Απόψε σωπάσανε οι σκέψεις
ως το λυχνάρι όταν σβήνει στο σκοτάδι.
Oι φωνές κάποιων βοσκών του πόθου
αργά καταλαγιάσανε
σαν την δροσιά,σε χορτάρι της άνοιξης.
Θεριέψανε των τζιτζικιών τα καλοκαίρια
κι η άμμος σταμάτησε να γλιστρά
από την χούφτα την υγρή ,
καθώς το κόκκινο των δειλινών
μαβί απλό εγίνηκε στα μάτια τους...
Τότε κατάλαβαν
πως όλα ξαφνικά είχαν τελειώσει.
Τα παραμύθια των λιβαδιών και της φωτιάς
δεν είχαν πλέον καμία σημασία.
Τα φλουριά των κοριτσιών
ολόδια με τα μήλα τα χρυσά της Παναγιάς
ελιές που σάπιζαν
σε πιθαριού το βάθος γινήκαν...
και αυτοί με πάθος λάτρεψαν τότε
του Ηράκλειτου την άδυτη μυστικότητα.
Δεν θέλησαν στα νερά των ποταμών
πετρούλες να πετάξουν
μα... δέσανε κλωστίτσα κόκκινη
στης μνήμης τους καρπούς
σε άλλες γενιές με ακύμαντη ματιά
ο,τι δεν ζήσανε
σαν παραμύθι να το πούνε