Η φράση είναι πασίγνωστη. Χάσαμε τ’ αυγά και τα καλάθια. Τη λέμε για κάποιον που έπαθε ολοκληρωτική καταστροφή ή για κάποιον που τα έχει χάσει και έχει πελαγώσει. Χρησιμοποιείται συχνά, τόσο στην καθημερινή ομιλία όσο και στον δημοσιογραφικό λόγο. Για παράδειγμα, πριν από μερικές εβδομάδες στο Βήμα ο Αντώνης Καρακούσης έβαλε τίτλο του άρθρου του «Χάνοντας τ’ αυγά και τα καλάθια» και μέσα στο άρθρο υποστήριξε ότι η κυβέρνηση έχει χάσει τ’ αυγά και τα καλάθια.
Τη φράση τη θυμήθηκα, διότι στο λήμμα αναφερόταν ένας ιστότοπος με μια εντελώς αστήριχτη εξήγηση για την προέλευση της φράσης. Το κακό είναι ότι η εξήγηση αυτή, που προέρχεται από το βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, έχει αναδημοσιευτεί και αλλού, ακόμα και στην εφημερίδα «Τα Νέα» (και μάλιστα δυο φορές τα τελευταία χρόνια: 12.3.2003 και 18.3.2004). Και όσο αναδημοσιεύεται μια πατάτα, τόσο ριζώνει. (Για να μην παρεξηγηθώ: ο Νατσούλης έχει μαζέψει πολύ υλικό στο βιβλίο του· δυστυχώς, η έλλειψη συστήματος, η τσαπατσουλιά στην παράθεση των πηγών και η τάση του να προσπαθεί να βρει ζορ ζορνά μια ιστορική εξήγηση για κάθε φράση, μειώνουν την αξία του έργου του).
Αλλά ποια είναι επιτέλους η περίφημη εξήγηση του Νατσούλη; Διαβάστε, από το δημοσίευμα των Νέων:
Για κάποιον που τρομάζει ή σαστίζει εύκολα, συνήθως λέμε «έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια». Η φράση αυτή έμεινε στις νεώτερες γενιές από το 1688, όταν την Αθήνα είχε καταλάβει ο Μοροζίνης με τα στρατεύματά του. Την εποχή εκείνη είχε πέσει πανώλη και τα κρούσματα ήταν χιλιάδες. Οι στρατιώτες του Μοροζίνη είχαν αρχίσει να αποδεκατίζονται. Τα χωράφια γύρω από την Αθήνα είχαν μετατραπεί σε νεκροταφεία. Τότε, πολλοί Αθηναίοι για να σωθούν πήραν τις οικογένειές τους και τράβηξαν για τα νησιά. Ανάμεσα σ’ εκείνους ήταν και ο Ιωάννης Ντερζίνης ή Ντερτσίνης, που έκανε εμπόριο αυγών. Για να μην αφήσει το εμπόρευμά του να χαλάσει, αποφάσισε να το πάρει μαζί του, με την ελπίδα να το πουλήσει. Όμως, στον δρόμο τούς επιτέθηκαν Αλγερινοί κουρσάροι και τους έπιασαν. Οι νέοι κρατήθηκαν αιχμάλωτοι, ενώ τον Ντερτσίνη, που ήταν ηλικιωμένος και άρρωστος, τον άφησαν ελεύθερο. Έτσι, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στην Αθήνα. Και όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τάκης Νατσούλης στο βιβλίο του «Λέξεις και Φράσεις Παροιμιώδεις» (Εκδόσεις Σμυρνιωτάκης), αρκετοί τον επισκέπτονταν για να μάθουν για την τύχη των συγγενών τους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι από τους Αλγερινούς. Σε μια Αθηναία που έχασε τον άντρα της και έκλαιγε σπαρακτικά, ο Ντερτσίνης τής είπε: «Η αφεντιά σου κλαις για τον άντρα σου. Αμ, τι να πω κι εγώ ο κακομοίρης που έχασα τ’ αυγά και τα καλάθια»; Η φράση του αυγουλά έμεινε μέχρι τις μέρες μας, με διαφορετική όμως σημασία.
Τώρα, εγώ κάπου έχω ξαναγράψει ότι όταν βλέπω μια παροιμιακή φράση να εξηγείται με αναφορά σε ιστορικό πρόσωπο, κουμπώνομαι. Η πείρα μου λέει ότι το 90% των εξηγήσεων που παραπέμπουν σε ένα ιστορικό γεγονός, πρόσωπο κτλ. είναι κατασκευασμένες εκ των υστέρων. Όμως, το κακό είναι ότι αυτές οι ευφάνταστες εξηγήσεις είναι πολλές φορές τρομαχτικά δύσκολο ν’ ανασκευαστούν -είναι αυτό που λέω για τον παλαβό που πετάει άσκεφτα την πέτρα στο πηγάδι και πρέπει σαράντα γνωστικοί να πολεμήσουν να τη βγάλουν. Πώς να αποδείξεις ότι ένα γεγονός δεν συνέβη;
Όμως ο θεός αγαπάει και τον νοικοκύρη. Διότι η φράση αυτή, επειδή έχει σαν βασική της λέξη το «αυγό», βρίσκεται στο δημοσιευμένο τμήμα των Παροιμιών του Πολίτη (από το Α ως την αρχή του Ε, ενώ τα υπόλοιπα μένουν να τα τρώει το σαράκι σε κάποιαν αποθήκη, προς δόξαν του ελληνικού κράτους που δεν μπορεί να διαθέσει ένα μικρό κλάσμα απ’ όσα τσέπωσαν οι βαλτοπεδινοί για να τυπωθεί ένα πραγματικά εθνικό έργο!). Και ανατρέχοντας στον Πολίτη, δεν βρίσκω μεν τίποτε για τον Μοροζίνι, τον Ντερζίνη και λοιπούς αγρίους, βρίσκω όμως ότι την παροιμιώδη αυτή φράση την έχει καταγράψει ο Βάρνερ στη συλλογή του. Ποιος Βάρνερ; Ο Λέβινους Βάρνερ, ένας ανατολιστής που έζησε πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη ως εκπρόσωπος της ολλανδικής κυβέρνησης και έγραψε της παναγιάς τα μάτια, μεταξύ των οποίων ελληνικό ενδιαφέρον έχει η συλλογή παροιμιών τις οποίες συγκέντρωσε, και που διασώζουν μάλιστα τη λαλούμενη μορφή της γλώσσας μας, διότι ο Βάρνερ δεν ήταν λογιότατος να εξαρχαΐζει τις παροιμίες, τις κατέγραφε όπως τις άκουγε· ενώ ο ιερομόναχος Παρθένιος Κατζιούλης, που επίσης καταγράφει την παροιμία (λίγο αργότερα) θεωρεί καλό να της αλλάξει τα φώτα: Απίεσαν ωά και κάλαθοι, γράφει.
Ενώ ο Βάρνερ καταγράφει: «Έχασε τα αυγά και το καλάθι». Και την εξηγεί, λατινικά: Notatur totius facultatis ruina. Πρόχειρα καταλαβαίνουμε ότι η παροιμία σημαίνει ότι κάποιος καταστράφηκε ολοσχερώς. Όταν έρθει ο λατινιστής υπηρεσίας, ίσως διορθώσει αυτή την πρόχειρη απόδοση.
Το πιο σημαντικό: ο Βάρνερ, τιμημένο να ‘ναι τ’ όνομά του, έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο το 1665. Πότε έγραψε τη συλλογή του δεν ξέρουμε, διότι δεν την εξέδωσε σε βιβλίο, στα χαρτιά του βρέθηκε, αλλά πάντως όχι αργότερα από το 1665. Άρα, αποκλείεται να ισχύει η ευφάνταστη εξήγηση του Νατσούλη, ότι η φράση γεννήθηκε από ιστορικό γεγονός που έγινε το 1688, διότι ο Βάρνερ ήταν μεν μέγας και τρανός ανατολιστής αλλά προφήτης δεν ήταν! Είπαμε, ο θεός αγαπάει τον νοικοκύρη καμιά φορά.
Οπότε; Και τι θα κάνουμε χωρίς Ντερζίνη; Πώς θα εξηγήσουμε τη φράση; Μα, δεν θέλει και πολλή φιλοσοφία, δεν είναι δα και τόσο σπάνιο συμβάν να πηγαίνει ο αυγουλάς στο παζάρι να πουλήσει την πραμάτεια του και να του τύχει στο δρόμο καταιγίδα ή να τον κλέψουν ενώ κοιμάται ή να πάθει κάτι άλλο και να χάσει και τ’ αυγά και τα καλάθια! Όχι ένας, μα χίλιοι δεκατρείς αυγουλάδες θα ‘χουν πάθει παρόμοιες συμφορές στο παρελθόν. Από εκεί ασφαλώς θα βγήκε η φράση. Κι όμως, πολύς κόσμος νιώθει ανασφάλεια αν δεν έχει προσδιορισμένη, επώνυμη προέλευση. Ενώ τους πετάς έναν Τζερτζίνη στα μούτρα, χωρίς καμιά πηγή, χωρίς καμιά βάση, και το δέχονται ασμένως. Και το αναπαράγουν, και το αναδημοσιεύουν, και το βάζουν και στα «Νέα». Και μάλιστα δυο φορές, για να το εμπεδώσουμε.
Τελειώσαμε; Σχεδόν. Πριν κλείσω, να πω ότι η φράση «έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια» πολύ συχνά ακούγεται σε παραλλαγή: «έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια». Κανονικά, αυτή η φράση είναι «λαθεμένη», συμφυρμός της «έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια» και της «έχασε τα πασχάλια» που τη λέμε για κάποιον που τα έχει χαμένα, όπως τον παλιό καιρό οι παπάδες που έχαναν τους τυφλοσούρτες τους και δεν ήξεραν πότε πέφτει το Πάσχα. Κι επειδή το Πάσχα είναι δεμένο με τ’ αυγά τα κόκκινα, εύλογο είναι να συμφύρονται οι δυο φράσεις. Και μάλιστα χωρίς να έχει βάλει το χεράκι του κανείς Ντερζίνης ή Τζερμπίνης.
Υ.Γ. Ωστόσο, φαίνεται ότι στη Βόρεια Ελλάδα επικρατεί η «λανθασμένη» μορφή της φράσης, δηλαδή «έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια». Πέρα από την επιβεβαίωση φίλων που διάβασαν το ίδιο σημείωμα στο ιστολόγιο, την έχω επίσης αποδελτιώσει στον εξαιρετικό (και πρόωρα χαμένο) Θεσσαλονικιό συγγραφέα Τόλη Καζαντζή.
ν.σαραντάκος