Σελίδες


Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Στιγμιότυπα από τη ζωή των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, πριν το 1922. Συνέντευξη με τη μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου.



Επιμέλεια: Ειρήνη Γρατσία, αρχαιολόγος  


 
Μικρό βιογραφικό
Η Φιλιώ Σιδερή-Χαϊδεμένου γεννήθηκε το 1899 στα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Το 1922 με τον διωγμό, ήρθε στην Ελλάδα με τη μητέρα της Κιουρανιώ και το μικρότερο αδελφό της Αντώνη. Η γιαγιά Φιλιώ, όπως ήταν γνωστή, δημιούργησε τη συλλογή ενθυμημάτων, η οποία αποτέλεσε τη βάση του Μουσείου Μικρασιατών Νέας Φιλαδέλφειας «Φιλιώ Χαϊδεμένου». Πέθανε το 2006.

Η συνέντευξη πάρθηκε στο κτήριο που πρωτοφιλοξένησε τη συλλογή ενθυμημάτων στη Νέα Φιλαδέλφεια, τον Μάιο του 1999.


ΜΟnuMENTA: Μιλήστε μας για τα παιδικά σας χρόνια;
Φιλιώ Χαϊδεμένου: Γεννήθηκα στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, στις 28 Οκτωβρίου του 1899. Μεγάλωνα σε μια οικογένεια εύπορη, γεωργοί ήταν οι γονείς μου, μεγάλωνα πάρα πολύ καλά. Η μητέρα μου έκανε επτά παιδιά, αλλά έζησαν τα τρία, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι. Πήγα στην Αναξαγόρεια Σχολή. Αγαπούσα πάρα πολύ τα γράμματα. Ηρθε όμως έτσι η κατάσταση, σταμάτησα το σχολείο μου, πήγα μόνο έξι μήνες στην Γ’ Δημοτικού.

Μ: Γιατί σταματήσατε το σχολείο;
ΦΧ: Σταμάτησα γιατί ήταν ένα εμπόδιο της τουρκικής κυβερνήσεως. Άλλαξε η κυβέρνηση και όχι μόνο η κυβένηση η τουρκική αλλά το σύστημα το τουρκικό. Έφυγαν οι παλιότουρκοι, οι σουλτάνοι δηλαδή και βγήκαν οι νεότουρκοι. Οι νεότουρκοι έκαναν δικό τους Σύνταγμα. Ξέχασα να σας πω ότι δεν μιλούσαμε την τουρκική γλώσσα, ενώ σε όλη την Ανατολή μιλούσαν την τουρκική γλώσσα, και στα σχολεία και στην Εκκλησία και στα σπίτια, παντού. Τα μικρασιατικά παράλια, που ήταν από το Αϊντίνι και κάτω, με την περιφέρεια της Σμύρνης, την Ερυθραία, δεν μιλούσαμε την τουρκική. Με το νέο Σύνταγμα που έγινε το 1908 οι Τούρκοι μάς έδωσαν ορισμένα προνόμια, αλλά ζήτησαν και από εμάς. Και μεταξύ των άλλων να βάλουμε στο σχολείο την τουρκική γλώσσα, στο σχολείο και στην Εκκλησιία. Πράγμα που δεν το δεχτήκανε οι Έλληνες, η Δημογεροντία η ελληνική, και της δικής μας πόλεως και στις άλλες πόλεις, τις παραλιακές. Και τότε τους κάναμε ένα είδος μποϊκοτάζ, κλείσαμε τα σχολεία και τις εκκλησίες έξι μήνες, και εγώ δεν πήγα άλλο σχολείο.
Εφόσον σταμάτησα είπε ο πατέρας μου ότι έγινα φατίνα, η πρώτη κόρη μέσα στο σπίτι και μοναδική. Έκλαψα, σκοτώθηκα, αρρώστησα ο πατέρας μου δεν δέχτηκε, του πατέρα η επιθυμία διαταγή.

Αυτό με πείραξε τόσο που και σήμερα ακόμα δεν μπορώ να το ξεχάσω, τόσο πονάω. Όταν στο 1922 έγινε η καταστροφή και μπήκαν οι Τούρκοι και μαζευόμασταν για να φύγομε και μου λέει ο αδελφός μου «μάζεψε ορισμένα πράγματα, από μια αλλαξιά, πάρε τα χρυσαφικά γιατί θα φύγουμε». Εγώ πρώτα έβαλα τα τετράδιά μου και τα βιβλία μου, τα οποία από το 1908 έως το 1922, κάθε χρόνο τους άλλαζα, τις καπλάτες. Πίστευα ότι θα πάω στο σχολείο.

Μ: Πείτε μας για τα σχολεία στα Βουρλά
ΦΧ: Στα Βουρλά είχαμε πολλά σχολεία και πολύ καλά. Πρώτα πηγαίναμε στο συνοικιακό σχολείο. Πηγαίναμε προνηπιαγωγείο, εκεί που τα νταντεύουνε τα παιδια, κι αυτό γινότανε για να ξεφύγουμε από τη μάνα μας. Μετά στο νηπιαγωγείο, μαθαίναμε τα πρώτα γράμματα και τα κεντούσαμε. Για να μας μείνουνε στο μυαλό και να μην τα ξεχάσουμε. Έπειτα πηγαίναμε προκαταρκτική. Εκεί μαθαίναμε «τα γράμματα της ελληνικής γλώσσης είναι 24», ποια είναι λαρυγγόφωνα, ποια είναι χειλιόφωνα, τα πρωτόκλιτα, τα δίκλιτα, όπως λέμε συκέα, αμυγδαλέα, αμυγδαλή. Φθάναμε στην πρώτη δημοτικού. Αρχίζαμε να κάνουμε αριθμητική, πολλαπλασιασμό, ρήματα.

M: Ποια μαθήματα κάνατε;

ΦΧ: Θρησκευτικά, ελληνικά και ιστορία ήταν τα κυριότερα μαθήματα. Όταν ρωτήσεις εδώ ένα παιδάκι που δεν το έχουνε πάει στην Αθήνα, δεν ξέρει ποιο είναι το καλλιμάρμαρο στάδιο, το οφθαλμιατρείο, το πανεπιστήμιο, η εθνική βιβλιοθήκη. Εμείς τα κάναμε. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, περπάτησα την Πανεπιστημίου, να δω αυτάπου έκανα στο σχολείο. Κάναμε αρχαία ιστορία και νέα ελληνική ιστορία. Κάθε βράδυ ένα παιδί της οικογένειας μας βάνανε οι μεγάλοι και τους διαβάζαμε τα βιβλία της ελληνικής ιστορίας. Όλοι αυτοί την άλλη ημέρα τα διηγούνταν στις δουλειές τους. Να σας πω ένα ποίημα που μαθαίναμε στο σχολείο.

Η σκλάβα πόλις κάθεται στο Βόσπορο και κλαίει
Ο Βόσπορος τη διαπονεί, παρήγορα της λέει
Πες μου, κυρά μου ζηλευτή, πεντάμορφη κυρά μου
Γιατί ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;
Μήπως σου έφταιξα ο φτωχός με δίχως να το ξέρω;
Στα κάτασπρα τα πόδια σου δεν πέρασε η μέρα
Ποτέ που να μην σου ‘φερα δώρα από τον κόσμο πέρα
Τα μύρια της Ανατολής και τα μεταξωτά της,
Και τα χαλιά τα ατίμητα τα μυριοπλουμιστά της
Πες μου λοιπόν γιατί μου κλαις πεντάμορφη κυρά μου
και μου ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;
Ω Βόσπορε πώς το ξεχνάς πως είμαι σκλαβωμένη
στις αλυσίδες των Τουρκών σφιχτοαλυσοδεμένη;

Μ: Φορούσατε ποδιές στο σχολείο;

ΦΧ:  Όχι, φορούσαμε τα φορέματά μας αλλά έπρεπε να είναι καθαρά, με άσπρο γιακαδάκι, σεμνά, χωρίς φιόγκους, να έχουν δύο τσέπες. Είχαμε μαντήλι στην τσέπη μας καθαρό.

Μ: Μιλήστε μας για τα παιχνίδια που είχατε.

ΦΧ: Παίζαμε με τις κούκλες, τις οποίες λέγαμε κούτσες. Τις κούκλες τις φτιάχναμε, οι μητέρες μας ή εμείς. Την φτιάχναμε με ύφασμα, τυλίγαμε το πανί, της κάναμε τα χεράκια, τα δάχτυλα, τα οποία κάναμε σαν γάντι και το γεμίζαμε με πίτουρα. Υπήρχαν και κούκλες έτοιμες, από κερί. Αυτές μας τις παίρνανε μια φορά το χρόνο που πουλούσανε τα εισοδήματα και πηγαίνανε στη Σμύρνη να ψωνίσουνε. Στα μικρά παιδιά φέρνανε, στα αγόρια παλιάτσους, στα κορίτσια κούκλες. Αλλά δεν τις παίζαμε στα παιχνίδια μας που τα λέγαμε μπαλάδια, τις κρύβαμε, στο δωμάτιό μας.

Μ: Πού και τι μαγειρεύατε;

ΦΧ: Στη Μ. Ασία, όπως και εδώ, μαγειρεύαμε με τα ξύλα και τα με τα κάρβουνα. Είχαμε ωραίες κουζίνες, τζάκια, όλη την ώρα ασπρισμένα, γιατί εκεί ο ασβέστης ήταν το σπουδαιότερο για την καθαριότητα. Υπήρχαν κάτι τσουκάλια, ήταν χρώμα μαύρο, φτιάχνονταν από μαύρο πηλό, κατάλληλος να κρατάει στα ξύλα και στα κάρβουνα. Εκεί μαγειρεύαμε τα φαγητά μας, τόσο ωραία, τόσο μεζελίδικα, τόσο όμορφα.

Μ: Ποιο φαγητό σας άρεσε;

ΦΧ: Εμένα το φαγητό που μου άρεσε και μου ήρθε και στο μυαλό μου τώρα αμέσως ήταν οι σουπιές με το μάραθο. Τις φτιάχναμε όπως ένα άλλο γιαχνιστό φαγητό, όπως τα φασολάκια τα φρέσκα. Επειδή ήμασταν στην παραλία ξυπνούσα το πρωί και πήγαινα και όπου ήταν θολάμια τα λέγαμε, δηλαδή πέτρα και λίγο νεράκι, έβανα μέσα, κρατούσα ένα καλάμι με ένα άσπρο πανάκι και το έβανα εκεί και μόλις το τραβούσα έβγαινε και η σουπιά να πιάσει το πανάκι και εγώ είχα ένα καμακάκι και τη χτυπούσα. Πήγαινα στο κτήμα, στο γκούλα το λέγαμε, στο εξοχικό δηλαδή και μαγειρεύαμε. Κάθε πρωί πήγαινα και μάζευα σουπιές και χταπόδια. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι θησαυρό είχε η θάλασσα. Όταν ήθελα ψάρι έπαιρνα της μάνας μου το καρούλι, την κλωστή δηλαδή, και λυγούσα μια καρφίτσα, την έδενα από την άκρη, έβανα ένα κομματάκι ψωμάκι για δόλωμα, πήγαινα καθόμουνα σε μια πέτρα και το έριχνα και έπιανα σπάρους, στο ίδιο λεπτό γέμιζα ένα καλάθι. Δεν το έκανα μόνο εγώ, όλοι.

Μ: Μιλήστε μας για τις ενδυμασίες που φοράγατε:
ΦΧ: Στην Τουρκία, από το Αϊντίνι και μέσα φοράγανε άλλες στολές. Ήτανε κεντημένες, ήταν στολές παραδοσιακές. Στα μικρασιατικά παράλια ντυνόμασταν σύμφωνα με την Ευρώπη. Βλέπαμε τα φιγουρίνια, πηγαίναμε στη μοδίστρα, της ορίζαμε ραντεβού, πηγαίναμε το ύφασμα. Επάνω στην Ανατολή, αυτοί που δεν μιλούσαν και τα ελληνικά, και ήτανε το 80% της Μικράς Ασίας, φοράγανε παραδοσιακές στολές. Επειδή είχαμε μεγάλες συναλλαγές με την Ευρώπη. Με την Ελλάδα δεν είχαμε πολλές συναλλαγές, διότι ήταν φτωχή και δεν μπορούσε να αγοράσει τα δικά μας εμπορεύματα. Οι σταφίδες μας, τα σύκα μας, τα αρώματα, όλη η παραγωγή πήγαινε κατευθείαν στην Ευρώπη και την Αμερική.


M: Στην Κωνσταντινούπολη;
ΦΧ:
Στην Κωνσταντινούπολη είχανε ανάπτυξη. Στην Κωνσταντινούπολη ζούσανε οι Σουλτάνοι, δηλαδή κυριαρχούσε το τουρκικό στοιχείο, το πλούσιο, και οι Κωνσταντινοπολίτες ήταν πολύ εξελιγμένοι και πλούσιοι, όμως γέρνανε λίγο προς το τουρκικό. Μιλούσανε την τουρκική. Οι Έλληνες με τους Τούρκους ήταν πολύ κοντά τα σπίτια, το ένα ελληνικό το άλλα τουρκικό. Και μόνο στο Φανάρι ήταν οι πολύ πλούσιοι. Και οι μεγάλοι δωρηταί ήτανε στο Φανάρι. Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε παραγωγή, να έχει εμπόριο.

Μ: Η συμβίωση με τους Τούρκους ήταν αρμονική;
ΦΧ: Βεβαίως. Εως το Μπαλτσόβα της Σμύρνης οι Τούρκοι με τους Έλληνες ήταν χωριστά, δεν συμβίωναν. Ήταν μαζί στο εμπόριο, στις συναλλαγές, αλλά οι μαχαλάδες ήταν χωριστά. Ζούσαμε πολύ καλά και ευτυχισμένα. Απόδειξη, όταν πήγαμε μετά την καταστροφή, να βλέπατε τους Τούρκους πώς έκλαιγαν όταν μας έβλεπαν.


Μ: Πώς ήρθατε στην Ελλάδα;
ΦΧ: Ήμουνα 23. Εγινε η καταστροφή, η σφαγή. Η σφαγή άρχισε 29 Αυγούστου του 1922, σ’εμάς. Στα Βουρλά ο αποκλεισμός ήταν 29 Αυγούστου, ημέρα του Αγίου Ιωάννου. Κλειστήκαμε μέσα στα σπίτια, έρχονταν οι Τούρκοι, έβαναν φωτιά. Σφάζανε τον κόσμο. Όσοι μπορούσαμε να σωθούμε φεύγαμε. Τρέχαμε, ήταν άλλοι Τούρκοι στο δρόμο, μας κτυπούσαν με τα όπλα. Χωνόμαστε σε άλλα σπίτια. Αυτό κράτησε 17 ημέρες. Στις 17 αυτές ημέρες βγήκαμε και έξω από την πόλη, όπου μπορούσε ο καθένας. Ήταν ευχής έργο να βρεθούν μαζί μέλη της οικογένειας. Τότε ήρθε ο κεμαλικός στρατός, ο τακτικός. Γιατί αυτοί που μας κτυπούσαν ήταν ναι μεν του Κεμάλ αλλά για να κάνει στρατό ο Κεμάλ μάζεψε όλα τα κακοποιά στοιχεία και τους είπε ελάτε θα πάρουμε τις πόλεις της Μ. Ασίας και θα σας αφήσω να λεηλατήσετε. Και αυτό έγινε. Οι Τούρκοι που μπαίνανε γυρεύανε λεπτά και χρυσαφικά. Ήταν μια κοπελίτσα και προσπαθούσε να ξεκουμπώσει το σκουλαρίκι της και δεν πρόλαβε τράβηξε ο Τούρκος το μαχαίρι της το ’κοψε και το αυτί. Εγώ ήμουνα δίπλα της και προσπαθούσα να βγάλω τα δικά μου και εκείνη την ώρα έκανα μία προσευχή και είπα «Βαγγελίστρα μου, βοήθησέ με να το ξεκουμπώσω και δεν θα ξαναφορέσω στη ζωή μου σκουλαρίκια». Και τον όρκο μου τον τήρησα.

Μ: Στη συνέχεια τι έγινε;
ΦΧ: Ήρθε ο τακτικός στρατός, μάς μάζεψαν, μας πήγαν σε ορισμένα σπίτια, μάς κράτησαν εκεί έως ότου -δεν ξέρω πώς τα κανόνισε το τουρκικό κράτος με το ελληνικό κράτος- και μας πήρανε εδώ. Και άρχισε να γίνεται η επιβίβαση στα πλοία. Ήτανε όμως απόσταση, 4 χλμ. Οι Τούρκοι μάς έβαλαν εμπρός και μας κυνηγούσαν, εμείς εννοείται ότι δεν ξέραμε ότι πάμε για τη σωτηρία μας πια, νομίζαμε ότι πάμε να μας σφάξουν. Αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε και διαφορετικά. Στο δρόμο εγώ και όλες οι κοπέλες τρέχαμε και ήμασταν και ιδρωμένες, σκύβαμε, παίρναμε το χώμα, κολλούσε στα μούτρα μας, γινότανε μάσκα, για να μην μας βλέπουν οι Τούρκοι πως είμαστε κοπέλες. Τα ρούχα μας τα είχαμε σκίσει, κουρελιάσει, ότι βρίσκαμε παλιό, κουρέλι, το τυλίγαμε απάνω μας για να μην φαινόμαστε καθόλου σαν νέες κοπέλες. Καταλήξαμε στην παραλία. Εκεί καθίσαμε δύο εικοσιτετράωρα.

Μ: Με ποιον άλλον ήσασταν μαζί;
ΦΧ: Ήμουν μόνο με την μητέρα μου. Τα αδέλφια μου τα χάσαμε και έμεινα εγώ, ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Αλλά τον πατέρα μου τον πήρανε, όταν μας πήγαν εκεί που μας μαζέψανε όλους μαζί. Όλους τους άνδρες τους πήρανε. Τους νέους τους έβαλαν προς την εξορία, τους ηλικιωμένους τους είχαν κατασφάξει. Το πατέρα μου τον είχαν κόψει στο λαιμό αλλά κρατούσε. Πέθανε μετά από 3 μέρες, την ημέρα του Σταυρού.

Μ: Πώς και πότε φθάσατε στην Ελλάδα;
ΦΧ: Την άλλη μέρα φύγαμε, κατεβήκαμε στη Σκάλα στην παραλία. Μέσα στο πλοίο κάναμε 15 μέρες, πρωτοπήγαμε στη Σάμο, δεν μας δέχτηκαν, πήγαμε στη Μυτιλήνη δεν μας δέχτηκαν, πήγαμε στη Θεσσαλονίκη, δεν μας δέχτηκαν. Εκεί βρήκαμε και τον αδελφό μου. Ήρθαμε στον Πειραιά και θα μας πήγαιναν στην Ερμιόνη. Επειδή είχαμε συγγενείς στον Πειραιά από τη Νάξο, τα ξαδέρφια μου, θέλαμε να βγούμε στον Πειραιά και μας έβγαλε ένας ναύτης από την μπουκαπόρτα. Μείναμε στον Πειραιά. Μετά ήρθαμε σε μια αποθήκη στο Μοσχάτο. Μετά πήγαμε στη Νάξο, στην Κόρωνο, ένα χρόνο. Εκεί δεν είχε τίποτα, ήταν το ορυχείο, το σμυρίγλι μόνο και δούλευε ο αδελφός μου. Φύγαμε, γυρίσαμε πίσω. Ξαναήρθαμε στο Μοσχάτο. Μείναμε σε μία αποθήκη 15 οικογένειες. Η αποθήκη είχε μάκρος 10 μέτρα και φάρδος τέσσερα. Καταλήξαμε στο σημερινό Ταύρο, τότε λεγόταν Νέα Σφαγεία. Κάνανε παράγκες και μείναμε.
igratsia@otenet.gr