Δέσπω Σέχου-Μπότση
Οι ορδές του Αλή Πασά αφού εξόντωσαν τους Σουλιώτες από τα περισσότερα χωριά τους στις 23 Δεκεμβρίου 1803 στράφηκαν στη Ρηνιάσα. Η Ρηνιάσα είναι ένα μικρό χωριό σε μια πετρώδη περιοχή μεταξύ Πρέβεζας και ʼρτας. Εκεί είχαν καταφύγει μετά τη συνθηκολόγηση είκοσι εφτά σουλιώτικες οικογένειες χωρίς αρχηγό και κατά πλείστον γυναικόπαιδα. Οι Τουρκαλβανοί αποφάσισαν να τους εξοντώσουν και αυτούς. Η Ρηνιάσα δεν είχε ούτε άντρες να παρατάξει ούτε τείχη να αντιτάξει. Όμως το εχθρικό λεφούσι που την έζωσε βρήκε μια μόνη αντίσταση, όχι βέβαια αρκετή να τους αναχαιτίσει, αλλʼ ικανή για να σταθεί σύμβολο ηρωισμού στην ιστορία ενός υπόδουλου έθνους, με ηρωίδα τη Σουλιώτισσα Δέσπω Σέχου-Μπότση.Η Δέσπω καταγόταν από τη φάρα των Σεχαίων κιʼ ήταν γυναίκα του Γιωργάκη Μπότση που σκοτώθηκε στο Σούλι. Απορφανεμένη και ξεσπιτωμένη καθώς βρέθηκε μετά τη συνθηκολόγηση η Δέσπω, πήρε τη φαμίλια της και τʼ άρματά της και τράβηξε κιʼ αυτή τον δρόμο της φυγής. Σαν έφτασε στη Ρηνιάσα κατέφυγε σε ένα παλιό πύργο που βρισκόταν στην άκρη του χωριού τον πύργο του Δημουλά, όπως τον έλεγαν. Εκεί η Δέσπω αποφάσισε νʼ αντισταθεί. Να πέσει σκλάβα στα χέρια τους αμαχητί η καρδιά της δεν τοʼ λεγε. Σαν τους είδε από μακριά αρματώθηκε κιʼ αυτή και οι θυγατέρες της κιʼ οι νυφάδες της, έφραξαν γερά τη σιδερόπορτα του πύργου και πιάσανε από ψηλά τʼ ανοίγματα, μετατρέποντας έτσι τα παράθυρα του πύργου σε πολεμίστρες. Οι Τούρκοι προσπαθούν να παραβιάσουν την εξώπορτα, οι γυναίκες από πάνω τους ρίχνουν. Σε λίγο όμως ένα άνοιγμα του μαντρότοιχου τους αφήνει και μπαίνουν στον αυλόγυρο. Οι γυναίκες εξακολουθούν να τους ρίχνουν. Αυτοί ορμούν με κραυγές προς τη σκάλα για νʼ ανεβούν στα πάνω δωμάτια, μα πριν προλάβουν να τις πιάσουν ζωντανές, όπως έλπιζαν, μια θεόρατη λάμψη κιʼ ένας κρότος τρομερός αντήχησε ολόγυρα. Ο κουρνιαχτός τους σώριασε κατάχαμα. Τι είχε γίνει. Η Δέσπω αφού αντιστάθηκε ως την τελευταία στιγμή, σύναξε γύρω τις κόρες, νυφάδες κι εγγόνια, έριξε χάμω όσο μπαρούτι τους είχε απομείνει κι αφού έστειλε από μακριά χαιρετισμό στο Σούλι, έβαλε φωτιά και κάηκαν όλοι.
Η θυσία της Δέσπως ενέπνευσε ποιητές συνθέτες και καλλιτέχνες. Και η λαϊκή μούσα απαθανάτισε τη θυσία της Δέσπως με τα αδρότερα χρώματα:
Της Δέσπως
Αχός βαρύς ακούγεται πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μʼ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
- Γιώργαινα ρίξε τʼ άρματα, δεν είνʼ εδώ το Σούλι
εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
- Το Σούλι κι αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε δεν κάνει.
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
Σκλάβες Τούρκων μη ζήσετε, παιδιά μαζί μʼ ελάτε.
Και τα φουσέκια ανάψανε κι όλοι φωτιά γενήκαν.
Επιμέλεια: Λίτσα Δουδούμη
======================================
Σταυριάνα Σάββαινα((1772 – 1868)
Στις 12-13 Μαΐου 1821 δόθηκε η μάχη στο
Βαλτέτσι που έληξε με τη νίκη των ελληνικών όπλων. Εκεί πολέμησε ο
Κολοκοτρώνης, οι Μαυρομιχαλαίοι Κυριακούλης και Ηλίας με τους Μανιάτες
κ.ά. Τότε διακρίθηκε και μια γυναίκα, η Σταυριάνα.Η Σταυριάνα Σάββαινα
γεννήθηκε στο Παρόρι της Σπάρτης το 1772. Παντρεύτηκε τον Γιωργάκη Σάββα
που τον απαγχόνισαν οι Τούρκοι στον Μυστρά κατά τις πρώτες μέρες της
Επανάστασης. Η Σταυριάνα οπλίστηκε και κατατάχθηκε στο σώμα του
Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τον ακολούθησε σε όλες τις μάχες. Ελαβε μέρος
στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στις μάχες του Βαλτετσίου και των
Τρικόρφων.Η Καλλιρρόη Παρρέν γράφει στην «Εφημερίδα των Κυριών» της
25-3-1890: Η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με
ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου. Ετέθη υπό τας
διαταγάς του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και πήγε στο Βαλτέτσι όπου
επολιορκούντο οι Έλληνες. Η Σταυριάνα μόνη μεταξύ των ανδρών αψηφούσε
τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα.
Οι περί τον Κολοκοτρώνη Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να
πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος».Επί Καποδίστρια πάρα πολλοί
αγωνιστές υπέβαλαν προς τη Συνέλευση αιτήσεις και ζητούσαν να ληφθεί και
για αυτούς κάποια πρόνοια. Στη συνέλευση παρουσιάστηκε η ίδια η Σάβαινα
«η ηρωική Μανιάτισσα που είχε ζωστεί όπλα και είχε λάβει μέρος σε
πολλές μάχες». Στην αναφορά της μεταξύ των άλλων έγραφε: «Το
στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια δια τους άνδρας, όταν όμως
είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος, όταν όλη σχεδόν η φύσις
συντρέχει προς υπεράσπισίν της, αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε
ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες, ημπορούν
να ωφελήσουν μεγάλως εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις…»Ο
Καποδίστριας, για τις υπηρεσίες της, της έδωσε χορηγία και έβαλε τα
παιδιά της στο ορφανοτροφείο που μόλις είχε συσταθεί. Ο Όθωνας όμως την
εγκατέλειψε και ζούσε από τις συνδρομές των οικογενειών των
αγωνιστών.Όταν πέθανε το 1868 η κυρά Σάββαινα, έκαναν έρανο στο Ναύπλιο
για να την θάψουν.
================================================
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Νεανικά χρόνια
Με καθαρή καταγωγή από την αρβανίτικη κοινότητα τηςΎδρας, η Λασκαρίνα Πινότση, όπως ήταν το όνομά της, γεννήθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου1771, όταν η μητέρα της, Παρασκευώ, επισκέφθηκε τον σύζυγό της και πατέρα της Λασκαρίνας, Σταυριανό Πινότση, ο οποίος ήταν ετοιμοθάνατος και είχε φυλακιστεί εκεί από τουςΤούρκους επειδή είχε συμμετάσχει στην επανάσταση της Πελοποννήσου το 1769-1770, τα γνωστάΟρλωφικά. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, επέστρεψε μαζί με την χήρα μητέρα της στην Ύδρα όπου έζησαν για τέσσερα χρόνια. Ύστερα μετακόμισαν στις Σπέτσες, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον εντόπιο καπετάνιο Δημήτριο Λαζάρου.
Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1788 όταν ήταν 17 χρονών, τον Δημήτριο Γιάννουζα (σκοτώθηκε το1797), με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Ο δεύτερος σύζυγός της ήταν ο Δημήτριος Μπούμπουλης, τον οποίο παντρεύτηκε σε ηλικία 30 ετών το 1801. Όμως και οι δύο σύζυγοι της, Σπετσιώτες καπεταναίοι, σκοτώθηκαν σε ναυμαχίες εναντίον πειρατών που έκαναν ληστρικές επιδρομές στα παράλια της Ελλάδας. Ειδικά ο Μπούμπουλης σκοτώθηκε το 1811 από βόλι στο μέτωπο.
Προεπαναστατικά χρόνια
Το 1811, όταν πέθανε ο δεύτερος σύζυγός της, η Μπουμπουλίνα ήταν 40 ετών πια, χήρεψε για δεύτερη φορά, είχε επτά παιδιά και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα. Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες. Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων έγινε πασίγνωστο και ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο ελληνικό πολεμικό πλοίο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, μετά απὀ καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κοριέζος, όπου συνάντησε τον Ρώσο, Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει την μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.
Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.
Επανάσταση
Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια». Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.
Στις 13 Μαρτίου 1821, στο λιμάνι των Σπετσών, η Μπουμπουλίνα ύψωσε στο κατάρτι του πλοίου Αγαμέμνων την δική της επαναστατική σημαία. Στις 3 Απριλίου και ανήμερα των Βαΐων, οι Σπέτσες, πρώτες από όλα τα νησιά, επαναστατούν ενώ το Μάιο οι Σπέτσες, η Ύδρα και τα Ψαρά αποτελούσαν τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις της επαναστατημένης Ελλάδας.
Η Μπουμπουλίνα, ως επικεφαλής μοίρας πλοίων – 8 πλοία, από τα οποία τρία ήταν δικά της – έπλευσε προς το Ναύπλιο το οποίο ήταν ένα απόρθητο οχυρό εφοδιασμένο με 300 κανόνια και αποτελούμενο από τρία φρούρια, το Μπούρτζι, την Ακροναυπλία και το Παλαμήδι. Αρχικά έδινε κατευθύνσεις στους άντρες της και αργότερα συμμετείχε η ίδια στην μάχη.
Εκτός από την πολιορκία του Ναυπλίου, πήρε μέρος στον ναυτικό αποκλεισμό της Μονεμβασιάς και στην παράδοση του κάστρου της, καθώς και στην πολιορκία του Νεοκάστρου της Πύλου και τον ανεφοδιασμό του Γαλαξιδίου, όπου κυβερνήτες ήταν τα παιδιά και τα αδέλφια της. Στη μάχη του Χάραδρου κοντά στο Άργος, ένα σώμα Σπετσιωτών πολεμιστών αντιμετώπισε 2.000 Τουρκαλβανούς, οι οποίοι είχαν σταλεί από τον Χουρσίτ Πασά με επικεφαλής τον Βεληγκέκα, με σκοπό την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους εξεγερμένους Έλληνες. Εκεί ο γιος της Μπουμπουλίνας, Γιάννης Γιάννουζας, Στις 11 Σεπτεμβρίου 1821 κατά την άλωση της Τριπολιτσάς, η Μπουμπουλίνα βοήθησε να σωθεί το χαρέμι του Χουρσίτ Πασά με κίνδυνο της ζωής της, γιατί όπως λέγεται είχε υποσχεθεί στην Σουλτάνα όταν την είχε συναντήσει στην Κωνσταντινούπολη για βοήθεια το 1816, ότι οποιαδήποτε Τουρκάλα της ζητούσε βοήθεια, αυτή θα της την έδινε. Έτσι η γυναίκα του Πασά που της ζήτησε να σώσει το χαρέμι, την ευχαρίστησε που έσωσε τις γυναίκες του χαρεμιού και τα παιδιά.
===========================================================================
==============================================
Μαντό Μαυρογένους
Βιογραφία
Καταγόταν από Ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, η οποία έφυγε κρυφά για την Ιταλία επειδή ο αδελφός του πατέρα της αποκεφαλίστηκε από τον Σουλτάνο. Θα εγκατασταθούν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Nικόλαος Μαυρογένης θα ασχοληθεί με το εμπόριο.[1] Με την έναρξη της Επανάστασης πήγε στην Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατέςπου λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στοΠήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά.
Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη δραστηριότητά της, συνολικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πώς, εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική αλλά και την Τουρκική.
Μετά την Επανάσταση, απογοητευμένη από την άτυχη ερωτική περιπέτειά της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο και έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε στην Πάρο πολύ φτωχή και λησμονημένη.
====================
ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΕΣ
Αξιοθαύμαστο θάρρος έδειξαν και οι Μεσολογγίτισσες «ελεύθερες πολιορκημένες», οι οποίες σε όλη τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας του προπυργίου της δυτικής Ελλάδας βοήθησαν με κάθε τρόπο στην άμυνα:μεταφορά υλικών για τα οχυρωματικά έργα, περίθαλψη των ασθενών και τραυματιών.Φιλέλληνες πολεμιστές του Μεσολογγίου, όπως ο Αύγουστος Φαμπρ και άλλοι, έχουν αποθανατίσει ατέλειωτες σκηνές βομβαρδισμών με θύματα γυναίκες, όπως εκείνη με τις έξι φίλες που περπατούσαν μαζί και μια οβίδα έσκασε στα πόδια τους, σκοτώνοντας ή τραυματίζοντας και τις έξι. Ή εκείνη με το αίμα μιας πληγωμένης μητέρας να βρέχει τα πτώματα των εννέα κοριτσιών της, τα οποία κείτονταν γύρω της. Οι Μεσολογγίτισσες όχι μόνο δε δείλιασαν, αλλά αντίθετα εμψύχωναν τους μαχητές και τους παρακινούσαν να αγωνιστούν ως το τέλος.
Όταν αποφασίζεται η ηρωική έξοδος(10 Απριλίου 1826), μετά το φοβερό λιμό, ακολουθούν πολλές γυναίκες με αντρική ενδυμασία, κρατώντας από το ένα χέρι το σπαθί και από το άλλο το μωρό τους, ενώ οι άοπλες μπήκαν στη μέση της φάλαγγας μαζί με τα παιδιά τους. Αυτές οι γυναίκες είχαν την ίδια φρικτή τύχη, όπως και οι άνδρες της Εξόδου, κατά τη γνωστή φοβερή σύγχυση που επικράτησε, και όσες κατάφεραν να γυρίσουν στην πόλη αυτοκτόνησαν, σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.
Από ότι ξέρουμε από τις τόσες ηρωίδες του Μεσολογγίου λίγα ονόματα διέσωσε η ιστορία για τις ηρωικές πράξεις τους.
Μια από τις γυναίκες του Μεσολογγίου ήταν και η Αλεφαντώ. Η ενδυμασία προσιδίαζε αυτής των αντρών.Αψηφούσε τους κινδύνους, τις κακουχίες και τις στερήσεις. Αντίθετα, εμψύχωνε τους άνδρες στον αγώνα και θυσίασε τη ζωή της για την ελευθερία και την τιμή της.Εκτός από αγωνίστρια, ήταν σύζυγος και μητέρα. Ο σύζυγός της σκοτώθηκε το Μάιο του’21 και νεαρά τότε η Αλεφαντώ έμεινε χήρα με μια μικρή κόρη.Όταν έγινε η έξοδος,συνελήφθη μαζί με την κόρη της και για πολλά χρόνια είχεμαρτυρική ζωή.
===================
ΟΙ ΧΙΩΤΙΣΕΣ
Οι γυναίκες της Χίου, σύμφωνα με περιηγητές της εποχής, ήταν «ωραίες και αβρές», με «ευγενική συμπεριφορά, ιδιαίτερα απέναντι στους ξένους». «Πουθενά αλλού οι γυναίκες δεν απολαμβάνουν τόση ελευθερία κι ωστόσο καμιά κατάχρησή της δεν παρατηρείται. Εργάζονται και τραγουδάνε. Τα σκάνδαλα είναι σπάνια».Οι σφαγές στο νησί(1822) εμπνέουν το Γάλλο ζωγράφο Ντελακρουά, που στο γνωστό του πίνακα αποτυπώνει όλη τη φρίκη αυτής της τραγωδίας. Από τους 100.000 κατοίκους στο νησί έμειναν λιγότεροι από 2000. «Χιλιάδες γυναίκες , κορίτσια κι αγόρια πουλιόνταν κάθε μέρα στο παζάρι. Πολλά από αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα αυτοκτόνησαν κατά τη μεταφορά. Βλέπεις γυναίκες να μη δέχονται τροφή, μ’ όλο που μαστιγώνονταν, για να πεθάνουν από την πείνα», ανέφερε ο Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη FrancisWerry.
================
ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΕΣ
Το Σούλι, χαλκογραφία του H.Holland
Οι σχέσεις των φύλων στο περήφανο και αδούλωτο Σούλι ήταν διαφορετικές απ΄ ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Θύμιζαν τη θέση της γυναίκας στην αρχαία Σπάρτη. Οι άντρες σέβονταν τις γυναίκες τους και συχνά ζητούσαν τη γνώμη τους, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιστάσεις. Οι σεβαστότερες απ΄ αυτές αναλάμβαναν το ρόλο του διαιτητή σε διαμάχες μεταξύ των ανδρών. Αντίθετα, ουδέποτε άνδρες ανακατεύονταν σε γυναικείους καβγάδες.
Οι Σουλιώτισσες
Ary Scheffer, Γάλλος ζωγράφος, 1827
Μερικές καπετάνισσες έπαιρναν μέρος στα στρατιωτικά συμβούλια, όπου οι γνώμες τους υπολογίζονταν όσο και των καπεταναίων. Στο σπίτι, τέλος, οι γυναίκες ήταν οι αδιαμφισβήτητες αφέντρες.
Οι Σουλιώτισσες, πέρα από το νοικοκυριό, έπαιρναν όλες μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου ο ρόλος τους ήταν, σε πρώτη φάση, εφεδρικός και βοηθητικός Όταν όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν, οι γυναικείες εφεδρείες ρίχνονταν στη μάχη, άλλοτε κατρακυλώντας βράχους πάνω στον εχθρό, άλλοτε περιβρέχοντάς τον με καυτά βόλια, άλλοτε ορμώντας μπροστά με το σπαθί στο χέρι.
Ο «Χορός του Ζαλόγγου» (παραμονές Χριστουγέννων 1803) αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτιμά το θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία. Τη γυναίκα-ηρωίδα που «της Ελευθερίας ο έρως» τη σπρώχνει να θυσιάσει τον εαυτό της και τα παιδιά της, να αποχαιρετήσει παντοτινά «τη γλυκιά ζωή» και τη «δύστυχη πατρίδα». «Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτ’ ανθός στην αμμουδιά / κ’ οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μέσ’ τη μαύρη τη σκλαβιά». Η πρώτη σέρνει το χορό, φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού, πηδάει και χάνεται στα βάθη του. Την ακολουθούν με τον ίδιο τρόπο, πάντα τραγουδώντας και χορεύοντας, η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη… Γύρω ακούγεται το μουγκρητό του ανέμου, που στροβιλίζει το χιόνι κι ανακατεύεται με το τραγούδι…
Την ίδια χρονική στιγμή(Δεκ. 1803), η Δέσπω Σέχου-Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς, μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα και ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο, για να μην παραδοθούν στον εχθρό.
Από τις Σουλιώτισσες ξεχώρισαν άλλες δυο, οι οποίες υπήρξαν οι διασημότερες από τις άλλες, καταφέρνοντας να περάσουν τα ονόματά τους στο δημοτικό τραγούδι κι από εκεί στη σφαίρα του θρύλου.
Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου,
κατέχει τον τίτλο της «γυναίκας του Σουλίου». Ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη ηρωίδα του Σουλίου. Με βαριά καρδιά έδωσε στο χέρι του αιμοβόρου Αλή Πασά τον πρωτότοκο γιο της Φώτο, για θυσία, και έβαλε πάνω από τον ίδιο της το γιο την αγάπη της για την πατρίδα. «Το παιδί μου είναι παιδί του Σουλίου και σα γλιτώσει το Σούλι γλιτώνει και το παιδί μου»,είπε χαρακτηριστικά στον πασά.
Μια άλλη γυναίκα φυσιογνωμία που ξεχώρισε ήταν