Οι
περισσότεροι περιηγητές χρησιμοποιούν σκληρή γλώσσα για τους
κοτζαμπάσηδες. Αλλά και από την Ελληνική πλευρά η κατακραυγή ήταν
μεγάλη. Πολλές επικρίσεις είχαν διατυπωθεί εναντίον τους στα χρόνια της
τουρκοκρατίας και του ξεσηκωμού. Ο
Καποδίστριας έλεγε πως ήταν « Τούρκοι φέροντες χριστιανικά ονόματα ». Ο
Κουντουριώτης τους αποκαλούσε τουρκοπροεστούς, ο λαός
τουρκοκοτζαμπάσηδες. Και πρώτα-πρώτα ο τρόπος εκλογής τους. Οι Τούρκοι
έδιναν εντολή να γίνεται ελεύθερη η ανάδειξη του κοτζαμπάση. « Όποιον
ήθελον εύρει εύλογον, εκείνον να εκλέγουν ». Στην ανάδειξη του όμως δεν
έπαιρνε μέρος ο λαός αλλά μόνο ο μητροπολίτης, οι ηγούμενοι και
προ-ηγούμενοι των μοναστηριών της περιοχής, οι άρχοντες, οι προεστοί, οι
δημογέροντες και οι επισημότεροι των λαϊκών τάξεων, όπως φαίνεται από
έγγραφο του πατριάρχη Κύριλλου ΣΤ’. Σπεύδει μάλιστα ο πατριάρχης να
καταστήση προσεκτικό το μητροπολίτη της περιοχής γράφοντας « μη τυχόν
εις την εκλογήν εισχωρήσωσι τινες εκ της τάξεως των γεμιτζήδων η’ άλλοι
τινες εκ των εγχωρίων ραγιάδων ». Αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις οι
εκλογές που γίνονταν « δι’ επιφωνήσεως και ουχί δια ψηφοφορίας, δεν ήταν
ελεύθερες, προπάντων οσάκις οι Οθωμανοί δια της βίας επενέβαιναν,
προσπαθούντες όπως εκλεχθώσιν οι αφωσιωμένοι αυτοίς ». Οι κοτζαμπάσηδες δεν ήταν λαοπρόβλητοι, καθώς πολλοί
γράφουν και λέγουν αλλά ένα σώμα ενωμένον δια το μεταξύ τους συμφέρον.
Όλος ο θόρυβος και η κίνησης εγίνετο προς το συμφέρον των Τούρκων και
των συντρόφων των κοτζαμπάσηδων. Εισέπρατταν εκατό
και έδιναν μόνο είκοσι πέντε εξαπατώντας τους Τούρκους. Τέτοιος ήταν ο
κοτζαμπάσης, όστις και κατά τα άλλα μιμείτο τον Τούρκο, καθώς εις την
ενδυμασία, εις τους εξωτερικούς τρόπους και εις τα της οικίας του. Η
ευζωία του ήταν ιδία με εκείνη του Τούρκου και μόνο κατά το όνομα
διέφερε, αντί πχ . να τον λένε Χασάνη, τον έλεγαν Γιάννη και αντί να
πηγαίνει εις το τζαμί, πήγαινε στην εκκλησία.
Γράφει ο Κοραής « Γελώ και
μη θέλων οσάκις συλλογισθώ ότι εις τους νυν (αρχές ΙΘ’ αιώνα)
ονομαζόμενους και νομίζοντες άρχοντας των Γραικών προφυέστατα ήθελε τις
συγκρίνει με τα πολλά εκείνα τετράποδα αρχοντόπουλα, όσα βλέπομεν εις
τας αυλάς των μακελλείων τρεφόμενα ». Σε
προκήρυξη πατριωτών το 1827 καταγγέλλονταν οι αιμοβόροι κοτζαμπάσηδες
τόσους αιώνας νέμοντες τα σπλάχνα των πατριωτών των με τους ομοπράκτορας
των Οθωμανούς. Απήχηση αυτών των αντιλήψεων βρίσκουμε και στη δημοτική
ποίηση. Οι εκμεταλλευόμενοι ήταν Έλληνες και γι’ αυτό δεν έλειπαν οι εκδηλώσεις
ταξικού μίσους, ακόμα και οι λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον τους. Αυτό όμως
δεν σημαίνει πως απουσίαζε ο πατριωτισμός και η εθνική συνείδηση απ’
όλους τους προκρίτους. Υπήρχαν οι αχρείοι τουρκολάτρες αλλά και μερικοί
που πάλλονταν από εθνική έξαρση. Άλλωστε οι άρχοντες ζούσαν μόνιμα με
την αγωνία της δυσμένειας που οδηγούσε στην καρατόμηση και στη δήμευση
των περιουσιών τους. Φυσικό λοιπόν ήταν να προτιμούν την εθνική
αποκατάσταση που θα εξασφάλιζε και θα διαιώνιζε την πολιτική και
οικονομική τους ισχύ. Πρόκριτοι και κλεφτοκαπεταναίοι ήταν οι
πρωταγωνιστές των εξεγέρσεων που σημειώθηκαν με ξένη υποκίνηση ως το
Εικοσιένα. Έπειτα ο ρόλος των αρχόντων πρέπει να κριθεί μέσα στα πλαίσια
του κοινοτικού συστήματος που αποτελούσε τη μεγαλύτερη κατάκτηση του
Ελληνισμού της Τουρκοκρατίας. Ένα κοράκι ξέβγαινε, μέσα από τον Άδη Σύρει και εις τα νύχια του ανθρώπινο κεφάλι Κι’ ώρας ώρας το ρώταγε, κι’ ώρας ώρας του λέει: Κεφάλι κακοκέφαλο, κακού καιρού γραμμένο Τι έκαμες στα νιάτα σου κι’ είσαι κριματισμένο; Μην ήσουν πρώτος στο χωριό και μοίραζες τα χρέη; Έριχνες πλούσιους εκατό και τους φτωχούς διακόσια Και μια χήρα με παιδιά τους ρίχνεις πεντακόσια. Α.Κ.Β