Γέννηση | 639 π.Χ. Αθήνα |
---|---|
Θάνατος | 559 π.Χ. |
ΣΟΛΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ |
Ο Αθηναίος Σόλων κέρδισε και αυτός μια θέση μεταξύ των Επτά Σοφών. Ήταν εξάλλου ποιητής (Κακριδής 2.4.Β.iii.γ
[σ. 70-71]). Ο ίδιος θεωρούσε μάλλον ότι πάνω απ᾽ όλα υπήρξε πολιτικός
και ότι το ποιητικό χάρισμα και η σοφία του υπηρετούσαν πολιτικούς
στόχους. Το όνομά του ταυτίστηκε με την πόλη του και έμεινε στην ιστορία
ως σύμβολο πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Αντί να πέσει πάνω στους δυνατούς
σαν βράχος, όπως ο Κύψελος, στάθηκε ανάμεσα στις αντιμαχόμενες
παρατάξεις. Έτσι ισχυρίστηκε σε ένα από τα ποιήματά του και έτσι τον
κράτησε ζωντανό η αθηναϊκή παράδοση. Αποτιμώντας ο ίδιος το έργο που
είχε επιτελέσει, έγραψε τους ακόλουθους στίχους:
Διότι στον δήμο απέδωσα τόση εξουσία όση του αρκεί,
δίχως ούτε να αφαιρέσω ούτε να προσθέσω κάτι σε αυτά που αξίζει (την τιμήν του).
Πρόσεξα ωστόσο να μην πάθουν τίποτα ανάρμοστο
αυτοί που είχαν δύναμη και χρήματα.
Στάθηκα ανάμεσά τους προβάλλοντας κραταιή ασπίδα,
χωρίς να αφήσω καμία από τις δύο πλευρές να νικήσει άδικα.
Στο τέλος του 7ου αιώνα, μια γενεά περίπου πριν
από την εμφάνιση του Σόλωνα, τα προβλήματα στην Αθήνα ήταν οξύτατα και
προκαλούσαν μεγάλες εντάσεις. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζουν ο
Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος, συγκρούονταν μεταξύ τους οι πλούσιοι και
οι πένητες, οι «λίγοι» και οι «πολλοί», οι γνώριμοι (δηλαδή οι επιφανείς, οι ευγενείς) και ο δήμος.
Οι αιτίες για την κοινωνική αυτή αναστάτωση ήταν
πολλές. Ένας μικρός αριθμός Αθηναίων αριστοκρατικής καταγωγής είχε τον
έλεγχο της καλύτερης γης. Οι περισσότεροι βρίσκονταν υπερχρεωμένοι.
Επιπλέον, κινδύνευαν να χάσουν την ελευθερία τους, εφόσον τα δάνεια που
αναγκάζονταν να συνάψουν δίνονταν με εγγύηση το σώμα τους, δηλαδή την
ελευθερία τους, και συνεπώς γίνονταν οι ίδιοι δούλοι, αν δεν κατόρθωναν
να εξοφλήσουν έγκαιρα το χρέος. Τα οικονομικά και κοινωνικά αυτά
προβλήματα τα επιδείνωνε το πολιτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο όλη η
πολιτική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των λίγων. Και ενώ επικρατούσε
μεγάλη αναταραχή, η Αθήνα είχε να αντιμετωπίσει τα γειτονικά Μέγαρα σε
μακροχρόνιο και δύσκολο πόλεμο για τον έλεγχο της Σαλαμίνας. Η κατάσταση
έδειχνε ώριμη για την επικράτηση ενός τυράννου.
Πράγματι, ένας αριστοκράτης, ο Κύλων, νικητής
στους Ολυμπιακούς Αγώνες, προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία. Φαίνεται
ωστόσο ότι δεν έκανε τις σωστές ενέργειες. Οπωσδήποτε η υποστήριξη που
έλαβε από τον πεθερό του, τον τύραννο των Μεγάρων Θεαγένη, δεν τον
ωφέλησε. Η σύγκρουση με τα Μέγαρα ήταν μέρος του προβλήματος, όχι μέρος
της λύσης. Όπως και να έχει, ο Αθηναίος άρχοντας Μεγακλής (που ανήκε
στην επιφανή αθηναϊκή οικογένεια των Αλκμεωνιδών) κατάφερε να
συσπειρώσει επαρκείς δυνάμεις για να καταστείλει την απόπειρα και να
θανατώσει τους οπαδούς του επίδοξου τυράννου. Ωστόσο, η αποτροπή της
τυραννίας, και μάλιστα με τον τρόπο που επιτεύχθηκε, δεν γαλήνεψε τα
πάθη στην Αθήνα. Ούτε και η προσπάθεια του Δράκοντα να ρυθμίσει την
κατάσταση έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Οι νόμοι του ήταν υπερβολικά σκληροί
και δεν αντιμετώπιζαν τα κοινωνικά προβλήματα.
Λίγες δεκαετίες αργότερα οι δύο αντιμαχόμενες
πλευρές συμφώνησαν ότι κατάλληλο πρόσωπο για να αντιμετωπίσει την
κατάσταση ήταν ο Σόλων, αριστοκρατικής καταγωγής και ήδη γνωστός για το
θάρρος και τη σοφία του. Ο Σόλων ανέλαβε το 594/3 το ετήσιο αξίωμα του
άρχοντα και αναμόρφωσε ριζικά τη νομοθεσία. Τα σημαντικότερα κοινωνικά
και οικονομικά μέτρα που έλαβε ήταν δύο: η απαγόρευση των δανεισμών με
εγγύηση την ελευθερία του δανειζόμενου και η κατάργηση όλων των χρεών,
δημόσιων και ιδιωτικών. Με τα μέτρα αυτά, που ονομάστηκαν σεισάχθεια,
κανένας Αθηναίος δεν κινδύνευε στο εξής να καταστεί δούλος επειδή
αδυνατούσε να εξοφλήσει τα χρέη του. Αλλά και αυτοί που είχαν
υποδουλωθεί αφέθηκαν ελεύθεροι - αν μάλιστα είχαν πωληθεί έξω από την
πόλη, εξαγοράστηκαν.
Ο Σόλων προχώρησε επίσης σε πολιτικές και
δικαστικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με το αθηναϊκό πολίτευμα, την εξουσία
ασκούσαν εννέα ἄρχοντες, που επιλέγονταν κάθε χρόνο από τις
τάξεις των ευγενών και που, μετά τη λήξη της θητείας τους, γίνονταν
ισόβια μέλη της Βουλής, που συνερχόταν στον Άρειο Πάγο. Από τους
άρχοντες αυτούς τρεις ήταν οι σπουδαιότεροι, ο ἐπώνυμος (που ονομαζόταν έτσι επειδή έδινε το όνομά του στο έτος), ο βασιλεύς, με καθήκοντα κυρίως θρησκευτικά, και ο πολέμαρχος, με καθήκοντα κυρίως στρατιωτικά. Οι υπόλοιποι έξι αποκαλούνταν θεσμοθέται
και είχαν καθήκον να επεξεργάζονται τις διατάξεις με βάση τις οποίες
εκδίδονταν οι δικαστικές αποφάσεις. Το κύριο έργο της Βουλής του Αρείου
Πάγου ήταν η διαφύλαξη των νόμων αλλά και η συμμετοχή στη διακυβέρνηση
της πόλης. Οι άρχοντες είχαν επίσης δικαστικά καθήκοντα που σχετίζονταν
με τους τομείς ευθύνης τους. Στον Άρειο Πάγο εκδικάζονταν πολλές
σημαντικές υποθέσεις. Όλες οι δικαστικές αποφάσεις ήταν τελεσίδικες.
Ο Σόλων διατήρησε τους άρχοντες και τη Βουλή του
Αρείου Πάγου, πρόσθεσε όμως στο πολίτευμα δύο νέα σημαντικά όργανα
εξουσίας: μια δεύτερη Βουλή, που ονομάστηκε των Τετρακοσίων, επειδή
συμμετείχαν σε αυτή τετρακόσια μέλη, εκατό από κάθε αθηναϊκή φυλή, και
ένα δικαστήριο, αποτελούμενο από πολίτες, που ονομάστηκε Ηλιαία. Τα δύο
αυτά όργανα αποδυνάμωσαν τους άρχοντες και τη Βουλή του Αρείου Πάγου. Το
πρώτο προετοίμαζε τις εργασίες της Εκκλησίας του Δήμου, δηλαδή της
συνέλευσης των πολιτών, και το δεύτερο ανέλαβε το κύριο βάρος των
δικαστικών υποθέσεων.
Στον τρόπο εκλογής των αρχόντων ο Σόλων υπήρξε επίσης καινοτόμος. Οργάνωσε το πολίτευμα στη βάση τεσσάρων τελῶν,
δηλαδή εισοδηματικών τάξεων, στις οποίες κατέταξε όλους τους πολίτες:
τους πεντακοσιομέδιμνους, τους ιππείς, τους ζευγίτες και τους θήτες. Η
κατάταξη αυτή αποτύπωνε ως έναν βαθμό τη στρατιωτική οργάνωση των
Αθηναίων. Οι ευγενείς ήταν πάντα ιππείς. Την εποχή του Σόλωνα πολεμούσαν
και αυτοί πεζοί, αλλά έφταναν έφιπποι (και ξεκούραστοι) στο πεδίο της
μάχης. Ζευγίτες ήταν οι οπλίτες, δηλαδή οι εύποροι αγρότες που
εξασφάλιζαν μόνοι τον οπλισμό τους και πολεμούσαν στις οργανωμένες
φάλαγγες. Θήτες αποκαλούνταν οι φτωχοί πολίτες, που ήταν συνήθως
άκληροι, και συμμετείχαν στους πολέμους ως ψιλοί, με μικρό
οπλισμό και ελαφριά εξάρτυση για μεγαλύτερη ευκινησία. Πραγματικά νέα
κατηγορία ήταν μόνο οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι λίγες εκατοντάδες πολύ
πλούσιοι Αθηναίοι.
Οι πεντακοσιομέδιμνοι προέρχονταν από την παλαιά
τάξη των ιππέων, αλλά ξεχώρισαν από αυτούς διότι θεωρήθηκαν με τον
μεγάλο τους πλούτο κατάλληλοι να αναλάβουν το αξίωμα του ταμία της
πόλης, καθώς μπορούσαν να εγγυηθούν για την ασφάλεια των θησαυρών της με
την προσωπική τους περιουσία. Οι άρχοντες επιλέγονταν από τους
πεντακοσιομέδιμνους και τους ιππείς. Όλα τα άλλα αιρετά αξιώματα ήταν
ανοιχτά στις τρεις ανώτερες τάξεις. Οι θήτες είχαν δύο μόνο δικαιώματα:
να συμμετέχουν στην Εκκλησία του Δήμου και στα δικαστήρια.
Την εποχή που έγιναν οι μεταρρυθμίσεις
σημαντικότερο μέτρο θεωρήθηκε η σεισάχθεια, που βελτίωσε αμέσως τη θέση
πολλών. Αργότερα φάνηκε ότι ριζικότερες αλλαγές επέφεραν δύο δικαστικές
καινοτομίες. Σύμφωνα με τη μία από αυτές, δικαίωμα προσφυγής στο
δικαστήριο δεν είχαν μόνο όσοι αισθάνονταν ότι έχουν αδικηθεί αλλά όλοι
ανεξαιρέτως, για την υπεράσπιση τρίτων ή του δημόσιου συμφέροντος.
Σύμφωνα με την άλλη αλλαγή, δόθηκε στους πάντες το δικαίωμα της έφεσης
στο δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα, εάν αισθάνονταν αδικημένοι, να
κριθούν και πάλι από ένα όργανο μαζικό και αντιπροσωπευτικό. Με τα δυο
αυτά δικαιώματα οι πολίτες προστατεύτηκαν από τις αυθαιρεσίες των
ευγενών.
Εφόσον όλες οι υποθέσεις μπορούσαν να
ξανακριθούν, η Ηλιαία έγινε σύντομα το κύριο αθηναϊκό δικαστήριο.
Σημαντικότατα θέματα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου ρυθμίζονταν πλέον
από τα δικαστήρια στα οποία συμμετείχαν μαζικά και οι φτωχότεροι
Αθηναίοι. Σε αυτά κρινόταν πολλές φορές ακόμη και η εγκυρότητα των
νόμων.
Ο ίδιος ο Σόλων θεώρησε πάντως ότι ένα από τα
σπουδαιότερα μέτρα του ήταν η απελευθέρωση της γης. Είχε αφαιρέσει από
αυτήν, όπως εξηγούσε σε ένα του ποίημα, τους ὅρους που την
κρατούσαν υποδουλωμένη. Εννοούσε, καθώς φαίνεται, ότι απάλλαξε πολλούς
καλλιεργητές από τις υποχρεώσεις που είχαν έναντι των πλούσιων
γαιοκτημόνων, αυτές που καταγράφονταν σε ξύλινες πινακίδες (ὅρους)
και τους ανάγκαζαν συχνά να δανείζονται με εγγύηση το σώμα τους.
Αφαιρώντας τους όρους, είχε απελευθερώσει ταυτοχρόνως τη γη και τους
καλλιεργητές της. Τον επόμενο αιώνα η Αθήνα ξεχώριζε για το πλήθος των
ελεύθερων ιδιοκτητών γης.
Με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα η Αθήνα επέλυσε
οξύτατα κοινωνικά προβλήματα και ήταν πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει
επικίνδυνους εξωτερικούς εχθρούς. Χωρίς να ανατραπούν τελείως οι παλαιές
ισορροπίες, η κοινωνική ένταση εκτονώθηκε και η πόλη απέκτησε νέους
πολεμιστές. Πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στην τάξη των θητών, αρκετοί
όμως στην τάξη των ζευγιτών, στην αποφασιστικότητα των οποίων στηριζόταν
κυρίως η πολεμική ισχύς της πόλης.
Πολλές ελληνικές πόλεις αντιμετώπιζαν εκείνη την
εποχή παρόμοια προβλήματα και αναζητούσαν λύσεις. Στα γειτονικά Μέγαρα,
μετά την ανατροπή του τυράννου Θεαγένη, τα χρέη δημιουργούσαν μεγάλο
κοινωνικό πρόβλημα. Φαίνεται ωστόσο ότι επιστράφηκαν μόνο οι τόκοι των
δανείων - και αυτό θεωρήθηκε τόσο σημαντικό, ώστε η μεταρρύθμιση έμεινε
γνωστή ως παλιντοκία. Πάντως, καμία μεταρρύθμιση εκείνης της εποχής δεν ήταν τόσο συνολική και τόσο ριζική όσο αυτή που σχεδίασε ο Σόλων.
Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα ήταν πολύ καλά
υπολογισμένες και αντιμετώπιζαν τα σημαντικότερα προβλήματα της Αθήνας
στη ρίζα τους. Αλλά η εκτέλεσή τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι
ανταγωνισμοί για την εξουσία και οι διαφορετικές απόψεις για τους
ρυθμούς με τους οποίους έπρεπε να εφαρμοστούν οι νέοι νόμοι συνεχίζονταν
για χρόνια. Ορισμένοι είχαν ήδη υποδείξει στον Σόλωνα ότι μόνο με την
ιδιότητα του τυράννου θα μπορούσε να επιβάλει το πρόγραμμα του. Αλλά
αυτός ήταν κατηγορηματικά αντίθετος. Πρόθεσή του δεν ήταν να επιβληθεί
με αίμα και βία.
Αυτό που αρνήθηκε ο Σόλων το πραγματοποίησε μια
γενεά αργότερα ο Πεισίστρατος. Κάποια στιγμή που οι διαμάχες είχαν
αποδυναμώσει τις σημαντικότερες αριστοκρατικές οικογένειες, αυτός
επικαλέστηκε τις στρατιωτικές του επιτυχίες εναντίον των Μεγαρέων,
εξασφάλισε προσωπική φρουρά σωματοφυλάκων και κατέλαβε την εξουσία. Οι
εχθροί του ενώθηκαν μεταξύ τους και κατάφεραν να τον διώξουν. Αλλά ο
Μεγακλής, εγγονός του ομώνυμου άρχοντα που είχε εξουδετερώσει τον
Κύλωνα, του έδωσε για σύζυγο την κόρη του και τον βοήθησε να επιβληθεί
για δεύτερη φορά. Όμως, και αυτή η συμμαχία δεν κράτησε πολύ.
Χάνοντας την εξουσία για δεύτερη φορά, ο
Πεισίστρατος προετοιμάστηκε καλά για την οριστική του επάνοδο.
Εξασφάλισε βοήθεια από τους Θηβαίους, τους Αργείους, τον Λύγδαμη της
Νάξου αλλά και χρήματα από τα μεταλλεία του Στρυμόνα. Προσέλαβε
μισθοφόρους και κατέλαβε με τη βοήθεια των γιων του τον Μαραθώνα. Από
εκεί προχώρησε προς την πόλη και, ύστερα από μάχη, επιβλήθηκε για τρίτη
φορά, εξορίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους. Έτσι, με εξαίρεση δύο
διαλείμματα, παρέμεινε τύραννος από το 561 έως το 527. Ανάμεσα σε πολλά
άλλα ανταπέδωσε τη βοήθεια στον Λύγδαμη, καθιστώντας τον τύραννο στη
Νάξο.
Ο Πεισίστρατος πολιτεύτηκε με μετριοπάθεια. Δεν
κατήργησε τη νομοθεσία του Σόλωνα - μολονότι φρόντιζε να επιλέγονται
άρχοντες Αθηναίοι που είχαν καλές σχέσεις μαζί του. Ενίσχυσε τους
φτωχούς και τους βοήθησε να καλλιεργούν τη γη τους ώστε να ευπορούν,
αλλά και να παραμένουν διασκορπισμένοι στους αγρούς, χωρίς να συχνάζουν
στο άστυ ούτε να ασχολούνται με την πολιτική. Φαίνεται μάλιστα ότι
συνέδραμε τους μικροκαλλιεργητές με διάφορους τρόπους. Έτσι, συνέβαλε
αφενός στην επίλυση του κοινωνικού προβλήματος και αφετέρου εισέπραττε
φόρους. Μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου, η εξουσία μεταβιβάστηκε στον
γιο του Ιππία, ο οποίος συνέχισε να κυβερνά στο ίδιο πνεύμα την πύλη
μαζί με τους αδελφούς του.
Οι τύραννοι των Αθηνών ισχυροποίησαν την πόλη
τους και τη θέση τους περισσότερο με τη διπλωματία παρά με πολέμους.
Εκτός από τη φιλία τους με τη Νάξο, ανέπτυξαν δεσμούς με το Άργος, τη
Σπάρτη, τη Σάμο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Όταν όμως οι Πέρσες
κυριάρχησαν στη Μακεδονία, επέλεξαν να αλλάξουν πολιτική. Άρχισαν να
απομακρύνονται από τους παλαιούς τους φίλους και να προσεγγίζουν τη
μεγάλη ασιατική δύναμη που εξαπλωνόταν. Ο Ιππίας έσπευσε να παντρέψει
την κόρη του Αρχεδίκη με τον γιο του τυράννου της Λαμψάκου, ο οποίος
συνεργαζόταν ήδη στενά με τον μεγάλο βασιλιά της Περσίας, τον Δαρείο.
(Σύμφωνα με το επιτύμβιο επίγραμμά της, η Αρχεδίκη ήταν κόρη, σύζυγος,
αδελφή και μητέρα τυράννων.) Στο εσωτερικό της πόλης οι Αθηναίοι
τύραννοι διακρίθηκαν για τα μεγάλα και επιβλητικά δημόσια έργα τους. Σε
ακμή οδηγήθηκε την εποχή εκείνη και το εμπόριο, όπως βεβαιώνουν τα
-αρχικά μελανόμορφα και στη συνέχεια ερυθρόμορφα- αγγεία, που βρίσκονται
διάσπαρτα σε όλη σχεδόν τη Μεσόγειο.
Οι Πεισιστρατίδες, στα πολλά χρόνια που
διακυβέρνησαν, κατάφεραν να συμφιλιωθούν με αρκετές αριστοκρατικές
οικογένειες της πόλης. Αλλά οι φιλίες αυτές δεν είχαν βαθιές ρίζες, και
μια προσωπική αντιδικία (ή, ορθότερα, αντιζηλία) ήταν αρκετή για να
οδηγήσει το 514 στη δολοφονία του Ιππάρχου, αδελφού του Ιππία. Την
τολμηρή αυτή πράξη, με αρχικό στόχο τον ίδιο τον τύραννο, ανέλαβαν δύο
φίλοι αριστοκράτες, ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, που συνελήφθησαν και
εκτελέστηκαν. (Ο αθηναϊκός δήμος τούς θεώρησε αργότερα πρωτοστάτες της
δημοκρατίας, τους αποκάλεσε τυραννοκτόνους και τους απέδωσε
τιμές ηρώων.) Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν να γίνει η τυραννία πολύ
σκληρότερη και να αποκτήσει νέους εχθρούς. Τον αγώνα εναντίον της
συνέχισε από την εξορία η αριστοκρατική οικογένεια των Αλκμεωνιδών.
Οι Αλκμεωνίδες, όπως λεγόταν, ενίσχυσαν
οικονομικά το μαντείο των Δελφών και κέρδισαν την εύνοιά του. Έτσι, η
Πυθία προέτρεψε τους Σπαρτιάτες να αναλάβουν πρωτοβουλία για την
απελευθέρωση της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες, πάντως, δεν χρειάζονταν
ιδιαίτερη παρότρυνση, διότι η ανατροπή των τυράννων ήταν έτσι κι αλλιώς
στα σχέδιά τους - ιδίως όταν οι τύραννοι συνεργάζονταν με τους Πέρσες.
Το 510, με επικεφαλής τον βασιλιά Κλεομένη (περ. 520-490) και σε
συνεργασία με δυσαρεστημένους Αθηναίους, εξόρισαν τον Ιππία, που είχε
παραμείνει στην εξουσία για 17 χρόνια. Ήλπιζαν ότι η Αθήνα, από
ευγνωμοσύνη και ανάγκη, θα γινόταν σύμμαχός τους. Ωστόσο, μια μεγάλη
μερίδα του αθηναϊκού δήμου είχε άλλα σχέδια. Οι Σπαρτιάτες επανήλθαν για
να παραδώσουν την εξουσία στον Αθηναίο πολιτικό Ισαγόρα, που ήταν φίλος
τους. Πρώτη τους ενέργεια ήταν να εξορίσουν 700 αθηναϊκές οικογένειες.
Δεύτερη να καταργήσουν τη Βουλή. Αλλά ο αθηναϊκός δήμος αντιστάθηκε,
κατάφερε να απομακρύνει τους Σπαρτιάτες από την πόλη του και επανέφερε
τους εξόριστους, που είχαν επικεφαλής τους τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη.
Οι Σπαρτιάτες δεν σταμάτησαν τις προσπάθειες.
Ήθελαν με κάθε τρόπο να ελέγξουν την Αθήνα, που μέρα με τη μέρα
δυνάμωνε. Το 506 προσπάθησαν και πάλι να επιβάλουν τον Ισαγόρα ως
τύραννο, αλλά τους εγκατέλειψαν ακόμη και οι σύμμαχοί τους. Ο δεύτερος
βασιλιάς της Σπάρτης, ο Δημάρατος (περ. 515-491), διαχώρισε τη θέση του
και αποχώρησε. (Η διαφωνία αυτή οδήγησε τους Σπαρτιάτες να στέλνουν στο
εξής μόνο ένα βασιλιά σε κάθε εκστρατεία.) Έτσι, ο Κλεομένης υποχρεώθηκε
να επιστρέψει άπρακτος στη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι αναθάρρησαν και
αντιμετώπισαν με επιτυχία τους Θηβαίους και τους Χαλκιδείς, που είχαν
συμμετάσχει στην εκστρατεία.
Λίγα χρόνια αργότερα οι Σπαρτιάτες έκαναν μια
τελευταία προσπάθεια με σκοπό να επαναφέρουν τον Ιππία. Αυτή τη φορά οι
Κορίνθιοι και οι άλλοι σύμμαχοί τους δεν δέχτηκαν ούτε να τους ακούσουν.
Στην ανατροπή των Ελλήνων τυράννων συνέβαλαν
πολλοί: οι ευγενείς, που είχαν απολέσει την εξουσία, ο δήμος, που έβλεπε
τις τυραννίες να μετατρέπονται σε κληρονομικές μοναρχίες, οι
Σπαρτιάτες, που ήθελαν να παίξουν ηγετικό ρόλο σε μια μεγάλη συμμαχία.
Στις περισσότερες πόλεις, μετά την ανατροπή των τυράννων, οι πολίτες
κατάφερναν να παίξουν κεντρικό ρόλο και να διεκδικήσουν μερίδιο στην
πολιτική διακυβέρνηση.
Στις ελληνικές πόλεις, ωστόσο, δεν κατοικούσαν
μόνο πολίτες. Εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά, πολιτικά δικαιώματα
στερούνταν επίσης οι ξένοι και οι δούλοι. Οι ξένοι ήταν μια πολύ ευρεία
κατηγορία που περιλάμβανε, πέρα από τους περαστικούς, και ανθρώπους που
ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι σε μια πόλη, ορισμένοι από τους οποίους ήταν
γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε αυτήν. Σε ορισμένες πόλεις, όπως στην
Αθήνα, οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι ονομάζονταν μέτοικοι και
είχαν ορισμένα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις: κατέβαλλαν φόρους και
στρατεύονταν. Δεν συμμετείχαν ωστόσο σε καμία πολιτική δραστηριότητα και
για να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστηρίων είχαν ανάγκη από έναν
πολίτη-προστάτη.
Σε όλες τις ελληνικές πόλεις δικαίωμα κατοχής
γης είχαν μόνο οι πολίτες. Οι ξένοι και οι μέτοικοι ασχολούνταν έτσι,
σχεδόν αποκλειστικώς, με τις τέχνες και το εμπόριο. Σε εξαιρετικές
περιπτώσεις, ως ανταμοιβή για σπουδαίες υπηρεσίες τους στην Αθήνα, οι
μέτοικοι μπορούσαν, με απόφαση του δήμου, να ενταχθούν στην κατηγορία
των πολιτών.
Οι υποδουλωμένοι Αθηναίοι είχαν κερδίσει με τις
μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα την ελευθερία τους. Στο εξής κανένας πολίτης
δεν γινόταν πια δούλος μέσα στην πόλη του επειδή δεν είχε να πληρώσει τα
χρέη του. Κανένας νόμος δεν απαγόρευε, πάντως, την εισαγωγή δούλων από
άλλες περιοχές. Οι εύποροι γαιοκτήμονες, μάλιστα, που με τις
μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα στερήθηκαν τα φτηνά εργατικά χέρια, στράφηκαν
σε μαζικές αγορές δούλων από μη ελληνικές περιοχές. Η Αθήνα γέμισε με
υποδουλωμένους Θράκες και Σκύθες. Οι άνθρωποι αυτοί διακινούνταν μέσα
από το διεθνές εμπόριο και πωλούνταν στην αγορά, όπως όλα τα άλλα
εμπορεύματα. Τα παιδιά που αποκτούσαν γίνονταν και αυτά δούλοι.
Ορισμένοι είχαν την ευκαιρία, ύστερα από σκληρή εργασία, να εξαγοράσουν
την ελευθερία τους, να γίνουν απελεύθεροι και να ενταχθούν στην τάξη των
μετοίκων.
Δημήτρης I. Κυρτάτας