Η ιστορία της Μίσκο
«Και τα μακαρόνια να είναι Μίσκο». Είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό
σλόγκαν, το οποίο έχει μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη των παλαιοτέρων και όχι
μόνο. Άλλωστε, τα μακαρόνια Μίσκο, η μεγαλύτερη μάρκα ζυμαρικών στην Ελλάδα,
για δεκαετίες υπήρξαν άρρηκτα συνδεδεμένα με τον Ακάκιο, τον καλόγερο που
ξεκινούσε με το γαϊδουράκι του για τα ψώνια της μονής, όταν ο ηγούμενος του
μοναστηριού του υπενθύμισε «Ακάκιε, μην ξεχάσεις τα μακαρόνια».
Από τους πρώτους ιδιοκτήτες και στυλοβάτης της εταιρείας Μίσκο για
περίπου μισό αιώνα, υπήρξε ο Ελευθέριος Μαντζίκας. Γεννημένος σε ένα χωριό των
Ιωαννίνων το 1917, σε ηλικία 14 ετών και χτυπημένος από ελονοσία, βρέθηκε στην
Αθήνα, όπου απασχολήθηκε στο παντοπωλείο του Αλέξανδρου Κίκιζα, μετέπειτα
ιδιοκτήτη της εταιρείας ζυμαρικών Μέλισσα, ενώ ταυτόχρονα σπουδάζει στη
νυχτερινή Εμπορική Ιδιωτική Σχολή Φοίνιξ.
Στην μεταπολεμική Αθήνα γνωρίζεται με τον Εμ. Παπαναστασίου, πρόσφυγα
από τη Μικρά Ασία και απασχολούμενο σε διάφορες βιοτεχνίες ζυμαρικών, με τον
οποίο βάζουν τα λιγοστά κεφάλαια που είχαν συγκεντρώσει και ιδρύουν την
εταιρεία ζυμαρικών Ρεκόρ στη Λεωφόρο Ηρακλείτου 73, στην Αθήνα.
Η πρότερη εμπειρία που είχαν αποκτήσει και οι δύο στο χώρο των ζυμαρικών
σύντομα θα τους αντάμειβε. Όντως, λίγα χρόνια μετά, το 1953, η Ρεκόρ
συγχωνεύεται με τη βιοτεχνία ζυμαρικών Θρίαμβος της οικογένειας Θεοδωράκη. Στη
συνέχεια, οι τρεις επιχειρηματίες αποκτούν τη βιομηχανία Παπαχρυσάνθου στην
Πάτρα, προσθέτοντας έτσι έναν ακόμη συνεταίρο, την οικογένεια Παπαχρυσάνθου.
Όλοι μαζί, θα δαπανήσουν 10.000 δραχμές και θα εξαγοράσουν τη βιομηχανία
ζυμαρικών Μίσκο. Η ιστορία της Μίσκο είχε ξεκινήσει ως εργαστήριο παρασκευής
ζυμαρικών το 1927 στον Πειραιά, από τις οικογένειες Μιχαϊλίδη και Κωνσταντίνη
(από τα αρχικά των οποίων θα προκύψει και η επωνυμία Μίσκο), και υπήρξε η πρώτη
εν Ελλάδι που ήταν οργανωμένη σε καθαρά ευρωπαϊκά πρότυπα. Μάλιστα, χάρη στο
επιχειρηματικό δαιμόνιο των ιδρυτών της, θα κατάφερνε να αναδείξει τα ζυμαρικά
της ως τα πλέον περιζήτητα στην ελληνική αγορά, αλλά και να ανταγωνίζεται στις
διεθνείς αγορές τις μεγάλες ιταλικές εταιρείες, που έως τότε παραδοσιακά
κυριαρχούσαν.
Οι τέσσερις συνεταίροι θα κλείσουν τα εργοστάσια Ρεκόρ και Θρίαμβος στην
Αθήνα και θα δημιουργήσουν ένα νέο, μεγάλο εργοστάσιο στην Πάτρα θέτοντας τις
βάσεις για την κατάκτηση της κορυφής. Τα πρώτα πακέτα Μίσκο που παράγονται ήταν
κυλινδρικά, του ενός κιλού, ιδανικά για το κυριακάτικο και όχι μόνο τραπέζι
μιας οικογένειας, αφού έβγαζαν «δύο πιάτα παραπάνω στο κιλό».
Πράγματι, η νέα εταιρεία θα ευημερήσει και δεν θα αργήσει να κατακτήσει
την πρώτη θέση, την οποία διατηρεί ως τις μέρες μας (με πωλήσεις που φθάνουν
τους 25.000 τόνους ετησίως, έναντι 12.000 τόνων του βασικότερου ανταγωνιστή,
της Μέλισσα), στην αγορά ζυμαρικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με μελέτη
του ΣΕΒ, το 1978 ήταν η 36η μεγαλύτερη βιομηχανία της Ελλάδας, αλλά και μία από
τις μεγαλύτερες βιομηχανίες ζυμαρικών στην Ευρώπη.
Το 1979, στη Μίσκο απονέμεται το διεθνές βραβείο «Χρυσός Ερμής», για τις
εξαγωγικές της δραστηριότητες στη Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική, μία
μόνο διάκριση από τις συνολικά 56 που θα αποσπάσει στο δεύτερο μισό του 20ού
αιώνα. Πάντως, παρά τις όποιες διακρίσεις, ο ιδρυτής της Μίσκο παρέμεινε ένας
απλός και προσηνής άνθρωπος, αρωγός των εργαζομένων στη βιομηχανία του αλλά
και, ως περήφανος για την καταγωγή του, των απανταχού Ηπειρωτών.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε ότι ένα μέρος της επιτυχίας της
Μίσκο χρεώνεται στην διαφήμιση με τον Ακάκιο, ίσως την πιο επιτυχημένη στη
διαφημιστική ιστορία της Ελλάδας. Σύμφωνα με το μύθο, η ιδέα για τη
συγκεκριμένη διαφήμιση γεννήθηκε γύρω στο 1950, όταν ο Μαντζίκας βρέθηκε για
προσκύνημα μαζί με ένα φίλο του στην περιοχή των Μετεώρων, όπου έγιναν θεατές
της εικόνας με τον ηγούμενο που όλοι γνωρίζουμε.
Επειδή, όμως, κάθε μύθος περικλείεται συνήθως και από ένα πέπλο
μυστηρίου, έτσι και εδώ εικάζεται ότι την εικόνα με τον Ακάκιο η Μίσκο την
εμπνεύστηκε από μια γελοιογραφία του 1915, του εξαίρετου τότε σκιτσογράφου Ηλία
Κουμετάκη. Η ακριβής ατάκα, έξω από ένα μοναστήρι, έλεγε: «και μην ξεχάσεις,
Ονούφριε, τα τσιγάρα να είναι Γιαννουκάκη».
Όπως και να έχει, ο Ακάκιος δεν εγκατέλειψε ποτέ την εταιρική ταυτότητα της εταιρείας και
συνεχίζει να κοσμεί ως τις μέρες μας τις συσκευασίες των προϊόντων της Μίσκο.
Αρκετά αργότερα, στην εποχή της τηλεόρασης, θα συνοδευόταν από τις, γνωστές σε
όλους μας και ενθύμιο μιας άλλης εποχής, ευχές του μάγειρα «i migliori auguri
από misko, χρόνια πολλά».
Χρονιά ορόσημο για την ιστορία της Μίσκο υπήρξε το 1991, όταν ο 74χρονος
πια Ελευθέριος Μαντζίκας, μοναδικός επιζών εκ των ιδιοκτητών, αποφάσισε μαζί με τους υπόλοιπους μετόχους
και κληρονόμους να πουλήσει την εταιρεία στην μεγαλύτερη εταιρεία ζυμαρικών
παγκοσμίως, την Barilla. Μάλιστα, οι Ιταλοί ιδιοκτήτες, αναγνωρίζοντας την
προσφορά του, τον διατήρησαν στην εταιρεία ως επίτιμο πρόεδρο, μέχρι το θάνατό
του, το 2007 σε ηλικία 90 ετών, δέκα μόλις μέρες μετά το θάνατο της αγαπημένης
του συζύγου, με την οποία έζησαν μαζί 67 ολόκληρα χρόνια.
Πηγή: Επιχειρείν αλά ελληΝΙΚΑ (εκδ. Σταμούλης)
Πηγή: Επιχειρείν αλά ελληΝΙΚΑ (εκδ. Σταμούλης)