Κολοκοτρώνης Θεόδωρος - Η δίκη
Η δίωξη και καταδίκη σε θάνατο του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και του συντρόφου του αγωνιστή Δημητρίου Πλαπούτα,
που συγκλόνισε το πανελλήνιο στη διετία 1833-1834, οφείλεται κυρίως σε
τρεις παράγοντες. Ο πρώτος και γενικότερος, που ιδιαίτερα έχει προβληθεί
από τους ιστορικούς, προερχόταν από την απολυταρχική διακυβέρνηση της
βαυαροκρατίας και ειδικότερα την Αντιβασιλεία, που καταδυνάστευε το λαό
προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις, λαϊκό ξεσηκωμό, προς αντιμετώπιση του
οποίου και προς εκφοβισμό των λαϊκών στρωμάτων εισήγαγε τελικά σε δίκη –
παρωδία και καταδίκασε σε θάνατο το λαοφιλέστερο ηγέτη του Αγώνα, το
θρυλικό Γέρο του Μοριά. Είναι βέβαια αληθές ότι οι θεσμοί που εισήγαγε η
Αντιβασιλεία μακροπρόθεσμα ωφέλησαν τον τόπο, ο απόλυτος και σκληρός
όμως τρόπος που θέλησε να τους επιβάλει, σε σχέση με την υφιστάμενη
τότε κατάσταση στην Ελλάδα, ήταν εκτός τόπου και χρόνου και έβλαψε τη
χώρα.
Έλεγε για την Αντιβασιλεία ο Γέρος του
Μοριά με τη γνωστή θυμοσοφία του, προσπαθώντας να διασκεδάσει μάλλον τη
λαϊκή αντίδραση παρά να την προκαλέσει: «τα παπούτσια του Χατζη-Πέτρου
(που ήταν γίγας) θέλουν να τα βάλουν στα πόδια του Λόντου (που ήταν
νάνος)». Ήλπιζαν λοιπόν οι Βαυαροί ότι θα εκφοβίσουν το λαό αποκεφαλίζοντας το λαοφιλέστερο ηγέτη της Επανάστασης.
Ο δεύτερος επίσης σημαντικός παράγων ξεκινούσε από τη διαπίστωση του Μάουρερ, μέλους της τριμελούς Αντιβασιλείας, ότι ο πρόεδρος της Αρμανσμπεργκ
ευνοούσε ή και μεθόδευε στα κρυφά, μέσω του Βαυαρού αξιωματούχου
Φραντς (διερμηνέα της Αντιβασιλείας), συνωμοτική κίνηση δια της
υπογραφής ομαδικής αναφοράς των αγωνιστών προς το βασιλέα της Βαυαρίας για την ανάθεση της Αντιβασιλείας μόνο στον Αρμανσμπεργκ, ανακαλουμένων των υπολοίπων δύο μελών της.
Παρ’ ότι οι πρωτεργάτες της μυστικής
αυτής κίνησης δεν μπόρεσαν να προσεταιριστούν τους Κολοκοτρώνη και
Πλαπούτα και άλλους γνωστούς οπλαρχηγούς, εντούτοις ο απολυταρχικός
Μάουρερ μεθόδευσε με τη σύμπραξη του υπουργού Δικαιοσύνης Σχινά τη
σύλληψη και καταδίκη των δύο οπλαρχηγών με χαλκευμένες κατηγορίες και
ωμή επέμβαση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, με τριπλό δε στόχο την
αποθάρρυνση του Αρμανσμπεργκ από τα φιλόδοξα και ιδιοτελή του σχέδια,
τον εκφοβισμό του λαού, αλλά και των λοιπών γενναίων οπλαρχηγών του
Αγώνα, που με σκληρότητα ο Μάουρερ είχε από τnv πρώτη στιγμή δέσει στο
περιθώριο της πολιτικής ζωής. Τα γενεσιουργικά αυτά
κίνητρα της δίωξης και θανατικής καταδίκης των δύο οπλαρχηγών
ενεργοποίησε ένας τρίτος και σπουδαιότερος παράγοντας, η διχόνοια των
Ελλήνων, ο κακός δαίμονας του έθνους, που είχε λάβει τη μορφή έντονης
διαμάχης μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών. Έτσι, σημαντικοί πολιτικοί
του Αγώνα, υπουργοί και πρωθυπουργοί επί Αντιβασιλείας, ανέχονταν ή και
ευνοούσαν και επεδίωκαν τον κατατρεγμό των αγωνιστών.
Η σύλληψη όμως και προφυλάκιση του
θρυλικού Γέρου του Μοριά και του φιλοβασιλικού Πλαπούτα προκάλεσε την
παραίτηση του πρωθυπουργού Σπυρίδωνα Τρικούπη, ενώ το γεγονός ανέχθηκε ο Μαυροκορδάτος και προπαντός ο άσπονδος εχθρός τους Κωλέττης,
που απαιτούσε στη συνέχεια, μαζί με τον Μάουρερ, την άμεση εκτέλεση της
θανατικής ποινής. Προηγουμένως ο Μαυροκορδάτος είχε διαδεχθεί στην
πρωθυπουργία τον παραιτηθέντα Σπ. Τρικούπη, για να παραιτηθεί κι αυτός
με τη σειρά του όταν άρχισαν τα έκτροπα στη δίκη με την ωμή παρέμβαση
του υπουργού Δικαιοσύνης Κ. Σχινά επικεφαλής χωροφυλάκων και τις
βιαιοπραγίες και το διασυρμό των δικαστών, προκειμένου να εκδοθεί δια
της βίας η καταδικαστική απόφαση, στην οποία αντιδρούσαν έντιμοι
δικαστές, ο Γεώργιος Τερτσέτης και ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αναστάσιος Πολυζωίδης.
Το διάτρητο κατηγορητήριο που συνέταξε ο περιβόητος και σκληροτράχηλος δημόσιος κατήγορος Μάσων,
τυφλό όργανο των Μάουρερ, Σχινά και Κωλέττη, προσέδιδε στους δύο
οπλαρχηγούς το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, με κυριότερα
επιβαρυντικά στοιχεία ότι μετείχαν σε μυστικές συνεδριάσεις για την
υπογραφή αναφοράς προς το βασιλέα της Βαυαρίας προς ανάκληση δύο μελών
της Αντιβασιλείας (των Μάουρερ και Εϊδεκ) και ότι υπέγραψαν ετέρα
αναφορά προς ξένη δύναμη (τη Ρωσία) προς κατάργηση και των τριών μελών
της Αντιβασιλείας. Τέτοιου είδους αναφορές, ακόμη και αληθινές,
υποστήριξε ο Γ. Τερτσέτης, δεν αποτελούν απόδειξη εγκλήματος, αλλά στοχασμό του γράφοντος, αφού δεν συνοδεύονταν από εξωτερική εκτελεστική πράξη.
Και όμως, τρία εκ των πέντε μελών του
δικαστηρίου, ενδίδοντας στις προτροπές του υπουργού Δικαιοσύνης Κ. Σχινά
και του Μάσωνος, εκδίδουν καταδικαστική απόφαση, την
οποία αρνούνται να προσυπογράψουν ο Γ. Τερτσέτης και ο πρόεδρος Α.
Πολυζωίδης, ακόμη και όταν προπηλακιζόμενοι οδηγούνται από τους
χωροφύλακες δια της βίας και σηκωτοί στην έδρα.
Αναγιγνώσκεται η εις θάνατον
καταδικαστική απόφαση χωρίς την υπογραφή των δύο γενναίων δικαστών. Την
επομένη, δια χάριτος που παρακλητικώς εξασφάλισε ο νεαρός Όθων
από την Αντιβασιλεία, η θανατική ποινή μετατράπηκε σε εικοσαετή
κάθειρξη, παρά τη λυσσώδη αντίδραση του Μάουρερ και του τότε νέου
πρωθυπουργού Κωλέττη.
Την επόμενη χρονιά ο Όθων με την
ενηλικίωσή του υπέγραψε την αποφυλάκιση των δύο οπλαρχηγών και την
προαγωγή του μεν Πλαπούτα σε συνταγματάρχη, του δε Κολοκοτρώνη σε
σύμβουλο της Επικρατείας. Ταυτόχρονα αποφάσισε και την αποπομπή των
Κωλέττη και Σχινά. Έτσι έκλεισε μια διετία (1833-1834) που ανέδειξε τις
ραδιουργίες της Αντιβασιλείας και του Κωλέττη εις βάρος ανύποπτων και
γενναίων οπλαρχηγών, αλλά και δύο γενναίους δικαστές, στυλοβάτες της
Δικαιοσύνης.
Νομικός, τ. διευθύντρια υπουργείου Οικονομικών