Ο
ηθοποιός Χριστόφορος Νέζερ αποδίδεται σε ορειχάλκινη προτομή μ’ ένα
μειδίαμα στα χείλη. Η μορφή εδράζεται σε βάση ακατέργαστου λίθου που
στην αριστερή πλευρά φέρει ορειχάλκινη διακόσμηση φυλλώματος.
Στην αριστερή πλευρά αναγράφεται το όνομα της γλύπτριας:
ΛΟΥΚΙΑ ΓΕΩΡΓΑΝΤΗ.
Στην δεξιά πλευρά της βάσης υπάρχει το όνομα του χορηγού και το έτος τοποθέτησης:
Ο ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΕΣΤΗΣΕΝ 1972.
Στην πρόσοψη της βάσης υπάρχει η επιγραφή με το ονοματεπώνυμο του ηθοποιού: ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΝΕΖΕΡ, η οποία διακρίνεται με δυσκολία.
Τα αποκαλυπτήρια της μνημειακής αυτής σύνθεσης έγιναν στις 22 Ιανουαρίου 1973, επί δημαρχίας Δ. Ρίτσου.
Ο
Χριστόφορος Νέζερ (1889 – 1970) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους
ηθοποιούς κι από τους πρώτους, που εντάχθηκαν το 1931 στο νεοσύστατο
τότε Εθνικό Θέατρο. Το μικρόβιο του θεατρίνου το κόλλησε από τον πατέρα
του, καθώς κι εκείνος υπήρξε ηθοποιός. Συνεργάστηκε με όλους τους
σημαντικούς ηθοποιούς και θιάσους της εποχής. Το 1921 ίδρυσε με τον
Αιμίλιο Βεάκη την Καλλιτεχνική Θεατρική Εταιρεία. Το 1957, όταν ο Αλέξης
Σολωμός ξεκίνησε την προσπάθεια για την αναβίωση της Αττικής κωμωδίας, ο
Νέζερ κατάφερε να παίξει και να αποθεωθεί και στις 11 σωζόμενες κωμωδίες
του Αριστοφάνη, τόσο στην Επίδαυρο όσο και στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μία από
τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας του υπήρξε η συμμετοχή του στην
Κομεντί Φρανσαίζ στο Παρίσι το 1951, όπου ερμήνευσε τον Αρπαγκόν από τον
«Φιλάργυρο» του Μολιέρου και τιμήθηκε με το Μετάλλιο Ακαδημαϊκών
Δαφνών. Στον κινηματογράφο την 1η του εμφάνιση την έκανε το 1943, στην
ταινία του Τ. Μπακόπουλου «Η Θύελλα Πέρασε». Συνολικά, έλαβε μέρος σε 56
ταινίες.
Η
Λουκία Γεωργαντή (Αθήνα 1919 – Αθήνα 2001) ήταν Ελληνίδα γλύπτρια,
ζωγράφος και διακοσμήτρια. Ήταν κόρη του γλύπτη Νικόλαου Γεωργαντή (1883
– 1947). Κατά τα έτη 1935 – 1946 πήρε μαθήματα γλυπτικής από τον πατέρα
της και στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή των Τεχνών (Scuola dei Arti)
της Φλωρεντίας. Η Γεωργαντή ασχολήθηκε και με τη δημιουργία των Μουσείων
Ομοιωμάτων του Δήμου Αθηναίων και του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας.
Ήταν φανατική συλλέκτρια πήλινων ομοιωμάτων σημαντικών προσωπικοτήτων
της Ελλάδας. Για το λόγο αυτό, είχε επονομαστεί «Μαντάμ Τισό» της
ελληνικής γλυπτικής (Εφημ. Ελευθεροτυπία, 30. 7. 2002). Είχε μετατρέψει
την ιδιωτική κατοικία της επί των οδών Αναπαύσεως 20 και Τιμολέοντος 2
στη συνοικία του Μετς στην Αθήνα σε μουσείο. Εκεί στεγάζεται σήμερα το
Μουσείο Γλυπτών και Ομοιωμάτων «ΛΟΥΚΙΑ ΓΕΩΡΓΑΝΤΗ», το οποίο ίδρυσε η
Γεωργαντή το 1992 και το δώρησε το 2000 στο Δήμο Αθηναίων. Είχε εκθέσει
κατά καιρούς τα έργα της σε ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη
και τον Πειραιά. Είχε λάβει επίσης μέρος σε ομαδικές παρουσιάσεις των
έργων της στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η Γεωργαντή επικεντρώθηκε κυρίως
με ανθρωπομορφική αντίληψη στη δημιουργία προτομών προσωπικοτήτων από
το χώρο των γραμμάτων και της τέχνης, αλλά και άλλων μορφών της
ελληνικής κοινωνίας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται προτομές και
ανδριάντες που έχουν τοποθετηθεί σε δημόσιους χώρους της Αθήνας.
ΠΗΓΗΦωτογράφος: Μαρία Σουρτζή