Μάχη της Κρήτης (Γερμανικά Luftlandeschlacht um Kreta) ονομάζεται η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα από το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, όταν ξεκίνησε η αεροπορική έφοδος των Γερμανών με συνθηματικό όνομα «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) εναντίον του νησιού, ως την 1η Ιουνίου. Με την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί από τις αγγλοελληνικές συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο αυτή τους η επιτυχία κόστισε τόσο πολύ ώστε να μην επιχειρήσουν ξανά άλλη αεροπορική έφοδο της ίδιας κλίμακας κατά την διάρκεια του πόλεμου.
Σοβαρό είναι το πρόσωπο της Κρήτης, πολυβασανισμένο. Μαδάρες γυμνές, τραχειές, αγέλαστες. Κοιτάζεις από το αεροπλάνο την Κρήτη ν’ απλώνεται στη θάλασσα και νιώθεις πώς αληθινά το νησί τούτο είναι γιοφύρι ανάμεσα στις τρεις τούτες μεγάλες Μοίρες. Για πρώτη φορά στην Ευρώπη πήδηξε κι’ έχτισε φωλιά στην Κρήτη το πεινασμένο αρπαχτικό πουλί πού το λέμε Πνεύμα. Άπλωσε τις φτερούγες του στο Κρητικό χώμα και γέννησε το μυστηριώδη, βουβό ακόμα, όλο ζωή, χάρη, κίνηση και λαμπρότητα, Κρητικό πολιτισμό.
Η Κρήτη έχει αληθινά κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και περήφανο, που έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλικάρια. Έχει τόσο πολύ πολεμήσει κι υποφέρει η γης ετούτη, έχει τόσο πολύ συνηθίσει το θάνατο, που τον ξεφοβήθηκε πια και μπορεί να γελάει και να παίζει μαζί του.
Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι την Κρήτη, για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι έκαψαν οι βάρβαροι και τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα ν’ ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται να ζητούν την βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα πεινασμένα Κι’ αλύγιστα.
Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη, συλλογιζόμουν, και πού βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή; Και ποια ακριτική πνοή τους δίνει τόση αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο;
Ο Κρητικοί αλήθεια αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δεν φοβούνται το θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά που πέρασα, πάνω από τα νεοανοιγμένα μνήματα που δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυτα διαπίστωσα τούτη τη μεγάλη δισυπόστατη παλικαριά: παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβο αντίκρισμα του θανάτου.
Τούτος είναι και ο πρώτος πολύτιμος καρπός που γεύεται όποιος, τώρα που καπνίζουν ακόμα τα ερείπια κι είναι ακόμα νωπά τα αίματα στις πέτρες, περιοδεύει τα χωριά της Κρήτης.
Αδάμαστες ψυχές οι Κρητικοί, χιλιάδες τώρα χρόνια, παλεύουν στα κακοτράχαλα Κρητικά βουνά την πείνα, την γύμνια, τους βαρβάρους. Κι’ ούτε η μοίρα ούτε οι άνθρωποι μπόρεσαν ποτέ να τους κάμουν να σκύψουν το κεφάλι.
Οι Κρητικοί, όπως όλες οι γενναίες ψυχές, στην άκρα απελπισία βρίσκουν τη λύτρωση. Πολλοί Κρητικοί, μπροστά από τα τουφέκια των Γερμανών, τη στιγμή που θα τουφεκίζονταν, έβρισκαν τη γαλήνη, κι όχι μονάχα τη γαλήνη παρά και τη χαρά της αδάμαστης ψυχής που αναγαλλιάζει γιατί της δίνεται η ευκαιρία να δείξει την αρετή της. Πολλοί, την ύστερή τους στιγμή, μπροστά από το εχτελεστικό απόσπασμα, τραγουδούσαν μαντινάδες Κρητικές ή τον Εθνικό Ύμνο. Στα Χανιά, μέσα από το γκρεμισμένο σπίτι του, ένας γεροντάκος πρόβαλε και μας είπε:
– Ένα δάσκαλο, τον λέγαν Παπαδάκη, πήγαιναν να τον εκτελέσουν. Ένας μαθητής του τού λέει: γιατί να σκοτωθείς; Καλλίτερο είναι να φύγεις. Κι ο διδάσκαλος του αποκρίθηκε: Όχι! εγώ αυτό που τόσα χρόνια σας δίδασκα, τώρα θα το εφαρμόσω: θα πεθάνω για την πατρίδα.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή κι οι πιο σακάτες γίνουνταν ήρωες. Στις φοβερές φυλακές της Αγιάς, κοντά στα Χανιά, οι Γερμανοί διάλεξαν 42 παλικάρια (διάλεγαν πάντα τους καλύτερους) και πήγαιναν να τους σκοτώσουν. Στο δρόμο ένας σακάτης, καμπούρης, τους συνάντησε. Στάθηκε και φώναξε στους Γερμανούς: «Σκοτώστε με εμένα να γλυτώσει ένα παλικάρι».
– «Όχι, φύγε!» του είπαν εκείνοι. «Τότε σκοτώστε με και μένα, να γίνουν 43», φώναξε ό καμπούρης. Ντρέπουμαι να ζω εγώ ο σακάτης και να σκοτωθούν τούτοι οι λεβέντες».
Ανήμπορες γριές, γέροι σαράβαλα, σήκωναν την φωνή τους και μιλούσαν ατρόμητα στους Γερμανούς. Σ’ ένα ωραιότατο χωριό, στα Μεσκλά, μια γριά έκρυβε έξη μήνες, με κίνδυνο της ζωής της, δύο Εγγλέζους στο σπίτι της. Μια μέρα οι Γερμανοί τους έπιασαν. Η γριά τρέχει στον άγριο Γερμανό φρούραρχο, στάθηκε μπροστά του και του φώναξε:
– Να ξέρεις, Κομαντάντε, πως όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε κι αυτός ο πόνος των μανάδων θα φάει την Γερμανία. Η Γερμανία θα χαθεί, βάνω την κεφαλή μου! Βάνεις στοίχημα Κομαντάντε; Εγώ βάνω την κεφαλή μου!
Στεκόταν απάνω σε μια πέτρα, απόξω από το καμένο σπίτι της η γριά τούτη και μας μιλούσε, με ορθό το κεφάλι, κουρελιασμένη σαν φάντασμα. Τι δύναμη λοιπόν έχει η ψυχή του ανθρώπου και πώς μπορεί να νικήσει το θάνατο, συλλογιζόμουν.
Άοπλοι, ανοργάνωτοι, χωρίς βοήθεια από κανένα, οι Κρητικοί από τα χωριά, από τα βουνά, κατέβαιναν στ’ ακρογιάλια, να υπερασπιστούν το νησί τους από τους άγριους, πάνοπλους αλεξιπτωτιστές που κατέβαιναν.
Στις 19 του Μάη 1941 σκοτείνιασε ο ουρανός της Κρήτης από τα γερμανικά αεροπλάνα, άρχισαν οι βομβαρδισμοί, οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, κοντά στα Χανιά, ύστερα στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο, παντού. Ένας γέρος, από ένα χωριουδάκι κοντά στο Μάλεμε, μας διηγάται:
– Ευτύς ως είδαμε τ’ αεροπλάνα, φωνάζαμε: Απάνω τους, μωρέ παιδιά! Πήραμε τ’ άρματα και χυθήκαμε.
– Ποια άρματα; ρώτησα. Είχατε άρματα;
– Πώς δεν είχαμε; μού αποκρίθηκε. Άλλοι είχαν παλιές καραμπίνες, άλλοι μαχαίρες κι όλοι είχαν ραβδιά. Την ώρα που έπεφτε ένας «ουρανίτης» ήταν ακόμα ζαλισμένος και μεις χιμούσαμε απάνω του, τον σκοτώναμε με τα ραβδιά, με τις μαχαίρες, τον ξαρματώναμε και σιγά - σιγά γέμιζε και μας η φούχτα μας πολυβόλο και περίστροφο.
Οι Γερμανοί είχαν ορίσει να πάρουν την Κρήτη σε 24 ώρες. Η παραμικρή αργοπορία θα τους ήταν θανάσιμη. Ήξεραν πως οι Κρητικοί ήταν άοπλοι, πως όλοι οι νέοι ήταν επιστρατευμένοι και βρίσκονταν ακόμη στην Ελλάδα και πως οι Άγγλοι μήτε στρατό αρκετό είχαν μήτε αεροπλάνα. Ήταν λοιπόν σίγουροι πως σε 24 ώρες θα παίρναν την Κρήτη. Έκαμαν 8 μέρες. Έξη χιλιάδες αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν από τα ραβδιά και τις μαχαίρες. Ένας Κρητικός χωριάτης, όταν μ’ είδε να ξαφνιάζομαι για την παλικαριά και την αυτοθυσία αυτών των Κρητικών, μου είπε τα καταπληχτικά τούτα λόγια:
– Γιατί παραξενεύεσαι; Εμείς ξέραμε πως γράφαμε Ιστορία!
Δεν ξέρω αν υπάρχει στον κόσμο μια άλλη χώρα, όπου οι χωρικοί να βλέπουν τον πόνο, τη θυσία, την ατομική τους καταστροφή από τόσο ύψος. Ήξερε ο Κρητικός αυτός χωριάτης πως υπάρχει στον κόσμο τούτο ένα αγαθό ανώτερο από τη ζωή και πως για το αγαθό αυτό πάλεψε και θυσιάστηκε όλη η ράτσα μας και πρέπει τώρα κι αυτός, ο Κρητικός χωριάτης, να παλέψει και να θυσιαστεί, και το αγαθό αυτό λέγεται Ιστορία, δηλαδή υστεροφημία, δηλαδή αθανασία.
Πιστεύουν στο αγαθό αυτό οι Κρητικοί, όπως πιστεύουν στην
ελευθερία. Πολεμούν, ξέροντας πως αν δεν μείνει τ’ όνομά τους, θα μείνει
και θα ζήσει το έργο τους. Και τώρα πού κανείς δε φαίνεται να θυμάται
πως η Κρήτη έσωσε τον συμμαχικόν αγώνα στην Εγγύς Ανατολή και πως
επέδρασε οριστικά στην πορεία του παγκοσμίου πολέμου, και τώρα πού οι
ξένοι δεν φαίνονται να θυμούνται τη θυσία και την εποποιΐα της Κρήτης,
οι Κρητικοί δεν έχασαν το θάρρος τους και την πίστη τους. Άστεγοι,
πεινασμένοι, αδικημένοι, στέκουνται μέσα στα χαλάσματα των σπιτιών τους
και δε μιλούν. Σφίγγουν, βλέπετε, το χρέος τους και τα καλά παλικάρια
δεν προσμένουν αμοιβή. Η Ιστορία θα τους κρίνει κάποτε. Και θα πει τότε
για την περηφάνια τους και την παλικαριά τους — και θα τους προβάλει
τότε σαν παράδειγμα ηρωισμού και αυταπάρνησης σ’ όλους τους μεγάλους και
τους ζωντανούς αυριανούς λαούς.
– Δεν έχουμε ένα σκαμνί να σε βάλουμε να καθίσεις, δεν έχουμε ένα ποτήρι να σου δώσουμε νερό, δεν έχουμε κομμάτι ψωμί, αν πεινάς, δεν έχουμε τίποτα, τίποτα! Όλα μας τα κάψαν και μας τα πήραν οι Γερμανοί. Έτσι μου λέγαν κάτω από ένα πλάτανο στη μέση του γκρεμισμένου χωριού, οι μαυροφόρες πού ξεπρόβαλαν από τα χαλάσματα.
Δεν έχουμε μήτε και άντρες να κουβεντιάσουν μαζί σου! Να, μόνο τούτα τ’ αρσενικά απομείναν, είπε μια χλωμή γυναικούλα δείχνοντάς μου δυο τρία μωρά που βύζαιναν στον κόρφο τους οι μανάδες.
– Φτάνουν αυτά για μαγιά! φώναξε μια γριά. Τα ίδια δεν πάθαμε και στην επανάσταση του 66; Εγώ ήμουν μικρή, μα θυμούμαι. Δυο τρία μωρά είχαν πάλι απομείνει κι’ από αυτά αναπιάστηκε πάλι όλο το χωριό. Μη φοβάστε, μωρέ γυναίκες, είπε, γυρίζοντας στις μαυροφόρες που σώπαιναν, μη φοβάστε, μαγιά πάντα απομένει!
Τα περισσότερα χωριά στην Κρήτη χάθηκαν, οι περισσότεροι άντρες σκοτώθηκαν γιατί φιλοξενούσαν Άγγλους. Σ’ ένα χωριό, τα Μεσκλά, είδα μια μάνα που της είχαν σκοτώσει τους δυο γιούς της, γιατί είχε σπίτι της κι έκρυβε 8 μήνες δύο Άγγλους στρατιώτες. Το μάθαν οι Γερμανοί κι ήρθαν, της έκαψαν το σπίτι, της σκότωσαν τους γιούς της, και τώρα στέκουνταν απόξω από τα χαλάσματα λιγνή χαροκαμένη, με μάτια όλο φλόγα, και μου μιλούσε:
– Το ίδιο βράδυ που σκότωσαν τους γιούς μου πέρασαν, νύχτα βαθειά, δυο Εγγλέζοι που τους κυνηγούσαν οι σκύλοι οι Γερμανοί. Κάπνιζε ακόμη το σπίτι μου, μα εγώ είχα τρυπώξει σε μία γωνιά και έκλαιγα. Με άκουσαν οι Εγγλέζοι, ζύγωσαν.
– Ψωμί! μου φώναζαν, ψωμί! Οι χωριανοί μου είχαν δώσει μια κουλούρα κριθαρόψωμο, μα εγώ δεν είχα όρεξη να φάω, δεν κατέβαινε η μπουκιά από το λαιμό μου. Τους έδωκα το ψωμί. Κρύωναν τούς έδωκα και μια κουβέρτα, που μου είχαν δώσει βγήκα από τη γωνιά τους έβαλα να κοιμηθούν.
– Γιατί τάκαμες όλα αυτά; ρώτησα. Οι Εγγλέζοι δε φταίγαν που σκότωσαν τους γιούς σου;
– Το καμα, αποκρίθηκε, γιατί είχαν κι αυτοί μανάδες, και κατέχω ίντα θα πει πόνος τής μάνας.
Ανθρωπιά μεγάλη είναι τούτη• η μεγάλη ψυχή νικάει τον πόνο το ατομικό και τον πιο φοβερό: άκουγα τη γριά και τα μάτια μου βούρκωναν. Οι δυσκολίες και οι τραχύτητες της ζωής δε λυγίζουν την Κρητική ψυχή. Αντίθετα την πυρώνουν και την δυναμώνουν. Ζόρικη, αβόλευτη, τραχιά είναι η γη της Κρήτης. Κι’ όταν τα βουνά της κι οι θάλασσες ή οι ψυχές που πλάστηκαν από τέτοιους βράχους και τέτοιαν αρμύρα δεν σου επιτρέπουν ούτε στιγμή να βολευτείς, να γλυκαθείς, να πεις: Φτάνει! τότε η Κρήτη έχει κάτι το απάνθρωπο• δεν ξέρω πια αν αγαπάει ή αν μισεί τα παιδιά της• ένα μονάχα ξέρω: ότι τα μαστιγώνει ως το αίμα.
Υπάρχει και κάτι άλλο όμως στην Κρήτη. Υπάρχει κάποια φλόγα — ας την πούμε ψυχή — κάτι πιο πάνω απ’ τη ζωή κι απ’ το θάνατο, πού είναι δύσκολο να το ορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, κάτι άλλο, ανέκφραστο κι’ αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος. Να χαίρεσαι, μα και συνάμα σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νιώθει πως έχεις χρέος να κάμεις ό,τι μπορείς, για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζει, δεν σώζεται. — Ένα μονάχα σου μένει τότε: να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της δικής του ψυχής, που ποτέ δεν καταδέχτηκε ν’ απατήσει τον εαυτό της ή τούς άλλους και που πάντα τολμάει ν’ αντικρύζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη θεά εκείνη που δεν κάνει χατίρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός: την αγέλαστη κι’ αδάκρυτη θεά, την ευθύνη.
– Δεν έχουμε ένα σκαμνί να σε βάλουμε να καθίσεις, δεν έχουμε ένα ποτήρι να σου δώσουμε νερό, δεν έχουμε κομμάτι ψωμί, αν πεινάς, δεν έχουμε τίποτα, τίποτα! Όλα μας τα κάψαν και μας τα πήραν οι Γερμανοί. Έτσι μου λέγαν κάτω από ένα πλάτανο στη μέση του γκρεμισμένου χωριού, οι μαυροφόρες πού ξεπρόβαλαν από τα χαλάσματα.
Δεν έχουμε μήτε και άντρες να κουβεντιάσουν μαζί σου! Να, μόνο τούτα τ’ αρσενικά απομείναν, είπε μια χλωμή γυναικούλα δείχνοντάς μου δυο τρία μωρά που βύζαιναν στον κόρφο τους οι μανάδες.
– Φτάνουν αυτά για μαγιά! φώναξε μια γριά. Τα ίδια δεν πάθαμε και στην επανάσταση του 66; Εγώ ήμουν μικρή, μα θυμούμαι. Δυο τρία μωρά είχαν πάλι απομείνει κι’ από αυτά αναπιάστηκε πάλι όλο το χωριό. Μη φοβάστε, μωρέ γυναίκες, είπε, γυρίζοντας στις μαυροφόρες που σώπαιναν, μη φοβάστε, μαγιά πάντα απομένει!
Τα περισσότερα χωριά στην Κρήτη χάθηκαν, οι περισσότεροι άντρες σκοτώθηκαν γιατί φιλοξενούσαν Άγγλους. Σ’ ένα χωριό, τα Μεσκλά, είδα μια μάνα που της είχαν σκοτώσει τους δυο γιούς της, γιατί είχε σπίτι της κι έκρυβε 8 μήνες δύο Άγγλους στρατιώτες. Το μάθαν οι Γερμανοί κι ήρθαν, της έκαψαν το σπίτι, της σκότωσαν τους γιούς της, και τώρα στέκουνταν απόξω από τα χαλάσματα λιγνή χαροκαμένη, με μάτια όλο φλόγα, και μου μιλούσε:
– Το ίδιο βράδυ που σκότωσαν τους γιούς μου πέρασαν, νύχτα βαθειά, δυο Εγγλέζοι που τους κυνηγούσαν οι σκύλοι οι Γερμανοί. Κάπνιζε ακόμη το σπίτι μου, μα εγώ είχα τρυπώξει σε μία γωνιά και έκλαιγα. Με άκουσαν οι Εγγλέζοι, ζύγωσαν.
– Ψωμί! μου φώναζαν, ψωμί! Οι χωριανοί μου είχαν δώσει μια κουλούρα κριθαρόψωμο, μα εγώ δεν είχα όρεξη να φάω, δεν κατέβαινε η μπουκιά από το λαιμό μου. Τους έδωκα το ψωμί. Κρύωναν τούς έδωκα και μια κουβέρτα, που μου είχαν δώσει βγήκα από τη γωνιά τους έβαλα να κοιμηθούν.
– Γιατί τάκαμες όλα αυτά; ρώτησα. Οι Εγγλέζοι δε φταίγαν που σκότωσαν τους γιούς σου;
– Το καμα, αποκρίθηκε, γιατί είχαν κι αυτοί μανάδες, και κατέχω ίντα θα πει πόνος τής μάνας.
Ανθρωπιά μεγάλη είναι τούτη• η μεγάλη ψυχή νικάει τον πόνο το ατομικό και τον πιο φοβερό: άκουγα τη γριά και τα μάτια μου βούρκωναν. Οι δυσκολίες και οι τραχύτητες της ζωής δε λυγίζουν την Κρητική ψυχή. Αντίθετα την πυρώνουν και την δυναμώνουν. Ζόρικη, αβόλευτη, τραχιά είναι η γη της Κρήτης. Κι’ όταν τα βουνά της κι οι θάλασσες ή οι ψυχές που πλάστηκαν από τέτοιους βράχους και τέτοιαν αρμύρα δεν σου επιτρέπουν ούτε στιγμή να βολευτείς, να γλυκαθείς, να πεις: Φτάνει! τότε η Κρήτη έχει κάτι το απάνθρωπο• δεν ξέρω πια αν αγαπάει ή αν μισεί τα παιδιά της• ένα μονάχα ξέρω: ότι τα μαστιγώνει ως το αίμα.
Υπάρχει και κάτι άλλο όμως στην Κρήτη. Υπάρχει κάποια φλόγα — ας την πούμε ψυχή — κάτι πιο πάνω απ’ τη ζωή κι απ’ το θάνατο, πού είναι δύσκολο να το ορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, κάτι άλλο, ανέκφραστο κι’ αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος. Να χαίρεσαι, μα και συνάμα σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νιώθει πως έχεις χρέος να κάμεις ό,τι μπορείς, για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζει, δεν σώζεται. — Ένα μονάχα σου μένει τότε: να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της δικής του ψυχής, που ποτέ δεν καταδέχτηκε ν’ απατήσει τον εαυτό της ή τούς άλλους και που πάντα τολμάει ν’ αντικρύζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη θεά εκείνη που δεν κάνει χατίρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός: την αγέλαστη κι’ αδάκρυτη θεά, την ευθύνη.