απλές ίσως, χειρουργικές επεμβάσεις.
Το πλαίσιο της όποιας δραστηριότητας όμως παρέμενε πάντα το τελετουργικό της εγκοίμησης ώσπου, με την πάροδο των αιώνων, τα σεπτά θεραπευτήρια εξελίχθηκαν βαθμιαία σε ιαματικά θέρετρα, σε τόπους συνάντησης φιλάσθενων λογίων και ρητόρων, χωρίς όμως να αποβάλουν εντελώς την αλλοτινή θρησκευτική τους ατμόσφαιρα.
Ανάγλυφο αφιέρωμα του Αρχίνου στον Αμφιάραο. Ο άρρωστος κοιμάται, ενώ ένα φίδι τον γλείφει. Στο πρώτο πλάνο ο Αμφιάραος του γιατρεύει τον ώμο. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. |
Οι ιεροί χώροι του
αρχαίου κόσμου έκλεισαν οριστικά το 426 μ.Χ., με το διάταγμα του
Θεοδοσίου Β’. Οι θεραπευτικές όμως ιδιότητες του Ασκληπιού ενσωματώθηκαν
στη νέα θρησκεία σε πρόσωπα Αγίων. Μεταξύ των ασκληπιείων, η Επίδαυρος έχαιρε
ξεχωριστής αίγλης. Προφανώς λόγω του πανελλήνιου χαρακτήρα του ιερού
και της κοσμοσυρροής, οι προκαταρκτικές πράξεις (θυσίες, προσφορές,
καθαρμοί) που απαιτούσε η εγκοίμηση ήταν απλουστευμένες.
Η στοά του Αβάτου αναστηλωμένη (άποψη από τα ανατολικά). Φωτογραφία, Υπουργείο Πολιτισμού. |
Στο Άβατο, το στωικό
οικοδόμημα που μια από τις πλευρές του άνοιγε στο τέμενος του Ασκληπιού,
μπορούσαν να κατακλιθούν περισσότεροι από ογδόντα πάσχοντες. Το
διώροφο Καταγώγειο αριθμούσε εκατόν εξήντα δωμάτια, όπου έβρισκαν
κατάλυμα πανηγυριστές ή άλλοι ικέτες, οι οποίοι περίμεναν τη σειρά τους
να κοιμηθούν στην ονειρογόνο γειτνίαση του ναού. Στον ιερό περίβολο
έβλεπε κανείς κάθε λογής αναθήματα, δηλαδή γλυπτά, σμιλεμένα ανάγλυφα
και πινάκια. Από αυτά πολλά ήταν ενεπίγραφα και απεικόνιζαν την πάθηση
που είχε οδηγήσει τους ασθενείς στην Αργολίδα˙ τα αφιέρωναν στο θεό,
αποχωρώντας θεραπευμένοι και ευγνωμονούντες. Ήταν τα λεγόμενα τυπία, παρόμοια με τα σημερινά, τάματα
που αφήνουν οι προσκυνητές στην Παναγία της Τήνου, σε αναγνώριση
κάποιου θαύματός της. Μπορούσαν να προμηθευτούν τα τυπία στα
μικρομάγαζα που υπήρχαν για το σκοπό αυτό γύρω από το ιερό.
Οι ανασκαφές στην Επίδαυρο άρχισαν
τη δεκαετία του 1880 και γρήγορα έφεραν στο φως, πίσω από το ιερό φρέαρ
του Ασκληπιού, τοποθετημένες στον τοίχο προς την ανατολική πλευρά της
στοάς, λίθινες πλάκες στις οποίες αναγράφονταν περιστατικά εγκοίμησης. Ο
Παυσανίας είδε έξι τέτοιες πλάκες στημένες στο
ύπαιθρο, κοντά στο Άβατο. Σήμερα σώζονται τέσσερις, εκ των οποίων οι δυο
είναι ακέραιες, ενώ οι άλλες δυο σώζονται σε θραύσματα και δεν μπορούν
να διαβαστούν διακρίνονται μόνο κάποια ονόματα ασθενών και παθήσεων.
Ο Αμυνος και μια κνήμη με κιρσό. Αναθηματικό ανάγλυφο (αρχές του 4ου αιώνα π.χ.) του Λυσιμαχίδη. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. |
Κατά την εκτίμηση των αρχαιολόγων, η
επιλογή των ιαμάτων γινόταν από τους ιερείς. Συχνά η επιλογή αυτή είχε
ως κριτήριο την ψυχική και πνευματική ανάταση των εγκοιμωμένων, τη
γενικότερη υποβλητική ατμόσφαιρα, ή ακόμη και την προπαγάνδα του ιερού.
Παρόμοια εντύπωση αφήνει η ανάγνωση των αρχείων που κρατούνται στο καθολικό ιερό της Λούρδης,
και τα οποία καταγράφουν τα περιστατικά που η Εκκλησία και η ιατρική
επιστήμη αναγνωρίζουν επίσημα ως θαύματα. Στην πλειονότητά τους, τα ιάματα
μνημονεύουν το όνομα του ασθενούς. Είναι πιθανό ότι το ιερατικό
προσωπικό αντλούσε υλικό από τις ευχαριστήριες επιγραφές των πινακίων
που αφιέρωναν οι ικέτες φεύγοντας. Σε μια περίπτωση αναφέρεται αυτολεξεί
η επιγραφή που συνόδευε το ανάθημα: «Δεν είναι θαυμαστό το μέγεθος της
πινακίδας, αλλά ο θεός επειδή η Κλειώ κουβαλούσε το βάρος στην κοιλιά
της πέντε χρόνια, ώσπου κοιμήθηκε στο ναό και ο θεός της έδωσε την υγεία
της» (μ. 87,1).
Όσον αφορά στα ανώνυμα ιάματα, μπορεί να
προέρχονται από την προφορική παράδοση, δηλαδή να πρόκειται για
παλαιότερες ιστορίες που διαδίδονταν από στόμα σε στόμα. Στις λίθινες
πλάκες διαβάζουμε και ένα επώνυμο περιστατικό, που πρέπει να ανάγεται στους περσικούς πολέμους:
«Η Αρισταγόρη από την
Τροιζήνα. Αυτή είχε σκουλήκι στην κοιλιά της, και κοιμήθηκε στο ναό του
Ασκληπιού στην Τροιζήνα και είδε ένα όνειρο. Της φάνηκε ότι οι γιοι του
θεού, ενώ ο ίδιος δεν ήταν παρών, αλλά βρισκόταν στην Επίδαυρο, της
έκοψαν το κεφάλι, αλλά, επειδή δεν μπορούσαν να το ξαναβάλουν στη θέση
του, έστειλαν κάποιον στον Ασκληπιό για να τον καλέσει να έλθει. Στο
μεταξύ ξημέρωσε και ο ιερέας είδε καθαρά το κεφάλι της κομμένο απ’ το
σώμα. Όταν ήλθε η νύχτα, η Αρισταγόρη είδε ένα όραμα. Της φάνηκε ότι ο
θεός ήλθε από την Επίδαυρο και στερέωσε το κεφάλι της στον τράχηλο της.
Ύστερα άνοιξε την κοιλιά της, έβγαλε το σκουλήκι και την ξανάραψε.
Έπειτα από αυτό η γυναίκα έγινε καλά». (μ. 87, 23).
Το περιστατικό αυτό το αναφέρει σχεδόν αυτούσιο ο Ίππων
από το Ρήγιο, τον οποίο μνημονεύει ο Αιλιανός στο τέλος του 2ου μ.Χ.
αιώνα. Εκ πρώτης όψεως, η καταγραφή δεν μοιάζει να υπακούει σε κάποιο
σύστημα. Ίσως συγκεντρώνονται στην πρώτη λίθινη πλάκα τα πιο
εντυπωσιακά ιάματα πρώτα – ενώ η ίδια η πάθηση εντυπωσιάζει, σαν να
προήλθε από θαύμα. Στη συνέχεια όμως η ακολουθία των περιστατικών
ποικίλλει, πιθανώς για να αποφευχθεί η μονοτονία. Οι λίθινες πλάκες
αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία για τους μελετητές. Δίνουν τοπογραφικές,
αρχιτεκτονικές, δημογραφικές, νοσογραφικές και ιατροφαρμακολογικές
πληροφορίες, λεπτομέρειες για το καθαυτό δρώμενο και για τη λειτουργία
των ονείρων κατά την εγκοίμηση.
Η περιοχή του Άβατου
ήταν δενδροφυτεμένη (μ. 87, II), ενώ ήταν χαμηλόσκεπη η είσοδος στους
ιερούς χώρους της εγκοίμησης. Ο ικέτης μπορούσε να κοιμηθεί και αλλού,
όχι αποκλειστικά στο Άβατο (μ. 87, 17), και να ονειρευτεί ο ίδιος ή δι’
αντιπροσώπου (μ. 87, 7’21’ ’24). Από τα σαράντα τρία ιάματα, είκοσι
οκτώ αφορούν άνδρες, ένδεκα γυναίκες, τρία παιδιά. Να υποθέσουμε ότι η
υγεία των γυναικών ήταν άνευ σημασίας; Οι γυναίκες απευθύνονταν στον
Ασκληπιό κυρίως για ανωμαλίες κατά την κύηση ή για προβλήματα
στειρότητας. Και σαν από σύμπτωση, όλες εκτός από μια (μ. 87, 2) γεννούν
αγόρι, το κατ’ εξοχήν παιδί. Εκτός από μερικές εξαιρέσεις, οι ικέτες
του θεού δεν φαίνονται να πάσχουν από οξείας μορφής ασθένειες.
Παρουσιάζουν λειτουργικές παθήσεις,
ψυχοσωματικές όπως θα λέγαμε σήμερα: στομαχικές διαταραχές, δερματικά
νοσήματα, ρευματικούς πόνους, πονοκεφάλους, αϋπνίες, αλαλίες,
ψυχοκινητικά προβλήματα. Για να θεραπευθούν από αυτές έρχονται να
ονειρευτούν τον Ασκληπιό. Τα όνειρά τους σκιαγραφούν με γλαφυρό τρόπο
την προσωπικότητά του, τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα του. Οικείος,
χαριεντίζεται, συνήθως είναι ήπιος, αλλά του συμβαίνει και να θυμώνει,
μπορεί να συγχωρεί τους απίστους, ξέρει να διεκδικεί την αμοιβή του,
τον αφοπλίζει ο αυθορμητισμός των παιδιών, ώστε δεν τους ζητάει ίατρα.
Και, κυρίως, τους θεραπεύει την ώρα που κοιμούνται και ονειρεύονται στο
Άβατο.
Πώς λειτουργούν τα όνειρα που διηγούνται οι λίθινες πλάκες της Επιδαύρου; Κατ’ αρχήν, είναι όνειρα επιθυμίας.
Κάθε πιστός θέλει να ονειρευτεί το θεό του αυτοπροσώπως. Και είναι πολύ
φυσικό να τον ονειρεύεται. Το ότι ο πάσχων πιστός θέλει να τον
γιατρέψει ο θεός είναι επίσης φυσικό το να γιατρεύεται όμως πράγματι
καθ’ ύπνον είναι υπερφυσικό, αποκτά υφή «θαύματος», δηλαδή αφήνει τους
πάντες κατάπληκτους, θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε και μεταβιβαστικά
(με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου) όνειρα. Ο Ασκληπιός
γίνεται έτσι θεραπευτικό αντικείμενο μεταβίβασης, και το ίδιο το
όνειρο δρα ως θεραπευτικό αντικείμενο, αφού η ίαση τελείται στο
χωροχρόνο του.
Τα επιδαύρια όνειρα,
κατ’ εντολήν του δημιουργού τους, είναι προμελετημένα. Τον 19ο αιώνα, ο
Hervey De Saint Denys περιέγραφε τους ποικίλους τρόπους για να
παραγάγει κανείς ένα όνειρο, έως και να προκαλέσει επακριβώς το
περιεχόμενό του. Πέραν της πίστης των ασθενών και της άκρατης επιθυμίας
τους να γιατρευτούν, μέσα υποβολής για να δουν τα συγκεκριμένα όνειρα
ήταν βεβαίως οι προπαρασκευαστικές τελετές, η θέα των αναθημάτων, αλλά
και η «ψυχική μόλυνση», φαινόμενο γνωστό στη συλλογική ψυχολογία.
Τα επιδαύρια όνειρα είναι σωματικά όνειρα.
Σχηματίζονται από ένα άκρως συνειδητό ημερήσιο κατάλοιπο: την
αισθητηριακή αντίληψη της πάθησης. Εν προκειμένω, πρέπει να
παρατηρήσουμε ότι η θεωρία των αρχαίων, σύμφωνα με την οποία τα όνειρα
διαμορφώνονται από σωματικά ερεθίσματα, επικράτησε επί αιώνες, έως το
1900 που ο Φρόυντ εισήγαγε την τομή.
Τηρουμένων των αναλογιών, ως σωματικά
όνειρα, μοιάζουν με τα τραυματικά όνειρα, για τα οποία η ψυχαναλυτική
θεωρία λέει ότι επαναλαμβάνουν την οδυνηρή πραγματικότητα του ψυχικού
τραύματος, με τελικό σκοπό να την αποκαταστήσουν, να την αλλάξουν μέσω
της μεθύστερης επεξεργασίας τους κατά τη διάρκεια της ψυχαναλυτικής
αγωγής. Έτσι και τα επιδαύρια όνειρα, επαναφέροντας αυτούσια τη συνθήκη
της πάθησης, στοχεύουν στην ανάρρωση, την αποκατάσταση της προηγούμενης
υγιούς κατάστασης του ικέτη, μέσω της θεϊκής παρέμβασης, στο πλαίσιο του
τελετουργικού της εγκοίμησης.
Τα επιδαύρια όνειρα είναι εναργή ενύπνια,
καθαρά. Δεν χρήζουν ερμηνείας. Δεν φαίνεται άλλωστε να υπήρχαν
ονειροκρίτες στο ιερό. Χρέη ερμηνείας τελεί καθαυτή η όψη τους. Είναι
όνειρα-εικόνες. Στην αφύπνιση πιστοποιείται αμέσως η απόβαση του
ονείρου και, ακαριαία, η σωματική μεταλλαγή: «Ο Αλκέτας ο Αλικός. Αυτός
ήταν τυφλός και είδε ένα όνειρο. Του φάνηκε πως ο θεός τον πλησίασε και
με τα δάχτυλα του άνοιξε τα μάτια και το πρώτο που είδε ήταν τα δένδρα
στο ιερό. Σαν ξημέρωσε έφυγε υγιής» (μ. 87, 18). Συχνά, όπως εδώ, είναι
βουβά όνειρα. Ο θεός εκτελεί χωρίς λόγια.
Άλλοτε πάλι γίνεται απ’ ευθείας διάλογος με τον Ασκληπιό: «Η
Ιθμονίκη από την Πελλήνη πήγε στο ιερό για να γεννήσει παιδί. Της
φάνηκε ότι ζητούσε από το θεό να μείνει έγκυος με κόρη και πώς ο
Ασκληπιός είπε ότι ήταν έγκυος κι ότι αν ζητούσε κάτι άλλο θα της το
έκανε κι αυτό. Εκείνη όμως απάντησε ότι δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο.
Όταν έμεινε έγκυος κυοφορούσε τρία χρόνια, ώσπου πήγε στο θεό ικέτις για
να γεννήσει. Όταν κοιμήθηκε είδε ένα όραμα. Της φάνηκε ότι ο θεός τη
ρώτησε αν δεν είχε λάβει όσα είχε ζητήσει κι αν δεν ήταν έγκυος για
τοκετό δεν είχε πει τίποτα κι ας την είχε ρωτήσει αν χρειαζόταν τίποτε
άλλο για να της το δώσει κι εκείνο. Αφού όμως τώρα είχε έλθει ως ικέτις
σ’ αυτόν για τον τοκετό, θα της έκανε κι αυτή τη χάρη. Αμέσως μετά αυτή
βγήκε από το Άβατο και μόλις βρέθηκε έξω από ιερό γέννησε μια κόρη»,
(μ. 87, 2).
Ο Ασκληπιός εκτελεί
αυστηρά, κατά γράμμα, την ονειρική επιθυμία στον ενεστώτα χρόνο της,
στο παρόν. Απέχει από οποιαδήποτε προβολή στο μέλλον. Δεν ερμηνεύει το
αίτημα. Τα περισσότερα όνειρα είναι δίχως σύμβολα. Κάποιες φορές όμως,
αντί του Ασκληπιού ή μαζί του, εμφανίζεται ένα ιερό του σύμβολο,
το φίδι, ή ένα ωραίο παλικάρι και, σιωπηλά, επεμβαίνουν θεραπευτικά στη
θέση του. Δεν είναι τυχαία αυτά τα όνειρα. Είναι όνειρα στείρων
γυναικών (μ. 87, 31’ 39’ 42) και ενός άνδρα που έχει πρόβλημα στα
γεννητικά του όργανα (μ. 87, 14) – βρισκόμαστε δηλαδή στο χώρο της
σεξουαλικότητας: «Η Νικασιβούλη από τη Μεσσήνη για να
αποκτήσει παιδιά. Εγκοιμώμενη είδε ένα όνειρο. Της φάνηκε ότι ο θεός
πλησίασε με ένα φίδι που σερνόταν πίσω του και αυτή συνουσιάστηκε με
εκείνο το φίδι. Μέσα σε ένα χρόνο απέκτησε δυο αγόρια» (μ. 87, 42).
«Ένας άνδρας, με πέτρα στο γεννητικό του όργανο, είδε ένα όνειρο. Του
φάνηκε ότι συνουσιαζόταν με ένα όμορφο παιδί, και έπαθε ονείρωξη, με
αποτέλεσμα να βγάλει την πέτρα. Την πήρε και έφυγε, κρατώντας την στα
χέρια του» (μ. 87, 14).
Ο Πάνδαρος, ξυπνώντας, κρατάει τον
κεφαλόδεσμο του ονείρου του με τα στίγματα που είχε στο πρόσωπο του
πηγαίνοντας στο ιερό (μ. 87,6). Ο Εύιππος βγαίνει από τον περίβολο με
την αιχμή της λόγχης που έμενε έξι χρόνια καρφωμένη στο σαγόνι του (μ.
87,12). Άλλος κρατάει στα χέρια του τις βδέλλες που έβγαλε ο θεός από το
στέρνο του στο όνειρό του, ενώ κοιμόταν (μ. 87,13). Άλλος πάλι φεύγει
υγιής, ενώ πίσω του το δάπεδο του Αβάτου είναι γεμάτο αίματα από το
απόστημα που του αφαίρεσε ο θεός (μ. 87, 27). Ο Γοργίας αποχωρεί με την
αιχμή του βέλους που του είχε σφηνωθεί στον πνεύμονα (μ. 87, 30). Και
το πρωί, της Ερασίππης το φόρεμα ήταν γεμάτο εμετό με τα σκουλίκια που
βάραιναν ως τότε το στομάχι της (μ. 87,41).
Το πρωί, αποχωρούν θεραπευμένοι,
με χειροπιαστές αποδείξεις, κραδαίνοντας το σύμπτωμα στο χέρι τους. Τα
επιδαύρια όνειρα υπερβαίνουν το όριο της νύκτας, «ξεχειλίζουν» στην
ημέρα, της αφήνουν ένα νυκτερινό κατάλοιπο, κατά μια παράδοξη (εδώ
έγκειται το θαύμα) αναλογία με τη δημιουργία τους, εφόσον, όπως κάθε
όνειρο, προκαθορίζονται από τα κατάλοιπα της ημέρας. Τα όνειρα των
επιγραφών «βγαίνουν», θα πει τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Αρτεμίδωρος. Αυτό
πιστεύει ανέκαθεν και η λαϊκή σοφία, ενώ η ψυχαναλυτική θεώρηση θα
επεξεργαστεί την έξοδο του ονείρου ως εκπλήρωση μιας ασυνείδητης
επιθυμίας.
Το επιδαύριο ιερό
γίνεται τόπος συνάντησης, κυριολεκτικά τόπος σύμπτωσης. Οι ικέτες
έφθαναν εγκυμονώντας κάποιο σύμπτωμα στο σώμα τους. Και χάρη σε ένα άλλο
σύμπτωμα, το όνειρο, απέβαλλαν, έβγαζαν την παρείσακτη πάθηση από μέσα
τους. Είναι φυσικά η οντολογική σύλληψη της ασθένειας: η ασθένεια ως άλλος, ως παράσιτο ον, απόβλητο, που πρέπει να βγει, από το οποίο πρέπει να απαλλαγεί ο πάσχων.
Η εγκοίμηση λειτουργεί στο μήκος της «καθαρτικής»
ιατρικής. Το ίδιο το όνειρο γίνεται καθάρσιο. Ένα ολόκληρο παιχνίδι
εντός/εκτός προσδιορίζει έτσι επί αιώνες την ιατρική, αλλά και την
ερμηνεία των ονείρων. Το όνειρο στους Ιπποκρατικούς
χάνει το μυστηριακό χαρακτήρα της συνάντησης με τη θεότητα. Δεν είναι
πια φορέας ίασης. Στο τέταρτο βιβλίο του Περί Διαίτης, αναδεικνύεται
επίλεκτο μέσο διάγνωσης, μια χρήση που βασίζεται σε μια
πραγματική θεωρία των σχέσεων σώματος και ψυχής. Η προσέγγιση της
ονειρικής παραγωγής είναι ορθολογική. Δεν υπεισέρχονται στοιχεία ξένα
προς το όνειρο, όπως, λόγου χάρη, η θεϊκή παρέμβαση, πρωταρχικό κίνητρο
των επιδαύριων ονείρων. Εδώ το όνειρο νοείται ως σύμπτωμα, του οποίου η
παρατήρηση οδηγεί στη διάγνωση και, περαιτέρω, στη θεραπευτική αγωγή.
Κλινικό στοιχείο
διάγνωσης λοιπόν, αλλά σε τελείως ανύποπτο χρόνο: το όνειρο έχει την
ικανότητα να επισημαίνει μια διαταραχή πρώιμα, προτού καν αρχίσουν να
φαίνονται τα ψυχικά ή σωματικά συμπτώματα, ή όταν αυτά είναι τόσο
ανεπαίσθητα, που δεν υποπίπτουν στην εν εγρηγόρσει συνείδηση. «Αν
τα ουράνια σώματα πλανώνται άλλοτε προς τη μια κατεύθυνση κι άλλοτε
προς την άλλη, χωρίς να τα αναγκάζει κάτι, σημαίνει κάποια διαταραχή της
ψυχής από έγνοιες. Χρήσιμο είναι τότε να αναπαυτεί κανείς και να
στραφεί η ψυχή προς τα θεάματα, και μάλιστα σε αυτά που προκαλούν γέλιο
διαφορετικά, σε ό,τι παρακολουθεί κανείς με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση,
επί δυο ή τρεις ημέρες, και θα αποκατασταθεί. Αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να
πέσει άρρωστος» (Περί Διαίτης, IV, 89).
Το ενδιαφέρον με τους Ιπποκρατικούς είναι
ότι αναπτύσσουν μια ενδελεχή συμβολική αντιστοιχία μικρόκοσμου και
μακρόκοσμου, του οργανισμού με τα ουράνια σώματα, τα στοιχεία της φύσης,
τις γεωλογικές ιδιομορφίες. Η ιπποκρατική συμβολική
ακολουθεί την ονειροκριτική μέθοδο της αναλογίας, όπως αργότερα και ο
Αρτεμίδωρος. Είτε όμως πρόκειται για τα επιδαύρια είτε για τα
ιπποκρατικά όνειρα, είναι όνειρα μονοσήμαντα. Δεν έχουν την πολυσημία
της αρτεμιδώρειας ερμηνείας, όπου το καθετί σημαίνει αναλόγως με την
κοινωνική θέση ή άλλα προσωπικά δεδομένα του κάθε ονειρευόμενου.
Τους λείπει η ρητορική,
τα τεχνάσματα της γλώσσας: «Κάποιος που ήταν άρρωστος στο στομάχι και
ζητούσε (με όνειρο) συνταγή από τον Ασκληπιό, είδε ότι μπήκε στο ιερό
του θεού και ότι ο θεός, αφού άπλωσε το δεξί του χέρι, του πρόσφερε τα
δάχτυλα του να τα φάει. Τρώγοντας πέντε χουρμάδες θεραπεύτηκε γιατί
και οι καλής ποιότητας χουρμάδες λέγονται δάχτυλα» (Αρτεμιδώρου
Ονειροκριτικά, Ε, 89).
Τον 2ο μ.Χ. αιώνα, ο Ασκληπιός του Αρτεμίδωρου
και του Αίλιου Αριστείδη δρα ονειρικά, όπως οι κοσμικοί γιατροί. Δεν
γιατρεύει αυτοστιγμεί. Συμβουλεύει, δίνει συνταγές, προτρέπει σε μια
τέχνη του ζην.
Και αλλάζει η δομή των θεραπευτικών ονείρων:
το έκδηλο περιεχόμενό τους απομακρύνεται σιγά σιγά από το λανθάνον,
και ενδέχεται να απαιτούν ερμηνεία. Ονειροκρίτες, ιερείς ή νεωκόροι
είναι στη διάθεση των ασθενών, τους βοηθούν να βρουν το νόημα των
ονείρων τους και τα συστατικά των φαρμάκων που ορίζει ο θεός. Το ίδιο
συμβαίνει και στην Επίδαυρο. Διατηρείται όμως ανέπαφο το τυπικό της
εγκοίμησης. Όσο για τα όνειρα, αποτελούν ίσως αντικείμενο συζήτησης
μεταξύ ασθενών, όπως συνήθιζε ο Αίλιος Αριστείδης να συζητάει για τα
όνειρα με τους φίλους του στο ιερό του Ασκληπιού στην Πέργαμο. Κρατούν
το δημόσιο χαρακτήρα τους. Ξετυλίγονται στη θέα όλου του κόσμου,
λειτουργώντας πλέον και ως κοινωνικός δεσμός.
Ελισάβετ Κούκη
Ψυχαναλύτρια
Βιβλιογραφία
-
Αραβαντινός, Αρ., Ασκληπιός και Ασκληπιεία, εκδ. Λέων, Αθήνα 1975 (1907).
-
Αρτεμιδώρου, Ονειροκριτικά Βιβλία Α’-Ε’, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2000.
-
Brelich, Α., “Le rôle des rêves dans la conception religieuse du monde en Grèce”, στο Le rêve et les sociétés humaines. Gallimard. Paris, σ.σ. 282 – 289.
-
Edelstein. E. &L., «Ο Ασκληπιός και η ιατρική του ναού». Εισαγωγή στο, Ο Ασκληπιός και οι απαρχές της ιατρικής, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1996 (1945). Στο ίδιο και τα σαράντα τρία εττιδαύρια ιάματα (μ. 87,1-43).
-
Ευριπίδου, Εκάβη.
-
Hervey de Saint Denys, Les rêves et les moyens de les dinger, Editions d’ aujourd’ hui, Les introuvables, Var 1977 (1853).
-
Ησίοδου, Θεογονία.
-
Ιπποκρατική Συλλογή Περί ιερής νούσου. Περί τέχνης (εισ., μτφ., σχολ: Δ. Λαπουρλή), Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ηράκλειον 1991.
-
Κούκη, Ε., «Τα όνειρα του Αίλιου Αριστείδη» στο, Τα εσόμενα, Δ. Κυρτάτας (επιμ), εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σ.σ 143-163.
-
Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις, (αποκατάσταση κειμένου, μτφ., σημειώσεις Ν. Παπαχατζή), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1974-1981.
-
Πινδάρου, Πυθιόνικοι (μτφ. θ. Σταύρου), Θεσσαλονίκη 1980.
-
Freud, S., Η ερμηνεία των ονείρων, Επίκουρος, Αθήνα 1993 (1900).