Από
παλιά το ξύρισµα ήταν µια δύσκολη διαδικασία. Τα πρώτα ξυραφάκια
έκαναν την εµφάνισή τους το 1660 και µέχρι το 1890 δεν είχαν αλλάξει
πολλά πράγµατα: τα ακατέργαστα ξυραφάκια είχαν λεπίδες, που έπρεπε να
ακονίζονται σε ηµερήσια βάση και συχνά να τροχίζονται από µαχαιροποιό.
Ακόµα και τα πιο καλά ξυραφάκια προκαλούσαν ερεθισµούς και κοψίµατα, γι’
αυτό αρκετοί κατέφευγαν στον µπαρµπέρη της γειτονιάς τους.
Προσθήκη λεζάντας |
Την
εποχή εκείνη, ο Κινγκ Ζιλέτ ήταν ένας σχετικά επιτυχηµένος πλανόδιος
πωλητής. Ο πατέρας του δούλευε σε πρακτορείο που κατοχύρωνε πατέντες,
ενώ η µητέρα του είχε γράψει ένα βιβλίο για τη µαγειρική, το οποίο
έµεινε στην αγορά για εκατό περίπου χρόνια.
Το πάθος του νεαρού ήταν οι µικροεφευρέσεις, χωρίς ιδιαίτερη όµως επιτυχία, ενώ µέχρι το 1890 είχε κατοχυρώσει τέσσερις ευρεσιτεχνίες.
Προσθήκη λεζάντας |
Το πάθος του νεαρού ήταν οι µικροεφευρέσεις, χωρίς ιδιαίτερη όµως επιτυχία, ενώ µέχρι το 1890 είχε κατοχυρώσει τέσσερις ευρεσιτεχνίες.
Ψηλός,
σωµατώδης, εµφανίσιµος και µε υπερβολική αυτοπεποίθηση, ο νεαρός
πωλητής πίστευε ότι οι επόµενες γενιές θα τον θυµούνται ως τον άνθρωπο
που θα άλλαζε την κοινωνική δοµή. Το 1894, σε ηλικία 39 χρονών, έγραψε
ένα βιβλίο µε τίτλο «The Human Drift», όπου εναντιωνόταν στον
καπιταλισµό και πρότεινε –ουτοπικούς µάλλον– τρόπους για την αποφυγή της
εκβιοµηχανοποίησης των πόλεων. Πίστευε ότι έπρεπε να εγκαταλειφθεί ο
καπιταλισµός και να υιοθετηθεί ένας ριζοσπαστικός τρόπος διαχείρισης, µε
συνυπεύθυνους την κυβέρνηση και τη βιοµηχανία, και µε κατανοµή κερδών
κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι άνθρωποι να δουλεύουν µόνο µερικά χρόνια.
Ονειρευόταν
µία µόνο πόλη, όπου θα κατοικούσαν τα 70 εκατοµµύρια των Αµερικάνων
του 1894, παίρνοντας ενέργεια από τους καταρράκτες του Νιαγάρα, ενώ θα
διέµεναν σε 40.000 ουρανοξύστες των 25 πατωµάτων. Μπορεί οι ιδέες του
να µην είχαν την ανταπόκριση που περίµενε, µερικά χρόνια όµως αργότερα
θα είχε µια ιδέα που θα άλλαζε τον κόσµο.
Ο
Ζιλέτ προσπαθούσε να βρει πώς θα εφεύρει κάτι (έφθασε σε σηµείο να
κοιτάζει τις λέξεις του αλφαβήτου για να «κατεβάσει» ιδέες), έχοντας
πάντα στο νου αυτό που του είχε πει το αφεντικό του, ο οποίος είχε
εφεύρει τα τενεκεδένια καπάκια µπουκαλιών και είχε γίνει πάµπλουτος:
«Φτιάξε κάτι απλό, όπως τα καπάκια, το οποίο θα πρέπει να ανανεώνεται
συνέχεια και θα απλοποιήσει τη ζωή των ανθρώπων – έτσι µόνο οι πελάτες
θα σου ξανάρχονται».
Ένα
πρωινό του 1895, και ενώ είχε καταντήσει επικίνδυνο να ξυρίζεται στην
τουαλέτα του τρένου, ο Ζιλέτ συνειδητοποίησε ότι τα υπάρχοντα ξυραφάκια
δεν ήταν λειτουργικά. Εκείνη τη στιγµή οραµατίστηκε ένα νέο τύπο
ξυραφιού µε λεπτή λεπίδα ασφαλείας που θα αποκολλάται και θα
αντικαθίσταται.
Πίστευε ότι ο οικονοµικός αυτός τρόπος θα αποθάρρυνε
πολλούς να παραµείνουν πιστοί στο παραδοσιακό ακόνισµα της λεπίδας.
Σίγουρος για την ιδέα του, έστειλε την ίδια µέρα ένα γράµµα στη σύζυγό
του, λέγοντάς της: «Επιτέλους, το βρήκα. Θα γίνουµε πλούσιοι». Όµως, η
φήµη και τα λεφτά θα αργούσαν να έρθουν.
Η
ιδέα ήταν ανατρεπτική αφού ακύρωνε την εικόνα του ξυραφιού ως ένα
εργαλείο που κρατάει µία ζωή και συχνά κληρονοµείται στο γιο. Όµως, δεν
βρήκε χρηµατοδότες, αφού κρίθηκε ανέφικτη από τους µηχανικούς και τους
µεταλλουργούς ενός πανεπιστηµίου, οι οποίοι διατείνονταν ότι ήταν
αδύνατο να παραχθεί ατσάλι που θα ήταν δυνατό, λεπτό και φθηνό.
Ο Ζιλέτ
είχε γίνει περίγελος στους φίλους του, που τον ρωτούσαν «λοιπόν Ζιλέτ,
τι έγινε µε το ξυραφάκι σου;», όταν, µετά από έξι ολόκληρα χρόνια, ο
Έµερι Νίκερσον, εφευρέτης σε ένα πανεπιστήµιο, δέχθηκε να βοηθήσει και
σχεδίασε τα µηχανήµατα για την παραγωγή των λεπίδων.
Το
1901, οι δύο άνδρες, µε την βοήθεια µερικών επενδυτών, ίδρυσαν την
American Safety Razor Co., η οποία το επόµενο έτος µετονοµάστηκε σε
Gillette Safety Razor Co. To 1903 ξεκίνησε για πρώτη φορά η παραγωγή και
η διάθεση σε πολλαπλή συσκευασία των λεπίδων, ενώ η βάση θα πουλιόταν
µία κάθε φορά. Πάνω σε κάθε συσκευασία υπήρχε το πορτρέτο του Ζιλέτ,
καθιστώντας σύντοµα το πρόσωπό του το πλέον αναγνωρίσιµο µετά τον
Χριστό.
Παρότι
ο Ζιλέτ κατοχύρωσε το προϊόν του, ο ανταγωνισµός ήταν έντονος, αφού οι
ανταγωνιστές απλώς έκαναν µερικές τροποποιήσεις σ’ αυτά που ο ίδιος είχε
κατοχυρώσει. Αν και οι πωλήσεις ήταν ικανοποιητικές (από 51 ξυραφάκια
το 1903, στα 300.000 το 1906), οι καθυστερήσεις στην παραγωγή και η
έλλειψη ρευστού τον ανάγκασαν να βρει άλλον επενδυτή, ο οποίος αγόρασε
την πλειοψηφία των µετοχών.
Τα
επόµενα χρόνια, η επιχείρηση δέχτηκε µια τεράστια ώθηση χάρη στον Α´
Παγκόσµιο Πόλεµο, όταν ο αµερικάνικος στρατός παρήγγειλε 3,5 εκατοµµύρια
ξυραφάκια. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι στρατιωτικοί υποστήριζαν ότι το
ξύρισµα βελτίωνε την υγιεινή και το ηθικό των ανδρών, ενώ την ίδια
στιγµή βοηθούσε στην καλύτερη εφαρµογή των αντιασφυξιογόνων µασκών. Το
καθηµερινό ξύρισµα των στρατιωτών είχε γίνει πια συνήθεια, την οποία
φυσικά δεν λησµόνησαν όταν επέστρεψαν πίσω στην Αµερική.
Η
επιτυχία, όµως, είχε το τίµηµά της, αφού οι σχέσεις µεταξύ του ιδρυτή
και του βασικού µετόχου έφθασαν στην «κόψη του ξυραφιού». Τελικά, το
1910, µετά από µακροχρόνιες συγκρούσεις, ο Ζιλέτ, που ήταν πια
µειοψηφικός εταίρος, πούλησε το υπόλοιπο µερίδιό του και αποσύρθηκε.
Ο
Αµερικάνος εφευρέτης και οραµατιστής µετακόµισε στην Καλιφόρνια, όπου
έγραψε δύο βιβλία, παρόµοια µε το πρώτο, τα οποία όµως δεν είχαν απήχηση
στο κοινό. Εµφανώς απογοητευµένος, αφού η προσπάθειά του για κοινωνική
αλλαγή δεν αναγνωρίσθηκε, αλλά και φτωχός αφού έχασε την περιουσία του
στο Κραχ του 1929, ο Κινγκ Ζιλέτ πέθανε το 1932. Προφανώς δεν
αντιλήφθηκε ποτέ το µέγεθος τής επιτυχίας του ως εφευρέτης και φυσικά
δεν φαντάστηκε ότι µερικές γενιές αργότερα το όνοµά του θα βρισκόταν σε
800 τουλάχιστον διαφορετικά προϊόντα, σε 200 χώρες.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ