Σελίδες


Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

ΚΑΥΜΕΝΕ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΕ ΤΙ ΣΟΥ ΜΕΛΛΕ ΝΑ ΠΑΘΕΙΣ - ΤΟ ΣΤΥΓΕΡΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΚΟΠΟΥ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙ



Τον Ιανουάριο τού 1931, ένα άγριο έγκλημα θα συνταράξει τόσο την κοινωνία τής Αθήνας, όσο κι ολόκληρη την Ελλάδα: Ο 34χρονος εργολάβος οικοδομών Δημήτρης (Μήτσος) Αθανασόπουλος, δολοφονείται, καίγεται το πτώμα του και τελικά αφού τεμαχίζεται, συσκευάζεται σε δέματα και πετάγεται στον Κηφισό Δράστες και συνεργοί, η 45χρονη πεθερά του (Άρτεμη Κάστρου), ο 18χρονος ανιψιός της (Δημήτρης Μοσχιός), η 25χρονη σύζυγός του (Φούλα [Σοφία] Αθανασοπούλου) και η 38χρονη υπηρέτρια τού σπιτιού (Γιαννούλα Πέρρου).
Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος και η Φούλα έκαναν τον γάμο τους κρυφά από τού γονείς τής δεύτερης και τον κράτησαν μυστικό για αρκετό διάστημα, έως ότου η εγκυμοσύνη της, την ανάγκασε να αποκαλύψει το μυστικό της στους γονείς της. Η Άρτεμη Κάστρου, που μαρτυρείται ως μια γυναίκα χωρίς αναστολές και ηθικούς φραγμούς, ήταν αντίθετη σ’ αυτόν τον γάμο, όπως κι ο σύζυγός της ο οποίος ζούσε κι εργάζονταν στον Καναδά. Αλλά και ο Αθανασόπουλος, δεν ήταν ο τύπος τού πιστού συζύγου και οικογενειάρχη. Στον κύκλο του ήταν γνωστός γυναικάς και γενικά ζούσε έναν έκλυτο βίο. Για ένα διάστημα μάλιστα, πριν την δολοφονία του, έμενε σε ξενοδοχείο, λόγω τού ότι οι σχέσεις του με την σύζυγό του, είχαν ψυχρανθεί.

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Σύντομη Ανασκόπηση της Εικονομαχίας

R.P. Boris Bobrinskoy
Μετάφραση από τα Γαλλικά: Δήμητρα Καραμπέρη

1. Η εικονολατρεία πριν από την Εικονομαχία

Από τους πρώτους ακόμη αιώνες, οι χριστιανοί παρουσίαζαν γραφικά διάφορα θέματα του μυστηρίου της σωτηρίας μας. Η τέχνη των κατακομβών έχει ένα χαρακτήρα συμβολικό ή «εκφραστικό» (
Weidlé) περιγράφοντας τη σαρκική παρουσία της χριστιανικής Μύησης και της Λύτρωσης, όπως για παράδειγμα ο Καλός Ποιμένας, το περιστέρι, ο Ιχθύς, το κλήμα, η λύρα, η άγκυρα, η κιβωτός και κυρίως, ο σταυρός. Οι χριστιανοί ονομάστηκαν «εραστές του σταυρού» (Τερτυλλιανός).
Την παραμονή της περιόδου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Σύνοδος της Ελβίρας (300), στον 36ο κανόνα της, καταδικάζει ενεργά τη χρήση των εικόνων στις εκκλησίες, πιθανώς για να μην προκαλέσει τους χλευασμούς και τις προσβολές των ειδωλολατρών, εκεί όπου οι τόποι λατρείας δεν ήταν ασφαλείς κατά τη διάρκεια των διωγμών.
Από το θρίαμβο του χριστιανισμού υπό τον Κωνσταντίνο, αναπτύσσεται το έθιμο να απεικονίζεται ο Χριστός και οι Άγιοι και να τοποθετούνται οι εικόνες τους στις εκκλησίες. Ήδη ο Μέγας Βασίλειος από την Καισαρεία, στον πανηγυρικό του για το μάρτυρα Βαρλαάμ, προτρέπει τους χριστιανούς ζωγράφους να δοξάσουν με τα έργα τους αυτόν τον μεγάλο άγιο:

«Ἀνάστητέ μοι νῦν͵ ὦ λαμπροὶ τῶν ἀθλητικῶν κατορθωμάτων ζωγράφοι· τὴν τοῦ στρατηγοῦ κολοβωθεῖσαν εἰκόνα ταῖς ὑμετέραις μεγαλύνατε τέχναις. Ἀμαυρότερον παρ΄ ἐμοῦ τὸν στεφανίτην γραφέντα τοῖς τῆς ὑμετέρας σοφίας περιλάμψατε χρώμασιν. Ἀπέλθω τῇ τῶν ἀριστευμάτων τοῦ μάρτυρος παρ΄ ὑμῶν νενικημένος γραφῇ· χαίρω τὴν τοιαύτην τῆς ὑμετέρας ἰσχύος σήμερον νίκην ἡττώμενος. Ἴδω τῆς χειρὸς πρὸς τὸ πῦρ ἀκριβέστερον παρ΄ ὑμῶν γραφομένην τὴν πάλην· ἴδω φαιδρότερον ἐπὶ τῆς ὑμετέρας τὸν παλαιστὴν γεγραμμένον εἰκόνος. Κλαυσάτωσαν δαίμονες͵ καὶ νῦν ταῖς τοῦ μάρτυρος ἐν ὑμῖν ἀριστείαις πληττόμενοι. Φλεγομένη πάλιν αὐτοῖς ἡ χεὶρ καὶ νικῶσα δεικνύσθω. Ἐγγραφέσθω τῷ πίνακι καὶ ὁ τῶν παλαισμάτων ἀγωνοθέτης Χριστός»
(1).

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς, Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς"


(λαογραφικά για τον Φλεβάρη τον... κουτσό)

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια γριά τσοπάνισσα.. Τούτη η γριά είχε απηυδήσει από το κρύο και την παγωνιά του χειμώνα, απ'τις λασπούρες και τις ασταμάτητες βροχές και, μόλις είδε πως επιτέλους ο Μάρτης ο γδάρτης κι ο παλουκοκάφτης έδινε τη θέση του στον ξανθό Απρίλη -μιλάμε για την τελευταία, δηλαδή, μέρα του Μαρτίου- και πως δεν είχε πλέον τίποτα να φοβηθεί από τη βαρυχειμωνιά, του φωνάζει περιχαρής "Πρίτσι, Μάρτη μου, τα ξεχείμασα τα προβατάκια μου!". Ο Μάρτης, λοιπόν, προσβλήθηκε βαρύτατα, (του έθιξε -ένα πράγμα- τον εγωισμό), οργίστηκε με την περιφρονητική της φράση κι έτσι δανείσθηκε μια μέρα από τον αδελφό του το Φεβρουάριο κι έριξε τόσο χιόνι κι έκανε τόση παγωνιά που "η γριά, αν και εκρύβη κάτω από το κακκάβι (καζάνι) της, δια να μην ξεπαγιάση, απελιθώθη, ως και το ποίμνιόν της"! Κι έτσι, μας απέμεινε ο Φλεβάρης κουτσός, με μια μέρα λιγότερη...

(την ιστορία καταγράφει και ο Φίλιππος Βρετάκος στο βιβλίο του "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των")

Τούτα λέει η λαϊκή παράδοση.. Όμως, η πραγματικότητα θεωρείται η εξής (διαλέγετε και παίρνετε!!):

Ο πρώτος βασιλιάς της Ρώμης, ο Ρωμύλος, καθόρισε το παλαιότατο ρωμαϊκό ημερολόγιο, το οποίο είχε δέκα μήνες και ξεκινούσε απ'τον Μάρτιο. Το ημερολόγιο ήταν σεληνιακό.

Ο διάδοχός του, ο Νουμάς, μαζί με άλλες μεταρρυθμίσεις, προσέθεσε στο τέλος του έτους τον Ιανουάριο και το Φλεβάρη.

Κατά κάποιες πηγές ο ίδιος ο Νουμάς, κατά άλλες οι άρχοντες της Ρώμης το 153π.Χ. μετέθεσαν τους δυό αυτούς μήνες στην αρχή του έτους κι έτσι ο Φεβρουάριος βρέθηκε δεύτερος μεταξύ Γενάρη και Μάρτη, αλλά το θρησκευτικό έτος εξακολουούσε να ξεκινά την πρώτη Μαρτίου.

Το 46π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ καθιέρωσε το λεγόμενο "ιουλιανό ημερολόγιο", έργο του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη, που προσδιορίζει το ηλιακό έτος σε 365,25 ημέρες. Με το ημερολόγιο αυτό δημιουργήθηκε το δίσεκτο έτος των 366 ημερών. Τότε είναι που αφαιρέθηκε και μια μέρα απ'τον καημένο το Φλεβάρη για να την προσθέσουνε στον Αύγουστο, τιμής ένεκεν, προς χάρην του αυτοκράτορα Οκταβιανού που πήρε τον τίτλο του Αυγούστου και έδωσε και το όνομά του στο μήνα τούτο.(Μιας και δε γινόταν ο Ιούλιος, προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρα, να έχει 31 ημέρες και ο Αύγουστος, προς τιμήν του Οκταβιανού Αυγούστου, λιγότερες!).

Διαλέγετε και παίρνετε λοιπόν, κατά προτίμηση!.. Για τη γριά ή για τον Αυτοκράτορα! :)

Τώρα, δεν τού'φτανε του καημένου του Φλεβάρη πού'μεινε κουτσός, αρχίσανε να τον λένε και γκαντέμη.

"Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς!"

Θα μου πεις, δεν είχαν κι άδικο.. Όλοι οι υπόλοιποι μήνες νά'χουν από 30 μέρες κι οι πιο μάγκες νά'χουν αρπάξει και μια τριακοστή πρώτη, και τούτος ο κακόμοιρος να του λείπε όχι μόνο μια, αλλά και την εικοστή ενάτη του να τη χαίρεται μόνο κάθε τέσσερα χρόνια!

Δίσεκτος, λοιπόν, ο Κουτσοφλέβαρος και μονάχα κάθε τέσσερα χρόνια να κατορθώνει να χτυπήσει, έστω, το 29.. αλλά ο λαός, να μην τον αφήσει να χαρεί για αυτή τη μέρα! Όχι, ούτε γάμοι, ούτε χαρές τα δίσεκτα έτη.Κι όχι μόνο τούτο, κατέληξε δίσεκτος να σημαίνει "χρονική περίοδος δυστυχίας"!

"Κι αν έρθουν χρόνια δίσεκτα και μήνες οργισμένοι..." λέει το δημοτικό μας άσμα..

Έχετε αναρωτηθεί γιατί άραγε δόθηκε η ονομασία "δίσεκτος" (δις+έξι); Μας εξηγεί ο Φίλιππος Βρετάκος ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των"):

δίσεκτος.jpg

Ο Φεβρουάριος ονομάστηκε έτσι από το λατινικό februo= εξιλεώνω, εξαγνίζω επειδή, όπως σημειώνει ο Δ.Λουκάτος, "ήταν ο τελευταίος του ρωμαϊκού έτους και επομένως "διαβατήριος" και αποκαθαρτικός" και, όπως καταγράφει ο Φίλιππος Βρετάκος, "ήτο αφιερωμένος εις τον εν τω Άδη θεόν των νεκρών Φέβρον, εγένετο μήνας πένθους (φέβερ) και εώρταζον κατ'αυτόν τα Febroualia, που ήσαν εξιλαστήριος θρησκευτική εορτή υπέρ των νεκρών και επέμποντο δεήσεις υπέρ των ασθενών. Κατά την εορτήν αυτήν, επειδή ο Φεβρουάριος ήτο τότε ο δωδέκατος μήνας του έτους εις το ρωμαϊκόν ημερολόγιον, συνηθίζετο να εξιλεώνονται αι αμαρτίαι των, δια να εισέλθουν καθαροί εις τον νέον έτος, που ήρχιζεν την 1ην Μαρτίου."

Η Άννα Τζιροπούλου ( "Έλλην Λόγος") αναφέρει ότι το λατινικό febris προέρχεται, με τη σειρά του, από το αρχαιοελληνικό θιβρός(=θερμός), καθώς "Ετελούντο εορταί και προσέφερον εις τους θεούς "θερμόν άλας"' θιβρός (=θερμός)---> λατιν. febris με συνήθη εναλλαγή του θ εις φ."

Καθώς και στην αρχαία Ελλάδα την αντίστοιχη εποχή (αττικός μήνας Ανθεστηριών) γιόρταζαν τα Ανθεστήρια (πιθοίγια, χοές, χύτροι κι υδροφόρια), διονυσιακή εορτή με θυσίες στο Διόνυσο και τον Χθόνιο Ερμή, γιορτή των άνθεων και του οίνου, αλλά παράλληλα αφιερωμένη και στις ψυχές των νεκρών. (βλέπε και: Ψυχοσάββατα, Αποκριές και Χύτροι..και Καθώς μπαίνει το Τριώδιο... (λαογραφικά και άλλα..), καλόγεροι κι άλλα πανάρχαια έθιμα της αποκριάς..)

Όπως αναφέρει ο λαογράφος μας Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"):

"[...] όταν εμείς γιορτάζουμε την αποκριά με τα Ψυχοσάββατά της οι αρχαίοι Αθηναίοι γιόρταζαν τα Ανθεστήρια, γιορτή που είχε και αυτή διπλή όψη, ήταν δηλαδή απ'τη μια γιορτή των λουλουδιών, του κρασιού και της αχαλίνωτης χαράς κι απ'την άλλη γιορτή των νεκρών και των ψυχών [...]"

Ο Φλεβάρης, λοιπόν, κουτσός, ψιλογρουσούζης κι αφιερωμένος στις ψυχές των νεκρών... όμως, ουσιαστικά, και μήνας καθαρτήριος.. Ο λαός μας των παρετυμολόγισε (όχι τυχαία, όπως σημειώνει κι ο Δ.Λουκάτος) "από τις βροχές και τα πολλά νερά του κι είπαμε "λαϊκά" Φλεβάρης, επειδή ανοίγει τις φλέβες του και γεμίζει τον κόσμο νερά." ("Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης").


Με το έμπα του Φλεβάρη γιορτάζουμε τα "Σιμόγιορτα" (βλ.Ο `Αγιος Τρύφωνας των αμπελιών, Υπαπαντή, "Ο `Αγιος Συμιός σημειώνει") , τον Άγιο Βλάσιο (Ο `Αγιος Βλάσιος και τα τσακάλια..) και τον Άγιο Χαράλαμπο (βλ.εκεί, στον `Αγιο Χαράλαμπο..) και ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας που ανοίγει το Τριώδιο (βλ.Καθώς μπαίνει το Τριώδιο... (λαογραφικά και άλλα..) και καλόγεροι κι άλλα πανάρχαια έθιμα της αποκριάς..).

Αυτός είναι, λοιπόν, ο Φεβρουάριος ή Φλεβάρης ή "Χλεβάρης" (Μάνη) ή "Στερεωτής" (Μάνη) (διότι ριζώνουν και στερεώνονται κατ'αυτόν τα σπαρτά) ή "Κλαδευτής" (λόγω του κλαδέματος), "Μικρός", "Κουτσός", "Κουτσοφλέβαρος", "Κούτσουρος", "Κούτσουλος" (Κύπρος), "Λειψομήνας", "Μικρομήνας", "Λησμονιάρης" (διότι αν αρχίσει να βρέχει, αστοχάει να σταματήσει), "Μισερός", "Κούντουρος", "Μιτσός Μήνας", "Χορευτής" (λόγω της Αποκριάς), Μεθυσμένος (λόγω άστατου καιρού) ή "Φλεγάρης" (διότι ανοίγουν οι φλέγες (φλέβες) του νερού), ακόμα και "Αστοχιάρης κι αποσπόρι του Χειμώνα", όπως άκουσε ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας") από έναν γέρο ζευγά απ'τη Μάνδρα της Αιτωλίας, καθώς "Το "Αστοχιάρης βγαίνει απ'ότι αστοχάει να κρατήσει όταν βρέχει, το δε "αποσπόρι" επειδή είναι ο τελευταίος και μικρότερος σε μέρες μήνας του χειμώνα".

"Σού'πανε Φλεβάρη βρέξε κι αλησμόνησες να πάψεις!"

"Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό!"

"Όξω Κουτσοφλέβαρε, νά'ρθει ο Μάρτης με χαρά και με πολλά λουλούδια!"

"Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει!

Κι αν του δώσει και καιώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει!"

και, "Ο Κουτσός έβαλε τη γρα στο χαράκωμα!", επειδή, όπως μας πληροφορεί ο Μιχάλης Γρηγοράκης ("Κρητικά Λαογραφικά για τους μήνες"),: "Υπάρχει σχετικός μύθος που μας λέει πως μια γριά για να αποφύγει τη γερή χιονιά του Φλεβάρη, κουκουλώθηκε με το τέτζερι, με αποτέλεσμα βέβαια να πεθάνει.". Ναι, ναι στην καημένη τη γριά που πήγε να ειρωνευτεί το Μάρτη αναφέρεται...

(πάντως, με τη γριά ξεκινήσαμε, με τη γριά τελειώσαμε...)

(σημ. Οι ονομασίες κι οι παροιμίες, από τα: Φ.Βρετάκου "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των", Μ.Γρηγοράκη "Κρητικά λαογραφικά για τους μήνες", Β.Λαμνάτου "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας"।)

ΤΟFIRIKI

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ


Στα τέλη του 19ου αιώνα η γυναικεία σεξουαλικότητα περνάει στην αρμοδιότητα της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης. Ο Φρόιντ χαρακτήρισε το 1926 την ενήλικη γυναικεία σεξουαλικότητα μια «σκοτεινή ήπειρο για την ψυχολογία»…  Ο σεξολόγος Havelock Ellis στα έργα του, από τα τέλη του 19ου αιώνα, αναγνώρισε τη γυναικεία επιθυμία και το δικαίωμα της γυναίκας στη σεξουαλική απόλαυση, πράγμα που λίγο αργότερα διεκδίκησαν ορισμένες φεμινίστριες Έρευνα της διδάσκουσας στο ελληνικό ανοικτό πανεπιστήμιο, Μαρίας Νικολοπούλου, που παρουσιάστηκε χθες στη Θεσσαλονίκη

ΟΙ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΘΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ

Στις αρχές του αιώνα, στα λογοτεχνικά κείμενα με ερωτική θεματική που γράφονται από γυναίκες, οι ερωτικές σχέσεις καθορίζονται από τις κοινωνικές δεσμεύσεις. Στις λίγες περιπτώσεις που η σεξουαλικότητα παρουσιάζεται γίνεται υπαινικτικά και συνήθως οδηγεί στην ανατροπή του παραδοσιακού γυναικείου ρόλου, με καταστροφικά αποτελέσματα για τη γυναίκα.

Ενδεικτικά, στο συντηρητικό γυναικείο περιοδικό «Βοσπορίς» της Κωνσταντινούπολης (1899-1906), το οποίο όμως εκφράζει κάποιες γυναικείες διεκδικήσεις, σε μια σειρά διηγημάτων οι γυναίκες παρουσιάζονται ως θύματα των ανδρών όσον αφορά τις σεξουαλικές σχέσεις. Ταυτόχρονα, όμως, σε όλα τα κείμενα αυτά και το οικογενειακό περιβάλλον υπερβαίνει τις κοινωνικές επιταγές, συγχωρώντας τις παραστρατημένες.

Η συνάρτηση έρωτα και θανάτου είναι ένα πάγιο μοτίβο της εποχής, με τις ρίζες του στο ρομαντισμό. Ο έρωτας ως μια δύναμη απόλυτη που δε συμβιβάζεται με τις κοινωνικές επιταγές που οριοθετούν τη σεξουαλικότητα βρίσκει διέξοδο και κορύφωση στο θάνατο.
Στις αρχές του αιώνα, αρχίζει να εκφράζεται σε κείμενα γυναικών, π.χ. Ειρήνη η Αθηναία, μαζί με την ένταση των συναισθημάτων η σωματικότητα του έρωτα, ενώ παράλληλα τονίζεται ότι ο έρωτας εξαγνίζεται από την ένταση του συναισθήματος. Αμφισβητείται έτσι το δίπολο πόρνη-παρθένος, αλλά θεωρείται ότι μια τέτοια σχέση δεν μπορεί να υπάρξει εντός της κοινωνίας.



«Σεξουαλικότητα και γραφή στα περιοδικά λόγου και τέχνης 1900-1940» ήταν το θέμα της διάλεξης που έδωσε χθες η διδάσκουσα του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, Μαρία Νικολοπούλου, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος του Τομέα Μεσαιωνικών και νέων ελληνικών σπουδών του τμήματος φιλολογίας του Α.Π.Θ.

Η έρευνά της διερευνά πώς παρουσιάζεται η γυναικεία σεξουαλικότητα σε λογοτεχνικά κείμενα γυναικών που δημοσιεύονται σε ελληνικά περιοδικά λόγου και τέχνης της περιόδου 1900-1920. Στην κρίσιμη αυτή εικοσαετία για τη γυναικεία χειραφέτηση, οι γυναίκες, μέσω της γραφής, προβάλλουν δυναμικά τη γυναικεία ταυτότητα και διεκδικούν το δημόσιο λόγο.
Η λογοτεχνία και τα περιοδικά λόγου και τέχνης γίνονται ένα πεδίο που συνδέεται έμμεσα με τις γυναικείες διεκδικήσεις, καθώς αμφισβητεί τους παραδοσιακούς ρόλους του φύλου, οι οποίοι οριοθετούν τη σεξουαλικότητα σε κοινωνικά αποδεκτά πλαίσια. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 19ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη, η έκφραση της γυναικείας σεξουαλικότητας συνδέεται με την υστερία και τη νυμφομανία, παρουσιάζοντας ως ασθένεια κάθε έντονη έκφραση σεξουαλικότητας. Στο δημόσιο λόγο της βικτωριανής εποχής στην Αγγλία, έντονα ίχνη του οποίου βρίσκουμε και σε ελληνικά συντηρητικά γυναικεία περιοδικά όπως η «Βοσπορίς» (Κωνσταντινούπολη 1899-1906), η γυναίκα έχει λιγότερο έντονο ερωτισμό από τον άνδρα, και γι’ αυτό θεωρείται μια δύναμη εκπολιτισμού. Ακόμη, η σεξουαλικότητά της παρουσιάζεται ως ανταπόκριση προς την ανδρική και συνδέεται με το συναίσθημα. Στα τέλη του 19ου αιώνα η γυναικεία σεξουαλικότητα περνάει στην αρμοδιότητα της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης. Ο Φρόιντ χαρακτήρισε το 1926 την ενήλικη γυναικεία σεξουαλικότητα μια «σκοτεινή ήπειρο για τη ψυχολογία». Ταυτόχρονα όμως ο σεξολόγος Havelock Ellis στα έργα του, από τα τέλη του 19ου αιώνα, αναγνώρισε τη γυναικεία επιθυμία και το δικαίωμα της γυναίκας στη σεξουαλική απόλαυση, πράγμα που λίγο αργότερα διεκδίκησαν ορισμένες φεμινίστριες. Αυτές οι φωνές όμως παρέμειναν περιθωριακές, καθώς το φεμινιστικό κίνημα προτίμησε να εστιάσει στη διεκδίκηση της ψήφου.   



Στην Ελλάδα, στις αρχές του 20ού αιώνα, από νομικής άποψης η γυναίκα δε μπορούσε να ελέγξει την περιουσία της, ενώ η σημασία της παρθενίας ήταν καθοριστική για το γάμο. Ακόμη, μέχρι το 1922, οι γυναίκες που συνήπταν ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις μπορούσαν να οδηγηθούν από την αστυνομία σε πορνείο. Έτσι, στο δημόσιο λόγο, στις αρχές του 20ού αιώνα, υπάρχουν δύο κυρίαρχες αναπαραστάσεις της γυναίκας: η παρθένα ή μητέρα (που εξαγνίζεται από τη μητρότητα) και από την άλλη η πόρνη/μοιραία γυναίκα/υστερική γυναίκα που απειλεί την κοινωνία με τη σεξουαλικότητά της. Τα λογοτεχνικά κείμενα που δημοσιεύονται στα περιοδικά καθορίζονται από αυτές τις αντιλήψεις για τη γυναικεία σεξουαλικότητα και ταυτόχρονα αμφισβητούν, τις περισσότερες φορές, αυτές τις αναπαραστάσεις. Η φυσιογνωμία των περιοδικών καθορίζει το είδος των κειμένων που δημοσιεύονται και κατά κανόνα τα περιοδικά ποικίλης ύλης είναι πιο συντηρητικά όσον αφορά στο θέμα της γυναικείας σεξουαλικότητας, από τα περιοδικά λόγου και τέχνης.

Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ

Σταδιακά και ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1910, δημοσιεύονται κείμενα από άνδρες και γυναίκες, τα οποία αμφισβητούν ευθέως τους κοινωνικούς ρόλους και αποδίδουν κάπως πιο ξεκάθαρα τη γυναικεία σεξουαλικότητα, η οποία αποσυνδέεται σταδιακά από το συναίσθημα. Τέτοια κείμενα δημοσιεύονται σε αμιγώς λογοτεχνικά αθηναϊκά και αλεξανδρινά έντυπα, όπως Ο Νουμάς (1903-1931) και τα Γράμματα Αλεξάνδρειας (1911-1921). Στην περίοδο αυτή, τα πεζά κείμενα αμφισβητούν τους θεσμούς που συνδέονται με τη σεξουαλικότητα, κυρίως το γάμο, ενώ τα ποιήματα διερευνούν την υποκειμενική εμπειρία της σεξουαλικότητας. Στην ποίηση, οι γυναίκες αναφέρονται στις ερωτικές εμπειρίες τους έχοντας επίγνωση ότι παραβιάζουν τα κοινωνικά όρια. Η σεξουαλικότητα αποσυνδέεται από το συναίσθημα και τονίζεται η ένταση της εμπειρίας και η αναζήτηση του απόλυτου μέσω του πάθους.


Ενδεικτικά, στο ποίημα «Έκφυλη;» η Λιλίκα Μπέτσικα (περιοδικό Ο Νουμάς, 1910) εκφράζει πολύ μαχητικά και σε προσωπικό τόνο τη σεξουαλικότητά της και την καθαρή ρήξη της με τα κοινωνικώς αποδεκτά, προβάλλοντας τη σχετικότητα της ηθικής: “Έκφυλη, μεγάλη κι έκφυλη / το σταυρό σου κάμε κόσμε / κι όλα τα ιερά στα πάτησα / κι όλα σου τα παραμύθια”. Από την άλλη τονίζει ότι μια ηθική που βασίζεται «στο Όμορφο και την Αλήθεια» είναι ανώτερη από την κοινωνική υποκρισία. Πολλά ποιήματα γυναικών της εποχής υιοθετούν την αναπαράσταση της μοιραίας γυναίκας, που με τη σεξουαλικότητα της υποτάσσει τους άνδρες, αλλά την παρουσιάζουν θετικά (ενδ. Γαλάτεια Καζαντζάκη, “Σαλώμη” Ο Νουμάς 1909, Λιλίκα Βολίδη, “Γυναικείες καρδιές”, Χαραυγή, 1914, Μυρτιώτισσα, “Voluptas”, Γράμματα 1916). Η γυναίκα είναι ερωτικά ισότιμη με τον άνδρα, όχι θύμα του, όπως φαινόταν στα κείμενα της «Βοσπορίδας» μια δεκαετία νωρίτερα, και κάποτε μυεί αυτή τον άνδρα στον έρωτα. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1910, αρχίζουν να δημοσιεύουν ποιήματα στο περιοδικό «Νουμάς», μια ομάδα νέων γυναικών. Στα ποιήματά τους, που έχουν προσωπικό τόνο, αναφέρονται σε κάποιες ερωτικές εμπειρίες που σπάνε τα κοινωνικώς παραδεδεγμένα (την σεξουαλική επαφή εκτός γάμου, εξωσυζυγικές σχέσεις, τη σεξουαλική επιθυμία και τον αυτοερωτισμό). Υιοθετούν τον όρο αμαρτία για να τον ανατρέψουν και προβάλλουν τον εξαγνισμό μέσω του συναισθήματος. Τα κείμενα αυτά δείχνουν ότι, με το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και τη διάδοση του φεμινισμού, οι γυναίκες διεκδικούν πιο δυναμικά το δικαίωμα στον έρωτα και προβάλουν μια νέα ταυτότητα, από την οποία δεν απουσιάζει η σεξουαλικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κείμενα δημοσιεύονται στο «Νουμά», που με την έμφαση που δίνει στο φεμινισμό τους δίνει το βήμα να πραγματευτούν το θέμα πιο τολμηρά. Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι περισσότερες ζουν στη Σμύρνη, όπου, όπως και στην Αίγυπτο, η ανάπτυξη της αστικής τάξης και η επαφή με ξένα ρεύματα συμβάλλουν στην απόκτηση της γυναικείας συνείδησης.

Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα, μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα που δημοσιεύονται στα περιοδικά αναδύεται μια νέα γυναικεία ταυτότητα, στην οποία η σεξουαλικότητα παίζει έναν κομβικό ρόλο.

Από την αίσθηση ότι οι γυναίκες πέφτουν θύματα της σεξουαλικότητάς τους και της μειονεκτικής κοινωνικής τους θέσης, τα κείμενα περνούν στην αμφισβήτηση των κοινωνικών ρόλων που οριοθετούν τη σεξουαλικότητα και στη διεκδίκηση του δικαιώματος όχι μόνο στον έρωτα αλλά και στη σεξουαλική απόλαυση.

Η Μαρία Νικολοπούλου είναι διδάκτορας νεοελληνικής φιλολογίας του King’s College London (Πανεπιστήμιο Λονδίνου) και διδάσκει στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

O ''MAΡΑΜΠOY''





 Γεννήθηκε το 1910 στην Ματζουρία. Ο πατέρας του ήταν έμπορος, προμηθευτής του τσαρικού στρατού. Με την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου η οικογένεια του επιστρέφει στον τόπο καταγωγής της, την Κεφαλονιά και αμέσως μετά στον Πειραιά. Ηδη από το σχολείο δείχνει το ταλέντο του και τη στιχουργική του δεινότητα εκδίδοντας ένα σχολικό περιοδικό τον “Σχολικό Σάτυρο”. Τελειώνοντας το γυμνάσιο δουλεύει υπάλληλος σε ένα ναυτικό γραφείο στο Πειραιά. Όμως το υπαλληλίκι δεν του ταιριάζει και μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό, για να ζήσει αυτά που ονειρεύονταν ανάμεσα στα λογιστικά βιβλία του ναυτικού γραφείου, όπως το περιγράφει έξοχα στο ποιήμα του “Ιδανικός και ανάξιος εραστής...”. Για να καλυτερεύσει τις συνθήκες εργασίας στα καράβια που δουλεύει αποφασίζει
να γίνει μαρκόνης. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή αλλά τον προλαβαίνει ο πόλεμος και επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο. Από εκείνη την εποχή δημοσιεύτηκε το 1987 μετά τον θάνατό του ένα υπέροχο μικρό πεζό, “Στο άλογό μου”. Με το τέλος του πολέμου μπαρκάρει ασυρματιστής και ταξιδεύει συνεχώς για 30 χρόνια, όταν προβλήματα υγείας τον αναγκάζουν να σταματήσει . Μόλις μετά από τρεις μήνες στη στεριά, πεθαίνει ο Νίκος Καββαδίας στις 1Ο Φεβρουαρίου 1975, από εγκεφαλικό.

Ο Καββαδίας αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα του από πολύ νωρίς σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά αλλά την επίσημη είσοδο του στα ελληνικά γράμματα την κάνει το 1933 με την ποιητική του συλλογή “Μαραμπού” που μουδιάζει τους λογοτεχνικούς κύκλους. Μόνο ο Φώτος Πολίτης και ο Κώστας Βάρναλης μιλάνε με ενθουσιασμό για το νέο ποιητή. Η βιωματική ποίηση του με την ιδιωματική γλώσσα των ναυτικών, η άψογη δημοτική με τον ομοιοκατάληκτο στίχο και η δυσκολία κατάταξης του σε μια από τις σχολές της ελληνικής ποίησης τον αφήνουν απέξω από όλες τις ανθολογίες να τραβάει τον μοναχικό του δημιουργικό δρόμο μέχρι το θάνατο του.
Η δημοτικότητα του Καββαδία και του έργου του εκτοξεύτηκε στα ύψη την δεκαετία του 80 με τις πρώτες μελοποιήσεις των ποιημάτων του απο διάφορους συνθέτες αλλά και με τον "Σταυρό του Νότου" του Θάνου Μικρούτσικου.
Σε χιουμοριστική σκηνή στο κατάστρωμα του πλοίου

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ " ΑΥΓΑ ΣΟΥ ΚΑΘΑΡΙΖΟΥΝ" " ΑΛΛΟΣ ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΗΝ ΝΥΦΗ" "ΤΡΕΛΟΚΑΜΠΕΡΩ"

Τρελοκαμπέρω
Η λέξη «τρελοκαμπέρω» αποτελεί μειωτικό χαρακτηρισμό και χρησιμοποιείται σήμερα για να δηλώσει, την παλαβή ή την απερίσκεπτη και ελαφρόμυαλη γυναίκα.
Παρ’ ότι το θηλυκό γένος της λέξεως μας παραπέμπει σε κάποια γυναίκα με το όνομα Καμπέρω, που προφανώς έμεινε στην ιστορία για την τρέλα της, εν τούτοις η αλήθεια είναι διαφορετική, αν και το κύριο πρώτο συστατικό της ετυμολόγησης παραμένει η τρέλα. Τρέλα όμως με θετική έννοια…
Οι ρίζες αυτής της λέξεως οδηγούν στον υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο. Ο Καμπέρος ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες πιλότους της Ελληνικής Αεροπορικής Υπηρεσίας, που πραγματοποίησε πτήση στην Ελλάδα (για την ιστορία, ο πρώτος ήταν ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος στις 8 Φεβρουαρίου 1912). Ο Καμπέρος, αν και ήταν ο δεύτερος στη σειρά που πέταξε στους ελληνικούς αιθέρες (13 Μαΐου 1912), εν τούτοις ήταν ο πρώτος που πέτυχε παγκόσμια επίδοση πιάνοντας ταχύτητα 110 χλμ. την ώρα, μετατρέποντας ένα στρατιωτικό αεροπλάνο τύπου «Henry Farman», το οποίο ονομαζόταν «Δαίδαλος», σε υδροπλάνο.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

10 Πράγματα που δεν ξέρατε για τον ανθρώπινο εγκέφαλο..!



10. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι μεγάλος…
Ο εγκέφαλος ενός ενήλικα ζυγίζει 1,3 με 1,4 κιλά. Ορισμένοι νευροχειρούργοι περιγράφουν την υφή του όπως της οδοντόκρεμας, μόνο που δεν απλώνεται σαν οδοντόκρεμα. Το 80% του κεφαλιού σας απαρτίζεται από τον εγκέφαλο ενώ το υπόλοιπο 20% είναι το αίμοφόρα αγγεία.

9. …αλλά συνεχώς γίνεται μικρότερος

Οι άνθρωποι πριν από 5.000 χρόνια είχαν ακόμα μεγαλύτερο εγκέφαλο. Συγκεκριμένα υπολογίζεται ότι έχουν μικρύνει κατά 10%. Οι ερευνητές δεν γνωρίζουν γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά ορισμένοι εικάζουν ότι γίνονται πιο αποτελεσματικοί και άρα δεν είναι αναγκαίο το μεγαλύτερο μέγεθος τους.

8. καταναλώνουν ενέργεια

Παρά το γεγονός ότι ένας εγκέφαλος αναλογεί περίπου στο 2% του συνολικού βάρους ωστόσο, χρησιμοποιεί το 20% του οξυγόνου που εισπνέουμε και το 25% της γλυκόζης (σακχάρων) που κυκλοφορούν στο αίμα μας.

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

ΙΤΑΛΙΑ- ΓΛΥΠΤΑ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ










3ο ΒΡΑΒΕΙΟ


2ο ΒΡΑΒΕΙΟ

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ





ΣΤΟ ALTO ADIGE ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΕΓΟΙΝΕ Ο 21ος ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ "ΓΛΥΠΤΑ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ" ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΑΠΟ 18 ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΤΟ ΚΕΡΔΙΣΕ ΚΙΝΕΖΟΣ

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ " Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά "- " Αλά μπουρνέζικα "




Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά


Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες.
Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.

Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή…ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί.
Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.

Αλά μπουρνέζικα


Όταν μας μιλάει κάποιος και θέλουμε να του πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει, τότε του λέμε πως μιλάει…αλά μποuρνέζικα.
Πολλοί νομίζουν, πως είναι μια λέξη (αλαμπουρνέζικα). Είναι όμως δύο. Όπως το «αλά γαλλικά».

Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.

Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.

Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.

Η Κύλιξ του Αρκεσίλα



Η κύλιξ του Αρκεσίλα από το Vulci Ετρουρίας. Μέσα 6ου αι. π.Χ. Bibliothèque Nationale, Παρίσι.

Η «κύλιξ (=κούπα) του Αρκεσίλα» είναι ένα από τα πιο αινιγματικά ζωγραφισμένα αγγεία που μας κληροδότησε η αρχαιότητα.
Πέρα από την ταυτότητα του Αρκεσίλα (πλούσιου βασιλιά της Κυρήνης) και την ιδιότητα του επιφορτισμένου με τη φύλαξή του αποθηκευμένου προϊόντος («φύλακος»), σχεδόν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης είναι εντόνως αμφισβητούμενα.
Η σκηνή διαδραματίζεται άραγε στο κατάστρωμα καραβιού, στην προκυμαία ή στην αυλή της βασιλικής αποθήκης; ΣΟΦΟΡΤΟΣ λέγεται αυτός που ελέγχει αν το φορτίο είναι ίσο με το ζύγι του («(ἰ)σόφορτος») ή αυτός που το σώζει/συντηρεί («σώφορτος»); Το προϊόν που ζυγίζεται και αποθηκεύεται είναι άραγε το φαρμακευτικό φυτό σίλφιον, που ευδοκιμούσε μόνο στην Κυρήνη και εξαγόταν μονοπωλιακά σε όλη την Μεσόγειο, ή λευκό μαλλί προβάτων; Η λέξη ΙΡΜΟΦΟΡΟΣ αποδίδει επάγγελμα («[φο]ρμοφόρος» =