==================================================================
Η ποικιλόμορφη εναλλαγή της ιστορικής μοίρας των Επτανήσων, όπου οι δυνάμεις κατοχής (Βενετία, Γαλλία, Τουρκία – Ρωσία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία) απέδειξαν ότι δεν ενδιαφέρονταν και τόσο για την απελευθέρωση των Ελλήνων, στάθηκε αφορμή για να αντιληφθούν οι επί τέσσερις αιώνες σκλάβοι των Τούρκων, ότι, για να απελευθερωθούν, πρέπει να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις. Μετά τη συντριβή του Μ. Ναπολέοντα το 1812 στη Μόσχα και τον περιορισμό του στη νήσο Έλβα, ακολούθησε η μείωση της γαλλικής δύναμης στην Ευρώπη και η σύγκληση το 1814 του Συνεδρίου της Βιέννης. Εκεί, φάνηκε ότι όλοι ενδιαφέρονταν για τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνεπώς οι Έλληνες δεν είχαν καμία ελπίδα να βοηθηθούν από τα ευρωπαϊκά κράτη. Ο Νικόλαος Σκουφάς στην Οδησσό, αισθανόμενος αυτή την πολιτική κατάσταση, ίδρυσε, λίγο πριν από το Συνέδριο της Βιέννης, το καλοκαίρι του 1814, τη Φιλική Εταιρεία.
Η Οδησσός της Φιλικής Εταιρείας
Οι Έλληνες, όσοι σκέπτονταν τον απελευθερωτικό αγώνα, στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν χωρισμένοι σε δυο στρατόπεδα: σε αυτούς που πίστευαν ότι «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» και έπρεπε να γινόταν η Επανάσταση και σε εκείνους που υποστήριζαν ότι ήταν ακόμη νωρίς και, συνεπώς, χωρίς παιδεία και υποδομή, αυτή δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει. Η Φιλική Εταιρεία ως μυστική και επαναστατική οργάνωση, φρόντιζε να μην έχει έγγραφα ή να τα εξαφανίζει. Γι’ αυτό και «κατάλογοι πλήρεις των μελών της Εταιρείας δεν διεσώθησαν, ατυχώς».
Οι Έλληνες της Ρωσίας έζησαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα κάτω από την επίσημη πολιτική της Προστασίας. Αλλά σε αυτή την προστασία πρέπει να προσθέσουμε και την ιδιαίτερη συμπάθεια του ρωσικού λαού προς τους σκλαβωμένους ορθόδοξους της Βαλκανικής Χερσονήσου. Η ελληνική κοινότητα της Οδησσού το 19ο αιώνα ήταν από τις πιο ανθούσες, με εκκλησίες, εκπαιδευτήρια, σωματεία, λέσχες, κλπ. Οι Έλληνες της Οδησσού ήταν πολλοί, μεταξύ των αλλοδαπών εμπόρων της πόλεως. Μάλλον το δυναμικό των Ελλήνων εμπόρων της Οδησσού θα έδωσε την ονομασία «Ελληνική πόλις».
Το 1808 η Οδησσός είχε 12.500 κατοίκους και το 1814, 25.000 κατοίκους. Από τις αρχές του 19ο αιώνα, η πόλη απέκτησε πολυεθνικό χαρακτήρα. Εκεί ζούσαν (κατά σειρά) Ρώσοι, Εβραίοι, Ουκρανοί, Πολωνοί, Γερμανοί, Ιταλοί, Έλληνες, Τάταροι κ.ά. Άλλωστε, γενικός διοικητής της περιοχής, από το 1803 έως το 1815, ήταν ο Γάλλος Αρμάνδος – Εμμανουήλ Ντε Πλεσίς (De Plessis), δούκας Ντε Ρισελιέ (De Richelieu) και το 1815 τον διαδέχθηκε πάλι ο Γάλλος Α. Φ. Ντε Λανζερόν (A .F. De Langeron).
Εξάλλου, υποστηρίχθηκε ότι μεγάλη επίδραση στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό είχε το γεγονός των νικηφόρων ροσω-τουρκικών πολέμων του τέλους του 18ο αιώνα, ιδίως των ετών 1768-1774 και 1781-1791. Είναι γεγονός ότι η Φιλική Εταιρεία (στην προετοιμασία της Επαναστάσεως του 1821) επέδρασε στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας των Ρώσων Δεκεμβριστών.
Τέλος εκεί έζησαν αργότερα και οι επαναστάτες Ρώσοι Δεκεμβριστές Π. Ι. Ποστέλ (Ρ. Ι. Postel), Σ. Ι. Μουράβεφ Αποστόλ (S. I. Murav’ev Apοstol) και Μ. Ι. Μουράβεφ Αποστόλ (Μ. Ι. Murav’ev Apοstol) και ακόμη εκεί εξορίστηκε ο Α. Σ. Πούσκιν (A.S. Puskin). Τέλος, αργότερα ο Α. Σ. Πούσκιν, εμπνευσμένος από τον αγώνα του ελληνικού λαού, έγραψε ότι η Ελλάδα είναι «χώρα ηρώων και θεών».
Οι τρεις πρώτοι πρωτεργάτες
Ο Νικόλαος Σκουφάς (1778-1818) ήταν μικροέμπορος και υπάλληλος. Δεν περισώθηκε ούτε το αληθινό όνομά του. Είχε στην Άρτα μικρό εμπορικό κατάστημα, όπου έραβε σκούφους, από όπου και το όνομά του. Γεννήθηκε στο Κομπότι της Άρτας το 1778 και πέθανε φτωχός στην Κωνσταντινούπολη, το 1818. Δυνατός χαρακτήρας, με απεριόριστη θέληση, έφθασε στην Οδησσό (1813) όπου ασχολήθηκε με το μικρεμπόριο και εργαζόταν ως υπάλληλος. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τους Τσακάλωφ και Ξάνθο και ίδρυσαν στην Οδησσό, στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, τη Φιλική Εταιρεία, με «σκοπόν αμετάτρεπτον την ελευθέρωσιν της πατρίδος». Μετά τη σύσταση τη Φιλικής Εταιρείας, πήγε με αισιοδοξία στη Μόσχα (τέλη Ιουλίου – αρχές Αυγούστου του 1814), με σκοπό να μυήσει τους εκεί Έλληνες μεγαλέμπορους. Συνάντησε περιφρόνηση, δυσπιστία και χλευασμούς. Δεν απογοητεύτηκε, όμως, ο άσημος Ηπειρώτης ούτε από τους χλευασμούς των Ελλήνων εμπόρων της Μόσχας, ούτε από την πτώχευσή του και αφοσιώθηκε στο έργο της Εταιρείας, θεώρησε την πτώχευσή του ως «θεία Ευλογία». Το Δεκέμβριο του 1814 μύησε τον Γεώργιο Σέκερη, πρόσωπο κύρους στον Ελληνισμό της Ρωσίας.
Παρά την απογοήτευση του Τσακάλωφ, ο Σκουφάς επέμενε στους στόχους της Εταιρείας και έπεισε τους συναγωνιστές του για τη μεταφορά της έδρας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αποτελούσε εμπορικό κέντρο για τους Έλληνες ομογενείς της Ανατολής. Ο Σκουφάς, διαβλέποντας πως η Πελοπόννησος ήταν κατάλληλη για την προετοιμασία και την έναρξη ακόμη της Επανάστασης, έπεισε τους Τσακάλωφ και Ξάνθο να εντάξουν στην Εταιρεία τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο από την Ανδρίτσαινα και να προγραμματίσουν ταξίδι στην Πελοπόννησο. Πλην, όμως, ο Σκουφάς πέθανε αιφνιδίως στις 31 Ιουλίου 1818, αφήνοντας τεράστιο κενό στη δράση της Εταιρείας, καθώς ήταν «άνθρωπος με πολύν ευαισθησίαν και πατριωτισμόν» – ψυχή ουσιαστικά της Εταιρείας.
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος (1772-1852) γεννήθηκε στην Πάτμο και πέθανε στην Αθήνα. Ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ο μόνος ο οποίος έγραψε Απομνημονεύματα, που πρωτοεκδόθηκαν το 1845, δηλαδή 30 περίπου χρόνια μετά τα γεγονότα. Μικροέμπορος και υπάλληλος με ανήσυχο πνεύμα και μεγάλη δραστηριότητα. Μυήθηκε στην Εταιρεία των Ελευθέρων Τεκτόνων, στη Λευκάδα, από το φίλο του Παναγιώτη Καραγιάννη και αργότερα «συνέλαβεν αμέσως την ιδέαν ότι ηδύνατο να ενεργηθεί μια φυσική εταιρεία, κατά τους κανόνες ταύτης της των ελευθέρων Τεκτόνων, βάσιν έχουσα την ένωσιν όλων των εν Ελλάδι και εις τα άλλα μέρη ευρισκομένων…».
Το 1814 στην Οδησσό, με τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία. Αυτός, το 1819, πρότεινε στην Πετρούπολη την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας στον I. Καποδίστρια, αλλά είναι γνωστό ότι ο τελευταίος αρνήθηκε. Τότε, ο Ξάνθος απευθύνθηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος και αναγορεύτηκε Γενικός Επίτροπος της Αρχής, δηλαδή αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας.
Το 1827 ο Ξάνθος εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι «λησμονηθείς τοσούτον, ώστε να θεωρείται εν Ελλάδι αποθανών». Στη Ρουμανία, έζησε για δέκα χρόνια σχεδόν ξεχασμένος. Αλλά το 1834, η δημοσίευση κατηγοριών από τον Π. Αναγνωστόπουλο, ότι ο Εμμανουήλ Ξάνθος σκόρπισε αλόγιστα τα χρήματα της Εθνικής Κάσας κατά τον Αγώνα, επανέφερε τον τελευταίο στην Ελλάδα, το 1837, όπου έγραψε, απολογητικώς, τα «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας» (εκδόθηκαν το 1845). Του απενεμήθη ο Χρυσός Σταυρός τους Σωτήρος και ένα τιμητικό επίδομα, το οποίο ουδέποτε έλαβε. Έζησε πάμφτωχος και ξεχασμένος στην οδό Νικόδημου 27, ο Φιλήμων ανασκεύασε τις κατηγορίες εναντίον του και, ζώντας σε πλήρη ένδεια, δυστυχισμένος και μόνος, πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1852, γλιστρώντας από τα σκαλιά της Βουλής. Κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού. Νεότερες αρχειακές έρευνες στη Ρωσία «διορθώνουν» ορισμένα σημεία των Απομνημονευμάτων του Εμμανουήλ Ξάνθου διότι, όπως αναφέραμε, αυτά γράφτηκαν απολογητικώς και περίπου 30 χρόνια μετά τα γεγονότα.
Ο Αθανάσιος Τσακάλογλου και στη συνέχεια Τσακάλωφ (περ. 1788 – 1851) υπήρξε ο νεότερος της «τρόικας» και ο πιο δραστήριος. Ο πατέρας του, Νικηφόρος Τεκελής, ήταν έμπορος από τον Τύρναβο και η μητέρα του, κόρη αρχοντικής γιαννιώτικης οικογένειας. Γεννήθηκε στα Γιάννενα και πέθανε στη Μόσχα. Για να γλιτώσει από τον Αλή Πασά διέφυγε στη Μόσχα, όπου ήδη είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του. Σπούδασε στη Μαρουτσαία Σχολή των Ιωαννίνων, κοντά στον Αθανάσιο Ψαλίδα και τον Κοσμά Μπαλάνο και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Εκεί συμμετείχε στην πατριωτική εταιρεία «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον».
Το 1813 επέστρεψε στη Οδησσό, οπότε και συνδέθηκε φιλικά με τους Ξάνθο και Σκουφά, ιδρύοντας τη Φιλική Εταιρεία. Μετέβη στη Σμύρνη και, μετά το θάνατο του Σκουφά, το 1818, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Ανήσυχος για την πορεία της Εταιρείας, ταξίδεψε ο ίδιος στην Πελοπόννησο και μετά τη δολοφονία του ύποπτου μέλους της Εταιρείας, Γαλάτη, στην Ερμιόνη Αργολίδας, έφυγε για την Ιταλία. Εκεί μύησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο και τον ηγεμόνα Κωστάκη Καρατζά.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, διορίστηκε από τον Υψηλάντη υπασπιστής του Ιερού Λόχου, τραυματίστηκε στο Δραγατσάνι. Αργότερα, επί Καποδίστρια, υπηρέτησε ως υπάλληλος του Γενικού Φροντιστηρίου και ήταν πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση του Άργους. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου πέθανε το 1851.
Τα πρώτα μέλη-βοηθοί των πρωταγωνιστών
Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (1790-1854).
Ο όγδοος κατά σειρά εκλογής εκ των 16 μελών της Αρχής. Μυήθηκε στην Εταιρεία μάλλον στις αρχές του 1816. Γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα της Ολυμπίας γύρω στο 1790 και πέθανε στην Αθήνα το 1854. Στην Οδησσό ήταν υπάλληλος του εμπόρου Αθανασίου Σέκερη. Τον Απρίλιο του 1818, μαζί με τον Σκουφά και τον Λουριώτη πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον Ξάνθο. Μετά το θάνατο του Σκουφά (Ιούλιος 1818), από τον Αύγουστο του 1818, ο Αναγνωστόπουλος ανέλαβε να επισκεφθεί, όπως και άλλοι Απόστολοι, όλα τα σημεία του Ελληνισμού.
Το Φεβρουάριο του 1819 πήγε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες για θέματα της Εταιρείας. Εκεί προσέλαβε στην Αρχή τον Γ. Λεβέντη και τον Γρ. Δικαίο. Δεν προσέλαβε όμως τον Θ. Νέγρη και αυτό προκάλεσε δυσαρέσκεια. Αργότερα, ήλθε στην Ελλάδα με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Πολέμησε στον Αγώνα σε πολλές μάχες και μετά την απελευθέρωση ανέλαβε διάφορες διοικητικές θέσεις.
Η διαμάχη του με τον Ξάνθο, για το ποιος μυήθηκε πρώτος στην Εταιρεία και τι προσέφερε στον Αγώνα, προκάλεσε πολλές δημοσιογραφικές συζητήσεις από το 1834 και μετά. Ο πρώτος Φιλικός που μυήθηκε από τον Σκουφά ήταν, το Δεκέμβριο του 1814, στη Μόσχα, ο σπουδαστής Γεώργιος Σέκερης (αδελφός των μεγαλεμπόρων στην Κωνσταντινούπολη, Παναγιώτη και Αθανασίου Σέκερη, οι οποίοι μυήθηκαν αργότερα).
Ο ίδιος ο Σκουφάς στα τέλη του 1815 μύησε στη Μόσχα τον Αντώνιο Κομιζόπουλο (συγγενή του Γρηγορίου Ιω. Μαρασλή). Στις αρχές του 1816, στην Οδησσό, ο Σκουφάς, όπως αναφέραμε, μύησε τον Αθανάσιο Σέκερη και τον υπάλληλο του τελευταίου, Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Το 1816 τελικά δέχτηκε να μυηθεί ο Άνθιμος Γαζής. Το 1817, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, διερχόμενος από το Ιάσιο, συνάντησε εκεί τον ήδη μυημένο Γεώργιο Λεβέντη. Το 1817, από τους τρεις οπλαρχηγούς που πήγαν στην Οδησσό, ο Σκουφάς μύησε εκεί τον Ηλία Χρυσοσπάθη και ο Αναγνωστόπουλος τον Αναγνώστη Αναγνωσταρά και τον Παναγιώτη Δημητρόπουλο.
Στη γνωστή σφραγίδα (Εμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845, σ. 11) της Φιλικής Εταιρείας, σε αχρονολόγητη επιστολή προς τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλο, αναφέρονται με τη σειρά οι:
I: Ιωάννης Καποδίστριας
Α: Άνθιμος Γαζής
Α: Αθανάσιος Τσακάλωφ
Π: Παναγιώτης Σέκερης
Ν: Νικόλαος Σκουφάς
Ε: Εμμανουήλ Ξάνθος
Π: Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος
Α: Αντώνιος Κομιζόπουλος
Α: Αθανάσιος Σέκερης
*Ε: Ελλάς
Βασικές λεπτομέρειες ύστερα από αρχειακές έρευνες στη Ρωσία
Ποιος είχε την ιδέα της ίδρυσης; Ο Ξάνθος έγραψε ότι αυτός παρακίνησε τον Σκουφά, αλλά είναι βέβαιο ότι «ο Σκουφάς πρώτος διέγραψε επί χάρτου σχεδόν περί Εταιρείας», όπως ο ίδιος ο Ξάνθος βεβαιώνει. Γενικά, το 1814 με 1818 η Φιλική Εταιρεία εξαπλώθηκε με προσοχή και με αργούς ρυθμούς. Στις αρχές του 1817, η Φιλική Εταιρεία αριθμούσε μόλις 20 μέλη, αλλά ο Γαλάτης κατέθεσε στην Αστυνομία της Πετρουπόλεως ότι η οργάνωση είχε μέλη σε όλη την Ελλάδα και σε άλλες χώρες και ότι τα μέλη της είναι χιλιάδες!
Ο Ξάνθος βρισκόταν στην Οδησσό από το 1810. Το 1812 πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στην Ήπειρο. Επέστρεψε στη Οδησσό το Νοέμβριο του 1813, από όπου αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη το Δεκέμβριο του 1814. Τα Κρατικά Αρχεία της Οδησσού μαρτυρούν ότι ο Ξάνθος ήταν το 1814 στην Οδησσό και συνεπώς καταρρίπτονται όσα, αργότερα, καταμαρτυρεί ο Π. Αναγνωστόπουλος κατά του Ξάνθου, ότι ο τελευταίος δεν ήταν το 1814 στην Οδησσό.
Στην Κωνσταντινούπολη, ο Ξανθός έγινε το 1818 επικεφαλής της Εταιρείας. Στις ικανότητες του Ξάνθου ανήκει το ότι ο Αλεξ. Υψηλάντης ανέλαβε την καθοδήγηση της Εταιρείας. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος ήταν στην Οδησσό πριν από το Νοέμβριο του 1814, ο Νικόλαος Σκουφάς πριν από τον Ιούνιο του 1814 και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ πριν από τον Απρίλιο του 1814. Δεν υπάρχει ημερομηνία ιδρύσεως της Φιλικής Εταιρείας. Πάντως, χρόνος παραμονής και των τριών ιδρυτών στην Οδησσό φαίνεται ο Ιούνιος του 1814 (τουλάχιστον των δύο Σκουφά – Τσακάλωφ από τους τρεις). Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι τον Ιούνιο του 1814 τέθηκαν οι βάσεις της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας.
Που γινόταν η ορκωμοσία: Ο Κωνσταντίνος Κ. Παπουλίδης υποστήριξε ότι η ορκωμοσία στην Οδησσό γινόταν στο ναό της Αγίας Τριάδος της Οδησσού, γι’ αυτό και ονομαζόταν «ο ναός των Φιλικών».
Άλλωστε, έχουμε και έγγραφη μαρτυρία ορκωμοσίας μέσα σε ναό της Ζακύνθου (στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Λατίνων). Πρβλ. και την ελαιογραφία του Διονυσίου Τσόκου «Ο όρκος του Φιλικού», από το 1849, όπου ορκίζεται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από τον ιερομόναχο Άνθιμο Αργυρόπουλο, παρουσία του Αναγνωσταρά, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Ζακύνθου, την 1η Δεκεμβρίου 1818.
Κυριάκος Κ. Παπουλίδης
Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας του
Πανεπιστημίου Paris IV (Σορβόνη)
Βασική Βιβλιογραφία
- I. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο 1834.
- Σακελλάριος Γ. Σακελλαρίου, Φιλική Εταιρεία, Οδησσός, 1909.
- Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21», τόμ. 9, Αθήνα 1959.
- Gr. Ars, Tajno obscestvo Filiki Eterija, Μόσχα, 1965. Ελληνική μετάφραση: Σεραφείμ Παπαδημητρίου, Η μυστική οργάνωση «Φιλική Εταιρεία», Αθήνα 1966.
- Gr. L. Ars, Eteristskoe dvizenie ν Rossii, Μόσχα 1970.
- E.Π. Πρωτοψάλτης, Η Φιλική Εταιρεία (Αναμνηστικόν τεύχος επί τη 150ετηρίδι), Αθήνα (Ακαδημία Αθηνών) 1974.
- Gr. L. Ars, I. Kapodistrija i greceskoe nacional’ noosvoboditel’noe dvizenie 1809-1822 gg., Μόσχα 1976.
- Gr.L. Ars – Gr. M. Pjatigorskij, «Nekotorye voprosy istorii Filiki Eterii ν svete novyh dannyh sovetskih arhivov», στο συλλογικό έργο Balkanskie Issledovanija, τόμ. 11, Μόσχα 1989, σσ. 24-42.
- Κωνσταντίνος Κ. Παπουλίδης, Οι Έλληνες της Οδησσού, Θεσσαλονίκη (Αφοί Κυριακίδη) 1999.
Πηγή
- Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Φιλική Εταιρεία / Άγνωστες πτυχές της μυστικής οργάνωσης », τεύχος 48, 14 Σεπτεμβρίου 2000.