«Η φόνευση των παιδιών της Νιόβης από την Αρτέμιδα και τον Απόλλωνα», έργο του Ζακ-Λουί Νταβίντ, Μουσείο Τέχνης του Ντάλλας (1772). |
Η σωτηρία της μητέρας τους και η
οικοδόμηση των τειχών δε στάθηκαν ικανά να προστατέψουν τους δίδυμους
από το κακό που απειλούσε πάντα τους βασιλιάδες της Θήβας. Ο Αμφίονας
πήρε για γυναίκα του μια ξένη, που είχε έρθει από τη Λυδία και ήταν
ευγενούς καταγωγής, τη Νιόβη, κόρη του Τάνταλου κι επομένως εγγονή σε
ευθεία γραμμή του Δία και αδελφή του Πέλοπα, τον οποίο αγάπησε ο
Ποσειδώνας και είναι ο πρωταγωνιστής της μυθολογίας της Ολυμπίας.
Στην αρχή φάνηκε ότι η τύχη χαμογελούσε
στο ζεύγος, το οποίο αξιώθηκε να αποκτήσει πολλούς απογόνους Παραμόνευε
όμως το πιο βαρύ αμάρτημα της ελληνικής μυθολογίας, η αλαζονεία, που
αγνοεί τα όρια ανάμεσα στο θεϊκό και το ανθρώπινο. Τυφλωμένη από την
περηφάνια για τα εξαιρετικά παιδιά της, η Νιόβη χλεύασε την αφοσίωση των
Θηβαίων γυναικών προς τη Λητώ, τη μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης:
τι ήταν δύο παιδιά σε σύγκριση με το πλήθος των δικών της;
Η τιμωρία της
ήταν πανάρχαιο παράδειγμα θεϊκής εκδίκησης, αν και στην πρώτη εμφάνιση
του μύθου ο Αχιλλέας το χρησιμοποιεί, με κάποια δόση υπερβολής, για να
προσκαλέσει τον Πρίαμο σε δείπνο, όταν ο γέροντας Τρώας βασιλιάς έρχεται
στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να ικετεύσει και να επιτύχει την
επιστροφή του πτώματος του Έκτορα (lλιάδα, Ω, στ. 601-618).
Ο γιος σου, Πρίαμε, πια λυτρώθηκε, το θέλημά του εγίνη,
κι απά στο στρώμα τώρα κείτεται: θα τονε ιδείς κι ατός σου
ευτύς ως φέξει, κουβαλώντας τον' καιρός για δείπνο τώρα.
Κι η Νιόβη ακόμα η καλοπλέξουδη στερνά να φάει θυμήθη,
που δώδεκα παιδιά της έχασε οτο αρχοντικό της μέσα,
τους γιους ο Απόλλωνας, τους σκότωσε με το αργυρό δοξάρι
θυμώνοντας της Νιόβης, κι η Άρτεμη τις κόρες η δοξεύτρα,
με τη Λητώ τη ροδομάγουλη καθώς συνεριζόταν,
τάχα παιδιά πολλά πως γέννησε, και δυο η Λητώ μονάχα'
όμως εκείνοι, δυο κι ας ήτανε, της τα σκοτώσαν όλα.
Μέρες εννιά κοιτόταν στο αίμα τους, κι οϋτ' ένας δε
βρισκόταν
για να τα θάψει' τι είχε γύρω τους τον κόσμο ο Δίας
πετρώσει.
Τέλος, στις δέκα απάνω, τα 'θαψαν οι αθάνατοι του Ολύμπου'
κι αυτή να κλαίει σαν πια κουράστηκε, στερνά να φάει
θυμήθη.
Τώρα σε βράχια κάπου, ανάμεσα σε απάτητα φαράγγια,
στη Σίπυλο, που λεν πως διάλεξαν οι αθάνατες νεράιδες
να 'χουν λημέρι, και χορεύανε στον Αχελώο τρογύρο,
κλωτσάει τους πόνους τους θεόσταλτους, κι ας έχει γίνει πέτρα.
Ο μύθος της Νιόβης διαδόθηκε με πολλές
παραλλαγές. Μερικές πηγές ισχυρίζονται ότι δύο από τα παιδιά της
κατόρθωσαν να σωθούν επικαλούμενα τη Λητώ: ο Ιλιονέας και η Μελίβοια, το
πρόσωπο της οποίας άσπρισε για πάντα από τον τρόμο, τόσο που από τότε
την αποκαλούσαν Χλωρίδα, δηλαδή «χλομή», όνομα με το οποίο εμφανίζεται
και πάλι στη μυθολογία της Πύλου. Απαράλλακτες έμειναν ωστόσο οι δύο
κεντρικές στιγμές του μύθου, η σφαγή των νέων και η μεταμόρφωση της
Νιόβης, που έγιναν αγαπημένο θέμα των εικαστικών τεχνών και της ποίησης.
Η σφαγή των Νιοβιδών απεικονίστηκε σε ένα μαρμάρινο σύμπλεγμα αθηναϊκής
τεχνοτροπίας, το οποίο χρονολογείται περίπου στα μέσα του 50υ αι. Π.Χ.
και από το οποίο απομένει η θαυμάσια μορφή μιας πληγωμένης κοπέλας (εικ.
11). Το ίδιο γεγονός αναπαρισταται σε έναν αττικό κρατήρα της ίδιας
περιόδου, εμπνευσμένο πιθανώς από κάποια τοιχογραφία (εικ. 12). Το τέλος
της δύστυχης μητέρας περιγράφει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη σ' ένα λαμπρό
απόσπασμα με το οποίο η ηρωίδα συνοδεύει το τελευταίο της ταξίδι προς
την πέτρινη φυλακή που θα γίνει ο τάφος της (στ. 823-833).
Άκουσα όμως πως βρήκε θάνατο πικρό κι η ξένη
απ' τη Φρυγϊα, η κόρη του Ταντάλου, επάνω στην
κορυφή του Σίπυλου που φύτρωσε ο βράχος και
σαν κισσός την τύλιξε, κι έτσι την ααολϊθωσε και
ενώ λιώνει από τον πόνο της, καθώς η φήμη λέει
των ανθρώπων, βροχές και χιόνια δεν της λείπουν
ποτέ, και κάτω από τα μάτια της τα πολυκλαμένα,
δάκρυα βρέχουν το λαιμό της όμοια κι η δική μου
μοίρα στο βαθύ ύπνο του θανάτου με οδηγεί
Ο Σίπυλος, που σήμερα λέγεται Μανισά
Νταγ, ήταν το βουνό της Λυδίας, του βασιλείου του Τάνταλου, όπου
κατέφυγε η Νιόβη μετά τη σφαγή των παιδιών της. Ο Παυσανίας, που
επισκέφτηκε εκείνους τους τόπους, το περιγράφει με τη συνηθισμένη του
αυστηρή αντικειμενικότητα - το άκρως αντίθετο του πάθους του Σοφοκλή (1,
21, 3): «Τη Νιόβη αυτή την είδα κι εγώ ο ίδιος, όταν ανέβηκα στο βουνό
Σύιυλο: όταν κανείς βρίσκεται κοντά, του φαίνεται σαν κρημνός και βράχος
χωρίς το σχήμα μιας λυπημένης ή οπωσδήποτε αλλιώς παριστανόμενης
γυναίκας αν όμως κανείς απομακρυνθεί, νομίζει πως βλέπει γυναίκα
δακρυσμένη και κατηφή».
Γεμάτος απελπισία για το χαμό της
οικογένειάς του, ο Αμφϊονας αυτοκτόνησε ή, σύμφωνα με άλλες εκδοχές,
τρελάθηκε και αποπειράθηκε να εκδικηθεί καίγοντας το ναό του Απόλλωνα, ο
θεός όμως ον σκότωσε κι αυτόν με τα βέλη του. Σχετικά με την τύχη του
Ζήθου, του εργατικού δίδυμου αδελφού του Αμφίονα, κυκλοφορούσαν
διάφοροι, λιγότερο γνωστοί, θρύλοι, σύμφωνα με τους οποίους πάντως δεν
είχε ευτυχισμένο τέλος. Η σύζυγός του Θήβη έδωσε το όνομά της στην πόλη,
που πριν λεγόταν Καδμεία, σκότωσε όμως κατά λάθος το μοναχοπαίδι τους
και ο Ζήθος πέθανε από θλίψη. Οι δύο αδελφοί είναι θαμμένοι σε κοινό
τάφο. Μετά από αυτούς, στη Θήβα βασίλεψε ο Λάιος.
~ Από το βιβλίο των dario & lia del corno "στη γη του μύθου" Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη