Ο ΘΥΜΙΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΘΟΝΗΣ
Ο Χατζηχρήστος πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο του 1940-41.
Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι ένα απόγευμα, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Είχαμε βγει περίπολο. Σε κάποια στιγμή είδα κάτι να σαλεύει σε κάτι θάμνους. Αλτ! φωνάζω, και ξεπετάγονται δυο Ιταλοί φωνάζοντας ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Ρίχτους, ακούω τη φωνή του λοχαγού πίσω μου. Έντρομοι οι Ιταλοί μου φωνάζουν ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Τι να κάνω τώρα; Βλέπεις υποχωρούσαμε τότε, γιατί είχαν μπει οι Γερμανοί. Τους σημαδεύω, αλλά βλέπω ότι είχα να κάνω με δυο αμούστακα παιδιά, σχεδόν στην ηλικία μου. Αϊ στο διάολο λέω, και τους πάω πίσω ζωντανούς.
Τους βλέπει ο λοχαγός, θεριό σωστό, λύκος σκέτος. “Τι είν’ αυτούνοι;” μου λέει άγρια! “Ιταλοί”, του λέω εγώ. “Και γιατί τους έφερες εδώ, δεν σου είπα ρίχτους;” Τσατίζομαι εγώ, παιδί τότε και το αίμα μου έβραζε. Του δίνω το όπλο και του λέω: “Ρίχτους εσύ που είσαι και ζόρικος!” Ο λοχαγός με κοίταξε λιγάκι και μετά μου λέει: “Πώς σε λένε ρε;” “Κώστα Χατζηχρήστο” του λέω. Αυτός χαμογέλασε και μου λέει μαλακά, πάρτους, δέστους σε κανένα δένδρο, άστους και ψωμί και θα τους βρούνε οι δικοί τους. Εμείς σε μια ώρα φεύγουμε και οι Ιταλοί θάναι εδώ σε δυο, τρεις ώρες. Κι έτσι γλίτωσαν οι δυο κοκορόφτεροι Ιταλοί.
από το βιβλίο του Πέτρου Γεωργιόπουλου
“Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ …ΟΛΑ”
Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ
Στα 1943, κάπου στη Λάρισα, για να γλυτώσει από τους Γερμανούς που τον κυνηγούσαν κρύφτηκε σ’ ένα θέατρο. Δεν κάθισε όμως στους θεατές, ανέβηκε πάνω στο σανίδι και άρχισε να αυτοσχεδιάζει. Ο κόσμος κάτω άρχισε να γελάει κι αυτή ήταν η πρώτη του πετυχημένη εμφάνιση στο θέατρο.
Ένας από τους καλύτερους φίλους του Χατζηχρήστου ήταν ο Νίκος Ρίζος. Έμεναν στο ίδιο δωμάτιο και μοιράζονταν, εκτός από τις ίδιες καλλιτεχνικές ανησυχίες, και το ίδιο …πουλόβερ. Έπαιζαν στα ζάρια ποιος θα το πλύνει και ποιος θα το βάλει, μόνο που τα ζάρια ήταν «πειραγμένα» από τον Χατζηχρήστο που έτσι κέρδιζε πάντα.
Υπήρχε και κάτι άλλο. Ο Ρίζος ήταν οικονόμος, -τσιγκούνης λένε άλλοι- και έκρυβε τα λεφτά του στη φόδρα του σακακιού του. Ο Χατζηχρήστος σηκωνόταν το βράδυ, την ώρα που ο Ρίζος κοιμόταν, του ξήλωνε τη φόδρα και του έπαιρνε τα λεφτά. Την άλλη μέρα που πληρωνόταν του τα ξανάβαζε στη θέση τους.
από την εκπομπή Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ο Χατζηχρήστος ήταν αριστερός. Στον εμφύλιο πόλεμο μάλιστα κόντεψε να πληρώσει με τη ζωή του το τίμημα των αριστερών του πεποιθήσεων.
Λοιπόν Εμφύλιος κι εγώ παίζω σε ένα θεατράκι στη Λάρισα στο θίασο του Λουκά Μυλωνά, ενώ στο «ζωντανό» πιάνο έπαιζε ο μέγας Λυκούργος Μαρκέας, που μου έσωσε και τη ζωή!
Λοιπόν όπως εγώ κάνω τα νούμερά μου, ακούω το Μαρκέα που μου λέει τραγουδιστά:
-Κώσταααα, φύγεεεε, έρχονται… να σεεε φάνεεεε οι ΕΑΟάδες. Η ΕΑΟ (Ελληνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες) τότε σκότωνε στα ίσα. Παρατάω το νούμερο στη μέση, πηδάω απ’ τη σκηνή και χάνομαι απ’ την πίσω μεριά των παρασκηνίων, κι έτσι γλύτωσα από σίγουρο θάνατο, αφού σε λίγα λεπτά το θεατράκι γέμισε από ένοπλους ΕΑΟάδες. Αλλά εγώ άφαντος! Αμ πώς!
Γιατί όμως οι τραμπούκοι ήθελαν να σκοτώσουν τον Χατζηχρήστο; Ήταν κανένας “σεσημασμένος” αριστερός; Την απάντηση, ειλικρινή και απροσδόκητη, μας τη δίνει ο ίδιος ο Χατζηχρήστος:
Τώρα πρέπει να πω γιατί αυτό το κυνήγι σε μένα, λες και ήμουνα κανένας μεγαλο-καπετάνιος του «ΕΛΑΣ».
Το όλο θέμα ξεκινάει από μια γυναίκα που είχα τότε, που ούτε το όνομά της θέλω να μνημονευθεί σε τούτο το βιβλίο. Λοιπόν αυτή κι εγώ για τον άλφα ή βήτα λόγο δεν μπορέσαμε να τα βρούμε. Τότε αυτή από εκδίκηση επιστρατεύει κάποιο φιλαράκο της που ήταν στην ΕΑΟ και μου κάνουν «ντου» στο θέατρο. Αν δεν ήταν ο Μαρκέας, θα ήμουνα τέζα!
από το βιβλίο του Π. ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ
“‘Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ ΟΛΑ”
Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ”
Και έτσι μέσω του εμφυλίου φτάνουμε στο κεφάλαιο “γυναίκες” που σίγουρα είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην ιστορία του Κώστα Χατζηχρήστου.
Μιλώντας για τον Κώστα Χατζηχρήστο, αποκλείεται να αποφύγεις εντελώς ν’ αναφερθείς στις ερωτικές και σεξουαλικές δραστηριότητές του. Γιατί ο Κώστας είναι πληθωρικά σεξουαλικός και ερωτικός. Από τότε που τον θυμάμαι είχε πάντα μια μόνιμη συζυγία που ήταν ή γάμος ή δεσμός, και συγχρόνως αμέτρητες κι ατελείωτες ερωτικές περιπέτειες, έρωτες, πηδήματα, αντιζηλίες, μαλλιοτραβήγματα, ιστορίες με δρακόντους… Ήταν ένα είδος Δον Ζουάν. Ούτε χαρτιά, ούτε ιππόδρομος, ούτε ναρκωτικά. Μια ζωή θέατρο και γυναίκες, και ωραίες γυναίκες, όχι γυναίκα να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι… Αναρωτιόμουν πάντα πώς τις προλάβαινε και προπαντός πώς κατάφερνε τόσες όμορφες γυναίκες που πέρασαν κατά καιρούς απ’ τη ζωή του, απ’ την καρδιά του κι απ’ το κρεβάτι του, να τον ερωτευτούν… Κάποτε έμαθα. Ο Κώστας έχει το ταλέντο που λίγοι άντρες έχουν! Όταν είναι ερωτευμένος, αφοσιώνεται ολόψυχα γι’ αυτό το μικρό διάστημα που κρατάει ο έρωτας, η καψούρα θα την έλεγα εγώ, και το δείχνει με κάθε δυνατό τρόπο, που θα είναι μια γλυκιά κουβέντα, ένα αγκάλιασμα σε στιγμή απρόσμενη ή κάποιο λαχταριστό δώρο, έτσι ξαφνικά, όταν δεν το έχεις ζητήσει κι όταν δεν το περιμένεις, αλλά το έχεις ποθήσει κρυφά, κι εκείνος διάβασε τη σκέψη σου, που μπορεί να είναι από ένα λουλούδι μέχρι έναν πίνακα αξίας. Όχι, δεν έχω προσωπική πείρα. Δε μου ρίχτηκε ποτέ.
ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ ΒΡΑΝΑ «Ο ΟΡΓΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΠΡΑΒΟ»
Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ
Η Σπεράντζα Βρανά, περιγράφοντας τα δώρα που έκανε ο Χατζηχρήστος στις γυναίκες, αναφέρει πως ξεκινούσαν από ένα λουλούδι. Τώρα βέβαια όταν αναφερόμαστε στον Χατζηχρήστο η ποσότητα “ένα” δε σημαίνει απαραίτητα ένα λουλούδι, μπορεί να σημαίνει και ένα …αυτοκίνητο λουλούδια! Η Αλίκη Γεωργούλη, διηγούμενη τη δικιά της εμπειρία, γίνεται πιο συγκεκριμένη.
Είχε ένα αυτοκίνητο, ασήμαντο σαραβαλάκι. Κάνω να μπω και τα χάνω. Μόλις και χωρούσα. Ήταν γεμάτο λουλούδια. Έτσι ήταν ο Χατζηχρήστος, πληθωρικός και έντιμος. Το παιχνίδι είχε τελειώσει. Άρχιζαν τα σοβαρά. Τον ερωτεύτηκα.
(…)Ήταν ωραίος άνθρωπος ο Χατζηχρήστος. Καλοπροαίρετος. Αυθόρμητος.
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ “ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΣΤΟΝ ΒΕΡΣΑΤΣΕ”
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
Και βέβαια, όπως λέει ο λαός, το πιάτο του κυνηγού και του ψαρά δεν είναι πάντα γεμάτο. Η Ρίκα Διαλυνά θυμάται πως κάποτε, στα γυρίσματα της ταινίας “Λαός και Κολωνάκι”, ο Χατζηχρήστος της προσέφερε ένα πανάκριβο κόσμημα. Το αρνήθηκε, πολύ ευγενικά, μην αφήνοντας καμία ελπίδα στον Χατζηχρήστο, γρήγορα όμως είδε το κόσμημα να το φοράει κάποια άλλη ηθοποιός…
Από την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου: “Ο Ηλίας του 16ου (1958)
Τα χαστούκια στον Βέγγο ήταν πραγματικά!
Καλά πήγε η μέρα σήμερα. Χώσαμε και δυο στο κρατητήριο. Να μην είμαστε και πλεονέκτες!
Τα μαμούνια φταίνε
Ο Κώστας Χατζηχρήστος θυμάται ένα περιστατικό από την ερμηνεία του ως …μπακαλόγατος:Λοιπόν θυμάμαι ένα περιστατικό στο θέατρο. Εγώ έπαιζα ένα βοηθό μπακάλη (μπακαλόγατος) κι είχα για αφεντικό μου τον Βασίλη Αυλωνίτη. Το σκηνικό φυσικά ήταν ένα μπακάλικο. Λοιπόν αρχίζει η παράσταση. Κόσμος φουλ κι όπως έλεγε το έργο, μπαίνει μέσα μια πελάτισσα (Έλσα Ρίζου) να ψωνίσει φακές. “Παρακαλώ μια οκά φακές, μου βάζετε”, λέει η Έλσα. “Βάλε ρε φακές στη μαντάμ”, λέει ο Αυλωνίτης, ενώ ζαχαρώνει με την Έλσα. Κάνω εγώ να βάλω φακές, πού… οι φακές; Δεν υπήρχαν στη θέση τους. (Αργότερα μάθαμε ότι ο φροντιστής είχε ξεχάσει να βάλει το σακκί με τις φακές στο σκηνικό). Αμάν, λέω, καήκαμε. Βλέπεις ήταν αναπάντεχο και ψιλοξαφνιάστηκα. Άντε ρε, βάλε φακές στη μαντάμ, μου λέει ο Αυλωνίτης και με κοιτάει παράξενα που καθυστερούσα. Τότε για να μην κάνει “κοιλιά” το έργο, πάω στη Ρίζου και της λέω, προς κατάπληξη του Αυλωνίτη και της Έλσας. Ξέρετε μαντάμ, φακές δεν έχουμε. Δεν έχετε, ρωτάει σαν χαμένη η Ρίζου. Γιατί; Γιατί τι να σου κάνουν οι φακές μαντάμ; Τα μαμούνια φταίνε. Μπήκαν στο σακκί, πήραν από μια φακή στον ώμο, και φύγαν στον κατήφορο, άντε τώρα να πιάσεις εσύ τα μαμούνια! Για μια στιγμή έγινε σιωπή. Μετά ο κόσμος άρχισε να γελάει σαν τρελός και να χειροκροτάει, ενώ ο Αυλωνίτης και η Έλσα άρχισαν να γελούν κι αυτοί, γιατί κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει με τις φακές. Τελικά η πελάτισσα πήρε ροβίθια! Έτσι αναγκάστηκα να πω ό,τι μου κατέβηκε να σώσω την παράσταση. Και από μια αμέλεια του φροντιστή μας γεννήθηκε μια νέα “ατάκα” στην παράσταση που όποτε την έλεγα “χαλούσε κόσμο” και στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
από το βιβλίο του ΠΕΤΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ “Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ …ΟΛΑ” Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ
η γενναιοδωρία του
Π. ΠΑΛΙΕΡΑΚΗΣ: Θυμάμαι, κάποιο βράδυ είχαμε πάει σε μια ταβέρνα στην Πλάκα. Τότε υπήρχε μια συνήθεια και τα βιολιά έρχονταν απάνω στο τραπέζι σου. Εκεί απέναντι μας λοιπόν καθότανε μια παρέα που ήτανε ο Ωνάσης και έπαιζαν τα βιολιά απάνω του και ξαφνικά, μετά τον Ωνάση, έρχονται σε μας. Ρωτάει λοιπόν ο Χατζηχρήστος «πόσα σας έδωσε, ρε παιδιά, αυτός;» «Ε, κ. Χατζηχρήστο…», «Ρε, πόσα σας έδωσε;» «Ε, μας έδωσε, κ. Χατζηχρήστο, τότε 500 δραχμές, ήταν λεφτά». «Δώστε τα πίσω να σας δώσω εγώ 2 χιλιάδες». Βέβαια, απέναντι ο Ωνάσης γέλαγε «Γεια σου, Κωστάκη» του είπε από μακριά και γέλαγε κι ο Ωνάσης και γέλασε κι όλος ο κόσμος με το αστείο αυτό, το χαριτωμένο, του Κώστα Χατζηχρήστου.
ΒΑΣΙΑ ΤΡΙΦΥΛΛΗ: Ο Κώστας, απ’ ό,τι θυμάμαι, τελείωναμε την παράσταση, φεύγαμε και …«αγόραζε παρέα», πώς να στο εξηγήσω, μάζευε έναν κόσμο ολόκληρο γύρω του και πηγαίναμε και τρώγαμε και ήμαστε 10 άτομα, 15 άτομα… Να πληρώσεις; Α, Παναγία μου, δε σου ξαναμίλαγε ποτέ. Δεν υπήρχε περίπτωση να πληρώσεις εφόσον ήσουν σε τραπέζι του Χατζηχρήστου.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν αγαπούσε τα χρήματα για τα χρήματα. Τα ξόδευε. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης ή φτωχός άνθρωπος που να μην έχει ωφεληθεί από τον Χατζηχρήστο. Όλα του τα λεφτά τα διέθετε σε ανθρώπους που πραγματικά είχαν ανάγκη και γι’ αυτό ίσως πολλοί απ’ αυτούς δεν τον ξέχασαν και αργότερα στις δύσκολες στιγμές του.
από την εκπομπή της ΕΡΤ
Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ ΛΑΜΠΟΥΝ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΤΑΚΗΣ ΜΠΑΓΙΑΤΗΣ: Η γενναιοδωρία του Χατζηχρήστου ήταν θρυλική. Βοηθούσε κρυφά αρκετές οικογένειες. Μια μέρα πηγαίνοντας στο σπίτι του Χατζηχρήστου είδα δύο (έναν άντρα και μια γυναίκα) να κατεβαίνουν με μία τηλεόραση. Τους λέω πού την πάτε την τηλεόραση; Μου λένε μας τη χάρισε ο κύριος Χατζηχρήστος. Ανεβαίνω πάνω, δε βλέπω την τηλεόραση. Λέω, Κώστα, τι έγινε η τηλεόραση; Άσε μου λέει, θα πάρουμε άλλη.
ΒΥΡΩΝ ΜΑΚΡΙΔΗΣ: Το βράδυ ξέρανε πού πηγαίνει και τρώει και όλα τα μπατήρια ηθοποιοί πηγαίναν και τρώγαν εκεί που έτρωγε. Και όπως ήταν επόμενο απαγορευόταν να βάλει κανείς το χέρι στην τσέπη. Ήτανε άρχοντας γενικά.
ΒΑΣΙΑ ΤΡΙΦΥΛΗ: Είχε τρύπια χέρια.
από την εκπομπή
Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Τι σχέση μπορεί να είχε ο Κώστας Χατζηχρήστος με τον Μενέλαο Λουντέμη; Κι όμως, λόγω της σχέσης του με την Αλίκη Γεωργούλη¹, ο Χατζηχρήστος προσπάθησε κι αυτός να βοηθήσει τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα όταν δικαζόταν² στα 1956 για το -υποτίθεται- ανατρεπτικό περιέχομενο δύο βιβλίων του.
Όταν κατάφερα να πλησιάσω τα σύρματα και να φωνάξουν το Λουντέμη, ήταν σε κακή κατάσταση. Τόσο που τον λυπήθηκε κι ο χωροφύλακας.
Άνοιξε τρία μικροσκοπικά πορτόνια, είκοσι εκατοστών το πολύ, στα τρία σύρματα, και τον άφησε να μου πιάσει το χέρι. Τα δάκρυα του Λουντέμη έτρεχαν βροχή³. Από απόγνωση; Από εγωισμό; Από μια έφεση προς τη δυστυχία; Κανένας δεν μπορεί να ξέρει. Ήταν αλλόκοτος άνθρωπος. Και πολύ απαιτητικός…
Να συμβαίνουν μέσα αυτά… και έξω ο Χατζηχρήστος, Άτλαντας αυτοπροσώπως, να προσπαθεί να πείσει τον σκοπό να παραλάβει την πραμάτεια του: ένα στρώμα που είχε στην πλάτη του και μια κούτα τρόφιμα. Δε μου είχε πει τίποτα. Έκανα πως δεν τον είδα, προσπάθησα να μη με δει και τον άφησα να ολοκληρώσει τον αγώνα του. Κατάφερε και πέρασε τα τρόφιμα.
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ “ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΣΤΟΝ ΒΕΡΣΑΤΣΕ”
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
¹Η Αλίκη Γεωργούλη γράφει πως κινητοποίησε σε εκείνη τη δίκη σημαντικούς -μη αριστερούς- ανθρώπους που έσπευσαν να υπερασπιστούν τον Λουντέμη, όπως ο Μυριβήλης, ο Θεοτοκάς και ο Βενέζης.
²Στη δίκη εκείνη, ο Λουντέμης, όταν του ζήτησαν να υπογράψει “δήλωση μετανοίας” είπε πως “χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δε θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ!”
³Τα δάκρυα του Λουντέμη δεν οφείλονταν μόνο στο θέμα της δίκης του, αλλά και στο ότι μόλις είχε ακούσει από τη γυναίκα, με την οποία συνδεόταν, πως ήθελε να τον χωρίσει.
η οικονομική καταστροφή
Το 1964 ανεβάζει στο ΠΑΡΚ την επιθεώρηση «Παριζιάνα» όπου συμμετείχε το περίφημο Καζινό ντε Παρί, ένα από τα πιο γνωστά –τότε- καμπαρέ του Παρισιού. Ήταν μια πανάκριβη παραγωγή, με αυτοκίνητα επί σκηνής, πολλούς ηθοποιούς και μπαλέτα. Συνολικά απασχολούσε 118 άτομα. Όλους τους πλήρωνε ο Χατζηχρήστος. Η τότε γυναίκα του, η Ντιριντάουα είχε υπολογίσει πως ακόμα και αν το θέατρο ήταν γεμάτο κάθε μέρα, πάλι ο Χατζηχρήστος θα έχανε ημερησίως 38.000 δραχμές. Έτσι αναγκάστηκε να βάλει ακριβό εισιτήριο, αλλά το χειρότερο ήταν που υποχρέωσε τους άντρες θεατές να προσέρχονται στο θέατρο με γραβάτα. Το έργο στην αρχή πήγε καλά αλλά αργότερα, όταν ανέβηκε δίπλα στο Μετροπόλιταν επιθεώρηση, άρχισε σιγά σιγά να χάνει θεατές μέχρι που τελικά οδήγησε την επιχείρηση του Χατζηχρήστου σε πραγματικό φιάσκο. Τότε ήταν που ο Χατζηχρήστος έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό, και μάλιστα επί σκηνής.Το μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής του όμως το δέχτηκε πολλά χρόνια αργότερα, όταν, εντελώς ξαφνικά, πέθανε η τέταρτη σύζυγός του, σε ηλικία μόλις 42 ετών, με την οποία είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Την ίδια εποχή έχασε και το θέατρό του και έτσι κατέφυγε στο ποτό, από το οποίο δεν ξέκοψε ποτέ.
Τελικά έφτασε να μην έχει ούτε σπίτι για να μείνει. Έτσι πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του φιλοξενούμενος σε ένα ξενοδοχείο. Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις δήλωσε: “Χαρτιά δεν ξέρω. Από ιππόδρομο δεν έχω ιδέα. Πού πήγαν όλα αυτά τα χρήματα;”
Ένα συγκινητικό βίντεο από το 1997. Η τελευταία θεατρική σεζόν του Κώστα Χατζηχρήστου. Εντάξει, το κείμενο είναι μετριότατο, αλλά και τα χρόνια έχουν βαρύνει τον μεγάλο ηθοποιό. Η φωνή του δεν είναι όπως ήταν, η άρθρωση του το ίδιο, ενώ ο βήχας του είναι εμφανέστατος και μάλιστα φτάνει κάποιες στιγμές να του κόβει την ανάσα. Το κοινό γελάει αλλά διακριτικά. Είναι πλέον φανερό ότι το θεατρικό τέλος του Χατζηχρήστου είναι κοντά.