1. Γενικά στοιχεία
Οι Παλαιολόγοι είναι η τελευταία βυζαντινή δυναστεία. Διατηρήθηκε πιο
πολύ απ’ όλες τις άλλες στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης
(1259-1453), μερικά χρόνια περισσότερο από τη μακρόβια Μακεδονική δυναστεία (867-1056). Πρόκειται
για εννέα αυτοκράτορες από τη δυναστεία των Παλαιολόγων: Μιχαήλ Η΄ (1261-1282), Ανδρόνικος Β΄ (1282-1328), Ανδρόνικος Γ΄
(1328-1341), Ιωάννης Ε΄ (1341-1376 και 1379-1391), Ανδρόνικος Δ΄ (1376-1379),
Ιωάννης Ζ΄ (1390), Μανουήλ Β΄ (1391-1425), Ιωάννης Η΄ (1425-1448) και Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος-Δραγάσης
(1449-1453)· ο Μιχαήλ Θ΄ ήταν επί πολλά
χρόνια συναυτοκράτορας (1294-1320), πέθανε όμως πριν από τον πατέρα του, τον
Ανδρόνικο Β΄.
2. Καταγωγή – εμφάνιση δυναστείας
Η προφορική παράδοση σχετικά με την καταγωγή του αυτοκρατορικού οίκου των
Παλαιολόγων την ανάγει στην Ιταλία. Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Παλαιολόγοι
κατάγονταν από την ιταλική πόλη Βιτέρμπo (παλαιός λόγος = vetus verbus)· κατά
μιαν άλλη εκδοχή, ήταν ρωμαϊκής καταγωγής και έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη
μαζί με το Μεγάλο Κωνσταντίνο. Αυτή η
δεύτερη παραλλαγή θυμίζει αντίστοιχες παραδόσεις σχετικά με άλλες βυζαντινές
αριστοκρατικές οικογένειες με βλέψεις στον αυτοκρατορικό θρόνο (π.χ. Φωκάδες και Δούκες):
η καταγωγή από τη Ρώμη και η μετακίνηση στην Κωνσταντινούπολη
μαζί με τον ιδρυτή της και αυτοκράτορα Μεγάλο Κωνσταντίνο εξασφάλιζε αίγλη
και κατά κάποιον τρόπο νομιμοποιούσε τις αυτοκρατορικές διεκδικήσεις των
οικογενειών αυτών.1
Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι οι Παλαιολόγοι κατάγονταν από τη Μικρά Ασία, και μάλιστα από το βυζαντινό θέμα των Ανατολικών.2
Σχετικά με την ετυμολογία του επωνύμου τους ο Kazhdan θεωρεί ότι σημαίνει
«ρακοσυλλέκτης», που ενδεχομένως υποδεικνύει ταπεινή καταγωγή, ενώ ο
Vannier
προτιμά να το ερμηνεύσει ως «συλλέκτης αρχαίων αντικειμένων».3 Σε σχέση με τις άλλες βυζαντινές
αριστοκρατικές οικογένειες, οι Παλαιολόγοι εμφανίζονται σχετικά αργά, το
δεύτερο μισό του 11ου αιώνα. Έτσι ο πρώτος γνωστός Παλαιολόγος –ίσως και ο
γενάρχης της οικογένειας– ήταν ο Νικηφόρος· διοικητής του θέματος της
Μεσοποταμίας πιθανότατα με τον τίτλο του δούκα
στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ΄ (1071-1078) υποστήριξε ενεργά τη στάση
του Νικηφόρου (Γ΄) Βοτανειάτη.
Αντίθετα, ο γιος του Νικηφόρου, ο Γεώργιος, ήταν υποστηρικτής των Δουκών και
στη συνέχεια του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού· ο
γάμος του με την εγγονή του Ιωάννη Δούκα, την Άννα, συνέδεσε τους
Παλαιολόγους με τις οικογένειες των Δουκών και των Κομνηνών και αναλόγως
ρύθμισε και τις συμμαχίες τους. Ο Γεώργιος αναφέρεται ως κουροπαλάτης και δουξ του Δυρραχίου επί
Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118).4
Στη διάρκεια του 12ου αιώνα οι Παλαιολόγοι φαίνεται ότι ανήκουν στη
στρατιωτική αριστοκρατία ενώ δεν καταλάμβαναν πολιτικά αξιώματα. Εμφανίζονταν
ως δωρητές σε μονές και συνέχιζαν την τακτική των επιγαμιών με μέλη της
αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών. Τους συγγενικούς δεσμούς με τις
οικογένειες των Δουκών και των Κομνηνών5
τόνιζαν οι πρώτοι αυτοκράτορες της Παλαιολόγειας δυναστείας, υπογράφοντας και
με τα επώνυμα αυτά, εν μέρει για να προβάλλουν την καταγωγή τους από μια
αυτοκρατορική δυναστεία και κατ’ επέκταση τη νομιμότητα της δικής τους
δυναστείας· αργότερα η πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε. Η οικογένεια των
Παλαιολόγων ακολούθησε το Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι
στη Νίκαια, στο κράτος της οποίας συνέχισαν
να καταλαμβάνουν υψηλά αξιώματα (ο πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ
Η΄, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος, έλαβε τον τίτλο του μεγάλου
δομέστικου, πιθανότατα επί Ιωάννη Γ΄
Βατάτζη, ενώ και ο Μιχαήλ σταδιοδρόμησε ως στρατιωτικός και μέχρι το
1254 είχε ήδη καταλάβει το αξίωμα του μεγάλου
κονόσταυλου).
3. Εγκαθίδρυση αυτοκρατορικής
δυναστείας
Ιδρυτής της αυτοκρατορικής δυναστείας ήταν ο Μιχαήλ (Η΄) Παλαιολόγος, ο
οποίος είχε ηγετικό ρόλο στην αντίδραση των αριστοκρατικών οικογενειών στις
προσπάθειες του Θεόδωρου Β΄ Λασκάρεως
για περιορισμό της δύναμης της κωνσταντινουπολίτικης αριστοκρατίας στην
Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ο ρόλος του αυτός τον ανέδειξε σε επίτροπο του
ανήλικου αυτοκράτορα Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι
μετά τη δολοφονία των αδελφών Μουζαλώνων
–οι οποίοι είχαν οριστεί επίτροποι από το Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρι πριν από το
θάνατό του–, προς μεγάλη δυσαρέσκεια των αριστοκρατικών κύκλων. Από το θρόνο
της Νίκαιας (1259) επιδίωξε και κατόρθωσε την ανακατάληψη
της Κωνσταντινούπολης (1261) και την παλινόρθωση της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, φρόντισε να
στεφθεί αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία,
ενώ ο νόμιμος αυτοκράτορας και τελευταίος εκπρόσωπος της δυναστείας των
Λασκάρεων Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις συστηματικά παραγκωνίστηκε και τελικά τυφλώθηκε
κατ’ εντολήν του Μιχαήλ, ώστε να εδραιωθεί η Παλαιολόγεια δυναστεία στο
θρόνο.
Η τύφλωση του ανήλικου ακόμη Ιωάννη Δ΄ καθώς και η πολιτική για την ένωση των Εκκλησιών που ακολούθησε ο Μιχαήλ Η΄ οδήγησαν σε ρήξη με τον πατριάρχη Αρσένιο Αυτωρειανό, που αφόρισε τον αυτοκράτορα. Ο Μιχαήλ κατόρθωσε να απομακρύνει τον Αρσένιο από τον πατριαρχικό θρόνο (1265), ενώ το Φεβρουάριο του 1267 οργανώθηκε τελετή στην οποία ο Μιχαήλ Η΄ έλαβε άφεση από τον πατριάρχη Ιωσήφ Α΄.6 Ωστόσο, η αντιπαράθεση με την παράταξη των αρσενιατών συνεχίστηκε.7 Το 1284 ο γιος του Μιχαήλ Η΄, ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, επισκέφθηκε τον τυφλό Ιωάννη Δ΄ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στη Μικρά Ασία, σε μια προσπάθεια να δείξει έμπρακτα την αποδοκιμασία του για τις επιλογές του πατέρα του, στάση που χαρακτήριζε εξάλλου συνολικά την πολιτική του, ιδίως στο ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών.
Οι Παλαιολόγοι ήταν η πρώτη βυζαντινή δυναστεία που υιοθέτησε έμβλημα
κατά τα δυτικά πρότυπα. Από τις αρχές του 14ου αιώνα, ο αετός, άλλοτε απλός
άλλοτε δικέφαλος, που έως τότε είχε χρησιμοποιηθεί είτε ως διακοσμητικό θέμα
σε αυτοκρατορικά ενδύματα (επί Κομνηνών, όχι όμως ως έμβλημα) είτε ως σύμβολο
της αυτοκρατορίας (στη Λατινική Αυτοκρατορία
της Κωνσταντινούπολης), γίνεται το έμβλημα της οικογένειας των
Παλαιολόγων· το 15ο αιώνα παγιώνεται ο δικέφαλος αετός ως έμβλημα της
δυναστείας.8
4. Εξωτερική πολιτική
Οι αυτοκράτορες της Παλαιολόγειας δυναστείας κυβέρνησαν σε εποχές που το
Βυζάντιο διέθετε ελάχιστη πλέον δύναμη. Ο Μιχαήλ Η΄ ακολούθησε τολμηρή
εξωτερική πολιτική, στρέφοντας τους εχθρούς της αυτοκρατορίας τον έναν
εναντίον του άλλου προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να εδραιώσει τη
βυζαντινή κυριαρχία στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και για να αποκτήσει χωρίς
σημαντική αντίσταση εδάφη για την αυτοκρατορία στα Βαλκάνια. Μέρος της
πολιτικής του, που εγκαινίασε μια πάγια στη συνέχεια στρατηγική της
Παλαιολόγειας δυναστείας, ήταν να διαπραγματευτεί την ένωση των Εκκλησιών με
τον πάπα, υπολογίζοντας στην παπική επιρροή για να αποτρέψει τα επιθετικά σχέδια
των Δυτικών ηγεμόνων και κυρίως του Καρόλου Ανδεγαυού της Σικελίας εναντίον
της παλινορθωμένης αυτοκρατορίας. Με τον τρόπο αυτό το Βυζάντιο υπήρξε κατά
κάποιον τρόπο ρυθμιστικός παράγοντας επί των ημερών του, όμως στα χρόνια των
διαδόχων του η οικονομική και πολιτική παρακμή γινόταν όλο και πιο εμφανής.9 Η διαφορά μεταξύ του ένδοξου παρελθόντος
και της δύσκολης καθημερινότητας στην αυτοκρατορία, η οποία πια ήταν ένα
μειωμένο, διαιρεμένο και αναχρονιστικό κράτος, ανίκανο να προβεί σε εσωτερική
αναγέννηση, ήταν τεράστια. Το Βυζάντιο έγινε περισσότερο αντικείμενο παρά
φορέας των διεθνών εξελίξεων στη Βαλκανική και τη Μεσόγειο.
Για το λόγο αυτό, οι Παλαιολόγοι ζητούσαν απεγνωσμένα βοήθεια από τη Δύση ενόψει των εξωτερικών επιβουλών (Λατίνοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Οθωμανοί), κυρίως προσπαθώντας να πετύχουν την εκκλησιαστική ένωση σε αντάλλαγμα για την παπική προστασία: ο Μιχαήλ Η΄ (1274, σύνοδος της Λυών) και ο Ιωάννης Η΄ (1439, σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας) υπέγραψαν την ένωση, ενώ ο Ιωάννης Ε΄ ήταν ο πρώτος Βυζαντινός αυτοκράτορας ο οποίος το 1369 ασπάστηκε το ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Ωστόσο, κάποιοι από τους αυτοκράτορες αυτής της δυναστείας, πρωτίστως ο Ανδρόνικος Β΄, αντιτάσσονταν έντονα στην ένωση. Εκτός αυτού, η διπλωματία των Παλαιολόγων προσπαθούσε, με τη δημιουργία συγγενικών σχέσεων (επιγαμιών) με τους Λατίνους, αλλά και με τη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Τραπεζούντα και την Ήπειρο, να βελτιώσει τη διεθνή θέση του Βυζαντίου. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής ήταν περιορισμένης εμβέλειας, διότι η αυτοκρατορία βρισκόταν στο δρόμο της ανεπιστρεπτί παρακμής. Καθώς εμφύλιοι πόλεμοι αποδυνάμωναν το βυζαντινό κράτος, οι εξωτερικοί εχθροί του αποκόμιζαν όλο και μεγαλύτερα εδαφικά οφέλη. Το 1346 ο Σέρβος ηγεμόνας Στέφανος Ντουσάν, έχοντας υποτάξει τη Μακεδονία εκτός από τη Θεσσαλονίκη, στέφθηκε αυτοκράτορας στα Σκόπια από το Σέρβο πατριάρχη· μέχρι το 1348 είχε υποτάξει την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Αλλά και η κατάρρευση της σερβικής αυτοκρατορίας μετά το θάνατο του Ντουσάν δεν έφερε πραγματική ανακούφιση στο Βυζάντιο, καθώς η έλλειψη ισχυρής δύναμης στα Βαλκάνια άφησε ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια στους Οθωμανούς Τούρκους. Ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος (1341-1376 και 1379-1391) προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη δυσμενή αυτή κατάσταση στρεφόμενος στον πάπα για βοήθεια, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Λίγο μετά το Νοέμβριο του 1371 και τη μάχη του Έβρου, όπου οι Οθωμανοί συγκρούστηκαν νικηφόρα με Σέρβους ηγεμόνες, ενώ δεν έλαβαν μέρος βυζαντινές δυνάμεις, η αυτοκρατορία πέρασε σχεδόν αμαχητί υπό την επικυριαρχία των Οθωμανών, υποχρεωμένη να καταβάλλει φόρο υποτέλειας και στρατιωτική υπηρεσία.10 Στη θάλασσα, η ασθενική Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν εγκλωβισμένη ανάμεσα στη Γένουα και στη Βενετία, στις οποίες είχε παραχωρήσει υπέρογκα προνόμια επιδιώκοντας να αποσπάσει τη συμμαχία τους. Επιπλέον, στις εμφύλιες συγκρούσεις που ανέβασαν στο θρόνο το γιο του Ιωάννη Ε΄, τον Ανδρόνικο Δ΄ Παλαιολόγο (1376-1379), οι Γενουάτες και οι Βενετοί αναμείχθηκαν ενεργά, ερίζοντας για την παραχώρηση σε αυτούς εμπορικά επίκαιρων θέσεων, και κυρίως της Τενέδου, την οποία ο Ανδρόνικος Δ΄ έδωσε στους Γενουάτες μετά την κατάληψη του θρόνου, ενώ ο Ιωάννης Ε΄ την είχε υποσχεθεί στους Βενετούς. Όμως καθώς οι Οθωμανοί εδραίωναν όλο και περισσότερο την κυριαρχία τους στα Βαλκάνια, ο σουλτάνος γινόταν ο πραγματικός ρυθμιστής της κατάστασης στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης, ενώ η δυναμική των ναυτικών δημοκρατιών μειωνόταν. Το 15ο αιώνα, οι τελευταίοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου είχαν χάσει κάθε πραγματική εξουσία, ενώ και οι εκκλήσεις για βοήθεια εναντίον των Οθωμανών που απηύθυναν διαρκώς στα δυτικά κράτη και στον πάπα δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού η διαπραγματευτική δύναμή τους είχε εξανεμιστεί ολοκληρωτικά. Όταν ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ (1449-1453) διακήρυξε την ένωση των Εκκλησιών στην Αγία Σοφία το Δεκέμβριο του 1452, έπρεπε να αντιμετωπίσει μια ισχυρή αντίδραση από τους ανθενωτικούς, ενώ το ουσιαστικό όφελος που αποκόμισε σε βοήθεια από τον πάπα ήταν πενιχρό και ανίκανο να αναβάλει άλλο την επικείμενη Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
5. Εσωτερική πολιτική
Η αυτοκρατορία επί των ημερών των Παλαιολόγων ήταν ένα κράτος που
αδυνατούσε να διατηρηθεί ενωμένο. Επί Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328)
τέθηκε πρώτη φορά το ζήτημα πιθανής διαίρεσης των αυτοκρατορικών εδαφών
ανάμεσα στους γιους του αυτοκράτορα από τη σύζυγο του Ανδρόνικου, την Ειρήνη-Γιολάντα Μομφερατική. Αυτό συνέβη
παρά την άρνηση του αυτοκράτορα, κάτι το οποίο δείχνει ότι υπήρχε ακόμη το
μοντέλο της ενότητας της αυτοκρατορίας.11
Ωστόσο το μοντέλο αυτό υπονομευόταν από τις αντικειμενικές συνθήκες. Η
αριστοκρατία, για την οποία η άνοδος των Παλαιολόγων στο θρόνο της
Κωνσταντινούπολης αποτελούσε μια σημαντική νίκη, συγκέντρωνε όλο και
μεγαλύτερες γαιοκτησίες, οι οποίες εξαιρούνταν από τη φορολογία, ενώ και η
σχέση της με την κεντρική εξουσία γινόταν όλο και πιο αυτόνομη· το αποτέλεσμα
ήταν αυξανόμενη δημοσιονομική κρίση αλλά και κατάρρευση του διοικητικού
συστήματος με συγκεντρωτικό χαρακτήρα. Επιπλέον, ο εδαφικός κατακερματισμός
ευνοούσε και τον κατακερματισμό της εξουσίας. Οι αυτοκράτορες παραχωρούσαν
αυτοκρατορικά εδάφη σε μέλη της οικογένειάς τους ώστε να οργανώσουν την
προστασία τους και να πετύχουν τη διατήρησή τους ως μέρους της αυτοκρατορίας.12
Η περίοδος των Παλαιολόγων σημαδεύτηκε και από έριδες και συγκρούσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας, που οδήγησαν σε εμφύλιους πολέμους και επιτάχυναν την πτώση του Βυζαντίου. Το 1320 ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος επιχείρησε να αποκλείσει τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄ από το δικαίωμα της διαδοχής, παρά το θάνατο του πατέρα του τελευταίου και συναυτοκράτορα, του Μιχαήλ Θ΄, τον Οκτώβριο του 1320. Όμως, ο Ανδρόνικος Γ΄, συγκεντρώνοντας γύρω του μια δυναμική αντιπολίτευση από μερίδα της αριστοκρατίας, στασίασε και επιχείρησε να διασφαλίσει τα αυτοκρατορικά του δικαιώματα με τη βία. Μια περίοδος εμφύλιων πολέμων άρχισε για το Βυζάντιο, που έληξε μόνο το Μάιο του 1328, με την οριστική κατάληψη της εξουσίας από τον Ανδρόνικο Γ΄. Ωστόσο, ο εμφύλιος είχε πλήξει την οικονομία της αυτοκρατορίας, είχε οδηγήσει ήδη μια φορά σε διαίρεση των εδαφών (το 1321 ο Ανδρόνικος Γ΄, έχοντας αναγνωριστεί ως συναυτοκράτορας, έλαβε τη Θράκη και ορισμένες περιοχές στη Μακεδονία αφήνοντας στον Ανδρόνικο Β΄ την Κωνσταντινούπολη και τα υπόλοιπα βυζαντινά εδάφη, καθώς και το δικαίωμα διαπραγμάτευσης με ξένες δυνάμεις, ώστε να υπάρχει μια φαινομενική έστω ενότητα)· είχε επίσης επιτρέψει στο βουλγαρικό και στο σερβικό κράτος να εμφανιστούν ως ρυθμιστικοί παράγοντες στις δυναστικές έριδες της αυτοκρατορίας, καθώς ο Ανδρόνικος Γ΄ είχε στραφεί για βοήθεια στους πρώτους, ενώ ο Ανδρόνικος Β΄ στους δεύτερους. Ο Ανδρόνικος Γ΄ πέθανε το 1341, αφήνοντας τον ανήλικο γιο του Ιωάννη Ε΄ στο θρόνο. Για την αντιβασιλεία ήρθαν σε αντιπαράθεση από τη μια πλευρά ο μέγας δομέστικος Ιωάννης (Στ΄) Καντακουζηνός, φίλος και σύμμαχος από την εποχή των εμφύλιων πολέμων του Ανδρόνικου Γ΄, κι από την άλλη η μητέρα του Ιωάννη, η Άννα της Σαβοΐας, και ο πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας. Η αντιπαράθεση οδήγησε σε νέο εμφύλιο πόλεμο (1341-1347), από τον οποίο ο Καντακουζηνός βγήκε νικητής και πανίσχυρος. Ο εμφύλιος πήρε επίσης τη μορφή εκκλησιαστικής έριδας, καθώς ο πατριάρχης ήταν φανατικός αντι-ησυχαστής, ενώ τον Καντακουζηνό υποστήριξαν οι ησυχαστές. Ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός, επίτροπος πλέον του νεαρού Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, επιχείρησε να εδραιώσει τη δική του δυναστεία στο θρόνο. Νύμφευσε τον Ιωάννη Ε΄ με την κόρη του Ελένη και αργότερα έστεψε συναυτοκράτορα το μεγαλύτερο γιο του Ματθαίο. Με τον τρόπο αυτό φανέρωσε ανοιχτά τις προθέσεις του. Η διατήρηση της Παλαιολόγειας δυναστείας στο θρόνο κρίθηκε από έναν ακόμα εμφύλιο (1352-1354). Μετά τη νίκη του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, ο Ιωάννης Καντακουζηνός παραιτήθηκε από το θρόνο και εκάρη μοναχός, ενώ λίγο αργότερα (1357) ο Ματθαίος Καντακουζηνός αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες. Μάλιστα, οι Παλαιολόγοι απώθησαν τους Καντακουζηνούς στην Πελοπόννησο, όπου το 1382, μετά τη διακυβέρνηση του Μανουήλ και του Ματθαίου Καντακουζηνού, ενθρονίστηκε ο Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος, αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄. Επρόκειτο για σημαντική επιτυχία των Παλαιολόγων έναντι των ανταγωνιστών τους, διότι η Πελοπόννησος στο δεύτερο μισό του 14ου και στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα εξελίχθηκε στην ισχυρότερη βυζαντινή επαρχία. Οι Παλαιολόγοι στην Πελοπόννησο έμειναν πιστοί στην Κωνσταντινούπολη, όμως στην πραγματικότητα κυβερνούσαν ανεξάρτητα.
Την όγδοη δεκαετία του 14ου αιώνα, μια νέα σοβαρή ρήξη στο αυτοκρατορικό
περιβάλλον οδήγησε σε εμφύλια σύγκρουση. Επειδή το 1373 ο νεαρός και
ανυπόμονος Ανδρόνικος Δ΄ εξεγέρθηκε ανεπιτυχώς εναντίον του πατέρα του, ο
Ιωάννης Ε΄ τον φυλάκισε και τον αποκλήρωσε. Διάδοχος ορίστηκε ο Μανουήλ Β΄,
που στέφθηκε και συναυτοκράτορας. Ωστόσο, ο Ανδρόνικος Δ΄ κατόρθωσε να
δραπετεύσει από τη φυλακή και με τη βοήθεια των Γενουατών να ανέβει στο θρόνο
και το 1376 να φυλακίσει τον πατέρα του και το νεότερο αδελφό του. Το 1379 ο
Ιωάννης Ε΄ ανέκτησε το θρόνο, όμως παρέμειναν οι αμφιβολίες για τη διαδοχή. Η
συμφωνία που επιτεύχθηκε το Μάιο του 1381 προέβλεπε διάδοχος να είναι ο
Ανδρόνικος Δ΄, και στη συνέχεια ο γιος του Ιωάννης Ζ΄, ενώ ο Μανουήλ Β΄
παρακάμφθηκε.13 Ωστόσο, μετά το θάνατο
του Ανδρόνικου Δ΄ (1385) και το βραχύχρονο σφετερισμό του Ιωάννη Ζ΄ (1390), ο
Μανουήλ Β΄ κατόρθωσε τελικά να αποκαταστήσει στο θρόνο τον πατέρα του και να
τον διαδεχτεί ο ίδιος μετά το θάνατό του (1391). Υπήρξαν και άλλες διαφορές
μεταξύ του Μανουήλ Β΄ και του Ιωάννη Ζ΄, όμως αυτές τερματίστηκαν με το
θάνατο του δεύτερου (1408). Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και μεταξύ των
νεότερων γιων του Μανουήλ Β΄ (Κωνσταντίνου, Θωμά και Δημητρίου), ενώ στο
θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του Ιωάννης Η΄· μετά το θάνατο και του τελευταίου
την εξουσία ανέλαβε ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄, που έμελλε να είναι και ο τελευταίος
Βυζαντινός αυτοκράτορας.
Παρά την οικονομική και πολιτική παρακμή, παρά επίσης τους εμφύλιους πολέμους, η περίοδος της Παλαιολόγειας δυναστείας ήταν εποχή πολιτιστικής ακμής της αυτοκρατορίας, στην οποία θεωρείται ότι συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό και οι αυτοκράτορες. Με αρχή την τελευταία δεκαετία του 13ου αιώνα παρατηρείται μια άνθηση στον καλλιτεχνικό, αλλά και στον πνευματικό και επιστημονικό τομέα, που έμεινε γνωστή με την ονομασία Παλαιολόγεια Αναγέννηση· πολιτιστική άνθηση υπήρξε και στο Μοριά το 15ο αιώνα («τελευταία βυζαντινή αναγέννηση»). Μεταξύ των Παλαιολόγων ιδιαίτερη εύνοια προς την επιστήμη και τους επιστήμονες έδειξε ο Ανδρόνικος Β΄, ενώ ο σημαντικότερος λόγιος ήταν ο Μανουήλ Β΄. 6. Επιβίωση της οικογένειας μετά την Άλωση Μετά την κατάρρευση του Βυζαντίου (1453) και την πτώση του Μοριά στα χέρια των Οθωμανών (1460), κάποια μέλη της δυναστείας κατέφυγαν στην Ιταλία.14 Ωστόσο, ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο γάμος της Ζωής-Σοφίας Παλαιολογίνας, κόρης του δεσπότη Θωμά, με το μεγάλο πρίγκιπα της Μόσχας Ιβάν Γ΄ (1462-1505). Έτσι ο Ρώσος ηγεμόνας επιχείρησε να προβάλει τη Μόσχα ως «Τρίτη Ρώμη» και κληρονόμο της αυτοκρατορίας. Από την άλλη πλευρά, ο θρύλος γύρω από τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου έχει επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας.15 |
||
1. Vannier, J.-F., “Les premiers Paléologues. Étude
généalogique et prosopographique”, στο Cheynet, J.-C. – Vannier, J.-F., Études prosopographiques (Paris
1986), σελ. 129. Σχετικά με τους Δούκες βλ. Polemis, D., The Doukai. A contribution to Byzantine
Prosopography (London 1968), σελ. 3· σχετικά με τους Φωκάδες βλ. Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michelis Attaliottae Historia (CSHB, Bonn 1853), σελ. 218.
2. Vannier, J.-F., “Les premiers Paléologues. Étude
généalogique et prosopographique”, στο Cheynet, J.-C. – Vannier, J.-F., Études prosopographiques (Paris
1986), σελ. 130.
3. Oxford
Dictionary of Byzantium 3 (Oxford –
New York 1991), σελ. 1557, βλ. λ. “Palaiologos” (A. Kazhdan)· Vannier, J.-F., Les premiers Paléologues. Étude
généalogique et prosopographique”, στο Cheynet, J.-C. – Vannier, J.-F., Études prosopographiques (Paris
1986), σελ. 130.
4. Vannier, J.-F., “Les premiers Paléologues. Étude
généalogique et prosopographique”, στο Cheynet, J.-C. – Vannier, J.-F., Études prosopographiques (Paris
1986), σελ. 133-134, 137-141.
5. Polemis, D., The Doukai. A contribution to Byzantine
Prosopography (London 1968), σελ. 152-164, αρ. 135-158.
6. Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler,
A. (επιμ.), Georges Pachymérès relations historiques II
(Paris 1984), σελ. 397-399.
7. Γουναρίδης,
Π., Το κίνημα των Αρσενιατών (1261-1310). Ιδεολογικές διαμάχες την
εποχή των πρώτων Παλαιολόγων (Αθήνα 1999).
8. Belting, H., Das illuminierte Buch in der
spätbyzantinischen Gesellschaft (Heidelberg 1970), σελ. 64. Σχετικά με τη βυζαντινή εραλδική βλ. Cernovodeanu, D., “Contributions à l'étude de
l'héraldique byzantine et post-byzantine”, Jahrbuch der Österreichischen
Byzantinistik 32:2 (1982), σελ. 409-422.
11. Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία,
Bekker, I. – Schopen, L. (επιμ.), Nicephori Gregorae historiae Byzantinae 1 (Bonn 1829), σελ. 233-234.
12. Nicol, D.M., The Immmortal Emperor: Τhe life and legend of Constantine Palaiologos, last
Emperor of the Romans (Cambridge
1992), σελ. 3-4.
13. Miklosich, F. – Müller, I. (επιμ.), Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et
profana II (Wien 1862), αρ. 344, σελ. 25-27.
14. Mallat, P., “Die Palaiologen nach 1453”, Jahrbuch der
Österreichischen Byzantinistik 32:6 (1982) [=XVI. Internationaler
Byzantinistenkongress, Akten II.6 (Wien 1982)], σελ. 9-18.
15. Nicol, D.M., The Immmortal Emperor: Τhe life and legend of Constantine Palaiologos, last
Emperor of the Romans (Cambridge
1992), σελ. 109-128· αναφέρονται μάλιστα περιπτώσεις ατόμων που εφευρίσκουν κάποια γραμμή καταγωγής από τους Παλαιολόγους.
ΠΗΓΗ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ( ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ )
|