ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ/ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Με ποιο κριτήριο θα διακρίνουμε το «καινούργιο» στην πολιτική, αν τυχόν και οψέποτε εμφανιστεί; Πώς θα ξεχωρίσουμε τη διαφορετική οπτική, τον προγραμματικό ρεαλισμό, τον αυθεντικό ηγέτη;
Κριτήριο στέρεο και δοκιμασμένο είναι η αλλαγή «γηπέδου», αλλαγή των όρων του «παιχνιδιού» – η συνεπής άρνηση του καινούργιου να παίξει στο «γήπεδο» του παλιού και με τους όρους του παλιού. Λίγο πιο συγκεκριμένα, αλλά πάντοτε ενδεικτικά: Το κριτήριο είναι ότι το καινούργιο αρνείται να συμβιβαστεί με «βελτιώσεις» του παλιού, με την επιδιόρθωση της καταστροφής και της παρακμής, με το να κουράρει το από γεννησιμιού του διεστραμμένο.
Οταν ρεκλαμάρουμε σαν «καινούργιο» στην πολιτική την επαναδιαπραγμάτευση των «Μνημονίων» και του χρέους, είναι περισσότερο από φανερό ότι απλώς «διαχειριζόμαστε» τη συντελεσμένη καταστροφή, μένουμε παγιδευμένοι στη διαχειριστική εκδοχή της πολιτικής που χρόνια τώρα επιτείνει μοιραία την παρακμιακή μας διάλυση και την παραλυτική ανημπόρια. Το καινούργιο θα είναι, τόσο ως επαγγελία όσο και ως ρεαλιστικός προγραμματισμός, να ξαναπιστέψει ο Ελληνας ότι κάπου μπορεί να τα καταφέρει. Οτι η ζωή δεν τελειώνει στην οικονομική συμφορά, δεν θα αφήσει να του κλέψουν τη ζωή του υποχρεώνοντάς τον να την ταυτίζει με το εισόδημα.
Ελάχιστο το παράδειγμα, αλλά ενδεικτικό: Είμαστε υπερχρεωμένοι, ραγιάδες στους δανειστές μας; Λοιπόν, από την επόμενη χρονιά, η Ελλάδα θα έχει τα καλύτερα κλασικά λύκεια της Ευρώπης, δεν στοιχίζει τίποτε περισσότερο, μόνο μια επιτελική ομάδα ψυχωμένων αρίστων (την έχουμε) και την απαιτητικότερη δυνατή αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Σε τι άλλο μπορούμε να έχουμε αμέσως πρωτιά; Σε ό,τι πιο μοντέρνο υπάρχει στην οργάνωση και λειτουργία των μουσείων, ώστε η τέχνη, το κάλλος, η Ιστορία να είναι οι «τόποι» των συναντήσεων και αναστροφών μας, η ζωντανή «αγορά», το καινούργιο «καφενείο», η ανεπιτήδευτη «διά βίου καλλιέργειά» μας – όχι φτηνιάρικα στοκατζίδικα ξεπουλήματος «εντυπώσεων» στις τουριστικές βοσκηματώδεις αγέλες.
Ανεπαρκείς ίσως οι παραδειγματικές νύξεις, αλλά σαφώς ενδεικτικές. Πριν από τη μεταπολίτευση, εδώ και σαράντα χρόνια, μετρούσαν στη ζωή του Ελληνα και ποιότητες ζωής άλλες από το εισόδημα και την καταναλωτική ευχέρεια: Μετρούσε η χαρά της φιλίας, η απόλαυση μιας βραδινής συντροφιάς που δεν σχολίαζε μόνο ποδόσφαιρο και τους κομματικούς τζουτζέδες. Ενδιέφερε ένα καινούργιο μυθιστόρημα που ξεχώρισε, το καινούργιο τραγούδι ενός γνωστού συνθέτη, μια ραδιοφωνική συνέντευξη, μια ταινία – δεν ήταν η καθημερινότητα μόνο καϋμός, μόνο πίκρα και αγανάκτηση, μόνο οργή.
Το καινούργιο στην πολιτική θα είναι: να στοχεύσει στην ανάκαμψη της οικονομίας, ναι, αλλά ξεκινώντας από την ανασύσταση αυτεμπιστοσύνης, κινήτρων δημιουργικότητας, από την ανακάλυψη της συναρπαστικής ποιότητας που έχει η ζωή όταν ελευθερώνεται από τα δεσμά της ιδιοτέλειας. Δεν γίνεται να στηθεί κράτος λειτουργικό στην υπηρεσία του πολίτη, «σύστημα υγείας» και ασφάλισης, απόδοση δικαιοσύνης, αδέσμευτη πληροφόρηση, κοινωνική αντίληψη και χρήση των αγαθών της ύδρευσης, της ηλεκτροδότησης, των οδικών δικτύων, αν η «πολιτική» συνεχίσει να παίζεται κατ’ αποκλειστικότητα στο «γήπεδο» του απολυτοποιημένου οικονομισμού, της ιστορικο-υλιστικής νεύρωσης.
Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις ούτε έτοιμες συνταγές για να απαλλαγεί μια συλλογικότητα από την αναξιοκρατία, το ρουσφέτι, την εξηλιθίωση, την αυτονόητη ραστώνη, τη γενικευμένη αυτονόητη λωποδυσία του κοινωνικού χρήματος, τον έλεγχο όλων των μηχανισμών εξουσίας από έξι ή επτά «νταβατζήδες». Να περάσει σε κατάσταση έννομου κράτους, να λειτουργήσει ως κοινωνία σχέσεων, να υπουργούνται οι σχέσεις από λειτουργούς του δημοσίου συμφέροντος, οι θεσμοί να υπηρετούν το σύνολο κοινωνικό άθλημα και όχι την υπαλληλική ιδιοτέλεια. Δεν είναι εύκολες τέτοιες αλλαγές, γι’ αυτό και ορθολογικά είναι από ελάχιστα πιθανές έως αδύνατες. Αλλά αυτή ακριβώς είναι και η πρόκληση της πολιτικής, το συναρπαστικό της στοιχείο:
Το ριζικά «καινούργιο» στην πολιτική δεν σημαίνει την ευρηματικότητα τρόπων κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας, σημαίνει την εργώδη επιτελική προετοιμασία και το ηγετικό χάρισμα προκειμένου, μέσα από το πλήθος των ενδεχομένων, να εντοπιστούν και αξιοποιηθούν οι δυνατότητες (που πολιτικά υπάρχουν πάντοτε) να αναστηθεί μια πεθαμένη κοινωνία. Η πολιτική είναι η τέχνη (και το ταλέντο) ενεργοποίησης της «έκπληξης» που κρύβει κάθε κοινωνία, μπορεί λοιπόν να αναστήσει η πολιτική και μια πεθαμένη κοινωνία – το απέδειξαν στις μέρες μας ο Πούτιν και ο Ερντογάν (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η πολιτική που ο καθένας τους άσκησε για να αναστήσει τη χώρα του μπορεί να λειτουργήσει ως γενική συνταγή).
Το αποκαρδιωτικό στη σημερινή Ελλάδα είναι ότι μοιάζει να λείπει ολοκληρωτικά από το πεδίο της πολιτικής ακόμα και η υποψία του «καινούργιου», του διαφορετικού από το κατεστημένο παρακμιακό, μιας άλλης εκδοχής από την αυτονόητη «διαχειριστική» πολιτική, την εμβαλωματική λογική των «βελτιώσεων». Και η τέλεια απουσία αναζήτησης του «καινούργιου» καθηλώνει την ελληνόφωνη (ώς πότε;) συλλογικότητα σε μιαν αμηχανία, εντελώς άγονη πολιτικά, επιθανάτια.
Η αμηχανία αγνοεί τη λογική, καρπίζει άλογες παρορμήσεις, γιατί αυτές εκτονώνουν κάπως τον φόβο: Οι «αγανακτισμένοι», η «Σπίθα», αλλεπάλληλες συσπειρώσεις άφθορων ονομάτων με προσδόκιμο επιβίωσης εβδομάδες ή μέρες, μισό εκατομμύριο πολίτες που έδωσαν την ψήφο τους στον τραμπουκισμό και στην καπηλεία της φιλοπατρίας μόνο για να εκδικηθούν τους απατεώνες του πράσινου και του γαλάζιου Πασόκ απειλώντας τους με το χάος. Ενα σύμφυρμα από σεχταριστικές «αριστερές» ιδεοληψίες ξεπετάχθηκε εκλογικά από 4,5% στο 27% των προτιμήσεων, για να καθηλωθεί εκεί αδρανοποιημένο, αφού και αυτή η αύξηση μόνο οργή καθρέφτιζε, όχι επιλογή.
Δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση στη διαχειριστική πολιτική, στο πελατειακό κράτος, στην απολυταρχία των «νταβατζήδων». Το καινούργιο δεν έχει ακόμα γεννηθεί.