Μιχάλης Προμπονάς, Δρ. φυσικός - περιβαλλοντολόγος, Πανεπιστήμιο Κρήτης–Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης
Ο Γυπαετός (Gypaetus barbatus) θεωρείται σήμερα το σπανιότερο είδος αρπακτικού στη χώρα μας και γενικότερα στα Βαλκάνια, αφού ο πληθυσμός του εντοπίζεται μόνο στην Κρήτη και δεν αριθμεί περισσότερα από έξι αναπαραγωγικά ζευγάρια. Επίσης, είναι ένα από τα σπανιότερα αρπακτικά πουλιά της Ευρώπης.
Ζει αποκλειστικά σε ημιορεινά και ορεινά οικοσυστήματα (500–4.000 μέτρα), συνήθως πάνω από το δασοόριο, σε βραχώδεις περιοχές με απότομες σάρες, ορθοπλαγιές και αλπικά λιβάδια. Τα κόκαλα των νεκρών οπληφόρων ζώων (μικρού ή μεσαίου μεγέθους) αποτελούν την κύρια πηγή της τροφής του, την οποία αναζητά μόνος ή σε ζευγάρια. Ο Γυπαετός υπερασπίζεται τεράστιες εκτάσεις («επικράτειες»), στις οποίες το ζευγάρι τρέφεται και φωλιάζει, ενώ δύσκολα ανέχεται μέσα σε αυτές την παρουσία άλλων ενηλίκων ατόμων του ιδίου είδους.
Ο Γυπαετός φτάνει σε μέγεθος τα 1,10 μέτρα (από το κεφάλι έως την άκρη της ουράς), το άνοιγμα των φτερούγων του είναι γύρω στα 2,80 μέτρα και το βάρος του κυμαίνεται από 5-7 κιλά. Τα ενήλικα πουλιά αναγνωρίζονται εύκολα από τις μακριές, μυτερές φτερούγες και τη ρομβοειδή ουρά που θυμίζουν τεράστιο γεράκι, ενώ το στήθος και η κοιλιά τους έχουν συνήθως πορτοκαλί χρώμα. Το χρώμα αυτό οφείλεται στο «μακιγιάρισμα» των φτερών του με οξείδια του σιδήρου, που προσλαμβάνει καθώς τρίβεται στα ασβεστολιθικά πετρώματα. Όταν αυτά τα οξείδια λείπουν, το χρώμα του είναι σαν «λερωμένο» άσπρο. Στο κεφάλι, κοντά στο ράμφος, φέρει μια μακριά τούφα με μαύρες τρίχες που μοιάζει με γένι. Μάλιστα, σε αυτό το γνώρισμα οφείλει το είδος το επιστημονικό του όνομα, Gypaetus barbatus, που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «Γυπαετός, ο γενειοφόρος».
Ο Γυπαετός είναι ορεσίβιο είδος, συχνάζει σε περιοχές μεγάλου υψομέτρου (1.500-4.000 μέτρα), ενώ το χειμώνα που οι μεγάλοι ορεινοί όγκοι είναι καλυμμένοι με χιόνια απαντάται και σε χαμηλότερο υψόμετρο (500-800 μέτρα) στα ημιορεινά. Φωλιάζει στην καρδιά του χειμώνα (από μέσα Δεκεμβρίου μέχρι τέλη Ιανουαρίου) μέσα σε μικρές σπηλιές σε απόκρημνα βράχια ή βαθιά φαράγγια με πλαγιές μεγάλης κλίσης. Γεννά δύο αυγά, μετά από περίοδο επώασης 55-57 ημερών και το μοναδικό μικρό που επιζεί μένει στη φωλιά για 4 περίπου μήνες. Το νεαρό πουλί θα πετάξει για πρώτη φορά στα τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου, ενώ θα είναι σεξουαλικά ώριμο για να αναπαραχθεί μετά από τουλάχιστον 6 χρόνια.
Η μέση επιφάνεια της επικράτειας ενός ζευγαριού κυμαίνεται από 200-400 τετραγωνικά χιλιόμετρα και συνεπώς η κατανομή του είδους είναι σχετικά αραιή. Τα νεαρά πουλιά, τα πρώτα χρόνια της ζωής τους καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις εξερευνώντας άλλες περιοχές, αλλά τις περισσότερες φορές επιστρέφουν στη γενέτειρα περιοχή. Αντίθετα, τα ενήλικα πουλιά παρουσιάζουν έντονη φιλοπατρία και δείχνουν εντελώς απρόθυμα να αφήσουν την περιοχή τους για να εποικήσουν γειτονικούς ορεινούς όγκους, ακόμη και αν αυτοί βρίσκονται μερικά μόνο χιλιόμετρα μακριά.
Ο Γυπαετός είναι το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο που τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με κόκαλα (70-90% της διατροφής του). Στην Κρήτη οι βοσκοί το αποκαλούν «Κοκαλά», καθώς από πολύ παλιά το βλέπουν να σπάει τα μεγαλύτερα κοκάλα με μια χαρακτηριστική τεχνική. Τα πετάει από μεγάλο ύψος σε απότομα μυτερά βράχια ακολουθώντας τα με μια σπειροειδή κάθοδο. Αυτή τη διαδικασία την επαναλαμβάνει αρκετές φορές μέχρι να σπάσουν και στη συνέχεια τρώει τα κομμάτια ξεκινώντας από το μεδούλι. Τα μικρότερα κοκάλα τα καταπίνει ολόκληρα και το στομάχι του, με τα πανίσχυρα γαστρικά υγρά που διαθέτει, τα χωνεύει με ευκολία. Αυτή η διατροφική του συνήθεια φαντάζει περίεργη, αλλά από τη στιγμή που έχει λυθεί το πρόβλημα της πέψης, τα κόκαλα αποτελούν μια πολύ θρεπτική και εύκολα αποθηκεύσιμη τροφή, για την οποία επιπλέον έχει ελάχιστους ανταγωνιστές.
Ο Γυπαετός απειλείται κυρίως από την έλλειψη τροφής, τα δηλητηριασμένα δολώματα για την καταστροφή «επιβλαβών ειδών», όπως είναι οι λύκοι, οι αλεπούδες, τα τσακάλια, τα αδέσποτα σκυλιά και τα κορακοειδή, την καταστροφή των οικοτόπων του και την παράνομη φόνευση. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, σημαντικότερες αιτίες για τη μείωση του είδους αποτέλεσαν η εγκατάλειψη της παραδοσιακής κτηνοτροφίας με αποτέλεσμα την ανεπάρκεια τροφής, η χρήση δηλητηρίων για την εξολόθρευση σαρκοφάγων θηλαστικών και η καταστροφή ή η συρρίκνωση των βιοτόπων του που αποδόθηκαν σε άλλες χρήσεις όπως λατομεία, χιονοδρομικά κέντρα και ξενοδοχεία. Αντίθετα, στην Κρήτη η λαθροθηρία και η έντονη όχληση αποτελούν τις κυριότερες απειλές, ειδικά τα τελευταία χρόνια όπου και οι πιο απομονωμένες περιοχές έγιναν προσιτές μετά από τη διάνοιξη ενός πυκνού δικτύου ορεινών δρόμων.
Ο Γυπαετός (Gypaetus barbatus) θεωρείται σήμερα το σπανιότερο είδος αρπακτικού στη χώρα μας και γενικότερα στα Βαλκάνια, αφού ο πληθυσμός του, όπως αναφέρθηκε, εντοπίζεται μόνο στην Κρήτη και δεν αριθμεί περισσότερα από έξι αναπαραγωγικά ζευγάρια. Στην Ευρώπη, πέρα από την Κρήτη, απαντάται στην οροσειρά των Πυρηναίων (Ισπανία – Γαλλία) και στο νησί της Κορσικής, ενώ στις Άλπεις το είδος έχει επαναεισαχθεί τα τελευταία χρόνια.
Προγράμματα προστασίας Γυπαετού
Το 1998 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Γενική Δ/νση Περιβάλλοντος χρηματοδότησε πρόγραμμα LIFE – ΦΥΣΗ με θέμα: «Διατήρηση – Προστασία του Γυπαετού στην Ελλάδα» [Β4-3200/98/444], που υλοποιήθηκε από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (Μ.Φ.Ι.Κ.) και την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία (Ε.Ο.Ε.) την περίοδο Οκτώβριος 1998 – Φεβρουάριος 2002 (διάρκεια 41 μήνες).
Κατά την υλοποίησή του το πρόγραμμα αυτό αναγνώρισε και κατέγραψε όλες τις σημαντικές για το είδος θέσεις και περιοχές στην Κρήτη, εκτίμησε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτό σε κάθε περιοχή, υλοποίησε επείγοντα μέτρα διαχείρισης και προστασίας, όπως η επόπτευση – φύλαξη σημαντικών για την αναπαραγωγή του είδους θέσεων και η παροχή συμπληρωματικής τροφής σε επιλεγμένα σημεία, και πραγματοποίησε εκστρατεία ενημέρωσης – ευαισθητοποίησης του πληθυσμού. Τέλος, το πρόγραμμα προχώρησε στην εκπόνηση των απαιτούμενων από την Ελληνική Νομοθεσία Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών και Σχεδίων Διαχείρισης, για τις σημαντικότερες για τον Γυπαετό περιοχές του νησιού, ώστε αυτές να διαχειρισθούν και να προστατευθούν αποτελεσματικά, με τρόπο συμβατό προς την τοπική ανάπτυξη, μέσα από κατάλληλο θεσμικό και διοικητικό πλαίσιο.
Στο πλαίσιο του ίδιου χρηματοδοτικού μέσου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (LIFE – ΦΥΣΗ 2002), το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Κρήτης – Διεύθυνση Δασών και το Δήμο Ιναχωρίου, ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος με θέμα: «Δράσεις για την Διατήρηση – Προστασία του Γυπαετού και της Βιοποικιλότητας στην Κρήτη» [LIFE02 NAT/GR/8492]. Η υλοποίηση του προγράμματος ξεκίνησε στις 01/07/2002 και ολοκληρώθηκε στις 30/06/2006 (διάρκεια 48 μήνες).
Το πρόγραμμα υλοποίησε τις πλέον επείγουσες διαχειριστικές δράσεις προστασίας για τον Γυπαετό σε ολόκληρη την Κρήτη, καθώς και επιλεγμένα μέτρα διαχείρισης σε δύο από τις σημαντικότερες για τον Γυπαετό και την βιοποικιλότητα περιοχές της Κρήτης, την περιοχή των Αστερουσίων – Κόφινα και την περιοχή του Αγίου Δικαίου.