ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΤΣΑΒΑΛΟΥ (art historian and theoretician)
Οι παραστάσεις με ερωτικό περιεχόμενο στην αρχαία Ελληνική αγγειογραφία αποτελούν ένα σημαντικό και ενδιαφέρον corpus, μέχρι σχετικά πρόσφατα άγνωστο ή οικείο μόνο σε περιορισμένο κοινό όχι γιατί είναι χαμηλότερης αισθητικής αξίας από τις απεικονίσεις άλλων θεμάτων, αλλά γιατί έρχεται σε αντίθεση με τον τρόπο που η δική μας κοινωνία αντιλαμβάνεται τον έρωτα και την ερωτική πράξη. Θέματα όπως η φυσική και απενοχοποιημένη υπόσταση της ερωτικής έκφρασης, η πολυγαμικότητα, η παιδεραστία, η ομοφυλοφιλία ή τα ομαδικά όργια αποτελούν για τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο αποδεκτούς και συνήθεις θεσμούς ενός κωδικα ηθικής τελείως διαφορετικού από τον τρόπο με τον οποίο η δική μας κοινωνία θεσμοθετεί την ερωτική συμπεριφορά. Η γνώση του διαφορετικού θεσμικού πλαισίου μέσα στον οποίο αναπτύσσεται η ερωτική επιθυμία και εκφράζεται η ερωτική ορμή είναι απαραίτητη για την κατανόηση και απόλαυση αυτών των παραστάσεων.Το πολύπλοκο δίκτυο των ερωτικών σχέσεων προχωράει πολύ πιο πέρα από το πρώτο επίπεδο της απλής σεξουαλικής πραγματοποίησης αποτελώντας μια μορφή θεώρησης των κοινωνικών σχέσεων και ταυτόχρονα συνιστώντας έναν τρόπο πραγμάτωσής τους.
------------------------------
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
Ένα από το πιο πολυδιαβασμένα κείμενα που έχω ποτέ αναρτήσει σε αυτό το ιστολόγιο είναι το παλαιό μου άρθρο (από το περιοδικό Κεραμεική Τέχνη, τεύχος 28, Αύγουστος 1998) με τίτλο Ερωτικές Παραστάσεις στα Αρχαία Ελληνικά Αγγεία, το οποίο συνεχίζει να διαβάζεται, να αναδημοσιεύεται και να αναζητείται στο Google μέχρι σήμερα. Το ξανανεβάζω σήμερα, με την μορφή που είχε όταν αρχικά δημοσιεύτηκε, κάνοντας χρήση των δυνατοτήτων που μας δίνουν πια απλοχερα οι νέες τεχνολογίες του διαδικτύου.
Πατήστε εδώ
-----------------------------
Η αγγειογραφία είναι ιδιαίτερα πλούσια σε ερωτικές παραστάσεις από τα Αρχαΐκά χρόνια του 6ου αιώνα μέχρι και το τέλος του Κλασσικού κόσμου. Μετά τον 4ο αιώνα η ερωτική ορμή περιορίζεται στην κατώτερη περιοχή της επιφανειακής ικανοποίησης και παρακμάζει η έννοια της σωματικής και πνευματικής ενότητας ως έκφραση ηθικού ιδεώδους καθώς και η μέχρι τότε άρρηκτη σχέση μεταξύ ερωτικού και ιερού.
Οι ερωτικές απεικονίσεις αφορούν βέβαια στον Ελληνικό κόσμο στο σύνολό του (από την Ιωνία μέχρι την Κάτω Ιταλία) και η αντίληψη του ερωτισμού είναι σε γενικές γραμμές κοινή στις Ελληνικές πόλεις-κράτη παρά τις αρκετές νομοθετικές διαφορές μεταξύ τους. Επειδή ωστόσο η Αττική παραγωγή αγγείων είναι η μεγαλύτερη και δημοφιλέστερη και η Αττική γραμματεία μας παρέχει τα περισσότερα στοιχεία η μελέτη επικεντρώνεται στην κοινωνία της Αθήνας από τον 6ο εως τον 4ο προχριστιανικό αιώνα.
Οι ερωτικές παραστάσεις περιλαμβάνουν απεικονίσεις θρησκευτικού περιεχομένου, αποτροπαΐκού χαρακτήρα, και εκφράσεων της καθημερινής ερωτικής ζωής των Αρχαίων Ελλήνων.
Παρά το γεγονός ότι τα όντα που απεικονίζονται είναι υβριδικά, κατώτερης του ανθρώπου ή των ανθρωπόμορφων θεών φύσης και παρά τον χιουμοριστικό ή σκωπτικό χαρακτήρα με τον οποίο διακωμωδείται η αδυναμία χαλιναγώγησης των ενστίκτων από το νου, η συχνότητα αυτών των παραστάσεων καθώς και η άμεση σχέση τους με τις Διονυσιακές τελετές συνηγορεί στο γεγονός ότι έστω και μέσα από τη θεσμοθέτηση των τελετών ή την τυπολογία αυτών των απεικονίσεων η ανάγκη έκφρασης των ενστικτωδών λειτουργιών εύρισκε μια θαυμάσια διέξοδο.
Οπως στο ιερό των Δελφών ο Απόλλωνας παραχωρούσε για τρεις μήνες το χρόνο τον ναό του στο Διόνυσο, έτσι και σε όλη την Ελληνική φιλoσοφική προσέγγιση του κόσμου υπάρχει μια σοφή και διορατική αναγνώριση των διαφορετικών αναγκών που συνεπάγεται η ταυτόχρονη ζωΐκή και θεΐκή φύση του ανθρώπου και το Απολλώνειο στοιχείο (πνευματικότητα, λογική, νοητική προσέγγιση του κόσμου) βρίσκεται σε μια σχέση εναλλαγής και αλληλοσυμπλήρωσης με το Διονυσιακό (σωματικότητα, ένστικτο, απόλαυση), αποδεκτά και τα δύο ως στοιχεία της ανθρώπινης φύσης.
Οι καθαυτό ερωτικές παραστάσεις με την έννοια της απεικόνισης της γενετήσιας λειτουργίας που ειναι και οι περισσότερες και οι πλέον αποκαλυπτικές είναι εκείνες που αφορούν στην ερωτική ζωή των καθημερινών ανθρώπων στα πλαίσια των τριών κυριότερων θεσμών μέσα στους οποίους διοχετευόταν η γενετήσια ορμή: του γάμου, της πορνείας και της παιδεραστίας.
Παραστάσεις με θέματα γάμου υπάρχουν πολλές και θαυμάσιες αλλά το ερωτικό στοιχείο μόνο υπαινικτικά αποδίδεται: κάποιο άνοιγμα στο μέσα δωμάτιο όπου υπάρχει η κλίνη, κάποιος περιρρέων ερωτισμός κατά τη διάρκεια της νυμφαγωγίας (γαμήλιας πομπής), το τελετουργικό λουτρό εξαγνισμού των μελλονύμφων, το κυδώνι που προσέφεραν ως ερωτικό σύμβολο της Αφροδίτης.
Ταυτόχρονα με το γάμο υπήρχε ο θεσμός της παλλακείας. Οι παλλακίδες ήταν μη νόμιμες σύζυγοι, συζούσαν με τους άντρες τους είτε σαν ζευγάρι, είτε παράλληλα με τις νόμιμες συζύγους (κυρίως σε περιπτώσεις αδυναμίας τεκνοποίησης των δεύτερων) δεν είχαν όμως τη δυνατότητα να γίνουν νόμιμες σύζυγοι διότι δεν ήταν Αθηναίες πολίτισσες αλλά μέτοικοι ή απελεύθερες.
Οι εικαστικές παραστάσεις με θέμα την πορνεία είναι συχνές και απεικονίζουν άλλοτε προκαταρκτικές διαδικασίες όπως επίσκεψη σε πορνείο, γνωμοδότηση πελάτη, παζάρι, πληρωμή με προτεινόμενο βαλλάντιο, προσφορά δώρων όπως θηράματα, μυροδοχεία, αστράγαλοι (πέτρες παιγνιδιού με αφροδισιακό νόημα) και άλλοτε αυτή καθαυτή τη γενετήσια πράξη. Συχνή είναι η απεικόνιση καλοντυμένης πόρνης να κρατά αδράχτι και να γνέθει (σύμβολα άψογης ευυπόληπτης αστής) ως στοιχείο γυναικείου καθωσπρεπισμού,ελκτικής δύναμης θηλυκότητας και αντιστάθμισμα για την πραγματικά χαμηλή κοινωνική της υπόληψη.
Ανδρική πορνεία υπήρχε αλλά δεν έχαιρε καμμίας κοινωνικής υπόληψης και οι απεικονίσεις με αντίστοιχα θέματα είναι ελάχιστες.
Η ανώτερη πορνεία που ασκούσαν οι εταίρες δεν ήταν η ταχεία ικανοποίηση της σωματικής ανάγκης που ζητούσε κάποιος σε ένα πορνείο, αλλά ένας ψυχαγωγικός ερωτισμός που έχαιρε κοινωνικής εκτίμησης και συνεχούς φήμης.Η φήμη των εταιρών δεν οφειλόταν μόνο στα ιδιαίτερα προσόντα τους, σωματικά και πνευματικά, ούτε στη οικονομική τους επιφάνεια, αλλά και στίς βαθύτατες σχέσεις τους με επιφανή πρόσωπα της κοινωνίας στα οποία ασκούσαν και από τα οποία δέχονταν ιδιαίτερη επίδραση (Ασπασία-Περικλής, Λαΐς-Απελλής, Λαΐς-Διογένης, Φρύνη-Υπερείδης, Φρύνη-Πραξιτέλης, Τιμάνδρα-Αλκιβιάδης, Λεόντιον-Επίκουρος αποτελούν λίγα από τα πολλά διάσημα ζευγάρια εταιρών κι επιφανών ανδρών).
Οι εταίρες ήταν πόρνες ιδιαίτερης καλλονής, υψηλού επιπέδου (και αντίστοιχα υψηλής αμοιβής) συχνά Ιωνικής ή Αιολικής προέλευσης (περιοχές όπου οι γυναίκα απολάμβανε κάποια υψηλότερη κοινωνική θέση και είχε κάποιο δικαίωμα στη μόρφωση), με γνώσεις μουσικής και χορού, με καλούς τρόπους και συνήθως προσέφεραν τις υπηρεσίες τους κατά τη διάρκεια του τυπικού ελληνικού προτύπου της ανδρικής ψυχαγωγίας, του συμποσίου, χορεύοντας, τραγουδώντας, παίζοντας αυλό συμμετέχοντας σε συζητήσεις και παρέχοντας ερωτικές υπηρεσίες κυρίως κατά τη διάρκεια του κώμου. Ο “κώμος”, το τελευταίο και χαλαρότερο μέρος του συμποσίου κατά το οποίο οι κωμαστές παρασύρονταν σε ερωτικές εντάσεις και σεξουαλικές περιπτύξεις αποτελεί το πλουσιότερο πεδίο για τους αγγειογράφους της εποχής που αναζητούσαν απεικονίσεις πλούσιες σε αφηγηματικό περιεχόμενο και εικαστική δράση. Το εύρος των παραστάσεων εκτείνεται από τη συγκρατημένη τρυφερότητα μέχρι την απώτατη αισθησιακή ηδονή και από τη θωπεία μέχρι το άνευ όρίων αχαλίνωτο ομαδικό σεξ. Η οπτική σήμανση των σκηνών ως κώμων επιτυγχάνεται και με ένα πλήθος παραπληρωματικών στοιχείων όπως κλίνες συμποσίου, αναρτημένες θήκες αυλών, καλάθια φαγητών, λεκάνες νερού, καθώς και μέσα από παιγνίδια με ”όλισβους” (δερμάτινους φαλλούς), δαφνοστεφανομένους συμποσιαστές και συμμετοχή ανδρών και γυναικών στον “κότταβο” (παιγνίδι εκσφενδόνισης του υπολοίπου του κρασιού). Απεικονίζονται όλοι οι τρόποι γενετήσιας επικοινωνίας με ποικιλία και φαντασία στους τρόπους συνεύρεσης (συνουσία δια του κόλπου, δια του πρωκτού, πεολειχία, ομαδικό σεξ κ.α.).
Για να αντιληφθούμε τη στενή σχέση ανάμεσα στο πολιτικό-κοινωνικό πλαίσιο και την απεικόνιση της προσωπικής ζωής αξίζει να αναφερθούμε στη μεταβολή που υφίσταται η απεικόνιση σκηνών με εταίρες με την αλλαγή του αιώνα και των κοινωνικών απαιτήσεων: Κατά τον 6ο αιώνα άνδρες και γυναίκες ενώνονται ιστάμενοι ή αγκαλιάζονται καθισμένοι ο ένας πάνω στον άλλον σε μετωπική συνήθως στάση, με τα βλέμματα να διασταυρώνονται. Από τις αρχές του 5ου αιώνα η γυναίκα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, απεικονίζεται σε στάση ταπεινοπρεπή, αποκλείεται από την οπτική συμμετοχή στα τεκταινόμενα και υποβιβάζεται σε ένα ρόλο σεξουαλικού αντικειμένου. Δεν είναι τυχαίο οτι η μεταβολή αυτή στην απεικόνιση συντελείται ταυτόχρονα με τη νεοιδρυθείσα Δημοκρατία και τους Περσικούς πολέμους, μια εποχή κατά την οποία οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες επιβάλλουν στον άνδρα ενισχυμένες ευθύνες και ολοκληρωτική κατάθεση με σώμα και ζωή, ενώ στις γυναίκες ενισχύουν την απομόνωσή τους και τον αποκλεισμό τους από τον δημόσιο χώρο.
Ο ΠΑΙΣ ΚΑΛΟΣ
Συχνότατες στην αγγειογραφία είναι οι λεκτικές (“ο παις καλός” = τι ωραίος νέος) και εικονογραφικές αναφορές στις σχέσεις μεταξύ ανδρών οι οποίες έχαιραν υψηλής κοινωνικής εκτίμησης κάτι που ξενίζει το σημερινό θεατή καθώς στις περισσότερες σημερινές κοινωνίες η παιδεραστία και η ομοφυλοφιλία είναι ποινικοποιημένες ή ηθικά επιλήψιμες. Κατά την αρχαιότητα ωστόσο, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά σχεδόν σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο η παιδεραστία αποτελούσε έναν κοινωνικό θεσμό καθιερωμένο και καταξιωμένο, ένα είδος παιδαγωγικού έρωτα με απαραίτητο πνευματικό και ψυχικό δεσμό που αποσκοπούσε στη διδασκαλία προτύπων συμπεριφοράς, στη μεταβίβαση μέτρων αξιών για τη ζωή και στην διαπαιδαγώγηση προς το πρότυπο του “καλού καγαθού” (το να είναι κάποιος ωραίος και ενάρετος).
Η παιδεραστική σχέση αναφέρεται στο δεσμό ενός ώριμου άνδρα (αποδίδεται συνήθως γενειοφόρος), του “εραστή” και ενός παίδα, ενός νεαρού αγοριού ανάμεσα στα 13 και 19, του “ερώμενου” του οποίου το πρόσωπο και το σώμα φανερώνουν τα πρώτα σημάδια της εφηβείας. Ο εραστής γοητεύεται από το κάλλος του εφήβου και ο έρωτας αυτός γίνεται κίνητρο για γνώση της ομορφιάς μέσω της οποίας φτάνει στη γνώση και κατάκτηση του Ωραίου. Ο ερώμενος γοητεύεται από το πρότυπο συμπεριφοράς και γνώσης του ώριμου άνδρα που εκπροσωπεί τον εγγυητή των ηθικών αρετών και της ανδρείας που πρέπει να κατακτήσει ο έφηβος μέσα από αυτή τη σχέση που προσιδιάζει περισσότερο στο δεσμό δασκάλου προς μαθητή με έντονο ωστόσο το ερωτικό στοιχείο.
Στην υψηλή θεώρηση της παιδεραστίας συνηγορεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό η αντίληψη περί κατωτερότητας της γυναίκας όχι μόνο σε ηθικό αλλά και σε σωματικό επίπεδο στην Αρχαία Ελληνική κοινωνία και η συνεπακόλουθη ταύτιση του ωραίου και του υψηλού με το ανδρικό πνεύμα και σώμα καθώς επίσης και η εξοικείωση με το γυμνό ανδρικό σώμα στα γυμνάσια και τις παλαίστρες, τους κατεξοχήν χώρους διαπαιδαγώγησης της εποχής.
Στην εικονογραφία οι συχνότερες παραστάσεις παιδεραστικού περιεχομένου αφορούν στην ερωτική υποψηφιότητα των εραστών και στην προσπάθεια αφύπνισης του ενδιαφέροντος από την πλευρά του ερώμενου μεσα από δώρα παιδαγωγικής σκοπιμότητας (στέφανος, κλάδος, πλάκα γραφής), ή δώρα-συμβόλα (λαγός και ζαρκάδι για το κυνήγι, πετεινός για την αγωνιστική αρετή) . Στις παραστάσεις αυτές η σεξουαλικότητα εκφράζεται συνήθως με χάδια του εραστή στα γεννητικά όργανα του ερώμενου ή, σπανιότερα, με το μοναδικό νόμιμο τρόπο ομοφυλοφιλικής γενετήσιας επικοινωνίας, το “διαμερίζειν”, την πράξη δηλαδή του εραστή ανάμεσα στους μηρούς του ερώμενου, πράξη που διασφάλιζε την ικανοποίηση της ηδονής του εραστή αφενός και αφετέρου την διαφύλαξη της αξιοπρέπειας και της αρετής του ερώμενου.
Αντίστοιχα με τη σχέση μεταξύ ανδρών στο θεσμό της παιδεραστίας, υπήρχαν (ιδιαίτερα στην Αρχαΐκή περίοδο) δεσμοί ανάμεσα σε ένα νεαρό κορίτσι και σε μια ωριμότερη γυναίκα στα πλαίσια των χορικών ομάδων που σχημάτιζαν τα κορίτσια. Αυτές οι σχέσεις όμως μας είναι γνωστές από τη γραμματεία περισσότερο και όχι από την εικονογραφία.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Η ερωτική έλξη και η σεξουαλική πράξη στην Αρχαία Ελλάδα έχουν θετικούς προσδιορισμούς είναι σαν υποστάσεις φυσικές, ανοιχτές, διευρυμένες και όχι προβληματικές. Η ρύθμιση του έρωτα με βάση ηθικούς κανόνες δεν γίνεται μέσα απο έναν κώδικα υποχρεωτικής για όλους διαγωγής, με σύσταση ή απόρριψη ορισμένων τρόπων σεξουαλικής πράξης ή ενός και του αυτού συνόλου αρχών. Η σημαντικότερη απαίτηση είναι η ικανότητα χαλιναγώγησης της στοιχειώδους φύσης και ορμής μέσα απο την πολιτιστική προτεραιότητα του ορθού λόγου και της τήρησης του μέτρου. Η σεξουαλική ηθική προβληματίζει την ελληνική σκέψη (τουλάχιστον για τους ελεύθερους αρρενες) ως σχέση ανάμεσα στην άσκηση της ελευθερίας του ατόμου, των μορφών της εξουσίας του και της πρόσβασής του στην αλήθεια. Και είναι αυτή η πρόσβαση στη αλήθεια με την οποία συγγενεύει ο άνθρωπος που του αποκαλύπτεται μέσα από τη σχέση του με τον άλλον άνθρωπο και η συνειδητοποίηση της ικανότητας του ατόμου να ανακαλύψει και να διαφυλάξει αυτή τη σχέση προς την αλήθεια.
M. Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας (Τόμος 2: Η χρήση των απολαύσεων), Ράππας , Αθήνα, 1989
K. J. Dover, Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα, Χιωτέλλης, Αθήνα, 1990
H. Licht, Η Σεξουαλική Ζωή στην Αρχαία Ελλάδα, Μέλισσα, Αθήνα
J. Boardman, La Rocca, Eros in Greece, Milan, 1975
C. Reisberg, Γάμος, Εταίρες και Παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμας, Αθήνα, 1993
B. Sergent, L’Homosexualité dans la Mythologie Grecque, Payot, Paris, 1959
J. Marcade, Ο Έρωτας στην Τέχνη (Τόμος Α: Οι Έλληνες), Διαχρονική, 1979
Ν. Boymel Kampen, Sexuality in Ancient Art, Cambridge University Press, 1996
R.Barthes, Αποσπάσματα Ερωτικού Λόγου, Ράππας, Αθήνα
Α. Λεντάκης, Ο Έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα (τόμοι 1-2), Καστανιώτης, Αθήνα, 1997
Περιδικό Αρχαιολογία, τεύχος 10, Ιανουάριος 1984 (άρθρα των Claude Calame, Στέλιου Ξηρουχάκη, Ανδρέα Λεντάκη κ.α.)
Eros Grec, Amour des Dieux et des Hommes, κατάλογος έκθεσης, έκδοση ΥΠΠΟ, Διεύθυνση Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 1989
Πλάτωνος Συμπόσιο
Ξενοφώντος Συμπόσιο
Αισχίνη Κατά Τιμάρχου
(ψευδο)Δημοσθένους Κατά Νεαιράς
Προσθήκη λεζάντας |
Οι παραστάσεις με ερωτικό περιεχόμενο στην αρχαία Ελληνική αγγειογραφία αποτελούν ένα σημαντικό και ενδιαφέρον corpus, μέχρι σχετικά πρόσφατα άγνωστο ή οικείο μόνο σε περιορισμένο κοινό όχι γιατί είναι χαμηλότερης αισθητικής αξίας από τις απεικονίσεις άλλων θεμάτων, αλλά γιατί έρχεται σε αντίθεση με τον τρόπο που η δική μας κοινωνία αντιλαμβάνεται τον έρωτα και την ερωτική πράξη. Θέματα όπως η φυσική και απενοχοποιημένη υπόσταση της ερωτικής έκφρασης, η πολυγαμικότητα, η παιδεραστία, η ομοφυλοφιλία ή τα ομαδικά όργια αποτελούν για τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο αποδεκτούς και συνήθεις θεσμούς ενός κωδικα ηθικής τελείως διαφορετικού από τον τρόπο με τον οποίο η δική μας κοινωνία θεσμοθετεί την ερωτική συμπεριφορά. Η γνώση του διαφορετικού θεσμικού πλαισίου μέσα στον οποίο αναπτύσσεται η ερωτική επιθυμία και εκφράζεται η ερωτική ορμή είναι απαραίτητη για την κατανόηση και απόλαυση αυτών των παραστάσεων.Το πολύπλοκο δίκτυο των ερωτικών σχέσεων προχωράει πολύ πιο πέρα από το πρώτο επίπεδο της απλής σεξουαλικής πραγματοποίησης αποτελώντας μια μορφή θεώρησης των κοινωνικών σχέσεων και ταυτόχρονα συνιστώντας έναν τρόπο πραγμάτωσής τους.
------------------------------
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
Ένα από το πιο πολυδιαβασμένα κείμενα που έχω ποτέ αναρτήσει σε αυτό το ιστολόγιο είναι το παλαιό μου άρθρο (από το περιοδικό Κεραμεική Τέχνη, τεύχος 28, Αύγουστος 1998) με τίτλο Ερωτικές Παραστάσεις στα Αρχαία Ελληνικά Αγγεία, το οποίο συνεχίζει να διαβάζεται, να αναδημοσιεύεται και να αναζητείται στο Google μέχρι σήμερα. Το ξανανεβάζω σήμερα, με την μορφή που είχε όταν αρχικά δημοσιεύτηκε, κάνοντας χρήση των δυνατοτήτων που μας δίνουν πια απλοχερα οι νέες τεχνολογίες του διαδικτύου.
Πατήστε εδώ
-----------------------------
Η αγγειογραφία είναι ιδιαίτερα πλούσια σε ερωτικές παραστάσεις από τα Αρχαΐκά χρόνια του 6ου αιώνα μέχρι και το τέλος του Κλασσικού κόσμου. Μετά τον 4ο αιώνα η ερωτική ορμή περιορίζεται στην κατώτερη περιοχή της επιφανειακής ικανοποίησης και παρακμάζει η έννοια της σωματικής και πνευματικής ενότητας ως έκφραση ηθικού ιδεώδους καθώς και η μέχρι τότε άρρηκτη σχέση μεταξύ ερωτικού και ιερού.
Οι ερωτικές απεικονίσεις αφορούν βέβαια στον Ελληνικό κόσμο στο σύνολό του (από την Ιωνία μέχρι την Κάτω Ιταλία) και η αντίληψη του ερωτισμού είναι σε γενικές γραμμές κοινή στις Ελληνικές πόλεις-κράτη παρά τις αρκετές νομοθετικές διαφορές μεταξύ τους. Επειδή ωστόσο η Αττική παραγωγή αγγείων είναι η μεγαλύτερη και δημοφιλέστερη και η Αττική γραμματεία μας παρέχει τα περισσότερα στοιχεία η μελέτη επικεντρώνεται στην κοινωνία της Αθήνας από τον 6ο εως τον 4ο προχριστιανικό αιώνα.
Οι ερωτικές παραστάσεις περιλαμβάνουν απεικονίσεις θρησκευτικού περιεχομένου, αποτροπαΐκού χαρακτήρα, και εκφράσεων της καθημερινής ερωτικής ζωής των Αρχαίων Ελλήνων.
ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ
Σε κοινωνίες αγροτικού τύπου όπου η γονιμότητα της γης και η ευγονία των γυναικών διασφαλίζουν την αναπαραγωγή του είδους , την επιβίωση και την ισχύ της κοινωνίας οι αναφορές δεν γίνονται μόνο μέσα από εικόνες που τις σηματοδοτούν (γυναίκα με παιδί, φρούτα, δημητριακά κ.α.) αλλά και μέσα απο τις άμεσες ή έμμεσες αναφορές στην ερωτική επιθυμία και τη γενετήσια πράξη καθώς και στα σύμβολα και όργανά τους . Σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία όπως η Ελληνική το συχνότερο σύμβολο είναι ο φαλλός . Φαλλός με φτερά (“έρως πτερός”) ως σύμβολο της αναπεπταμένης επιθυμίας υπερμεγέθη ομοιώματα φαλλών ως τελετουργικά αντικείμενα , φαλλός με οφθαλμό ως σύμβολο της ανδρικής δυνατότητας να βλέπει και να ερμηνεύει τον κόσμο, “Ερμείες” με ιθυφαλλικές παραστάσεις (στήλες που έφεραν την κεφαλή του Ερμή και φαλλό και ετοποθετούντο έξω από τα σπίτια ή σε δημόσιες οδούς). Η παρουσία του φαλλού-συμβόλου διώχνει το κακό και υπαινίσσεται την γενετήσια επιθυμία ως το θετικό σύμβολο ζωής που ξορκίζει το φόβο του θανάτου.ΤΟ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ
Σε άμεση συνάρτηση με γονιμικές λατρείες βρίσκεται και μια ομάδα παραστάσεων Διονυσιακού περιεχομένου στις οποίες οι ακόλουθοι του Διονύσου (Σάτυροι, Σειληνοί, Μαινάδες) συμμετέχουν σε πομπές-τελετουργίες όπου ταυτόχρονα με το κρασί που ρέει άφθονο σε μια περιρρέουσα ερωτική ατμόσφαιρα χαλαρώνουν τα δεσμά της λογικής συμπεριφοράς και τα ένστικτα αχαλίνωτα επιδίδονται σε πομπές με χορούς, τραγούδια κρασί και ερωτικές περιπτύξεις.Παρά το γεγονός ότι τα όντα που απεικονίζονται είναι υβριδικά, κατώτερης του ανθρώπου ή των ανθρωπόμορφων θεών φύσης και παρά τον χιουμοριστικό ή σκωπτικό χαρακτήρα με τον οποίο διακωμωδείται η αδυναμία χαλιναγώγησης των ενστίκτων από το νου, η συχνότητα αυτών των παραστάσεων καθώς και η άμεση σχέση τους με τις Διονυσιακές τελετές συνηγορεί στο γεγονός ότι έστω και μέσα από τη θεσμοθέτηση των τελετών ή την τυπολογία αυτών των απεικονίσεων η ανάγκη έκφρασης των ενστικτωδών λειτουργιών εύρισκε μια θαυμάσια διέξοδο.
Οπως στο ιερό των Δελφών ο Απόλλωνας παραχωρούσε για τρεις μήνες το χρόνο τον ναό του στο Διόνυσο, έτσι και σε όλη την Ελληνική φιλoσοφική προσέγγιση του κόσμου υπάρχει μια σοφή και διορατική αναγνώριση των διαφορετικών αναγκών που συνεπάγεται η ταυτόχρονη ζωΐκή και θεΐκή φύση του ανθρώπου και το Απολλώνειο στοιχείο (πνευματικότητα, λογική, νοητική προσέγγιση του κόσμου) βρίσκεται σε μια σχέση εναλλαγής και αλληλοσυμπλήρωσης με το Διονυσιακό (σωματικότητα, ένστικτο, απόλαυση), αποδεκτά και τα δύο ως στοιχεία της ανθρώπινης φύσης.
ΕΡΩΤΕΣ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΕΡΩΤΕΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Ενδιαφέρουσες μυθολογικές και θρησκευτικές παραστάσεις με ερωτικό περιεχόμενο αποτελούν και οι παραστάσεις εκείνες που απεικονίζουν συνευρέσεις μεταξύ θεών και θνητών ή μεταξύ μυθολογικών προσώπων με συνηθέστερο το θέμα της αρπαγής (Δίας-Γανυμήδης, Βορρέας-Ωρείθυια, Ηρακλής-Νέσσος-Διηάνειρα, Αδης-Περσεφόνη, Διόσκουροι-Λευκιππίδες, Πέλοψ-Ιπποδάμεια κ.α.). Παρά το γεγονός οτι οι σκηνές αυτές έχουν έντονα ερωτικό περιεχόμενο η γενετήσια πράξη καθαυτή σπάνια απεικονίζεται, δίνοντας τη θέση της στην έκφραση του ερωτικού πόθου μέσα από την επιδίωξη του έρωτα και την αφηγηματικότητα των γεγονότων αποκαλύπτοντας έτσι την υπεροχή του ελεγχόμενου στοιχείου στον κόσμο των ανώτερων θεών και των ηρώων, την προτεραιότητα του “ορθού λόγου” απέναντι στην στοιχειώδη φύση των ενστίκτων.Οι καθαυτό ερωτικές παραστάσεις με την έννοια της απεικόνισης της γενετήσιας λειτουργίας που ειναι και οι περισσότερες και οι πλέον αποκαλυπτικές είναι εκείνες που αφορούν στην ερωτική ζωή των καθημερινών ανθρώπων στα πλαίσια των τριών κυριότερων θεσμών μέσα στους οποίους διοχετευόταν η γενετήσια ορμή: του γάμου, της πορνείας και της παιδεραστίας.
“ΕΦΥΓΟΝ ΚΑΚΟΝ ΕΥΡΟΝ ΑΜΕΙΝΟΝ”
Σπάνια ερωτικές παραστάσεις αναφέρονται στο θεσμό του γάμου. Η ιδιωτική ζωή των ζευγαριών, η υπόληψη της αστής συζύγου, αλλά κυρίως ο χαρακτήρας και ο τύπος του θεσμού δεν το επέτρεπαν. Ας μην ξεχνάμε οτι ο γάμος στην Κλασσική Ελλάδα σπάνια ήταν αποτέλεσμα ερωτικής έλξης (συχνά το ζευγάρι δεν είχε ιδωθεί ποτέ προ του γάμου) και στην ουσία αποτελούσε ένα θεσμό συντήρησης και διαιώνισης της μικρότερης μονάδας της πόλης, του “οίκου”, αποσκοπώντας στην εύρυθμη λειτουργία του και στη δημιουργία νόμιμων απογόνων, με τη σύζυγο να αποτελεί τη διαχειρίστρια αυτού του οίκου και τη δημόσια συνείδηση να απωθεί έντονα το σεξουαλικό συντελεστή του γάμου.Παραστάσεις με θέματα γάμου υπάρχουν πολλές και θαυμάσιες αλλά το ερωτικό στοιχείο μόνο υπαινικτικά αποδίδεται: κάποιο άνοιγμα στο μέσα δωμάτιο όπου υπάρχει η κλίνη, κάποιος περιρρέων ερωτισμός κατά τη διάρκεια της νυμφαγωγίας (γαμήλιας πομπής), το τελετουργικό λουτρό εξαγνισμού των μελλονύμφων, το κυδώνι που προσέφεραν ως ερωτικό σύμβολο της Αφροδίτης.
Ταυτόχρονα με το γάμο υπήρχε ο θεσμός της παλλακείας. Οι παλλακίδες ήταν μη νόμιμες σύζυγοι, συζούσαν με τους άντρες τους είτε σαν ζευγάρι, είτε παράλληλα με τις νόμιμες συζύγους (κυρίως σε περιπτώσεις αδυναμίας τεκνοποίησης των δεύτερων) δεν είχαν όμως τη δυνατότητα να γίνουν νόμιμες σύζυγοι διότι δεν ήταν Αθηναίες πολίτισσες αλλά μέτοικοι ή απελεύθερες.
“ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ”
Η γυναίκα, η οποία ως ευυπόληπτη σύζυγος ήταν αποκλεισμένη από τη δημόσια ζωή και περιορισμένη στο χώρο του σπιτιού, εμφανίζεται στην αγγειογραφία σε ερωτικές συνευρέσεις ή συναλλαγές με άνδρες μέσα από το θεσμό του αγοραίου έρωτα, της πορνείας. Οι πόρνες (από το ρήμα πέρνημι = διαθέτω με αντάλλαγμα, πουλώ) ήταν κυρίως δουλοπάροικοι, αιχμαλωτες πολέμου, απελεύθερες ή μέτοικοι (σε ελάχιστες περιπτώσεις και Αθηναίες πολίτισσες των οποίων η κακή οικονομική κατάσταση και οι συγκυρίες δεν διασφάλιζαν κάποια καλύτερη τύχη) και εργάζονταν είτε σε δημόσια πορνεία τα οποία είχαν δημιουργηθεί ήδη από τα χρόνια του Σόλωνα, είτε σε ιδιωτικούς οικίσκους και χαμαιτυπεία (το πορνικόν τέλος, ο φόρος δηλαδή που πλήρωναν οι πόρνες, ήταν από τα σημαντικά έσοδα του κράτους) είτε στο ύπαιθρο και τους δρόμους ως φθηνότερες πόρνες που ονομάζονταν λεωφόροι (Εχει βρεθεί υπόδημα λεωφόρου στο οποίο τα καρφιά σχηματίζουν τη λέξη “ακολούθει” έτσι ώστε με το αποτύπωμα της λέξης στο μαλακό χώμα να επιτυγχάνεται χωρίς πολλές κουβέντες η συνενόηση και η άγρα πελατών).Οι εικαστικές παραστάσεις με θέμα την πορνεία είναι συχνές και απεικονίζουν άλλοτε προκαταρκτικές διαδικασίες όπως επίσκεψη σε πορνείο, γνωμοδότηση πελάτη, παζάρι, πληρωμή με προτεινόμενο βαλλάντιο, προσφορά δώρων όπως θηράματα, μυροδοχεία, αστράγαλοι (πέτρες παιγνιδιού με αφροδισιακό νόημα) και άλλοτε αυτή καθαυτή τη γενετήσια πράξη. Συχνή είναι η απεικόνιση καλοντυμένης πόρνης να κρατά αδράχτι και να γνέθει (σύμβολα άψογης ευυπόληπτης αστής) ως στοιχείο γυναικείου καθωσπρεπισμού,ελκτικής δύναμης θηλυκότητας και αντιστάθμισμα για την πραγματικά χαμηλή κοινωνική της υπόληψη.
Ανδρική πορνεία υπήρχε αλλά δεν έχαιρε καμμίας κοινωνικής υπόληψης και οι απεικονίσεις με αντίστοιχα θέματα είναι ελάχιστες.
Η ανώτερη πορνεία που ασκούσαν οι εταίρες δεν ήταν η ταχεία ικανοποίηση της σωματικής ανάγκης που ζητούσε κάποιος σε ένα πορνείο, αλλά ένας ψυχαγωγικός ερωτισμός που έχαιρε κοινωνικής εκτίμησης και συνεχούς φήμης.Η φήμη των εταιρών δεν οφειλόταν μόνο στα ιδιαίτερα προσόντα τους, σωματικά και πνευματικά, ούτε στη οικονομική τους επιφάνεια, αλλά και στίς βαθύτατες σχέσεις τους με επιφανή πρόσωπα της κοινωνίας στα οποία ασκούσαν και από τα οποία δέχονταν ιδιαίτερη επίδραση (Ασπασία-Περικλής, Λαΐς-Απελλής, Λαΐς-Διογένης, Φρύνη-Υπερείδης, Φρύνη-Πραξιτέλης, Τιμάνδρα-Αλκιβιάδης, Λεόντιον-Επίκουρος αποτελούν λίγα από τα πολλά διάσημα ζευγάρια εταιρών κι επιφανών ανδρών).
Οι εταίρες ήταν πόρνες ιδιαίτερης καλλονής, υψηλού επιπέδου (και αντίστοιχα υψηλής αμοιβής) συχνά Ιωνικής ή Αιολικής προέλευσης (περιοχές όπου οι γυναίκα απολάμβανε κάποια υψηλότερη κοινωνική θέση και είχε κάποιο δικαίωμα στη μόρφωση), με γνώσεις μουσικής και χορού, με καλούς τρόπους και συνήθως προσέφεραν τις υπηρεσίες τους κατά τη διάρκεια του τυπικού ελληνικού προτύπου της ανδρικής ψυχαγωγίας, του συμποσίου, χορεύοντας, τραγουδώντας, παίζοντας αυλό συμμετέχοντας σε συζητήσεις και παρέχοντας ερωτικές υπηρεσίες κυρίως κατά τη διάρκεια του κώμου. Ο “κώμος”, το τελευταίο και χαλαρότερο μέρος του συμποσίου κατά το οποίο οι κωμαστές παρασύρονταν σε ερωτικές εντάσεις και σεξουαλικές περιπτύξεις αποτελεί το πλουσιότερο πεδίο για τους αγγειογράφους της εποχής που αναζητούσαν απεικονίσεις πλούσιες σε αφηγηματικό περιεχόμενο και εικαστική δράση. Το εύρος των παραστάσεων εκτείνεται από τη συγκρατημένη τρυφερότητα μέχρι την απώτατη αισθησιακή ηδονή και από τη θωπεία μέχρι το άνευ όρίων αχαλίνωτο ομαδικό σεξ. Η οπτική σήμανση των σκηνών ως κώμων επιτυγχάνεται και με ένα πλήθος παραπληρωματικών στοιχείων όπως κλίνες συμποσίου, αναρτημένες θήκες αυλών, καλάθια φαγητών, λεκάνες νερού, καθώς και μέσα από παιγνίδια με ”όλισβους” (δερμάτινους φαλλούς), δαφνοστεφανομένους συμποσιαστές και συμμετοχή ανδρών και γυναικών στον “κότταβο” (παιγνίδι εκσφενδόνισης του υπολοίπου του κρασιού). Απεικονίζονται όλοι οι τρόποι γενετήσιας επικοινωνίας με ποικιλία και φαντασία στους τρόπους συνεύρεσης (συνουσία δια του κόλπου, δια του πρωκτού, πεολειχία, ομαδικό σεξ κ.α.).
Για να αντιληφθούμε τη στενή σχέση ανάμεσα στο πολιτικό-κοινωνικό πλαίσιο και την απεικόνιση της προσωπικής ζωής αξίζει να αναφερθούμε στη μεταβολή που υφίσταται η απεικόνιση σκηνών με εταίρες με την αλλαγή του αιώνα και των κοινωνικών απαιτήσεων: Κατά τον 6ο αιώνα άνδρες και γυναίκες ενώνονται ιστάμενοι ή αγκαλιάζονται καθισμένοι ο ένας πάνω στον άλλον σε μετωπική συνήθως στάση, με τα βλέμματα να διασταυρώνονται. Από τις αρχές του 5ου αιώνα η γυναίκα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, απεικονίζεται σε στάση ταπεινοπρεπή, αποκλείεται από την οπτική συμμετοχή στα τεκταινόμενα και υποβιβάζεται σε ένα ρόλο σεξουαλικού αντικειμένου. Δεν είναι τυχαίο οτι η μεταβολή αυτή στην απεικόνιση συντελείται ταυτόχρονα με τη νεοιδρυθείσα Δημοκρατία και τους Περσικούς πολέμους, μια εποχή κατά την οποία οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες επιβάλλουν στον άνδρα ενισχυμένες ευθύνες και ολοκληρωτική κατάθεση με σώμα και ζωή, ενώ στις γυναίκες ενισχύουν την απομόνωσή τους και τον αποκλεισμό τους από τον δημόσιο χώρο.
Ο ΠΑΙΣ ΚΑΛΟΣ
Συχνότατες στην αγγειογραφία είναι οι λεκτικές (“ο παις καλός” = τι ωραίος νέος) και εικονογραφικές αναφορές στις σχέσεις μεταξύ ανδρών οι οποίες έχαιραν υψηλής κοινωνικής εκτίμησης κάτι που ξενίζει το σημερινό θεατή καθώς στις περισσότερες σημερινές κοινωνίες η παιδεραστία και η ομοφυλοφιλία είναι ποινικοποιημένες ή ηθικά επιλήψιμες. Κατά την αρχαιότητα ωστόσο, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά σχεδόν σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο η παιδεραστία αποτελούσε έναν κοινωνικό θεσμό καθιερωμένο και καταξιωμένο, ένα είδος παιδαγωγικού έρωτα με απαραίτητο πνευματικό και ψυχικό δεσμό που αποσκοπούσε στη διδασκαλία προτύπων συμπεριφοράς, στη μεταβίβαση μέτρων αξιών για τη ζωή και στην διαπαιδαγώγηση προς το πρότυπο του “καλού καγαθού” (το να είναι κάποιος ωραίος και ενάρετος).
Η παιδεραστική σχέση αναφέρεται στο δεσμό ενός ώριμου άνδρα (αποδίδεται συνήθως γενειοφόρος), του “εραστή” και ενός παίδα, ενός νεαρού αγοριού ανάμεσα στα 13 και 19, του “ερώμενου” του οποίου το πρόσωπο και το σώμα φανερώνουν τα πρώτα σημάδια της εφηβείας. Ο εραστής γοητεύεται από το κάλλος του εφήβου και ο έρωτας αυτός γίνεται κίνητρο για γνώση της ομορφιάς μέσω της οποίας φτάνει στη γνώση και κατάκτηση του Ωραίου. Ο ερώμενος γοητεύεται από το πρότυπο συμπεριφοράς και γνώσης του ώριμου άνδρα που εκπροσωπεί τον εγγυητή των ηθικών αρετών και της ανδρείας που πρέπει να κατακτήσει ο έφηβος μέσα από αυτή τη σχέση που προσιδιάζει περισσότερο στο δεσμό δασκάλου προς μαθητή με έντονο ωστόσο το ερωτικό στοιχείο.
Στην υψηλή θεώρηση της παιδεραστίας συνηγορεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό η αντίληψη περί κατωτερότητας της γυναίκας όχι μόνο σε ηθικό αλλά και σε σωματικό επίπεδο στην Αρχαία Ελληνική κοινωνία και η συνεπακόλουθη ταύτιση του ωραίου και του υψηλού με το ανδρικό πνεύμα και σώμα καθώς επίσης και η εξοικείωση με το γυμνό ανδρικό σώμα στα γυμνάσια και τις παλαίστρες, τους κατεξοχήν χώρους διαπαιδαγώγησης της εποχής.
Στην εικονογραφία οι συχνότερες παραστάσεις παιδεραστικού περιεχομένου αφορούν στην ερωτική υποψηφιότητα των εραστών και στην προσπάθεια αφύπνισης του ενδιαφέροντος από την πλευρά του ερώμενου μεσα από δώρα παιδαγωγικής σκοπιμότητας (στέφανος, κλάδος, πλάκα γραφής), ή δώρα-συμβόλα (λαγός και ζαρκάδι για το κυνήγι, πετεινός για την αγωνιστική αρετή) . Στις παραστάσεις αυτές η σεξουαλικότητα εκφράζεται συνήθως με χάδια του εραστή στα γεννητικά όργανα του ερώμενου ή, σπανιότερα, με το μοναδικό νόμιμο τρόπο ομοφυλοφιλικής γενετήσιας επικοινωνίας, το “διαμερίζειν”, την πράξη δηλαδή του εραστή ανάμεσα στους μηρούς του ερώμενου, πράξη που διασφάλιζε την ικανοποίηση της ηδονής του εραστή αφενός και αφετέρου την διαφύλαξη της αξιοπρέπειας και της αρετής του ερώμενου.
Αντίστοιχα με τη σχέση μεταξύ ανδρών στο θεσμό της παιδεραστίας, υπήρχαν (ιδιαίτερα στην Αρχαΐκή περίοδο) δεσμοί ανάμεσα σε ένα νεαρό κορίτσι και σε μια ωριμότερη γυναίκα στα πλαίσια των χορικών ομάδων που σχημάτιζαν τα κορίτσια. Αυτές οι σχέσεις όμως μας είναι γνωστές από τη γραμματεία περισσότερο και όχι από την εικονογραφία.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Η ερωτική έλξη και η σεξουαλική πράξη στην Αρχαία Ελλάδα έχουν θετικούς προσδιορισμούς είναι σαν υποστάσεις φυσικές, ανοιχτές, διευρυμένες και όχι προβληματικές. Η ρύθμιση του έρωτα με βάση ηθικούς κανόνες δεν γίνεται μέσα απο έναν κώδικα υποχρεωτικής για όλους διαγωγής, με σύσταση ή απόρριψη ορισμένων τρόπων σεξουαλικής πράξης ή ενός και του αυτού συνόλου αρχών. Η σημαντικότερη απαίτηση είναι η ικανότητα χαλιναγώγησης της στοιχειώδους φύσης και ορμής μέσα απο την πολιτιστική προτεραιότητα του ορθού λόγου και της τήρησης του μέτρου. Η σεξουαλική ηθική προβληματίζει την ελληνική σκέψη (τουλάχιστον για τους ελεύθερους αρρενες) ως σχέση ανάμεσα στην άσκηση της ελευθερίας του ατόμου, των μορφών της εξουσίας του και της πρόσβασής του στην αλήθεια. Και είναι αυτή η πρόσβαση στη αλήθεια με την οποία συγγενεύει ο άνθρωπος που του αποκαλύπτεται μέσα από τη σχέση του με τον άλλον άνθρωπο και η συνειδητοποίηση της ικανότητας του ατόμου να ανακαλύψει και να διαφυλάξει αυτή τη σχέση προς την αλήθεια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
R. Flaceliére, Ο Έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμας, Αθήνα, 1976M. Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας (Τόμος 2: Η χρήση των απολαύσεων), Ράππας , Αθήνα, 1989
K. J. Dover, Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα, Χιωτέλλης, Αθήνα, 1990
H. Licht, Η Σεξουαλική Ζωή στην Αρχαία Ελλάδα, Μέλισσα, Αθήνα
J. Boardman, La Rocca, Eros in Greece, Milan, 1975
C. Reisberg, Γάμος, Εταίρες και Παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμας, Αθήνα, 1993
B. Sergent, L’Homosexualité dans la Mythologie Grecque, Payot, Paris, 1959
J. Marcade, Ο Έρωτας στην Τέχνη (Τόμος Α: Οι Έλληνες), Διαχρονική, 1979
Ν. Boymel Kampen, Sexuality in Ancient Art, Cambridge University Press, 1996
R.Barthes, Αποσπάσματα Ερωτικού Λόγου, Ράππας, Αθήνα
Α. Λεντάκης, Ο Έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα (τόμοι 1-2), Καστανιώτης, Αθήνα, 1997
Περιδικό Αρχαιολογία, τεύχος 10, Ιανουάριος 1984 (άρθρα των Claude Calame, Στέλιου Ξηρουχάκη, Ανδρέα Λεντάκη κ.α.)
Eros Grec, Amour des Dieux et des Hommes, κατάλογος έκθεσης, έκδοση ΥΠΠΟ, Διεύθυνση Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 1989
Από την Αρχαία Ελληνική γραμματεία
Πλάτωνος ΦαίδροςΠλάτωνος Συμπόσιο
Ξενοφώντος Συμπόσιο
Αισχίνη Κατά Τιμάρχου
(ψευδο)Δημοσθένους Κατά Νεαιράς