Σύγχρονος του «ζωγράφου του Βερολίνου» και το ίδιο
σημαντικός είναι ο «ζωγράφος του Κλεοφράδη», που οφείλει το συμβατικό
του όνομα στη συνεργασία του με τον αγγειοπλάστη Κλεοφράδη και το
διατηρεί ακόμη, αν και γνωρίζουμε πλέον ότι λεγόταν Επίκτητος. Ένα από
τα καλύτερα πρώιμα έργα του αγγειογράφου αυτού είναι η διονυσιακή
παράσταση σε έναν οξυπύθμενο αμφορέα που βρίσκεται σήμερα στο Μόναχο, ο
οποίος χρονολογείται στην πρώτη δεκαετία του 5ου αιώνα π.Χ. Οι
οξυπύθμενοι αμφορείς ήταν εμπορικά αγγεία, που χρησίμευαν για τη
μεταφορά και την αποθήκευση του κρασιού· το σχήμα τους με τη στενή βάση
επέτρεπε την τοποθέτησή τους πλαγιαστά σε αποθήκες και σε αμπάρια
καραβιών χωρίς απώλεια χώρου, και επιπλέον διευκόλυνε το άδειασμά τους.
Οι αμφορείς αυτοί έμεναν συνήθως αδιακόσμητοι. Ο αμφορέας του Μονάχου
ανήκει στις σπάνιες εξαιρέσεις και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι τον
χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν κρασί στις αίθουσες των συμποσίων. Το
θέμα της κύριας παράστασης στο σώμα του αγγείου είναι παρμένο από τη
λατρεία του Διονύσου (εικ. 150).
150. Οξυπύθμενος αμφορέας του “ζωγράφου του Κλεοφράδη”: Ο Διόνυσος με μαινάδες και Σατύρους, 500-490 π.Χ. Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen. |
Στο μέσο της κύριας πλευράς εμφανίζεται ο ίδιος ο θεός, ντυμένος με
χιτώνα και μακρύ ιμάτιο, να κρατάει κλαδί αμπέλου στο υψωμένο αριστερό
χέρι και κάνθαρο στο κατεβασμένο δεξί· στρέφει το κεφάλι προς τα πίσω,
προς τη γυναίκα που τον ακολουθεί φορώντας τα ίδια ρούχα, ζωσμένη με νεβρίδα
(δέρμα ζαρκαδιού) και με ένα μαντίλι τυλιγμένο πολλές φορές σφιχτά γύρω
από το κεφάλι. Η γυναίκα είναι μαινάδα αφιερωμένη στη λατρεία του
Διονύσου: κρατάει θύρσο (ένα μακρύ ραβδί με μια φούντα από
φύλλα κισσού στην κορυφή), σύμβολο της διονυσιακής λατρείας, ενώ γύρω
από το αριστερό της χέρι τυλίγεται ένα φίδι. Από την άλλη πλευρά του
θεού μια δεύτερη μαινάδα προσπαθεί να αποκρούσει έναν ενοχλητικό σάτυρο.
Στην πίσω πλευρά ένας σάτυρος παίζει τους αυλούς, πλαισιωμένος από δύο
μαινάδες που χορεύουν. Η μία από αυτές, με τη νεβρίδα φορεμένη πάνω από
τον δεξιό ώμο και με φίδι τυλιγμένο στον αριστερό βραχίονα, ανασηκώνει
το κεφάλι συνεπαρμένη από τη διονυσιακή έκσταση· τα κοντά της μαλλιά,
που αποδίδονται με αραιωμένο βερνίκι, και η ανοιχτόχρωμη ίριδα του
ματιού μάς επιτρέπουν να τη φανταστούμε ξανθή και γαλανομάτα. Τέτοιες
ήταν οι γυναίκες από τη Θράκη, που συμμετείχαν συχνά στις διονυσιακές
γιορτές. Στον λαιμό του αμφορέα εικονίζονται νέοι αθλητές που ρίχνουν
τον δίσκο και το ακόντιο, δύο αγωνίσματα του πεντάθλου, στο οποίο
επιδίδονταν οι έφηβοι των αριστοκρατικών οικογενειών.
Περίπου 10 χρόνια μεταγενέστερο (γύρω στο 480
π.Χ.) είναι ένα άλλο αγγείο ζωγραφισμένο από τον ίδιο αγγειογράφο, μια
υδρία που βρίσκεται σήμερα στη Νεάπολη της Ιταλίας. Εδώ έχουμε μια
μυθολογική σκηνή, την άλωση της Τροίας από τους Αχαιούς (εικ. 151).
Υδρία του “ζωγράφου του Κλεοφράδη”: Η άλωση της Τροίας. Νεάπολη, Museo Archeologico Nazionale. |
Η σύνθεση είναι πολυπρόσωπη και δεξιοτεχνικά σχεδιασμένη, με τολμηρά
μοτίβα και προοπτικές βραχύνσεις, που προδίδουν την επίδραση της μεγάλης
ζωγραφικής. Στο μέσο βλέπουμε τον Νεοπτόλεμο, τον γιο του Αχιλλέα, σε
τρία τέταρτα από πίσω, να σφάζει τον Πρίαμο επάνω στον βωμό όπου είχε
αναζητήσει καταφύγιο. Στα γόνατα του καθιστού γέρου βασιλιά, που
προσπαθεί να προστατέψει με τα χέρια το κεφάλι του, κείτεται αιμόφυρτος ο
εγγονός του και γιος του Έκτορα, ο Αστυάνακτας. Πίσω από τον Νεοπτόλεμο
μια Τρωαδίτισσα επιτίθεται με κόπανο σε έναν Έλληνα πολεμιστή, που έχει
γονατίσει από τα χτυπήματα. Πίσω από τον Πρίαμο ο Αίας ο Λοκρός αποσπά
βίαια τη σχεδόν γυμνή Κασσάνδρα από το άγαλμα της Αθηνάς, ενώ δίπλα δύο
Τρωαδίτισσες θρηνούν καθιστές. Στην άκρη της παράστασης ο Αινείας φεύγει
από την Τροία με τον πατέρα του Αγχίση στους ώμους. Η απεικόνιση ενός
δέντρου πίσω από τον βωμό δείχνει ότι η σκηνή εκτυλίσσεται στο ύπαιθρο. Η
σκηνή δεν είναι μια απλή αφήγηση: η βίαιη δράση συναρπάζει με τη
ζωντάνια της, ενώ οι μορφές που συμπλέκονται και επικαλύπτονται,
ιδωμένες από διαφορετικές γωνίες, δημιουργούν στον θεατή αίσθηση αγωνίας
και έντασης.