γράφει ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης,
Επειδή το τού Αντισθένους «αρχή
επιστήμης η των ονομάτων επίσκεψις» είναι πάντοτε χρήσιμο, θα
επιχειρήσουμε μια αναγωγή στην προέλευση των λέξεων που χρησιμοποιούμε
αυτόν τον καιρό για την οικονομική κρίση. Εν πρώτοις η ίδια η λέξη κρίση
(< κρίνω) έφυγε από μάς ως «νοητική διεργασία που καταλήγει σε
εκτιμήσεις, σκέψεις και αποφάσεις» αλλά και ως «κακή κατάσταση για
νόσους» (κρίσιμη) και μάς γύρισε πίσω ως «κακή έκβαση στα οικονομικά»,
μέσω των γαλλ. crise και αγγλ. crisis, ευτυχώς όχι ως δάνειο, αλλά ως
«αντιδάνειο» !
Το δάνειο, ο οικονομικός μας εφιάλτης, ανάγεται στο ρήμα δίδω (αρχ. δίδωμι), ξεκινώντας από τη λέξη δάνος (το), μια λέξη που –κατά τραγική ειρωνεία– σήμαινε «το δώρο» ! Άμποτε το δάνειό μας να ήταν δώρο των Ευρωπαίων εταίρων μας με πιο ανθρώπινους όρους, αντίδωρον ανθ’ ων έλαβον… Μακάρι να είχαν πραγματικά «ευρείς ώπας», ώστε να μπορούν να δουν ότι ως Ευρ-ώπη άλλη στάση θα έπρεπε να τηρούν στους «πρωτοτυπικά» Ευρωπαίους.
Το δάνειο, ο οικονομικός μας εφιάλτης, ανάγεται στο ρήμα δίδω (αρχ. δίδωμι), ξεκινώντας από τη λέξη δάνος (το), μια λέξη που –κατά τραγική ειρωνεία– σήμαινε «το δώρο» ! Άμποτε το δάνειό μας να ήταν δώρο των Ευρωπαίων εταίρων μας με πιο ανθρώπινους όρους, αντίδωρον ανθ’ ων έλαβον… Μακάρι να είχαν πραγματικά «ευρείς ώπας», ώστε να μπορούν να δουν ότι ως Ευρ-ώπη άλλη στάση θα έπρεπε να τηρούν στους «πρωτοτυπικά» Ευρωπαίους.
Είναι να διερωτάται κανείς πώς μια «άγια λέξη» τής Ελληνικής, η λέξη χρη που δήλωσε το «πρέπει, ό,τι γεννά υποχρέωση ή ανάγκη», έδωσε δύο λέξεις-κλειδιά τής καθημερινής ζωής των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τις λέξεις χρήμα και χρέος. Χρήματα είναι ό,τι χρειάζεται κανείς, ό,τι αποκτά (η κινητή περιουσία), ό,τι χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές και τις ανάγκες του (τα λεφτά < λεπτόν νόμισμα) και γενικότερα ό,τι χρησιμοποιεί (τα πράγματα) : χρήματα δε λέγομεν πάντα όσων η αξία νομίσματι μετρείται (Αριστοτέλης)∙ αλλού (στον Ισοκράτη) λέγεται η φράση «ούτε πήρα ούτε ακούμπησα τα λεφτά» : εγώ δ’ υμίν παρέξομαι μάρτυρας ως ούτ’ επελαβόμην ούτ’ εφηψάμην των χρημάτων ( σαν κάτι να μας θυμίζει…). Χρέος εξάλλου είναι ό,τι υποχρεούται να χρησιμοποιήσει κανείς για να καλύψει ανάγκες, η οφειλή από δάνειο (χρέος διδόναι, χρέος λαμβάνειν, χρέος αποδιδόναι). Οι δανειστές μας το επί την τράπεζαν χρέως (Δημοσθένης) και χρέα επί τόκοις οφειλόμενα (Ισαίος) απαιτούν σήμερα εκπληρώσαι το χρέος άπαν (Πλάτων). Αναδιάρθρωση τού χρέους (< απόδοση τού αγγλ. restructuring) δεν είναι επιθυμητή. Προτιμούμε την επιμήκυνση (όχι –προς Θεού– τού χρέους, αλλά ) τού χρόνου αποπληρωμής τού χρέους. Ωστόσο, θα επιθυμούσαμε περισσότερο χρειών λύσιν (Ησίοδος) και ακόμη περισσότερο (και για τις εσωτερικές μας οικονομικές υποχρεώσεις) την Σολώνεια σεισάχθεια (την απόσειση κάθε άχθους, κάθε βάρους). Τι ανακούφιση θα ήταν για τη χώρα μας, αν οι Ευρωπαίοι και οι τού Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δανειστές μας μιμούνταν τον Καίσαρα, ο οποίος σεισαχθεία τινί τόκων εκούφιζε τους χρεωφειλέτας ! Αντ’ αυτού ακόμη και γνωστοί Ευρωπαίοι ηγέτες εκστομίζουν ότι «δεν έχουν κανένα χρέος στον Έλληνα», επαναλαμβάνοντας το τού Δαρείου έχω χρέος ειπείν ουδέν ανδρός Έλληνος (Ηρόδοτος), που μεταφράζεται στο λεξικό Liddell – Scott «I know of nothing that I owe to any man of Greece»!
Σκέπτομαι πως ίσως οι αγγλόφωνοι ιδίως Ευρωπαίοι να μάς έχουν χρεώσει ότι διά τού αρχαίου τάξις, που σήμαινε και «την αναλογική φορολόγηση, αποτίμηση», τους φορτώσαμε μέσω τού λατινικού taxa «φόρος» τη λέξη και την απεχθή σημασία tax «φόρος» και taxation «φορολογία». Βεβαίως, φόρο (< φέρω) και φορολογία είχαμε στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων και φόρου υποτελείς έχουμε υπάρξει για χρόνια και κεφαλικό φόρο έχουμε πληρώσει, το λεγόμενο χαράτσι ( από τουρκ. harac, που προέρχεται από το αραβικό haradj, το οποίο ίσως ανάγεται στο ελληνικό χορηγία), αλλά δάσκαλοι τής φοροδιαφυγής, φαίνεται ότι ήταν οι Άγγλοι, από τους οποίους πήραμε τη λέξη tax evador, που αποδώσαμε ως φοροφυγάς. Βέβαια, ελληνικότατο είναι το φορομπήχτης (εφημ. «Άστυ», 1892), επικρατήσαν τής ευγενέστερης λέξης φοροτόκος κυβέρνησις (εφημ. «Ακρόπολις», 1886).
Επ’ ευκαιρία, τα τέλη που πληρώνουμε πάνε πολύ πίσω στην κλασική περίοδο και η ετυμολογική σύνδεση τής λέξης με τη ρίζα απ’ όπου τα τάλας, ταλανίζω, ταλαίπωρος δείχνει πώς έβλεπαν από παλιά τέτοιες επιβαρύνσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο εισπράκτωρ τελών των χρόνων εκείνων, ο τελώνης απέκτησε αρνητική σημασία («πάντες τελώναι, πάντες εισίν άρπαγες») και συνδέθηκε ακόμη και με τα τελώνια, τα στοιχειά, τα δαιμόνια, γιατί τάχα δαίμονες άρπαζαν ψυχές νεκρών από τους αγγέλους για να τους «φορολογήσουν»!
Ενδιαφέρον έχει και η λέξη ασύδοτος (και ασυδοσία) που πλάστηκε το 1805 από τον Αδαμάντιο Κοραή, για να δηλώσει αυτόν που δεν πληρώνει φόρους, που δεν «συν-δίδει», που είναι φορολογικά α-σύνδοτος ( > ασύδοτος), δεν συνεισφέρει στα φορολογικά βάρη και γενικότερα δεν έχει συναίσθηση των υποχρεώσεών του.
Τέλος, ας δούμε την προέλευση τής λέξης συνδικαλιστής που είναι επίσης στην επικαιρότητα. Πρόκειται για την αρχαία ελληνική λέξη σύνδικος «συνήγορος, υπερασπιστής», που στη δημώδη Λατινική έγινε syndicus «ο εκπρόσωπος πόλεως», για να περάσει (ήδη το 1257) στη Γαλλική ως syndique «ο υπερασπιστής των δικαιωμάτων μιας κοινότητας (αρχικά εκκλησιαστικής)», απ’ όπου ξαναγύρισε αργότερα στην Ελληνική («αντιδάνειο») με τα ομόρριζα συνδικάτο, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία οι σύνδικοι ήταν συνήγοροι και εκπρόσωποι τού δημοσίου (πόλεως, φυλών), ιδίως ενώπιον ξένων δικαστηρίων, αργότερα δε και δικαστές. Οι νομικοί υπερασπιστές ιδιωτών αποκαλούνταν συνήγοροι, και οι τού δημοσίου σύνδικοι. Έτσι και οι συνδικαλιστές (κυρίως από τον 16ο αιώνα) ξεκίνησαν ως εκπρόσωποι και υπερασπιστές των συμφερόντων ομάδων εργαζομένων με υψηλό τότε κύρος και γενικότερη εκτίμηση.
Θα τελειώσω με την τρόικα. Ρωσική λέξη, ξεκίνησε ως «άμαξα με τρία άλογα» και εξελίχθηκε μεταφορικά στη σημασία «τριανδρία», ειδικότερα σε «πολιτική ηγεσία τριών προσώπων» (Ιωσήφ Στάλιν, Γκριγκόρι Ζινόβιεφ και Λέων Καμένεφ). Για τους Έλληνες σήμερα έχει αποκτήσει πλήθος συνδηλώσεων και υφολογικών αποχρώσεων.