Ροΐδης Εμμανουήλ
ΓΕΝΝΗΣΗ: Eρμούπολη 1836
ΘΑΝΑΤΟΣ: Aθήνα 1904
Το μέγιστον ίσως έγκλημα της θείας Προνοίας είναι το να χωρίζη τα δωρήματα αυτής, ούτως ώστε εις άλλον μεν δίδει μόνον καλήν όρεξιν και εις άλλον μόνον άφθονον φαγητόν.
«Ανέκδοτοι σκέψεις». Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 372.
Ο σήμερον Έλλην εκληρονόμησε παρά μεν των προγόνων αυτού μέγα όνομα, παρά δεν των πατέρων γωνίαν γης ελευθέραν. Αποκοιμηθείς δούλος και Ανατολίτης, εξύπνησεν ελεύθερος και Ευρωπαίος. Επόμενον άρα ήτο να καταληφθή υπό της κατεχούσης πάντας τους νεαυξήτους μέθης. Η κυριωτέρα αυτού ενασχόλησις συνίσταται σήμερον ακόμη εις το να θαυμάζη τας χείρας αυτού μη φερούσας πλέον αλύσεις, την κεφαλήν του φέρουσαν πίλον υψηλόν, την εκ του Περικλέους καταγωγήν του, και τα επισκεπτήρια αυτού, αν τύχη ανήκων εις την λεγομένην υψηλήν περιωπήν.
«Δραματικός Αγών» (1877). Άπαντα, Β΄. Ερμής, 1978. 241-242.
Η Πάπισσα Ιωάννα, Δ΄. 1866. Άπαντα, Α΄. Ερμής, 1978. 228.
Η Πάπισσα Ιωάννα και η ηθική. Επιστολαί ενός Αγρινιώτου, Επιστολή Α΄. 1866. Άπαντα, Α΄. Ερμής, 1978. 322.
Ιδανικόν γυναικός ήθελεν είναι η εν εαυτή συνενούσα την αγνότητα μετά της ηδυπαθείας, όπως η πορτοκαλέα άσπιλα άνθη και ευχύμους καρπούς επί του αυτού κλάδου.
«Ανέκδοτοι σκέψεις». Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 368.
Η λύπη, ην αισθανόμεθα διά την στέρησιν φιλτάτου όντος, ομοιάζει την εκρίζωσιν οδόντος· σφοδρός ο πόνος, αλλά στιγμιαίος. Μόνοι οι ζώντες προξενούσιν ημίν διαρκείς λύπας. Τίς ποτε έχυσε επί του τάφου ερωμένης το ήμισυ, το εκατοστόν, το χιλιοστόν των δακρύων, αφ’ όσα διά την κακίαν της έχυνε καθ’ ημέραν;
Η Πάπισσα Ιωάννα, Α΄. 1866. Άπαντα, Α΄. Ερμής, 1978. 124-125.
Άγγλος τις συγγραφεύς, ο Swift νομίζω, διηγείται ότι οι κάτοικοι, δεν ενθυμούμαι τίνος τόπου, είναι τοσούτω απαθείς και απρόσεκτοι, ώστε οσάκις αποτείνεται τις προς αυτούς, πρέπει να κτυπά εκ διαλειμμάτων την κεφαλήν των διά ξηράς κολοκύνθης, ίνα μη αποκοιμώνται ενώ ομιλεί. Τοιούτον τι ανθυπνωτικόν φάρμακον εσκέφθην καγώ να μεταχειρισθώ κατά της απαθείας του Έλληνος αναγνώστου· εν ελλείψει δε κολοκύνθης επροσπάθησα να εξορκίσω τα χασμήματα καταφεύγων ανά πάσαν σελίδα εις απροσδοκήτους παρεκβάσεις, ιδιοτρόπους παρομοιώσεις ή αλλοκότους λέξεων συγκρούσεις· περιβάλλων εκάστην ιδέαν δι’ εικόνος, ούτως ειπείν, ψηλαφητής, και αυτά ακόμη τα σοβαρώτερα της θεολογίας ζητήματα στολίζων διά κροσσίων, θυσσάνων και κωδωνίσκων ως εις ποδιάν Ισπανής χορευτρίας.
Η Πάπισσα Ιωάννα, Τοις εντευξομένοις. 1866. Άπαντα, Α΄. Ερμής, 1978. 71-72.
«Επιθεώρησις του έτους 1884». Άπαντα, Γ΄. Ερμής, 1978. 194.
Την δύναμιν της εικόνος ταύτης δεν αμφισβητούμεν· νομίζομεν όμως ότι, αν εγνώριζεν ο ποιητής την Ελλάδα, ήθελε προτιμήσει του νεκρού χοίρου ζώντα και υγιαίνοντα αντιπρόσωπον της τάξεώς τινος των παρ’ ημίν δημοσιογράφων.
«Δημοσιογραφικόν δελτίον», Ασμοδαίος, 21.9.1875. Άπαντα, Β΄. Ερμής, 1978. 155.
«Ανέκδοτοι σκέψεις». Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 376.
Σέβομαι τους νεκρούς και όταν ακόμη είναι ζωντανοί.
«Ανέκδοτοι σκέψεις». Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 375.
«Ανέκδοτοι σκέψεις». Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 374.
«Ανέκδοτοι σκέψεις». Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 370.
Η μυθολογία ουδεμίαν αποδίδει ερωτικήν παρεκτροπήν εις τας Χάριτας, ίσως διότι ήσαν πάντοτε ομού και αι τρεις.
«Ανέκδοτοι σκέψεις». Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 370.
Υπάρχουσιν εν τω κόσμω πλείστοι αξιότιμοι άνθρωποι τους οποίους αποστρέφεταί τις, χωρίς εν τούτοις να έχη να είπη κατ’ αυτών άλλο τι, ειμή μόνον ότι δεν δύναται να τους υποφέρη.
«Ανέκδοτοι σκέψεις». Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 367.
Πολύ μάλλον παρά κατά τον όγκον του εγκεφάλου μειονεκτούσιν ημών αι γυναίκες κατά το μέγεθος της καρδίας. Πρόχειρον τούτου απόδειξιν νομίζομεν ότι παρέχει η μελέτη των έργων εις τα οποία κατώρθωσαν κατά το μάλλον και ήττον να ευδοκιμήσωσι και ιδίως των φιλολογικών. Τα άριστα τούτων διακρίνονται προ πάντων διά την οξύτητα της παρατηρήσεως, την ακρίβειαν της περιγραφής, την χάριν, και την ικανότητα ην έχουσιν αι γυναίκες να διακρίνωσι κάλλιον ημών τας λεπτότητας και τας λεπτομερείας, απαραλλάκτως ως αι μικραί πλάστιγγες ζυγίζουσι τα μικρά βάρη ακριβέστερον από τας μεγάλας, ουδέν όμως γνωρίζομεν το δυνάμενον να συγκριθή κατά την βαθύτητα του αισθήματος και την έντασιν του πάθους προς τα ανδρικά. Μόνον ούτω δύναται να εξηγηθή πώς συμβαίνει, ότι εις παν άλλο δύνανται μέχρι τινός να ευδοκιμήσωσι διά των ανωτέρω προσόντων αι γυναίκες πλην μόνης της μουσικής συνθέσεως, της απαιτούσης ανώτερον του ιδιάζοντος εις την γυναικείαν φύσιν ποσόν συγκινήσεως και πάθους.
«Ο Βάγνερ εν Βαϋρέιτ». 1895. Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 59.
Μεταξύ των προσόντων του Έλληνος χωρικού πρέπει να συναριθμηθή και η παντελής αυτού αδιαφορία προς παν πράγμα εκ του οποίου ουδέν έχει να χάση ή να κερδίση.
«Ο νεοσύλλεκτος». 1896. Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 188.
Αν υπήρχε λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσης, νομίζομεν ότι ο ορισμός της λέξεως «κόμμα» ήθελεν είναι ο ακόλουθος: «Ομάς ανθρώπων ειδότων ν’ αναγινώσκωσι και ν’ ανορθογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’ αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι».
«Πολιτικόν δελτίον», Ασμοδαίος, 8.6.1875. Άπαντα, Β΄. Ερμής, 1978. 138.
Οι σχολαστικοί μας ωνόμασαν, πιθανώς, το μανδύλιον «ρινόμακτρον», διότι μόνον η μύτη των συγκινείται και τρέχει, τους δε οφθαλμούς ουδέποτε ησθάνθησαν την ανάγκην ν’ απομάξωσιν.
«Σκαλαθύρματα». 1871. Άπαντα, Β΄. Ερμής, 1978. 26.
Πάσα ημών απόλαυσις, οσάκις επαναλαμβάνεται, αποβάλλει μέγα μέρος του προτέρου αυτής θελγήτρου. Η ηδονή ημών δύναται να ομοιωθή προς ποτήριον γενναίου οίνου, το οποίον πίνομεν κατά μικράς δόσεις, και μετά πάσαν ρόφησιν γεμίζομεν δι’ ύδατος το ποτήριον, μεχρις ού καταντήσωσιν ανούσιον απόπλυμα αι τελευταίαι.
«Τα εφήμερα». 1898. Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 283.
«Το παράπονο του νεκροθάπτου». 1895. Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 97.
Απαραίτητος όρος αρμονικής συμβιώσεως με γυναίκα φιλάρεσκον είναι ν’ αποκρύπτη τις επιμελώς δύο τινά: τα εννέα δέκατα της αγάπης του και το ήμισυ τουλάχιστον της περιουσίας του.
«Ψυχολογία Συριανού συζύγου». 1894. Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 52.