Ένας από τους πιο δυνατούς και γενναίους βασιλιάδες των
Ελλήνων που πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, ήταν και ο Αίαντας, ο γιος του
Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα. Ο Όμηρος γράφει ότι ξεχώριζε από όλους τους
πολεμιστές γιατί ήταν εύσωμος σαν γίγαντας. Τον ονομάζει μάλιστα και πύργο.
Έλεγαν γι’ αυτόν ότι ήταν άτρωτος και πως δεν μπορούσε να πληγωθεί. Ούτε τα
βέλη καρφώνονταν επάνω του και υπήρχε μια εξήγηση γι’ αυτό. Όταν ήταν μωρό ο
Αίαντας, έτυχε να φιλοξενηθεί στο παλάτι του Τελαμώνα ο Ηρακλής. Ζήτησε να δει
το παιδί και πιάνοντάς το από τις μασχάλες, το σκέπασε με το δέρμα του
λιονταριού(λεοντή) που είχε σκοτώσει στη Νεμέα Έτσι το σώμα του θα έμενε
άτρωτο, εκτός από τα σημεία εκείνα που το κρατούσε, καθώς του φορούσε τη
λεοντή.
Όταν πήρε το θρόνο της Σαλαμίνας ο Αίαντας και ετοιμάστηκε
να αναχωρήσει με τα καράβια του για την Τροία, ο πατέρας του τον συμβούλεψε να
μην ξεχνάει τους θεούς και να ζητά κάθε τόσο τη βοήθειά τους. Όμως ο Αίαντας
χαμογέλασε ειρωνικά ισχυριζόμενος πως δεν χρειάζεται βοήθεια από τους θεούς,
ότι με τη βοήθεια των θεών ακόμα και ο πιο δειλός μπορεί να γίνει ήρωας και πως
θα κατάφερνε να γίνει ήρωας μόνο με τη δική του δύναμη. Αυτή η στάση του Αίαντα
ενόχλησε τους θεούς και αποφάσισαν να τον τιμωρήσουν με πολύ σκληρό τρόπο.
Στην Τροία ο Αίαντας ήταν πραγματικά φόβος και τρόμος για
τους αντιπάλους του. Μετά τον Αχιλλέα ήταν ο πιο ικανός πολεμιστής των Ελλήνων.
Ο Πρίαμος που παρακολουθούσε μια μέρα από τα τείχη μια από τις συμπλοκές των
δύο στρατών, εντυπωσιάστηκε από τη μαχητικότητα και τη δύναμη του Αίαντα και
ρώτησε την Ελένη, να του πει ποιος είναι.
Αξέχαστη θεωρείται και η μονομαχία
του Αίαντα με τον Έκτορα η οποία κράτησε μια ολόκληρη μέρα χωρίς να αναδείξει
νικητή. Οι δύο πολεμιστές εκτίμησαν ο ένας τον άλλο και αντάλλαξαν στο τέλος
ακριβά δώρα σαν φίλοι. Ο Έκτορας χάρισε στον Αίαντα ένα σπαθί και εκείνος στο
βασιλόπουλο της Τροίας μία πολύτιμη ζώνη. Μετά το θάνατο του Αχιλλέα δύο
Έλληνες αγωνίστηκαν γενναία για να πάρουν το νεκρό του κορμί από τα χέρια των
Τρώων. Ο Οδυσσέας και ο Έκτορας. Η Θέτιδα, η μητέρα του Αχιλλέα, αφού έκλαψε το
νεκρό γιό της, δήλωσε στους Έλληνες ότι θα χάριζε την πανοπλία του στον πιο
γενναίο από αυτούς. Οι Έλληνες αφού συγκεντρώθηκαν, διάλεξαν οι μισοί τον
Αίαντα και οι άλλοι μισοί τον Οδυσσέα.
Τη λύση έδωσε ο σοφός Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλου.
Ισχυρίστηκε ότι τον καθορισμό του πιο γενναίου δεν θα πρέπει να τον κάνουν οι
Έλληνες αλλά οι Τρώες. Αφού λοιπόν συμφώνησαν όλοι οι Έλληνες με το Νέστορα,
πήγαν ένα βράδυ μερικοί πολεμιστές κοντά στα τείχη της Τροίας και έτυχε να
παρκαολουθήσουν ένα διάλογο ανάμεσα σε δύο Τρωαδίτισσες. Η μία από αυτές
επαινούσε τη γενναιότητα του Αίαντα και η άλλη του Οδυσσέα. Τελικά συμφώνησαν
ότι πιο γενναίος ήταν ο Οδυσσέας που έμεινε πίσω μόνος του και αντιμετώπισε
τους Τρώες, ενώ το κουβάλημα του νεκρού Αχιλλέα που ανέλαβε ο Αίαντας θα
μπορούσε να το κάνει εύκολα και οποιοσδήποτε άλλος, ακόμα και μια γυναίκα. Έτσι
οι Ελληνες από τα λόγια των δύο γυναικών της Τροίας ανακήρυξαν σαν γενναιότερο
τον Οδυσσέα. Αυτό όμως στοίχισε πολύ στον οξύθυμο Αίαντα ο οποίος κλείστηκε στη
σκηνή του μη θέλοντας να δει κανένα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας και πάνω στο
θυμό του πήρε μια τρομερή απόφαση: να σκοτώσει όλους του Έλληνες βασιλιάδες για
να τους εκδικηθεί.
Αμέσως άρπαξε το σπαθί του και βγήκε από τη σκηνή για να
πραγματοποιήσει το παρανοϊκό του σχέδιο. Η θεά Αθηνά όμως που συμπαθούσε και
βοηθούσε τους Έλληνες και ιδιαίτερα τον Οδυσσέα έκανε να σαλέψουν τα λογικά του
Αίαντα κι έτσι αυτός, αντί για το στρατόπεδο των Ελλήνων βασιλιάδων, κατευθύνθηκε
εξαγριωμένος σε ένα κοπάδι από βόδια και πρόβατα. Όρμησε, λοιπόν, με μανία
επάνω τους και άρχισε να τα σφάζει, έχοντας την εντύπωση ότι σφάζει τους
Έλληνες βασιλιάδες. Και όταν έφτασε μπροστά σε ένα κριάρι νόμιζε ότι ήταν ο
μεγάλος του αντίπαλος ο Οδυσσέας. Το έδεσε από τα πόδια και το μετέφερε στη
σκηνή του όπου το έσφαξε κι αυτό. Όταν όμως ξημέρωσε και συνήλθε από τη μανία
και την τρέλα που του είχε μεταδώσει η θεά Αθηνά κατάλαβε το λάθος του
αντικρίζοντας όλα αυτά τα νεκρά πρόβατα και το κριάρι μπροστά του.
Η ντροπή που αισθάνθηκε ο Αίαντας ήταν πολύ μεγάλη και έγινε
μεγαλύτερη όταν άκουσε τα κοροϊδευτικά γέλια των Ελλήνων που κατάλαβαν τι
ακριβώς είχε συμβεί. Μη μπορώντας να αντέξει την μεγάλη αυτή ντροπή ο Αίαντας
αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του. Ακούμπησε το σπαθί του με τη λαβή στο
χώμα και έπεσε επάνω του. Μα το σπαθί γλιστρούσε και δεν έσκιζε τη σάρκα του.
Κάποιος θεός τότε, τον συμβούλεψε να χτυπηθεί στη μασχάλη, εκεί που το σώμα του
δεν ήταν άτρωτο. Χτυπήθηκε εκεί λοιπόν ο Αίαντας και μετά από λίγο ξεψύχησε.
Όλο αυτό το δράμα του θανάτου του, το σκηνοθέτησαν οι θεοί
για να τον τιμωρήσουν όταν είχε μιλήσει με ασέβεια γι’ αυτούς πριν ξεκινήσει
για την Τροία.
Οι Έλληνες τον έθαψαν χωρίς τιμές παρόλο που αποτέλεσε έναν
από τους πιο ανδρείους και ηρωικούς πολεμιστές στον Τρωικό πόλεμο. Μα αν ο
θάνατός του ήταν άδοξος, το όνομά του κέρδισε μεγάλη δόξα στην ιστορία και
έμεινε αθάνατο.