Σαν σήμερα εικάζεται ότι γεννήθηκε ο Κρητικός ποιητής Βιτσέντζος Κορνάρος, ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα του ελληνισμού του 17ου αι. Το σημαντικότερο έργο του, ο Ερωτόκριτος, ένα έμμετρο επικό ερωτικό δράμα, θεωρείται από τα κορυφαία έργα της εποχής και αποτελεί κλασικό λυρικό έργο, εξαιρετικής ομορφιάς, με πλήθος κρητικών ιδιωματισμών. Στον Βιτσέντζο Κορνάρο αποδίδεται επίσης το θρησκευτικό δράμα Η θυσία του Αβραάμ.
Η αλήθεια είναι ότι τόσο η ημερομηνία γέννησης όσο και αυτή του θανάτου του κρητικού λογοτέχνη παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Βιτσέντζος Κορνάρος γεννήθηκε το 1553 στην Τραπεζούντα Σητείας στην Κρήτη, γιος του Ιάκωβου Κορνάρου και της Ζαμπέτας Ντεμέτζο. Ο Κορνάρος φέρεται να έζησε στη Σητεία περίπου μέχρι το 1580 και στη συνέχεια να εγκαταστάθηκε στον Χάνδακα (το σημερινό Ηράκλειο). Εκεί, ο κυριότερος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας παντρεύτηκε με την Μαριέτα Ζένο, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Για τον εαυτό του, αναφέρει ο ποιητής στους τελευταίους στίχους του Ερωτόκριτου:
«Κ' εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ' έχου
μα θέλω να φανερωθώ, κι όλοι να με κατέχου
Βιτσέντζος είν' ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος
που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί 'καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρέυτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση,
το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίση»
Από το 1591 φέρεται να ανέλαβε διοικητικά αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας του 1591 -1593 ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Ο ποιητής υπήρξε επίσης μέλος του λογοτεχνικού συλλόγου της Ακαδημίας των Παράξενων, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας, επίσης συγγραφέας – έργο του μια Ιστορία της Κρήτης, η οποία δεν εκδόθηκε ποτέ.
Το κορυφαίο έργο του αναγεννησιακού δημιουργού, Ερωτόκριτος, γραμμένο στην κρητική διάλεκτο, υπήρξε πολύ δημοφιλές και κυκλοφορούσε κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα σε χειρόγραφα. Η μυθιστορία του Ερωτόκριτου εκτείνεται σε 10.000 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ενώ πρότυπο του έργου φέρεται να είναι η γαλλική δημοφιλής μεσαιωνική μυθιστορία Paris et Vienne του Pierre de la Cypède, η οποία τυπώθηκε το 1487 και το οποίο διαδόθηκε μεταφρασμένο σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Ερωτόκριτος είχε μεγάλη απήχηση, πέρασε σε μαντινάδες, παροιμίες, ενώ τα ονόματα των ηρώων δόθηκαν σε πολλά βρέφη. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην ελληνική λαϊκή παράδοση, εμπνέοντας ζωγράφους και μουσικούς μέχρι και τον 20ο αι. Τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα έχει ζωγραφίσει και ο σπουδαίος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος, ενώ το κείμενο του Κορνάρου μελοποίησε μια από τις σπουδαιότερες φωνές της Ελλάδας και της παραδοσιακής μουσικής της χώρας, ο Νίκος Ξυλούρης.
Η Θυσία του Αβράαμ, ένα θρησκευτικό δράμα που αποτελείται από 1154 δεκαπεντασύλλαβους στίχους φέρεται να εκδόθηκε το 1635, ενώ πρότυπο του φέρεται να αποτέλεσε το έργο του Ιταλού Λ. Γκρότο, Ισαάκ.
Ο Βιτσέντζος Κορνάρος εκτιμάται ότι πέθανε στον Χάνδακα το 1613 ή το 1614, από άγνωστη αιτία, και ενταφιάστηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, άποψη η οποία έχει γίνει αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές.
«Αυτός ο λεπταίσθητος καλλιτέχνης, ακολουθώντας φαινομενικά την ταπεινή απαγγελία των ποιητάρηδων, ανυψώνει σε επίπεδο τέχνης την πνευματική κληρονομιά του ελληνικού λαού, αξιοποιώντας και επιβάλλοντας στη λόγια δημιουργία τα έμφυτα στον λαό εκφραστικά μέσα. Ο τρόπος που ο Κορνάρος κατακτάει αυτόν τον κόσμο, ο οποίος προϋποθέτει ιδιοσυγκρασία κλασικού, η γαλήνη που πετυχαίνει με έναν αδιάπτωτο έλεγχο του αφηγηματικού λόγου και του τόνου, η ειρωνεία αυτή καθ' εαυτή, θυμίζουν περισσότερο την ξέγνοιαστη αίσθηση ζωής του Ariosto, παρά τα βάσανα και τις τύψεις του Tasso. Γράφοντας με απόλυτη επίγνωση των πράξεών του και διαλέγοντας ένα δρόμο απατηλά εύκολο, με γλωσσικό όργανο παρθενικά βαπτισμένο στο κριτικό ιδίωμα, ο Κορνάρος εξασφάλισε στη νεοελληνική λογοτεχνία ένα αριστούργημα αντιπροσωπευτικό σε πανευρωπαϊκή κλίμακα» έγραψε στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του, για τον σπουδαίο κρητικό λογοτέχνη ο Ιταλός καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας Vitti Mario.
Η συνάντηση του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας
Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱ δυὸ πὼς εἶναι ἐκεῖ σωσμένοικι ἀπόκει στέκου σὰ βουβοὶ κ’ ἡ γλώσσα τως σωπαίνει.
Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰ μεριὰ κ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη
κι ὁ γεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰ νὰ βγάλη˙
μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶ τὰ πολλὰ ὁποὺ χώνα
ἐχάσαν τα, σοῦ φαίνεται, τὴν ὥρα ποὺ ἐσιμῶνα.
Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ στὰ θέλου νὰ μιλήσου,
δὲν ξεύρουν ἀπὸ ποιὰ μεριὰ τὰ πάθη τως ν’ ἀρχίσου.
Ὡσὰ λαήνι ὁποὺ γενῆ πολλὰ πλατὺ στὸν πάτο
κ’ εἰς τὸ λαιμὸ πολλὰ στενὸ κ’ εἶναι νερὸ γεμάτο,
κι ὅποιος θελήση καὶ βαλθῆ ὄξω νερὸ νὰ χύση
καὶ τὸ λαήνι μὲ τὴ βιὰ πρὸς χάμαι νὰ γυρίση,
μέσα κρατίζει τὸ νερὸ κι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸ βγάνει
κι ὅσο τὸ γέρνει τόσο πλιὰ μόνο τὸν κόπο χάνει,
ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶ κ’ ἦσα γεμάτοι πάθη,
ἡ ἀποκοτιὰ τως νὰ τὰ ποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη
καὶ θέλοντας νὰ ποῦν πολλὰ, τὰ λίγα δὲ μποροῦσι˙
τὸ στόμα τως ἐσώπαινε, μὲ τὴν καρδιὰ μιλοῦσι(TVXS)