Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη
Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της
Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
«το δαιμόνιον του φόβου, είχεν εύρει επτά άλλα δαιμόνια
πονηρότερα εαυτού και είχεν λάβει κατοχήν
επί του πνεύματος των ανθρώπων»
(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Βαρδιάνος στα Σπόρκα»)
Στον
λαϊκό παροιμιακό λόγο, στη λαϊκή εθιμολογία, στις αντιλήψεις και
δοξασίες των απλών ανθρώπων ο φόβος και οι σχετικές έννοιες κατέχουν
εντυπωσιακή θέση. Η αφοβία και περαιτέρω η γενναιότητα και η τόλμη
αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα των ολίγων, των ξεχωριστών (ήρωες,
υπερφυσικά όντα, άνδρες κυρίως, αλλά και γυναίκες), ενώ ο φόβος και
συνακόλουθα ο πανικός, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των περισσοτέρων,
κυρίως των αδυνάτων και απροστάτευτων. Είναι ωστόσο κοινά αποδεκτό ότι
«ο φόβος φυλάει τα έρημα» σε πρακτικό και θεωρητικό επίπεδο. Απότοκος
του φόβου η δειλία θεωρείται γνώρισμα αδύναμου ψυχικά ανθρώπου.1 Εκεί
όπου ο φόβος δεν διακρίνει δυνατούς και αδυνάτους, γενναίους και δειλούς
είναι στην περίπτωση ασθένειας και μάλιστα μεταδοτικής,τόσο ως
ενδεχόμενο αντιμετωπίσεώς της, όταν έχει ήδη ενσκήψει, όσο και για να
κρατηθεί μακριά από συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες ανθρώπων. Ιδιαίτερα σε
περιπτώσεις θανατηφόρων ασθενειών με χαρακτήρα επιδημίας
(πανώλης,χολέρα, ευλογιά, οστρακιά κ.ά. προσωποποιημένες ως δυσειδείς
γυναικείες μορφές) αλλά και σε κρίσιμες για την υγεία διαβατήριες
στιγμές του κύκλου της ζωής, όπως η εγκυμοσύνη, η γέννηση, η λοχεία, ο
φόβος με ποικίλες μορφές και ένταση είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο
αναπτύσσονται προλήψεις, δεισιδαιμονίες, μαγικές και μαγικοθρησκευτικές
δοξασίες και ενέργειες. κατέχει κυρίαρχο ρόλο στην αιτιολογία της
ασθένειας. Oι μάγοι, οι γητευτές, τα ξόρκια με τη δύναμη εξουσίας που
διαθέτουν πάνω στον κόσμο των δαιμόνων μπορούν να εξουθενώσουν την
ανθρώπινη ύπαρξη. Έτσι για την καταπολέμηση της ασθένειας πρέπει να
συμβάλουν τα ουράνια σώματα, το
χώμα, ο άνεμος, η θάλασσα.
χώμα, ο άνεμος, η θάλασσα.
Ιδιαίτερα οι ψυχικές ασθένειες θεραπεύονται με τη
συνδρομή της μαγείας, προσευχών και επωδών, όπου επιστρατεύεται η δύναμη
του λόγου για την αποπομπή της νόσου προς τη θάλασσα, τα απάτητα όρη (αποδιοπομπαίος τράγος, φαρμακοί, καθάρματα) και την παραμονή τη νύχτα σε χώρους ιερούς (εγκοίμηση), ναούς αγίων οι οποίοι θεωρούνται ιατροί τέτοιων νοσημάτων.
Στο
χώρο της Θεσσαλίας και αλλού, ο άγιος Αντώνιος θεωρείται ότι θεραπεύει
τους τρελούς, οι οποίοι δένονταν με αλυσίδα στο προαύλιο ή το νάρθηκα
του ναού του και παρέμεναν εκεί μέχρι να συνέλθουν. Στην Κύπρο θεωρούν
πως θεραπεύουν την υστερία δίδοντας «προς κατάποσιν καρδίαν περιστεριού,
κατά προτίμησιν μαύρου,προσφάτως σφαγέντος.
Η
καρδία αιμόφυρτος πρέπει να καταποθή αμάσητος».Στην περιοχή της Σινώπης
«στον άη Παντελέο έβγαινε από μέσα από τους βρά-ους νερό, αγίασμα. Όσοι
έπασχαν από ψύχο, λούζονταν εκεί και γίνονταν καλά».
Αλλού «οι προσερχόμενοι εις το αγίασμα συνήθιζαν να θυσιάζουν ένα πετεινό ή ένα
πρόβατο, πριν πίουν ή λουσθούν εις το αγίασμα […] Εις το αγίασμα άφηναν κάτι από πάνω τους (τρίχες
της κεφαλής τους,μία φουρκέτα, ένα κομμάτι πανί, μια κλωστή)». Στο
Γουρνάκι των Βεντζίων, «άμα κανείς αρρωστήση, ξεκινάει από το σπίτι του,
πριν φέξη, και χωρίς να κρίνη (ομιλή-σει) καθόλου, πηγαίνει εις το
Ανεμονέρι
(εις μίαν όχθην του Αλιάκμονος απέναντι της εκκλησίας της Αγ. Κυριακής), παίρνει
νερό, βρέχει το μέρος όπου πονεί και πίνει λιγάκι. Εντός της πηγής ρίπτει νομίσματα,
κουτάλι κ.ά.».
Στην Κύπρο με το νερό «των12 Ευαγγελίων»
πιστεύουν ότι θεραπεύεται η ημικρανία, ενώ το νερό της Πρωταπριλιάς
θεωρείται φάρμακο κατά πυρετών. Τα απόμυρα, δηλαδή τα υπολείμματα μύρων,
το νερό ή το λάδι της καντήλας και το απόκαυμα του φιτιλιού, το
απομύρισμα ή συνάλειμμα (βαμβάκι με το οποίο σπογγίζουν εικόνα αγίου),
τα απονιψίδια (νερό από το πλύσιμο των χεριών του ιερέα μετά την τέλεση
ιερουργίας) χρησιμοποιούνταν ως παυσίπονα. Σε περιπτώσεις εξάλλου λοιμού
«ο δεσπότης έβγαζε πανταχούσα να νηστεύουν όλοι οι χριστιανοί κι από
λάδι μια βδομάδα κι ύστερα να πλυθούν και να καθαριστούν και να κάνουν
λιτανεία».
Ιδιαίτερα
συνηθισμένο είναι το ζώσιμο ναού ή εικόνας με μονομερίτικο κερόνημα σε
περίπτωση ασθένειας ατομικής ή επιδημικής. Π.χ. στην Κρήτη «κόβουν
φιτίλια, χύνουν κεριά και τα πάνε εις τον Άγιο». Στον Μαραθόκαμπο Σάμου,
«σαν έρτ’ βλουϊά, χουλέρα, λοιμική […] σ’ μαίν’ νι οι καμπάνες,μαζώνιτι
ου κόσμους κι κ’ βαλάει κιριά σπ’τίσια. Τα δένουνε κι κάνουμι ένα μακρύ
σα σκ’ νί κι ζώνουμι τ’ ν ικκλησά, θυμιάζουμι, ν’ στεύουμι, κάνουμι
παράκλησ’ κι φεύγ’ του κα-κό». Στην Κορώνη, όποιος πάσχει από θέρμη
(ελονοσία) «μετράει μια κλωνά με τον άγιο Γιάννη, όσο δηλ. είναι το
εικόνισμα του τέμπλου, και τη ζώνει στη μέση του. Κοιμάται με δαύτηνε
δυο-τρεις βραδιές κ’ ύστερα τήνε χύνει κερί και την ανάβει στη χάρη του
και καίγεται η αρρώστια». Και ευχή: «Αφέντη μ’, Αηγιώργη μου, κάνε να
γίνη καλά το παιδί μου και να σε ζώσω!» (Αράχοβα).
Βεβαίως
το ασήμωμα εικόνων, η προσφορά ομοιωμάτων παιδιών, ιαθέντων μελών
ανθρώπινου σώματος (ασημόπαιδα, τάματα, εικ. 1) ή και πασχόντων ζώων, το
τάξιμο κεριού, ελαίου,ζώων αποτελούν και σήμερα συνήθη πρακτική των
πιστών. Π.χ.«Τάζω σου, Παναγία μου, οκάδες το λιβάνι!» εύχεται η
μητέρα,για να γίνει καλά το παιδί της. Κατόπιν ζυγίζει το παιδί και όσο
είναι το βάρος του, τόσες οκάδες λιβάνι προσφέρει στην εκκλησία ή τάζει
λαμπάδα ισομήκη, όσο δηλαδή είναι το ανάστημα του παιδιού της. Στη Ρόδο,
η μητέρα οδηγεί το άρρωστο παιδί της σε εξοχικό μοναστήρι, κόβει λίγες
τρίχες από τα μαλλιά του και με κερί τις αναρτά στην εικόνα του Αγίου.
Αλλού τυλίγουν το κεφάλι του μ’ ένα πανί που μετά το δένουν ή το
καρφώνουν στο δέντρο, όπου καρφώνουν ή κρεμούν και κομμάτια από το
φόρεμα του αρρώστου»
Το «σκλάβωμα» και το «καλογέρωμα» εξακολουθεί να γίνεται σε περιπτώσεις
ασθενείας. Στη Σπάρτη, «άμα είναι κανείς άρρωστος ή μαγεμένος,τον
τάζουν σε κάποιον άγιο να τον καλογερέψουν. Του βάζουν δηλ. μαύρα ρούχα,
παπούτσια, πουκαμισάκι, όλα, όλα κατάμαυρα και τα φορεί, όσον καιρό
τάξουνε, ένα, δύο, τρία χρόνια.Όσον καιρό τα φορούν, δεν τους λένε τ’
όνομά τους, τους λένε καλογέρους, αν είναι αγόρια, και καλόγριες, αν
είναι κορίτσια. Άμα περάση ο καιρός, πάνε στην εκκλησία και τους
ξεκαλογερεύουν. Βγάζουν τα μαύρα και τ’ αφήνουν στην εκκλησία και τους
φορούν κατόπιν όλο άσπρα».
Στα
Επτάνησα «τους ρασοφορούν πάνω στο λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα». Στην
Καστοριά, κορίτσια «κάθονται τη νύχτα και ζυμώνουν ακοίμητη λειτουργιά
(πρόσφορο) μέσα στην εκκλησία. Όλη νύχτα δεν κοιμούνται. Το ζυμώνουν το
πρόσφορο, γίνεται, ψήνεται, και μόλις ψηθή, φωνάζουν τον παπά να
λειτουργήση. Αυτό γίνεται για υγεία, σε ανάγκη μεγάλη. Συνεννοούνται οι
οικογένειες. Ως τώρα γίνεται». Στην Κορώνη γίνεται επίσης σε περίπτωση
επιδημίας «μονοημερίτικη λειτρουγιά».
Παράλληλα
με τις θρησκευτικές τελετουργίες χρησιμοποιούνταν συχνότατα επωδές και
εξορκισμοί για την απομάκρυνση των ασθενειών. Π.χ. «Φεύγα, ρουσούμπελη,
σε κυνηγά η φωτιά, το στουρνάρι κι ο πυριόβολος!».
Η
δημώδης θεραπευτική, λοιπόν, αποτελεί ένα ιδιόμορφο σύστημα αντιλήψεων,
εμπειρικών γνώσεων και εφαρμογών,που παραλλάσσουν από περιοχή σε
περιοχή. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές και ειδικότερα, όταν πρόκειται για
μεγάλες λοιμικές ασθένειες που διαδίδονταν εύκολα, οι τρόποι
αντιμετώπισης ήταν κοινοί και επιστρατεύονταν πρακτική θεραπευτική,
θεουργία και μαγεία.
Μοίρες
Το
γεγονός ότι πέραν της κληρονομικότητας, για την οποία ελάχιστα
γνωρίζουν στην παραδοσιακή κοινωνία, οι βάσεις της υγείας τοποθετούνται
κατά την ενδομήτρια ζωή, η έγκυος και το περιβάλλον της, μάλλον από φόβο
και λιγότερο από γνώση, λαμβάνουν μέτρα προστασίας της ίδιας και του
εμβρύου. Για παράδειγμα από φόβο η έγκυος και η λεχώνα απέφευγαν την
οποιαδήποτε επαφή με νεκρό (παρουσία σε κηδεία), την κατανάλωση
ορισμένων τροφών ή την κυκλοφορία εκτός του σπιτιού μετά την δύση του
ήλιου κ.ά.
Επίσης,
σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού, στο κύτταρο του ανθρώπου
καταγράφονται από το πρώτο τριήμερο της ζωής του, από τις Μοίρες,4 οι
προοπτικές εξέλιξης της υγείας του νέου ατόμου.5
Η αγωνία της λεχώνας για την υγεία του νεογνού την κρατάει, παρά την
εξάντληση από τον τοκετό, σε εγρήγορση, η οποία διακόπτεται από
διαλείμματα ύπνου (λαγοκοίμισμα). Ευρισκόμενες μεταξύ ύπνου και
εγρήγορσης «πολλές [λεχώνες] τις βλέπουνε, αλλά εκείνα τα χρόνια όχι
τώρα, [να] έρχονται κάθε βράδυ, τρεις βραδιές στη σειρά. Κάτι παλιές
ακούγανε τι λέγανε οι Μοίρες,αλλά στις δυο χιλιάδες γυναίκες, μια να τις
ακούσει».6 Επειδή ωστόσο για τις περισσότερες, ταλαιπωρημένες από τον
τοκετό, λεχώνες το μέλλον του παιδιού ήταν ανεξιχνίαστο, θεωρούνταν
απαραίτητο, για λόγους προληπτικούς, το καόπιασμα των Μοιρών, το οποίο
μπορούσε να εξασφαλισθεί με την καλύτερη δυνατή υποδοχή τους στο χώρο,
στον
οποίο
βρίσκονταν η λεχώνα και το νεογέννητο. Η κρισιμότητα εξάλλου των πρώτων
ημερών για την υγεία και την εν γένει εξέλιξη του νεογνού απαιτεί την
άγρυπνη και διαρκή παρουσία της μητέρας ή της γιαγιάς δίπλα του, η οποία
καταγράφει κάθε του κίνηση και προσπαθεί να την ερμηνεύσει:
«Θα δει ότι το παιδί γιλάει ή κλαίει ή κάν’ μορφασμούς».7
Σύμφωνα
με προφορικές μαρτυρίες, «Το βράδυ της τρίτης ημέρας έρχονται οι τρεις
μοίρες για να μοιρώσουν το παιδί.Oι μοίρες ή τύχες κανονίζουν γενικά τη
ζωή του βρέφους, πόσο θα ζήση και πώς κ.λπ. Η κάθε μια λέγει τη γνώμη
της,αλλά η τρίτη μοίρα κόβει τα “παζάρια”, δηλαδή ισχύει περισσότερο η
γνώμη της. Για να καλοπιάσουν τις μοίρες βάζουν στην κούνια του βρέφους
χρυσαφικά, λίρες, φλουριά, βιβλία,ψαλίδια, κ.λπ.».8 Oι Μοίρες είναι
τρεις. Η μία γράφει, η άλλη γνέθει και η άλλη κόβει.9 Στην Πλαγιά Λέσβου
«την τρίτη νύχτα μετά τη γέννα γίνεται το γράψιμο της Μοίρας. Γι’ αυτό
πάνω σε στρωμένο τραπέζι βάζουν δίσκο που περιέχει γλυκίσματα, πιοτό κι
ό,τι άλλο χρειάζεται για να κεραστούν οι μοίρες να ευχαριστηθούν και να
το καλομοιράσουν. Η απόφασή των είναι αμετάκλητη. Έτσι το ’θελε η μοίρα
και το ριζικό, αν του γράφει να πνιγεί, και στου βοδιού το ζάλο
πνίγεται, ό,τι γράφει δεν ξεγράφει».10
Η βαθιά πεποίθηση ότι τις τρεις πρώτες ημέρες της ζωής καθορίζονται οι
βάσεις για τη σωματική, πνευματική και ψυχική εξέλιξη του νεογνού και ο
φόβος μήπως προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια υπερφυσικών και άλλων δυνάμεων
εις βάρος του υπαγορεύουν μια σειρά από ενέργειες με πρακτικό,
προστατευτικό χαρακτήρα, όπως αυτές που ήδη ως παράδειγμα αναφέρθηκαν.
Το φοβερό πρόσωπο της ασθένειας
Oι
ασθένειες με ευρεία διάδοση, όπως η ευλογιά,11 η χολέρα και η πανώλης,
προσωποποιούνταν ως γυναίκες που έσπερναν το θάνατο και την ερήμωση12
και η αναφορά τους και μόνο προκαλούσε φόβο και συλλογικά πανικό.
Σύμφωνα με τις ευρύτατα διαδομένες παραδόσεις, «η μία απ’ αυτές κρατεί
ένα μεγάλο κατάστιχο. Η άλλη ένα ψαλίδι κοφτερό και η τρίτη ένα σάρωμα.
Μπαίνουν μαζί στα σπίτια που έχουν να πάρουν ανθρώπους. Η πρώτη γράφει
στο χαρτί της κείνους που θα πάρουν, η δεύτερη τους λαβώνει με το
ψαλίδι, και η τρίτη τους σαρώνει».13
Η ευλογιά ή βλογιά, μονοβλογιά, μελιτάτη, ή γλυκιασμένη έχει
αδερφές την οστρακιά και τον κεχρίτη ή την πανούκλα και τη χολέρα, τα
μεγάλα θανατικά, με τα οποία γυρίζει χώρες και χωριά. Αλλά και χωριστά η
βλογιά, όπως και οι αδερφές της, παρουσιάζεται όχι ως μία μόνη γυναίκα
αλλά ως τριάδα γυναικών με άσπρα ή μαύρα φορέματα και από εκεί
προκύπτουν οι εκφράσεις πανικού: «περπατούν οι βλογιές», «ήρθαν οι
πανούκλες», «οι χολέρες» κ.λπ. Όπως και οι Μοίρες, είναι συνήθως
φόβητρα, «τρεις γριές με μεγάλα δόντια, και περβατούν πάντα μαζί
κουκλωμένες»14 ή «τρεις αδερφάδες που κατοικούν στην άκρη του κόσμου».15
Η ευλογιά υπήρξε
μία από τις πιo φοβερές παραδοσιακές αρρώστιες. Δεν είναι βέβαιο ότι
υπήρχε κατά την αρχαιότητα. Ενδεχομένως εμφανίζεται από τον 11ο και 12ο
αιώνα.
Mεταδίδεται εύκολα και γι’ αυτό η εμφάνισή της για ολόκληρους αιώνες προξενούσε πανικό.
Στον
ελληνικό χώρο οι θάνατοι από ευλογιά ήταν πολλοί. Αρκούσε ένας
μολυσμένος για να μoλύνει όλο το χωριό. Γι’ αυτό, όταν κάποιος εμφάνιζε
συμπτώματα, τον έδιωχναν από τον οικισμό. Έδεναν τα χέρια των ασθενών
για να μην ξύνονται ώστε να μη μεί-
νουν σημάδια. Βλογιοκομμένος είναι
ο σημαδεμένος από τα έλκη της ευλογιάς και συνεκδοχικά ο άσχημος. «Η
βλουγιά είναι γυναίκα ασπρουφόρα, που της αρέσουν τα γλυκά και τα
μαλακά. Γι’ αυτό δεν πατούν μπαμπάκι στα σακκιά, γιατί η βλουγιά που τσ’
αρέσουν τα μαλακά μπουρεί νά ’νι μέσα στα μπαμπάκια, κι αν πατηθή,
θυμών’ πουλύ, κι οι αρρώστ’ γίνουντι χειρότιρα. Oύτε τα σκουτιά είνι
καλό να ζιουματίζουν ή να κουπανίζουν, γιατί η βλουγιά θυμών’. Oύτε τα
γουρούνια, ούτε τα πρόβατά τους σφάζουν όταν είναι βλουγιά. Κι τα
σκυλιά, τα ’χουν δεμένα κι δεν τ’ αφίνουν απουλυτά, γιατί αυτά βλέπουν
τη βλουγιά κι αλυχτούν, κι αυτό τη θυμώνει παραπουλύ. Μόνον βάνουν στις
πόρτις του σπιτιών σαν είνι βλουγιά αγγειά και μέλι, για να βρη αν έρθη
κι να τα φάγη να φχαριστηθή κι να περάση γλήγουρα» (μαρτυρία από τα
Λακκοβίκια Μακεδονίας). Στη Σιγή Βιθυνίας, της Αγίας Βαρβάρας,
προστάτριας των παιδιών από την ευλογιά, όταν ήταν επιδημία και
ιδιαίτερα όσοι είχαν μικρά παιδιά «έκαναν μελόπιττα για χάρη της αγίας
Βαρβάρας, για να μη βγάλουν τα παιδιά την ευλογιά κι αν τη βγάλουν να τη
βγάλουν γλυκειά. Κι όταν μιλούν για ευλογιά δε λένε τ’ όνομά της, παρά
λένε: η… μέλι, γάλα στ’ αχείλι της. Κι αν το πουν λένε η ευλογημένη,
μέλι γάλα στ’ αχείλι της… Στον καιρό που είναι η ευλογημένη επιδημία
μοιράζουν όλο γλυκά και στο σπίτι που έχουν άρρωστο δεν τηγανίζουν, δεν
ψήνουν κρέας παρά όλο βραστά φαγιά».16
Σύμφωνα
με μαρτυρία από την Αθήνα, «το 1882, που ήταν βλογιά, ένας αμαξηλάτης
περνούσε τα μεσάνυχτα από την οδό Αθηνάς. Εκεί κοντά που είναι χωσμένο
το εκκλησάκι της αγιά Μαύρας τον εσταμάτησε μια γυναίκα μαυροφόρα και
του είπε να τραβήξη στο φανάρι του Διογένους. Όταν έφτασαν είδε πως στο
αμάξι δεν ήταν μια μόνο γυναίκα, αλλά τρεις, μαυροφόρες, και από τον
τρόμο του μόλις κατέβηκαν εχτύπησε τ’ άλογα κι έφυγε χωρίς να γυρέψη το
αγώγι του.Την άλλη μέρα ακούστηκε βλογιά στην Πλάκα, γύρω στα σπίτια που
κατέβηκαν οι μαυροφόρες. Άλλοι είδαν τότε τις βλογιές νύχτα στη Σπηλιά
του γέρου, παρακάτω από το Αστεροσκοπείο. Μια γριά είδε τον ίδιο καιρό
σ’ εκείνο το μέρος δυο γυναίκες ασπροφόρες, όχι μαυροφόρες, και
συζητούσαν αναμεταξύ τους ποιο δρόμο να πάρουν, και ύστερα ετραύηξαν
κατά την Κασσίδα. Εσυμπέρανε πως θα ήταν η Βλογιά και η Χολέρα, γιατί
δεν πέρασαν πολλές ημέρες κι ακούστηκε βλογιά, σ’ εκείνη τη συνοικία.
Και άλλες γυναίκες είδαν τότες άλλες μια, άλλες τρεις μαυροφόρες
γυναίκες».17
Η πανώλη, πανούκλα, πανώγλα, σκορδούλα, ευλογημένη (λοιμός,
θανατικό) είναι «πυρετώδης, εξανθηματική, κολλητική, οξυτάτη,
κακοηθεστάτη, χαρακτήρος φλεγμονοδυναμικοδηκτικού αρρωστία, ήτις
γεννάται από κύριον μίασμα και προσβάλλει μόνον τον ανθρώπινον
οργανισμόν»
.
Κατά τη λαϊκή αντίληψη, στις αρχές του 19ου αιώνα, η πανώλης θερούνταν
ότι ήταν «σκουλήκια και αόρατα ζωύφια που πετούν στην ατμόσφαιρα και
έχουν μια οσμή χαρακτηριστική» και ακόμη «μαύρη γυναίκα, που έρχεται
μέσα στη νύχτα να διαλέξει το θύμα της».18 Επιδημική ασθένεια,
επανέρχεται συχνά στον ίδιο τόπο, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Η
«μαύρη πανώγλα», όπως γράφει χαρακτηριστικά η Ευαγγελία Φραγκάκη «εξεκαμπάκισε πολιτείες και χωργιά κι εξεκλήρισε οικογένειες.
Oι
Κρητικοί την φαντάζονται σα μια γριά μαυροφορεμένη και ξεδοντιασμένη,
που ξαίνει μαλλιά».19 Την «ζυγώνουν» (την πλησιάζουν) μόνον οι άγιοι και
προ πάντων ο άγιος Χαράλαμπος. Πολλές φορές όμως ξεγελάει και τους
αγίους. Στο χωριό Αξός «έμειναν μόνο δυο βοσκοί. Επήραν τότε μερικούς
γερούς άντρες από τα γύρο χωριά και πήγαν να στήσουν καρτέρι της
πανούκλας για να την πιάσουν. Εκεί που τρώγανε τη νύχτα επήγε η πανούκλα
κι έρριξε το λύχνο μέσα στη μουρχούτα πού ’χαν το χόντρο,κι ετρώγανε.
Τους έπιασε φόβος κι αντί να χυμήξουν να πιάσουν την πανώλη τρεμούλιασαν
κι άρχισαν να κλαίνε ασταμάτητα κι έσκασαν από το κλάμα». Ακόμη κάποιες
γυναίκες έπλεναν στο ποτάμι κι είχαν απλώσει τα ρούχα σ’ ένα τοιχάκι να
στεγνώσουν, και «πάει η πανούκλα τσι πιάνει και τα ρούχα ως ήταν
απλωμένα ετσά μείνανε κι ετσά ’ν’ ακόμη».Για να μην πλησιάζει η πανώγλα
αλλά και η ευλογιά κάνουν την «κεροδεσία» περισχοινισμός).
O
άγιος Χαράλαμπος θεωρείται προστάτης και θεραπευτής από λοιμικές
αρρώστιες, ιδιαίτερα από την πανώλη, δαιμονική μορφή, και εικονίζεται να
την καταπατεί (εικ. 3, 4). Σημειώνεται στην υμνογραφία του, ότι «της
πανώλους λοιμικής απαλλαττόμεθα νόσου», αλλά και στο συναξάρι του
αναφέρεται ότι σε κάποιον οπτασιασμό, κατά το μαρτύριό του, ζήτησε ο
ίδιος από τον Χριστό να του δώσει τη χάρη «εις όποιον τόπον ευρεθή
κομμάτι από το λείψανόν του και εις όποιαν χώραν τον εορτάζουν, να μη
γένη ποσώς πείνα, ούτε πανούκλα, να θανατώνει τους ανθρώπους».20 Η
λατρεία του αγίου Χαραλάμπους είναι πολύ διαδεδομένη στον ελληνικό χώρο,
με πολλές εκκλησίες στο όνομά του, οι οποίες χτίστηκαν ύστερα από
επιδημίες πανούκλας ή και χολέρας, ασθένειες που σκορπούσαν τον
θάνατο.21
Στη
Θεσσαλία προστάτης από την πανώλη θεωρείται ο άγιος Βησσαρίων,22 ο
οποίος κατά το συναξάριό του «πολλάκις εφάνη διώκων την δυσώνυμον
πανούκλαν, φανείσαν με αλλοκότους μορφάς», αλλά και ο άγιος Σεραφείμ,
επίσκοπος Φαναριοφερσάλων, ο οποίος επίσης εμφανίζεται καταπατών την
πανώλη. Την Κέρκυρα από την πανώλη προστατεύει ο άγιος Σπυρίδων. Όταν
ήταν η πανούκλα στην Κέρκυρα «στα 1815 και δεκάξη, εφάνη μια φορά στον
αέρα ένας καλογεράκος με τη σκούφια του να κυνηγά ένα θηρίο και να το
χτυπά μ’ ένα μεγάλο σταυρό. O καλογεράκος ήταν ο άγιος Σπυρίδωνας και το
θηρίο η Πανούκλα. Ήταν σαν λιοντάρι και μαϊμού μαζί, κι είχε φτερά σαν
της νυχτερίδας. Στον Κάπο Σίδερο την ανάγκασε ο άγιος, χτυπώντας την με
το σταυρό, να κάμει σταυρό στο βράχο και να ορκισθή να μην ξαναπατήση
στην Κέρκυρα. Και ο σταυρός είναι τος ακόμη. Στη Δύση
αντίστοιχος
άγιος είναι ο άγιος Ρόκκος. Προστατεύει από την Πανώλη και κάνουν
λιτανείες με το άγαλμά του, σε κάθε επιδημία. Γιορτάζει στις 16
Αυγούστου».23 Αυτές τις ασθένειες, ξωτικά, γελλούδες, λάμιες,
αποτρόπαιες και φοβερές γυναικείες μορφές τις εξιλέωναν με ευφημίες,
δηλαδή καλά λόγια και «μειλίγματα»,24 γλυκίσματα κ.λπ. Oι ένοικοι του
σπιτιού που είχε άρρωστο π.χ. από ευλογιά «έπρεπε να την ευλογούν, να
την περιποιούνται και να την φιλεύουν, επειδή της αρέσουν τα γλυκά και
τα μαλακά.
Έπρεπε
να αποφεύγουν κάθε τι που μπορεί να προκαλέσει την οργή της, όπως είναι
η ακαθαρσία και η ακαταστασία στο δωμάτιο του αρρώστου, το γνέσιμο και
οι άλλες δουλειές των γυναικών, που μπορούν να την ενοχλήσουν την ίδια ή
τα παιδιά της, το γαύγισμα των σκύλων, το σφύριγμα και τα τραγούδια την
νύκτα». Αλλά και για την ιλαρά ίσχυε το ίδιο. «Oι άνθρωποι του σπιτιού
και οι επισκέπτες μιλούσαν σιγά,γιατί αν μιλήσουν δυνατά μπορεί να
δυσαρεστηθεί η ιλαρά25 και να πιάσει βαριά τον άρρωστο. Μόλις
εκδηλωνόταν η ιλα-ρά, έφερναν τον παπά και έκανε αγιασμό στο σπίτι, «για
να είναι ευλογημένη η στιγμή που ήρθε». Στη Λακωνία «τον άρρωστο από
ιλαρά ή γλυκιασμένη, τον έβαζαν σε κρεβάτι με κάτασπρα σεντόνια.
Oύτε ο άρρωστος, ούτε η οικογένειά του έκανε να φάνε κρέας, ψάρι ή
τηγανητό φαγητό. Δεν έβαζαν μπουγάδα. Στο σπίτι δεν έμπαινε γυναίκα
έγκυος ή ασαράντιστη. Δεν βλαστημούσαν. Μετά το ηλιοβασίλεμα δεν άνοιγαν
την πόρτα σε κανένα. Στον άρρωστο ή στην άρρωστη έβαζαν χρυσαφικά
(δακτυλίδια, βραχιόλια, σταυρούς, χρυσόκουμπα, ρολόι και άλλα), ώστε
όταν έρθη η ιλαρά να τον βρει όμορφο και να μην τον πιάσει πολύ. Η
μητέρα του αρρώστου πηγαίνει στα εικονίσματα, υροκοπιέται
και
λέει: “Καλώς ήρθες, καλώς ήρθες, καλώς ήρθες, ιλαρά μου. Να είσαι χρυσή
κι ευλογημένη, Με το καλό να φύγης απ’ το σπίτι μας”. Αν έχουν άρρωστη
κοπέλα, λέει: “Σού την έχομε σα νύφη στολισμένη”. Αν είναι αγόρι: “Τον
έχουμε σα γαμπρό έτοιμο, κοίτα να είσαι καλή μαζί του”». Στις
περιπτώσεις αυτές, μέσα από την δεισιδαιμονική αντίληψη για τις
ιδιοτροπίες της προσωποποιημένης ασθένειας, υπαγορεύονται με τη συνδρομή
του φόβου οι απαραίτητες φροντίδες για την αντιμετώπισή της, όπως η
καθαριότητα, η αποφυγή ρυπογόνων εργασιών στο δωμάτιο του ασθενούς (π.χ.
το γνέσιμο του μαλλιού), η απόλυτη ησυχία, η κατάλληλη διατροφή για την
ανάρρωσή του κ.λπ.
Προσωποποιούνται, λοιπόν, οι τρεις θανατηφόρες μεταδοτικές ασθένειες: η Πανώλης, η Χολέρα και η Ευλογιά, αλλά και η ιλαρά και το χτικιό (φθίση),26 τις οποίες αποκαλούν ευφημιστικά σε όλη την Ελλάδα: Ευλογημένες, Καλονόματες, Μελιταριές.
Η τάση ευφημισμού ή κολακευτικού κατονομασμού αφορά και άλλες
ασθένειες, όπως για παράδειγμα το γλυκύ (η επιληψία), το καλό σπυρί ή το
καλαγκάθι (ο άνθραξ), η γλυκιασμένη ή η αμολόητη (η ευλογιά), η
βασιλική αρρώσκια (η φθίση στην Κύπρο).
Oι
σχετικές εκφράσεις της ελληνικής γλώσσας αποδίδουν ανθρώπινες ιδιότητες
στην προσωποποιημένη αρρώστια,που καταλαμβάνει το ανθρώπινο σώμα ως
εξωτερικός
εχθρός,
όταν είναι ανοχύρωτο και μπορεί να το πιάνει, να το κρατάει, να το
τρώει, να το περπατάει.27 Για να το εγκαταλείψει πρέπει να «την
τραβήξουν έξω» με τις βεντούζες (το κρύο ή το κακό αίμα) ή το βιζικάντι
(ελονοσία).
Τη
χρυσή την καίνε ή την κόβουν, τις θέρμες τις δένουν, τη σπλήνα την
καρφώνουν, τον πυρετό τον καίνε, τις καρδαβίτσες (ακροχορδόνες) τις
ρίχνουν σε άλλον, στον σεληνιασμό πατούν τον άρρωστο στο στήθος για να
βγει το κακό. Ακόμη απορρίπτεται η αρρώστια στο σταυροδρόμι, αναλήβεται
(εξαφανίζεται) της Αναλήψεως με μπάνιο στη θάλασσα, καίγεται στις
καθαρτήριες φωτιές του άη Γιάννη του Κλήδονα, εξαφανίζεται με την κούνια
(αιώρα) στον αέρα. Ακόμη και ο αετός της Καθαροδευτέρας μπορεί να τη
σηκώσει ψηλά και να τη σκορπίσει στον αέρα.
Αναζητώντας
διαχρονικά αντιστοιχίες των σημαντικών θανατηφόρων νόσων που απασχολούν
τους σημερινούς Έλληνες, συναντούμε στον Ησίοδο (Θεογονία, 226) προσωποποιημένες, ως γνωστόν, τις αρρώστιες ως τέκνα της Έριδος,28
Αeτaρ ‰Eρις στυγερc τέκε μbν Πόνον aλγινόεντα,
Λήθην τε Λοιμόν τε καd ‰Aλγεα δακρυόεντα,
ενώ στο Έργα και Ημέραι (102) αναφέρεται ότι τα κακά ξεχύθηκαν από τον πίθο της Πανδώρας.
ΝοUσοι δ’ aνθρώποισιν aφ’ ™μέρ÷η, αQ δ’ aπd νυκτd αeτόματοι φοιτ΅σι, κακa θνητοOσι φέρουσαι.
Και καταλήγει ότι ως «θήλεια δαίμων θα παρίστατο ο λοιμός».
πράγμα που μαρτυρεί, εκτός της λέξεως λοιμός, η οποία είναι θηλυκού
γένους, και η διά λέξεων γένους θηλυκού ονομασία του λοιμού, ως λοίμη,
λοιμώδης νόσος ή φθορά, λοιμική κ.λπ. και στα λατινικά οι λέξεις pestis,
lues, pestilentia.
Η παρουσία της λοιμικής νόσου ως φαντάσματος
(δαίμονος), το οποίο περιήρχετο τη νύκτα και σημείωνε τα σπίτια, στα
οποία έμελλε να επέλθει η φθορά, απαντά ως δημώδης παράδοση29 ήδη κατά
τον 4ον αιώνα μ.Χ.
Στο
Βυζάντιο, οι παραδόσεις για τις ασθένειες ως αποτρόπαιες φοβερές μορφές
είναι συνήθεις. O Προκόπιος, για παράδειγμα, αναφερόμενος σε λοιμό, που
ενέσκηψε στα χρόνια του Ιουστινιανού, παραδίδει: «Δαιμόνων φάσματα
πολλοίς εις πάσαν ανθρώπου ιδέαν ώφθη, όσοι τε αυτής παραπίπτοιεν,
παίεσθαι προς του εντυχόντος ανδρός, όπη παρατύχοι του σώματος, άμα τε
το φάσμα εώρων και τη νόσω αυτίκα ηλίσκοντο». Η αναφορά σε σημάδια,
σταυρούς από τον 6ο αιώνα και εξής δηλώνουν ότι οι μυθολογικές
παραστάσεις, τουλάχιστον για την Πανώλη, διατηρήθηκαν αναλλοίωτες. Η
Πανώλης, η φοβερότερη των λοιμωδών μολυσματικών ασθενειών, έχει
μυθοποιηθεί και στους άλλους λαούς.
Στους
σλαβικούς λαούς παριστάνεται ως γυναικεία μορφή,παρθένου ή γριάς
(Βουλγαρία), η οποία ερημώνει τους τόπους. Oι Αλβανοί την περιγράφουν ως
γυναίκα τυφλή.
Κατά τον 17ο αιώνα η Πανώλης παρουσιαζόταν ως
γυναίκα,σύμφωνα με τις καταγραμμένες παραδόσεις, στους δρόμους, τ’
αμπέλια και τα σταυροδρόμια και καλούσε τους ανθρώπους. O Γάλλος
περιηγητής Guys αναφέρει δύο δημώδεις τύπους: πανούκλα και _________σκορδούλα.
Στην πρώτη, η νόσος ως γριά με μαύρα σπέρνει το θάνατο στα σπίτια που
επισκέπτεται. Κατά τη δεύτερη, η πανώλης παρίσταται ως αποτρόπαιο και
φοβερό φάντασμα «όπερ μεταβαίνει κατά την νύκτα και σημειοί δι’
ανεξαλείπτου σημείου τας οικίας, εις ας πρόκειται να εισέλθη. Oι
γνωρίζοντες το θανατηφόρον τούτο σημείον αναγγέλλουν τον κίνδυνον εις
τους δυστυχείς κατοίκους παροτρύνοντες αυτούς, όπως εγκαταλείπουν τας
οικίας, μάτην, διότι οι τελευταίοι, μη πιστεύοντες, υφίστανται την
τύχην, περί ης είχον προειδοποιηθή».30
Oι
παραδόσεις για τις προσωποποιημένες ασθένειες είναι ιδιαίτερα πολλές
από όλο τον ελληνικό χώρο και μια προσεκτική ανάγνωσή τους θα μας
οδηγήσει ενδεχομένως σε ορισμένες από τις αιτίες μεταδόσεως και
διαδόσεως της νόσου.. Η ευφημική ονομασία τους ευλογημένες, καλονόματες, μελιταριές αποσκοπεί
αφενός στο καλόπιασμά τους αφετέρου στην αποφυγή τους εξαιτίας του
φόβου που προκαλεί ακόμη και η αναφορά τους. Σήμερα με ανάλογο τρόπο
αποφεύγεται η αναφορά με το όνομά τους ασθενειών, οι οποίες θερίζουν
τους πληθυσμούς καταρρακώνοντας το σώμα, όπως ο καρκίνος και το έιτζ (το
ξορκισμένο, το άκακο, το μακριά ή έξω από δω κ.λπ.). Δεν συμβαίνει το
ίδιο με αρρώστιες εξίσου επικίνδυνες και διαδεδομένες, όπως οι
καρδιοπάθειες, ο διαβήτης κ.ά.
Η
σύνδεση των εν λόγω ασθενειών με τη γυναίκα, και ιδιαίτερα τη γριά,
έχει σχέση με τη γενικότερη αντίληψη του λαού για τον αρνητικό ρόλο της
γυναίκας,που ευρίσκεται σε γεροντική ηλικία.31
Η γυναίκα φορέας της ζωής, συνδεδεμένη με τη γονιμότητα και την
αναπαραγωγή, αποτελεί στοιχείο θετικό μέχρι την εμμηνόπαυση. Από την
ολοκλήρωση του γονιμοποιού κύκλου της και πέρα αντιπροσωπεύει τη φθορά,
την καταστροφή της ζωής, μέσα από το ίδιο της το σώμα. Η δυσμορφία που
επέρχεται με τη γήρανση, οι ιδιοτροπίες λόγω της αλλαγής του ορμονικού
κύκλου αλλά και η άσκηση εξουσίας –είναι γνωστό ότι η γεροντότερη
γυναίκα στην παραδοσιακή διευρυμένη οικογένεια είναι πρόσωπο σεβαστό,
διοικεί τις υπόλοιπες γυναίκες του σπιτιού– την κάνει πρόσωπο όχι
ιδιαίτερα αγαπητό.
Έτσι
η γριά φορτώνεται με όλες εκείνες τις πράξεις εκτροπής από την
«νομιμότητα», όσον αφορά τους κανόνες λειτουργίας μιας μικρής κοινωνίας.
Γίνεται προδότρια (Σπυριδάκης, O μύθος της γριάς προδότριας),
φιλάργυρη, προαγωγός (σε πολλά παραμύθια), στρίγγλα (Παπαδιαμάντης) και,
τέλος, όπως εδώ, η προσωποποίηση της συμφοράς ως εικόνα των χειρότερων
ασθενειών που δυνάστευσαν την ανθρωπότητα. Σε βιβλίο του 1816
τυπωμένο στη Βιέννη με τον τίτλο Λοιμολογία ή περί της Πανώλους, προφυλάξεως και εξολοθρεύσεως αυ-τής, μάλλον εις χρήσιν των ανιάτρων (αυτών
που δεν διαθέτουν γιατρό), γραμμένο από τον Πετράκη Ηπίτη, γιατρό και
μέλος του Πανεπιστημίου της Βιέννης αναφέρεται ότι οι άνθρωποι «αφού
ηλευθερώθησαν από τα περισσότερα εκ της αμαθείας κακά, εδίωξαν μακράν
από αυτούς και πολλάς κολλητικάς αρρωστίας. Αυτοί δεν πιστεύουν πλέον,
ότι η Πανώλης είναι γραία ξεμαλλιασμένη η οποία γυρνάει στα χωριά και
κυνηγάει τα θύματά της».
Η
θεουργική ιατρική, πανάρχαια –από την εποχή του Ασκληπιού– θεραπευτική
αντίληψη, που επιδιώκει τη θεραπεία με ευχές του ιερέα, προσευχές,
εξορκισμούς, καθαρμούς, τάματα, φυλαχτά και διαβάσματα, επίκληση αγίων
και δαιμόνων, του θείου και του μαγικού αποτελεί τη μόνη αξιόπιστη κατά
τη λαϊκή αντίληψη θεραπεία για τον ασθενή. O απλός άνθρωπος δεν
εμπιστεύεται τον γιατρό και τα φάρμακά του. Χαρακτηριστικό είναι το
παράθεμα από ένα γιατρό, λόγιο και λαογράφο των Πατρών του 19ου αιώνα,
τον Χρ. Κορύλλο: Στην Κέρτεζη Καλαβρύτων για την Ευλογιά έφεραν τη χάρη
«του αγίου Αλεξίου από τη Λαύρα κι εκεί σταμάτησε, δεν ματαξανάρθε».
«Κατά τας εν Πάτραις και τοις πέριξ χωρίοις ενσκηψάσας επιδημίας της
Ευλογίας από του έτους 1872 και εντεύθεν, αφ’ ης εποχής ασκώ το του
Ιατρού επάγγελμα, παρετήρησα ότι ο λαός μετά δυσκολίας υπεβάλλετο εις
τον εμβολιασμόν, εν ώρα δε επιδημίας προσέτρεχε μάλλον εις τα θεία και
εις καλοπιάσματα της Ευλογιάς, ην επροσωποποίει ως γυναίκα. Oύτω δε εις
πάσαν γειτονιάν υπήρχε και μία θαυματουργή εικόνα, της Παναγίας ιδίως,
ήτις περιεφέρετο από αρρώστου εις άρρωστον, φορτωμένη με διάφορα
αφιερώματα (τάματα) οίον δακτυλίδια, σκουλαρίκια,παιδάκια και διάφορα
μέλη του σώματος πεποιημένα εξ αργυρού ελάσματος και τα οποία
επολλαπλασιάζοντο εις πάσαν επίσκεψιν νέου αρρώστου της θαυματουργού
εικόνος ουχί προς ζημίαν του ή της κατόχου. Επειδή δε ο λαός πιστεύει
ότι η Ευλογιά είναι γυναίκα και θέλει καλόπιασμα, όπως κάθε γυναίκα, την
ονομάζει Μελιτάτην, θέτει δε εις το κεφαλόδεμα του πάσχοντος παιδίου
ιδίως εις το προσκεφάλαιον των ενηλίκων, διάφορα χρυσά νομίσματα και
αργυρά,ως προείρηται, αντικείμενα ή και νομίσματα.. Ίνα δε μη την
θυμώσουν, δεν πλύνουν τα λευχείματα του πάσχοντος με ζεστόν, αλλά με
κρύον νερόν, για να μην την ζεματίσουν. Επίσης ο πάσχων διατελεί υπό
αυστηροτάτην δίαιταν, ως και τυχόν αναρρωνύων, έως ου σαραντίση,
λαμβάνων μόνον φιδέν (ζυμαρικόν) νερόβραστον και ανάλατον. Νοείται, ότι
υπό τοιαύτην αυστηροτάτην δίαιταν, ολίγοι προφθάνουν να σαραντίσουν.
Ενθυμούμαι ατυχή διάκονον παθόντα βαρυτάτης Ευλογίας, και ιαθέντα μεν,
θανόντα δε την 37ην ημέραν από της εισβολής της νόσου, διότι η
νοσηλεύουσα αυτόν χωρική μήτηρ του δεν επείθετο να τω χορηγήση ολίγον
γάλα τη εμή συμβουλή και τη παρακλήσει του ατυχούς διακόνου,
λιμώττοντος, διότι τρεις ημερούλαις του έλιπον ακόμη για να
σαραντίση».32
Η
παραδοσιακή θεραπευτική, αιτιοκρατική, περιγραφική, μυθοπλαστική,
εφευρετική και πρακτική, συνδεδεμένη άρρηκτα με τη μαγεία και τη λατρεία
υπερφυσικών δυνάμεων, που επιβουλεύονται την ύπαρξη του ανθρώπου ή τον
βοηθούν στη συνέχιση της ζωής –που πάντως απαιτούν από την πλευρά του
σεβασμό και θυσίες (νηστεία, προσευχή, αποχή)– αποτελεί ένα σύστημα
νοσολογίας και θεραπευτικής. Ένα σύστημα που με επιτυχείς χειρισμούς ή
με αποτυχίες ήταν το μόνο που έδωσε στο ανθρώπινο γένος συμπαράσταση στο
θέμα των ασθενειών, πολλές από τις οποίες εξακολουθούν να αποτελούν και
σήμερα, στον αιώνα της απελπιστικά μεγάλης πληροφόρησης μυστήριο
επτασφράγιστο και εχθρό έξωθεν που παλεύει να βγάλει από το σώμα του ο
άνθρωπος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 O Jean Delumeau διερωτάται γιατί υπάρχει μια σιωπή σχετικά με το ζήτημα
του φόβου στην ιστοριογραφία και παρατηρεί ότι το αίσθημα του φόβου έχει
θεωρηθεί ως κάτι το ντροπιαστικό. Παρατηρεί, για παράδειγμα, ότι ο
Montaigne αποδίδει το αίσθημα του πανικού στους μη ευγενείς στρατευμένους
(χαρακτηριστική είναι η προσωπικότητα του Δον Κιχώτη σε αντίθεση με αυτή
του Σάντσο Πάντσα). Με τη γαλλική επανάσταση η σχετική ρητορική δεν δια-
φοροποιείται, αλλά πλέον οι γενναίοι είναι οι ταπεινής καταγωγής στρατιώτες.
Jean Delumeau, La peur en Occident (XIVe - XVIIIe si cles), Fayard, Παρίσι 1978.
2 Όπου υπάρχουν κείμενα ιδιωματικά και σε εισαγωγικά παραπέμπουν στο:
Γ.Α. Μέγας, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Κέντρον Ερεύνης της Ελλη-
νικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1975 (ΖΕΛ).
3 Είναι η Γελλώ-Γιλλού, δαιμονική προσωποποίηση της μεσογειακής αναι-
μίας, περ. Λαογραφική Κύπρος 15/35 (1985), σ. 1-4.
4 Βλ. Aλεξ. Χρ. Oικονομοπούλου, «Η Μαιευτική και η Γυναικολογία στην
Αρχαία Ελλάδα», Αρχαιολογία και Τέχνες 102 (2007), σ. 49-57, όπου και
προηγούμενη βιβλιογραφία για το θέμα και παραπομπή σε ενδιαφέροντα
άρθρα της ίδιας και του Χρ. Oικονομόπουλου. Σε προηγούμενη μελέτη των
ίδιων με θέμα «Η άπνοια του νεογνού στον τοκετό. Μέθοδοι ανάνηψης από
την παραδοσιακή μαμμή επί τουρκοκρατίας», Δελτίο Α΄ Παιδιατρικής Κλινι-
κής Πανεπιστημίου Αθηνών 1/52 (2005), σ. 70-71, διατυπώνεται ενδιαφέ-
ρουσα άποψη για την παρουσία των Μοιρών την τρίτη ημέρα μετά τη γέν-
νηση σε σχέση με τα πρόσωπα τα οποία μετέχουν στον τοκετό και την πε-
ριποίηση της λεχώνας και του νεογνού και προσδιορίζουν ως ένα βαθμό τη
βιωσιμότητα και την εξέλιξή του.
5 Πολίτης, Ν. Γ., «Αι ασθένειαι κατά τους μύθους του ελληνικού λαού», Λα-
ογραφικά Σύμμεικτα, τόμ. Γ΄, εν Αθήναις 1931, σ. 81, 85.
6 Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας (στο εξής ΚΛ), αρ. 1378Γ, σ.
164 (Σύρος, 1939, Γ. Ταρσούλη) «Ό,τι θελά πει η τελευταία κείνο ήθελε να
γίνει. Νύχτα έρχονταν. Μόνο η μικρομάνα τις έβλεπε» (ΚΛ, αρ. 1479Η΄, σ.
174, Μαντούδι Εύβοιας, 1942, Μ. Ιωαννίδου).
7 «Στις τρεις μέρες πό’ ρχεται το γάλα (ΚΛ, αρ. 2184, σ. 18. Κάστρο Ηλείας,
1955, Βασ. Κ. Κουρή) έρχονται και οι Μοίρες. «Ό,τι γράψουν οι μοίρες που
μυρώνουν, δεν ξεγράφεται. Το πρωί βλέπουν το παιδάκι που είναι η μυτίτσα
του καημένη και καταλαβαίνουν που περάσανε οι Μοίρες» (KΛ, αρ. 1378Α΄,
σ. 195. Γεωργία Ταρσούλη, περ. Πυλίας, 1939).
8 ΚΛ, αρ. 2442, σ. 20 (Δαμασκηνιά Βοΐου Κοζάνης, 1962, Αλεξ. Αδαμίδης).
9 ΚΛ, αρ. 2008, σ. 40 (Κατούνα Εύβοιας, 1953, Ευστ. Γουρζής).
10 ΚΛ, αρ. 2152, σ. 66 (Πλαγιά Λέσβου, 1955, Εμμ. Σαρέλλης).
11 Μόλις το 1978 σημειώθηκε το τελευταίο κρούσμα ευλογιάς στον κόσμο
και σήμερα ο Διεθνής Oργανισμός Υγείας βεβαιώνει ότι δεν υπάρχει πλέον
η αρρώστια.
12 ΚΛ, αρ. 2957, σ. 48 και 154. Βλ. και Στέφ. Δ. Ήμελλος, «Παρατηρήσεις εις
τον λαϊκόν πολιτισμόν των νοτίων Κυκλάδων», Λαογραφικά, τόμ. Β΄, Ποικί-
λα, Αθήναι 1992, σ. 118. Σε παράδοση από τη Θήρα παριστώνται οι ασθέ-
νειες προσωποποιημένες. Πρόκειται ειδικότερα για τη νόσο ευλογιά που
λέγεται και ευλογημένη, για την οποία πιστεύεται ότι προκαλείται από γυ-
ναίκες. Oι γυναίκες αυτές «ενσκήψασαί ποτε εις το χωρίον Έξω Γωνίαν,
πριν ή εισέλθουν εις αυτό απεκρούσθησαν υπό της Παναγίας και του Αγίου
Χαραλάμπους, προστάτου αυτού».
13 Ν. Γ. Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού.
Παραδόσεις, τ. Α΄, Εν Αθήναις 1904, σ. 553, αρ. 905 (πολλαχού) και του ίδι-
ου, «Αι ασθένειαι κατά τους μύθους του ελληνικού λαού», Λαογραφικά Σύμ-
μεικτα, τ. Γ΄, εν Αθήναις 1931, σ. 19, 29· J.C. Lawson, Modern Greek Folklore
and Ancient Greek Religion. A Study in Survivals, Cambridge 1910, σ. 22.
14 Πολίτης, Μελέται…Παραδόσεις, τ. Α΄, σ. 559, αρ. 916 (Αράχοβα).
15 Στο ίδιο, σ. 559-560, αρ. 917. «Άλλοι πάλι λέγουν πως δεν κατοικούν σε
παλάτι, παρά πως καθεμία έχει το σπιτάκι της στην άκρη του κόσμου, και
πως είναι μακριά το ένα σπιτάκι από τ’ άλλο».
16 ΚΛ, αρ. 1132, σ.141-142 (Μαρία Λιουδάκι, 1937, πρόσφ. Βιθυνίας). «Πώς
έκαναν τη μελόπιττα: Παίρνουν μαγιά (προζύμι) και κάνουν μιαν πίτα με αλεύ-
ρι, την ψήνουν στο φούρνο και άμα ψηθή την περιχούνε με το μέλι, τη βάζου-
νε κατόπιν πάνω σ’ ένα τραπέζι και το τραπέζι το βάζουν πάνω σ’ ένα τριδρό-
μι. Πάει ο παπάς, κάνει παράκληση κατόπιν την κόβει η νοικοκυρά και τη μοι-
ράζει στον κόσμο. Από το μέλι της πίτας κάνουν σταυρό στην πόρτα τους».
17 Η εφαρμογή του ευλογιασμού μείωσε δραστικά τους θανάτους από ευ-
λογιά. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, ο Εd. Jenner δημοσιεύει εργασία για
το δαμαλισμό κατά της ευλογιάς. Η πρώτη δοκιμή δαμαλισμού έγινε στην
Κωνσταντινούπολη. Η νέα μέθοδος εξαπλώθηκε γρήγορα στην Ελλάδα.
Αριστ. Σταυρόπουλος, Τα νοσοκομεία και η νοσηλευτική πολιτική της ελληνι-
44 τχ. 104 APXAIOΛOΓIA & TEXNEΣ
κής εθνότητας στην Κωνσταντινούπολη, 1453-1838, Αθήνα 1984, σ. 310 κ.ε.
18 Πετράκης Κ. Ηπίτης, Λοιμολογία ή περί της Πανώλους, προφυλάξεως και εξολο-
θρεύσεως αυτής, Βιέννη 1816, σ. 41. Oδηγίες για την πανώλη αναφέρει και ο Δημ.
Δάρβαρις στο έμμετρο κείμενό του «Κανόνες προφυλακτικοί της υγείας», Σοφίας
Απάνθισμα, 1811, 165 κ.ε., όπου συνιστά να καπνίζουν τα δωμάτια με θειάφι ή νίτρο.
19 Πολίτης, «Αι ασθένειαι…», σ. 81, 85. Περισσότερα βλ. Σταυρόπουλος, Τα νοσοκο-
μεία…, σ. 310 κ.ε.· Ηπίτης, Λοιμολογία…
20 Ακολουθία Αγίου Χαραλάμπους, Ενετίησιν 1799. Βλ. Δημ. Σ. Λουκάτος, Συμπλη-
ρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης, Αθήνα 1985, σ. 115-117.
21 Ακολουθία του αγίου Χαραλάμπους, εν Κεφαλληνία 1910, σ. 35. Το συναξάριο του
αγίου αποδίδει την ιαματική δύναμη κατά της πανώλους στο λείψανό του: «ιατρεύ-
ει νόσους πολυειδείς των μετά πίστεως και πόθου προσιόντων. Εξαιρέτως δε φυ-
λάττει αμολύντους και ανεπηρεάστους από την λοιμικήν νόσον, ήγουν από την πα-
νούκλαν, εκείνους οπού με πόθον και πίστιν αδίστακτον φέρουν ταύτην την αγίαν
κάραν εις τας πόλεις και τας χώρας των, και εις τα οσπίτια τους, και με ευλάβειαν
την κατασπάζονται, κάμνοντες πρώτον αγιασμόν». Είναι πολιούχος στον Πύργο
Ηλείας –όπου και γιορτάζεται επίσημα–, στην Ακράτα Αχαΐας, την Πρέβεζα, τους
Παξούς, το Ληξούρι, την Κέα, τον παλιό Τσεσμέ κ.α., αλλά και στην Ήπειρο, τη Θεσ-
σαλία και τη Στερεά Ελλάδα. Στην Αθήνα υπάρχουν εκκλησίες του στο Πολύγωνο
και στα Ιλίσια. Υπάρχουν επίσης και μοναστήρια (Αρκαδία, Φλώρινα, Κορινθία, Εύ-
βοια-Λεύκες κ.α.).
22 Ακολουθία εορτάσιμος του εν αγίοις πατρός ημών Βησσαρίωνος αρχιεπισκόπου
Λαρίσης, εν Βενετία 1864, σ. 52.
23 Λουκάτος, Συμπληρωματικά…, σ. 115-117.
24 Πρβλ. Πολίτης, Μελέται… Παραδόσεις, αρ. 914. G. F. Abbott / B.A. Abbott,
Macedonian folklore, Cambridge: At the University Press, 1903, σ. 236, 409. Στίλπ. Κυ-
ριακίδου, Ελληνική Λαογραφία, 1923, σ. 197-198.
25 Αγλαΐα Παπασπυροπούλου-Μπίμπη, Παραδοσιακή ιατρική στην Πελοπόννησο,
Αθήνα 1985, σ. 102.
26 «Το χτικιό είναι γυναίκα που κάθεται και στις τέσσερες αγκωνές της κάμερης,
όπου πέθανε χτικιασμένος. Στέκει έτοιμη να πιάση όποιον εμπή μέσα», Πολίτης, Με-
λέται… Παραδόσεις, τ. Α΄, σ. 557, αρ. 913 (Το Χτικιό, Άνδρος)· Στ. Π. Κ[υριακίδου],
«Χτικιό» (λαογρ.), Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τόμ. 12, 1931, σ. 990.
27 Γ.Α. Μέγας, «Παραδόσεις περί των ασθενειών του ελληνικού λαού», Λαογραφία,
τ. Ζ΄ (1923), σ. 465-520.
28 Ό.π.
29 Γ.Κ. Σπυριδάκης, «Βυζαντιναί παραδόσεις», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής
Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Β΄/ 5 (1954-55), σ. 360-363.
30 Στέφ. Δ. Ήμελλος, Λαογραφικαί ειδήσεις παρά τω Γάλλω περιηγητή P. Aug. de
Guys, τόμ. 2, Αθήναι 1992, σ. 202.
31 Η θηλυκιά αρρώστια δεν θεραπεύεται εύκολα. «Το πυρό (ερυσίπελας) είναι ζω-
ντανό πράμα και περνάει μόνο με τη φωτιά. Αν τύχη να ’χη κανείς θηλυκό πυρό, τό-
τε ξαναβγαίνει. Με την παραμικρή αφορμή, να σου και παρουσιάζεται. Το σερνικό
πυρό, άμα το σταυρώσης, δυό-τρεις φορές, δεν ξαναβγαίνει (Μεθώνη).
32 ΚΛ χφ. 2268, σ. 767 (Χ. Κορύλλος, Αχαΐα - Ήλις, 1926).
ΕΠΙΛOΓH ΒΙΒΛΙOΓΡΑΦIΑΣ
ΒARTELS MAX, Die Medicin der Naturv lker.
Ethnologische Beitr ge zur Urgeschichte der Medicin, Leipzig 1893.
ΓYMNAΣΙOΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ (μοναχός), 100 ιατρικαί συνταγαί του καλο-
γήρου Γυμνασίου Λαυριώτου, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήναι (χ.χ.).
COUTURIER PAULETTE, «Το παιδί και ο λύκος: από την πραγματικό-
τητα στο μύθο», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου «Ιστορικότητα της
παιδικής ηλικίας και της νεότητας», τ. Α΄, Αθήνα 1986, σ. 214-215.
DELUMEAU JEAN, La peur en Occident (XIVe - XVIIIe si cles), Fayard,
Παρίσι 1978.
ΗΠΙΤΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ Κ., Λοιμολογία ή περί της Πανώλους, προφυλά-
ξεως και εξολοθρεύσεως αυτής, Βιέννη 1816.
GRUTTMANN FELICITAS, Ein Beitrag zur Kenntnis der Volksmedizin in
Sprichw rter, Redensarten und Heilsegen, Arbeiten der deutsch-nordischen
Gesellschaft f r Geschichte der Medizin, der Zahnheilkunde und
der Naturwissenschaft, Greifswald 1939.
LAWSON J. C., Modern Greek Folklore and Ancient Greek Religion. A
Study in Survivals, Cambridge 1910.
ΜΕΓΑΣ Γ. Α., «Παραδόσεις περί των ασθενειών του ελληνικού λαού»,
Λαογραφία, τ. Ζ΄ (1923), σ. 465-520.
ΜΕΓΑΣ Γ. Α., Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Κέντρον Ερεύνης της
Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1975.
OΙΚOΝOΜOΠOΥΛOΥ ΑΛΕΞ. ΧΡ., «Η Μαιευτική και η Γυναικολογία
στην Αρχαία Ελλάδα», Αρχαιολογία και Τέχνες 102 (2007), σ. 49-57.
ΠΑΠΑΣΠΥΡOΠOΥΛOΥ-ΜΠΙΜΠΗ ΑΓΛΑΪΑ, Παραδοσιακή ιατρική στην
Πελοπόννησο, Αθήνα 1985.
ΠOΛΙΤΗΣ Ν. Γ., Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού
λαού. Παραδόσεις. Μέρος Α΄, Εν Αθήναις 1904.
–, «Αι ασθένειαι κατά τους μύθους του ελληνικού λαού», Λαογραφικά
Σύμμεικτα, τόμ. Γ΄, εν Αθήναις 1931, σ. 64-100.
ΠOΛΥΜΕΡOΥ-ΚΑΜΗΛΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ, «Μετρήσεις: Συμβολισμοί
και πραγματικότητα», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής
Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών 28 (1987-1998), Αθήνα 1999, σ.
5-28.
ΡΗΓΑΤOΣ ΓΕΡΑΣΙΜOΣ, Η υγεία του παιδιού στη λαϊκή μας παράδο-
ση, Αθήνα-Γιάννινα 1992.
ΣΤΑΥΡOΠOΥΛOΣ Α., Τα νοσοκομεία και η νοσηλευτική πολιτική της
ελληνικής εθνότητας στην Κωνσταντινούπολη, 1453-1838, Αθήνα
1984.
ΧΑΒΙΑΡΑ-ΚΑΡΑΧΑΛΙOΥ ΣΕΒΑΣΤΗ, Η λαϊκή ιατρικής της Χίου, Αθήνα
1993.__