Γιώργος Μιχαήλ
Ο Ησίοδος, στη Θεογονία του, θεωρεί ως αρχαιότερη θεά τη Γαία και ως αρχαιότερο θεό τον Έρωτα, που είναι ο ωραιότερος απ’ όλους τους αθάνατους, λύνει τα μέλη του σώματος, λυγάει την ψυχή και των θεών και των ανθρώπων και σβήνει την περίσκεψη από τον νου τους. Και στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, που είναι το πρώτο στην ιστορία της ανθρωπότητας δοκίμιο για τον έρωτα, ο Φαίδρος υποστηρίζει ότι η ζωή των ανθρώπων δεν πρέπει να κατευθύνεται ούτε από τους συγγενικούς δεσμούς ούτε από τα πλούτη ούτε από τίποτα άλλο, αλλά από τον έρωτα. Ο Ευρυξίμαχος, με τη σειρά του, επισημαίνει ότι ο θεός Έρωτας δεν περιορίζει τη δράση του στους θεούς και τους ανθρώπους, αλλά εκτείνει τη δύναμή του σε ολόκληρο το σύμπαν.
Παίρνοντας, στη συνέχεια, τον λόγο, ο Αριστοφάνης εκθέτει τη δική του άποψη για τον έρωτα. Λέει, λοιπόν, ότι παλιά το ανθρώπινο σώμα δεν ήταν όπως αυτό που έχουμε τώρα, αλλά ήταν διπλό. Είχαμε, δηλαδή, δύο σώματα ενωμένα σε ένα. Αλλά επειδή οι άνθρωποι τόλμησαν κάποια στιγμή να τα βάλουν με τους ίδιους τους θεούς, ο Δίας αποφάσισε να τους τιμωρήσει. Έτσι, έκοψε στη μέση τα διπλά τους σώματα κι έφτιαξε από τον καθένα δυο διαφορετικούς ανθρώπους που συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον. Μετά τη διχοτόμηση, το κάθε σώμα αναζητούσε απεγνωσμένα το άλλο του μισό. Κι όταν το έβρισκε, το σφιχταγκάλιαζε και δεν έκανε τίποτα άλλο, παρά περίμενε να ξαναενωθεί μαζί του. Καθώς τα δυο μισά δεν νοιάζονταν ούτε για φαγητό ούτε για ύπνο, το γένος των ανθρώπων κινδύνευε με αφανισμό. Ο Δίας τους λυπήθηκε και, τοποθετώντας αντικριστά τα γεννητικά τους όργανα, όρισε να ερωτεύονται και να σμίγουν για να αναπαραχθούν. Γι’ αυτό και ο έρωτας είναι η αναζήτηση του χαμένου μας μισού. Ερωτευόμαστε γιατί ποθούμε να ξαναβρούμε τη χαμένη μας ενότητα, γιατί νοσταλγούμε, δηλαδή, την παλιά μας ολοκληρωμένη φύση.
Μετά τον Αριστοφάνη, ο Αγάθωνας τονίζει ότι ο έρωτας είναι αυτός που φέρνει την ειρήνη στους ανθρώπους και στο πέλαγος την απανεμιά και τη γαλήνη. Αυτός είναι επίσης που κοιμίζει τους ανέμους και χαρίζει τον ύπνο στα θλιμμένα κορμιά. Ο έρωτας, που εξαφανίζει την αγριότητα και μας κάνει μειλίχιους, είναι το στολίδι θεών και ανθρώπων και όλοι μας πρέπει να τον ακολουθούμε πιστά και να τον δοξάζουμε σε κάθε εκδήλωση της ζωής μας. Τελευταίος παίρνει τον λόγο ο μεγάλος ανατροπέας, ο Σωκράτης. Πρώτα πρώτα, αμφισβητεί ότι ο έρωτας είναι θεός. Είναι, λέει, δαίμονας, δηλαδή κάτι ανάμεσα σε θεό και σε άνθρωπο. Γονείς του είναι η Πενία και ο Πόρος. Είναι μονίμως φτωχός και κάθε άλλο παρά ωραίος όπως τον φαντάζονται οι πολλοί. Είναι απεριποίητος, ξυπόλυτος και άστεγος. Δεν κοιμάται σε κρεβάτια και στρώματα, αλλά στο δάπεδο, στο ύπαιθρο, στους δρόμους, στα κατώφλια, έχοντας ως μόνιμη σύντροφο τη στέρηση. Είναι, σαν τον πατέρα του, πανούργος παγιδευτής των ωραίων και των εκλεκτών, γενναίος και ριψοκίνδυνος, δολοπλόκος και επιτήδειος γητευτής, που ξέρει να μαγεύει πότε με βότανα και πότε με όμορφα λόγια. Πότε δεν έχει κάτι σε απόλυτο βαθμό, αλλά βρίσκεται πάντοτε στη μέση, ανάμεσα σε πράγματα αντίθετα. Δεν είναι, για παράδειγμα, ούτε διαρκώς πλούσιος ούτε διαρκώς φτωχός, αλλά πότε πλούσιος και πότε φτωχός.
Ο έρωτας, συνεχίζει ο Σωκράτης, είναι επιθυμία γέννησης μέσα στο ωραίο. Όταν δηλαδή κάποιος αισθάνεται την ανάγκη να γεννήσει (είτε ένα παιδί είτε ένα έργο πνευματικό), για να κερδίσει έτσι την αθανασία, ερωτεύεται και αναζητεί κάτι όμορφο (είτε σώμα είτε ψυχή είτε κάτι άλλο) για να γεννήσει μέσα του. Υπάρχει, τώρα, μια, ας πούμε, “ερωτική σκάλα” την οποία πρέπει να ανέβει κάθε συνετός άνθρωπος. Στο πρώτο σκαλοπάτι, ο άνθρωπος αυτός ερωτεύεται τα ωραία σώματα. Ύστερα, ανακαλύπτει ότι η ομορφιά της ψυχής είναι σημαντικότερη από αυτήν του σώματος και αρχίζει να ερωτεύεται τις ωραίες ψυχές. Στη συνέχεια, ερωτεύεται την επιστήμη, τη γνώση, και φτάνει (σε μεγάλη ηλικία) στο τελευταίο σκαλοπάτι, όπου ερωτεύεται την απόλυτη ομορφιά, την αιώνια και άφθαρτη ιδέα του ωραίου. Είναι φανερό ότι στους νέους ανθρώπους αρμόζει ο έρωτας των σωμάτων, ως μαθητεία στην ομορφιά, ενώ ο έρωτας των ιδεών ταιριάζει στους ηλικιωμένους.
Ο έρωτας και η αγάπη είναι συναισθήματα που έχουν πολλές ομοιότητες, αλλά και αρκετές διαφορές μεταξύ τους. Ωστόσο, συχνά χρησιμοποιούμε και τους δυο όρους για να εκφράσουμε το ίδιο συναίσθημα. Ο λαϊκός άνθρωπος, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί τη λέξη “αγάπη” για να δηλώσει κυρίως τα ερωτικά του συναισθήματα. Αλλά το ίδιο έκαναν -και κάνουν- και άνθρωποι που είναι σε θέση να διακρίνουν τις διαφορές των δύο εννοιών (αν, τελικά, υπάρχουν ευδιάκριτες διαφορές). Όταν ο Σταντάλ λέει ότι “αγάπη είναι ν’ απολαμβάνεις, να βλέπεις, ν’ αγγίζεις και να νιώθεις μ’ όλες σου τις αισθήσεις”, μάλλον αναφέρεται σε μια ερωτική ορμή που αγκαλιάζει όλο το σύμπαν. Κι όταν ο Μπαλζάκ ορίζει την αγάπη ως “την ποίηση των αισθήσεων” μάλλον έχει κατά νου τον έρωτα. Στα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, εκφράζονται (με ανυπέρβλητης ομορφιάς απλότητα) όλα όσα έχουν να κάνουν με τον έρωτα και την αγάπη. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι αυτό που πρώτιστα ενδιαφέρει τον ερωτευμένο λαϊκό άνθρωπο είναι η ομορφιά του σώματος. Αλλά θα αποφύγω την παγίδα να νερώσω με θεωρητικά σχόλια αυτήν την καθαρή ερωτική ποίηση, που συγκίνησε μεγάλους δημιουργούς όπως ο Χατζιδάκις. Έτσι, θα αφήσω τα ίδια τα τραγούδια να μιλήσουν κατευθείαν στην ψυχή σας.
Εβγάτε αγόρια στο χορό, κοράσια στα τραγούδια
Πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνεται η αγάπη
-Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλια κατεβαίνει
Κι από τα χείλια στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει
Δεν ειν’ ο έρωτας ανθός, μαζί του για να παίξεις
Μον’ είναι βάτος μ’ αγκαθιές κι αλίμονό σου αν μπλέξεις
Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη
Θέλει λαγού περπατησιά, αϊτού γληγοροσύνη
Μάτια με μάτια βλέπονται κι αχείλι δε φιλιέται
Κορμί δεν αγκαλιάζεται, αγάπη δε λογιέται
Η αγάπη βράχους κατελεί και τα θεριά μερώνει
Κι εγώ την έχω στην καρδιά, γι αυτό με θανατώνει
Ο έρωτας ανυφαντής με πανουργιά εγίνη
Αράχνη έστησε ψηλά και πιάστηκα σ’ εκείνη
Και για να φύγω δεν μπορώ, με τα φτερά με σώνει
Αυτός ζυγώνει από κοντά κι από μακριά σκοτώνει
Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει
Σαν την αγάπη την κρυφή, που δεν ξεφανερώνει
Δίχως χιονιά χιονίζουμαι, δίχως βροχές βροχιούμαι
Δίχως μαχαίρια σφάζουμαι, όντας σε συλλογιούμαι
Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
Κι όταν σε συλλογίζομαι τρέμω κι αναστενάζω
Στάλα στάλα το νερό τρυπάει το λιθάρι
Κι η κόρη με τα νάζια της σφάζει το παλικάρι
Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
Και την ψυχή μ’ και την καρδιά μ’ εσύ με την ορίζεις
Μα συ ‘σαι μια βασίλισσα, π’ όλο τον κόσμο ορίζεις
Σα θέλεις παίρνεις τη ζωή, σα θέλεις τη χαρίζεις
Μελαχρινό μου πρόσωπο, μη βάνεις κοκκινάδι
Κι αποθαμένους και νεκρούς τους βγάζεις απ’ τον Άδη
Σένα σου πρέπει, μάτια μου, βασίλισσα να γίνεις
Και στο θρονί να κάθεσαι, τις όμορφες να κρίνεις
Να ‘χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια
Να πάθιουν τα πατήματα, να ‘πιανα τα κερκέλια
Ν’ ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω
Να δώσω σείσμα τ’ ουρανού, να βγάλει μαύρα νέφη
Να βρέξει χιόνι και νερό κι ατίμητο χρυσάφι
Το χιόνι να ρίξει στα βουνά και το νερό στους κάμπους
Στην πόρτα της πολυαγαπώς τ’ ατίμητο χρυσάφι
Να ‘σουν στον κάμπο λεϊμονιά κι εγώ στα όρη χιόνι
Να λιώνω να ποτίζονται οι δροσεροί σου κλώνοι
Να ‘χα το σύννεφο άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
Το φεγγαράκι της αυγής να ‘ρχόμουν κάθε βράδυ
Τα χείλη σου είναι ζάχαρη, το μάγουλό σου μήλο
Τα στήθη σου παράδεισος και το κορμί σου κρίνο
Να φίλουνα τη ζάχαρη, να δάγκανα το μήλο
Ν’ άνοιγεν ο παράδεισος, ν’ αγκάλιαζα τον κρίνο
Να ‘ταν τα στήθια μου ανοιχτά, να δεις τα σωθικά μου
Πως φυτρωμένη ευρίσκεσαι μέσα εις την καρδιά μου
Καθημερνέ μου λογισμέ και νυκτική μου ελπίδα
Να μ’ είχε πάρει ο θάνατος την ώρα που σε είδα
Αν μ’ αγαπάς κι ειν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
Γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω
Δεν θέλω εγώ παράδεισο, μητ’ εκκλησιά ν’ αγιάσω
Μον’ θέλω το κορμάκι σου να το σφιχταγκαλιάσω
Σαν τι το θέλει η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι
Οπόχει μες στο σπίτι της τ’ Αυγούστου το φεγγάρι!
Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
Ένα που βγαίνει το πουρνό, όταν γλυκοχαράζει
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει
Που στέκεις πάντα δροσερό κι ανθείς και λουλουδίζεις;
Θαμάζομαι όνταν πορπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες
Και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες
Όποιος φιλάει την αυγή την αγαπητική του
Παίρνει του Μάη τη δροσιά, τη ρίχνει στο κορμί του
Τα μαύρα μάτια την αυγή δεν πρέπει να κοιμούνται
Μόνο να κανακεύονται και να γλυκοφιλούνται
Σου στέλνω χαιρετίσματα, με μήλο δαγκωμένο
Κι ανάμεσα στη δαγκασιά, σου ‘χω φιλί βαλμένο
Κόκκιν’ αχείλι φίλησα κι έβαψε το δικό μου
Και στο μαντήλι το ‘συρα κι έβαψε το μαντήλι
Και στο ποτάμι το ‘πλυνα κι έβαψε το ποτάμι
Κι έβαψ’ η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου
Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του
Κι έβαψ’ ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο
-Κόρη, όταν φιλιόμαστε, νύχτα ‘ταν, ποιος μας είδε;
-Μας είδε τ’ άστρο της νυχτός, μας είδε το φεγγάρι
Και το φεγγάρι έσκυψε, τής θάλασσας το λέει
Θάλασσα το ‘πε τού κουπιού και το κουπί τού ναύτη
Κι ο ναύτης το τραγούδησε στης λυγερής την πόρτα
Σε φίλησα, σε τσίμπησα, σου πήρα τις γλυκάδες
Κι αν σε φιλήσει άλλος κανείς, δεν έχεις νοστιμάδες
Εμίσεψες και μ’ άφησες σαν παραπονεμένη
Σαν εκκλησιά αλειτούργητη σε χώρα κουρσεμένη
Η αγάπη σου είναι ψεύτικη, σαν του Μαγιού το χιόνι
Οπού το ρίχνει αποβραδίς και το πρωί το λιώνει
Εγώ ‘λεγα, βρυσούλα μου, πως τρέχεις για τ’ εμένα
Μα συ ‘τρεχες και πότιζες όλα τα διψασμένα
Μηλιά που σε καμάρωνα καθημερνή και σκόλη
Τώρα έπλεξες τα κλώνια σου σε ξένο περιβόλι
Θα βάλω μια κακή φωνή, τη γης για να τρυπήσω
Να βγάλω την αγάπη μου, να τη γλυκοφιλήσω
Πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνεται η αγάπη
-Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλια κατεβαίνει
Κι από τα χείλια στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει
Δεν ειν’ ο έρωτας ανθός, μαζί του για να παίξεις
Μον’ είναι βάτος μ’ αγκαθιές κι αλίμονό σου αν μπλέξεις
Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη
Θέλει λαγού περπατησιά, αϊτού γληγοροσύνη
Μάτια με μάτια βλέπονται κι αχείλι δε φιλιέται
Κορμί δεν αγκαλιάζεται, αγάπη δε λογιέται
Η αγάπη βράχους κατελεί και τα θεριά μερώνει
Κι εγώ την έχω στην καρδιά, γι αυτό με θανατώνει
Ο έρωτας ανυφαντής με πανουργιά εγίνη
Αράχνη έστησε ψηλά και πιάστηκα σ’ εκείνη
Και για να φύγω δεν μπορώ, με τα φτερά με σώνει
Αυτός ζυγώνει από κοντά κι από μακριά σκοτώνει
Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει
Σαν την αγάπη την κρυφή, που δεν ξεφανερώνει
Δίχως χιονιά χιονίζουμαι, δίχως βροχές βροχιούμαι
Δίχως μαχαίρια σφάζουμαι, όντας σε συλλογιούμαι
Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
Κι όταν σε συλλογίζομαι τρέμω κι αναστενάζω
Στάλα στάλα το νερό τρυπάει το λιθάρι
Κι η κόρη με τα νάζια της σφάζει το παλικάρι
Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
Και την ψυχή μ’ και την καρδιά μ’ εσύ με την ορίζεις
Μα συ ‘σαι μια βασίλισσα, π’ όλο τον κόσμο ορίζεις
Σα θέλεις παίρνεις τη ζωή, σα θέλεις τη χαρίζεις
Μελαχρινό μου πρόσωπο, μη βάνεις κοκκινάδι
Κι αποθαμένους και νεκρούς τους βγάζεις απ’ τον Άδη
Σένα σου πρέπει, μάτια μου, βασίλισσα να γίνεις
Και στο θρονί να κάθεσαι, τις όμορφες να κρίνεις
Να ‘χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια
Να πάθιουν τα πατήματα, να ‘πιανα τα κερκέλια
Ν’ ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω
Να δώσω σείσμα τ’ ουρανού, να βγάλει μαύρα νέφη
Να βρέξει χιόνι και νερό κι ατίμητο χρυσάφι
Το χιόνι να ρίξει στα βουνά και το νερό στους κάμπους
Στην πόρτα της πολυαγαπώς τ’ ατίμητο χρυσάφι
Να ‘σουν στον κάμπο λεϊμονιά κι εγώ στα όρη χιόνι
Να λιώνω να ποτίζονται οι δροσεροί σου κλώνοι
Να ‘χα το σύννεφο άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
Το φεγγαράκι της αυγής να ‘ρχόμουν κάθε βράδυ
Τα χείλη σου είναι ζάχαρη, το μάγουλό σου μήλο
Τα στήθη σου παράδεισος και το κορμί σου κρίνο
Να φίλουνα τη ζάχαρη, να δάγκανα το μήλο
Ν’ άνοιγεν ο παράδεισος, ν’ αγκάλιαζα τον κρίνο
Να ‘ταν τα στήθια μου ανοιχτά, να δεις τα σωθικά μου
Πως φυτρωμένη ευρίσκεσαι μέσα εις την καρδιά μου
Καθημερνέ μου λογισμέ και νυκτική μου ελπίδα
Να μ’ είχε πάρει ο θάνατος την ώρα που σε είδα
Αν μ’ αγαπάς κι ειν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
Γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω
Δεν θέλω εγώ παράδεισο, μητ’ εκκλησιά ν’ αγιάσω
Μον’ θέλω το κορμάκι σου να το σφιχταγκαλιάσω
Σαν τι το θέλει η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι
Οπόχει μες στο σπίτι της τ’ Αυγούστου το φεγγάρι!
Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
Ένα που βγαίνει το πουρνό, όταν γλυκοχαράζει
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει
Που στέκεις πάντα δροσερό κι ανθείς και λουλουδίζεις;
Θαμάζομαι όνταν πορπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες
Και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες
Όποιος φιλάει την αυγή την αγαπητική του
Παίρνει του Μάη τη δροσιά, τη ρίχνει στο κορμί του
Τα μαύρα μάτια την αυγή δεν πρέπει να κοιμούνται
Μόνο να κανακεύονται και να γλυκοφιλούνται
Σου στέλνω χαιρετίσματα, με μήλο δαγκωμένο
Κι ανάμεσα στη δαγκασιά, σου ‘χω φιλί βαλμένο
Κόκκιν’ αχείλι φίλησα κι έβαψε το δικό μου
Και στο μαντήλι το ‘συρα κι έβαψε το μαντήλι
Και στο ποτάμι το ‘πλυνα κι έβαψε το ποτάμι
Κι έβαψ’ η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου
Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του
Κι έβαψ’ ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο
-Κόρη, όταν φιλιόμαστε, νύχτα ‘ταν, ποιος μας είδε;
-Μας είδε τ’ άστρο της νυχτός, μας είδε το φεγγάρι
Και το φεγγάρι έσκυψε, τής θάλασσας το λέει
Θάλασσα το ‘πε τού κουπιού και το κουπί τού ναύτη
Κι ο ναύτης το τραγούδησε στης λυγερής την πόρτα
Σε φίλησα, σε τσίμπησα, σου πήρα τις γλυκάδες
Κι αν σε φιλήσει άλλος κανείς, δεν έχεις νοστιμάδες
Εμίσεψες και μ’ άφησες σαν παραπονεμένη
Σαν εκκλησιά αλειτούργητη σε χώρα κουρσεμένη
Η αγάπη σου είναι ψεύτικη, σαν του Μαγιού το χιόνι
Οπού το ρίχνει αποβραδίς και το πρωί το λιώνει
Εγώ ‘λεγα, βρυσούλα μου, πως τρέχεις για τ’ εμένα
Μα συ ‘τρεχες και πότιζες όλα τα διψασμένα
Μηλιά που σε καμάρωνα καθημερνή και σκόλη
Τώρα έπλεξες τα κλώνια σου σε ξένο περιβόλι
Θα βάλω μια κακή φωνή, τη γης για να τρυπήσω
Να βγάλω την αγάπη μου, να τη γλυκοφιλήσω