Εάν επρόκειτο μόνο για υλική δύναμη, η απάντηση θα ήταν εύκολη. Η Σπάρτη διαθέτει μεγάλες δυνάμεις αφότου είναι επικεφαλής της πελοποννησιακής συμμαχίας, και γι’ αυτό προτείνεται ομόφωνα για να διοικήσει τον ελληνικό στρατό και στόλο στον πόλεμο κατά την Μήδων. Αλλά πρόκειται για εντελώς άλλο πράγμα από τη στρατιωτική οργάνωση. Το ελληνικό πνεύμα θα μπορούσε να πάει μπροστά με θεσμούς όπως της Σπάρτης; Θα ήταν ικανό να αποδώσει όλους τους καρπούς, εάν παντού, όπως στις όχθες του Ευρώτα, το κράτος είχε μόνη απασχόληση την ψυχική και ηθική διαμόρφωση εξαιρετικών οπλιτών και τη διατήρηση ενός πολιτεύματος που εξασφάλιζε αυτό το αποτέλεσμα; Όχι΄ η Σπάρτη, αναδιπλωμένη στον εαυτό της, στραμμένη ολόκληρη προς ένα παρελθόν το οποίο θέλει να διαιωνίσει, παραμένει τέλειο παράδειγμα αυτού που μπορούσε να είναι μια αριστοκρατική πόλη κατά το 550 αλλά τον 5ο αιώνα δεν είναι πια παρά μια περίπτωση που μπορεί κανείς να μη λάβει υπόψη, όταν επιχειρεί να συλλάβει τη γενική μεταμόρφωση της πόλης. Για να μπορέσει η Ελλάδα να εκπληρώσει το πεπρωμένο της, χρειάζεται να κινηθεί αποφασιστικά προς την κατεύθυνση της φυσικής της εξέλιξης, και οι ατομικές ενέργειες να αναπτυχθούν ελεύθερα για το δημόσιο καλό. Μιά από τις πόλεις που έχουν μπει πιο αποφασιστικά στους νέους δρόμους της δημοκρατίας χρειάζεται να είναι έτοιμη να βαδίσει μπροστά από τις άλλες και να είναι ικανή να τις παρασύρει. Έτσι θα εκπληρώσει μια ένδοξη αποστολή, θα γίνει το σχολείο της δημοκρατίας. Αυτός υπήρξε ο κλήρος της Αθήνας.
Όλο της το παρελθόν την ετοίμαζε για το δημοκρατικό έργο που επρόκειτο να εκπληρώσει.
Οι Αθηναίοι περηφανεύονταν ότι ήταν αυτόχθονες, πράγμα που σημαίνει ότι σ’ αυτούς δεν υπήρχε ούτε φυλή κυρίαρχη ούτε φυλή υποδουλωμένη: τίποτε ανάλογο με τους είλωτες που δούλευαν για τους Σπαρτιάτες. Όταν αυτός ο ομοιογενής και ελεύθερος πληθυσμός σχημάτισε κράτος, τούτο έγινε με ένα συνοικισμό που κατέστησε όλους τους κατοίκους της Αττικής Αθηναίους και την Αθήνα πρωτεύουσα ενός ενοποιημένου λαού: τίποτε που να μοιάζει με την ομοσπονδία των Βοιωτών, όπου οι Θηβαίοι είχαν αξιώσεις για ηγεμονία. Έτσι από τα πιο παλαιά χρόνια η εθνική και εδαφική ενότητα εξέθρεψε για πάντα τις ηθικές και υλικές συνθήκες για την πολιτική ισότητα. Σ’ αυτή την πόλη, όπως και στις άλλες, η βασιλεία παράκμαζε προς όφελος της αριστοκρατίας. Τουλάχιστον τα γένη ήταν ίσα μεταξύ τους: τίποτε το ανάλογο με τους Αγιάδες και τους Ευρυπώντιδες που στη Σπάρτη διατήρησαν το βασιλικό προνόμιο. Ακόμη και στο εσωτερικό των γενών ίσχυε η ισότητα, αφού οι αποφάσεις τους λαμβάνονταν ομόφωνα. Κάτω από τους ευγενείς, η μάζα, που την αποτελούσαν γεωργοί, βοσκοί, βιοτέχνες, ψαράδες και ναυτικοί, θεωρούσε σωστό ότι καθένας έπρεπε να αμείβεται ανάλογα με τα έργα του, και συνήθιζε μέσα στους θιάσους και στους οργεώνες να συζητεί πάνω σε κοινά προβλήματα.
Όπως παντού, οι λαϊκές τάξεις άρχισαν τον αγώνα εναντίον μιας καταπιεστικής ολιγαρχίας. Χωρικοί που κινδύνευαν να γίνουν δούλοι για χρέη, έμποροι που αγανακτούσαν γιατί ούτε και η περιουσία τους επέτρεπε να ελπίζουν σε πολιτικά δικαιώματα, όλοι συμφώνησαν να απαιτήσουν τη δημοσίευση των νόμων που το μυστικό τους το κρατούσαν οι ευπατρίδες΄ κατάφεραν να διοριστούν θεσμοθέτες με αυτή την αποστολή. Αλλά η εργασία που είχε προγραμματιστεί δεν τελείωνε. Τα μίση εξάπτονταν, οι εκδικήσεις αιματοκυλούσαν τη χώρα. Ένας νέος ευγενής, ο Κύλων, αποπειράθηκε να εγκατασταθεί ως τύραννος στην ακρόπολη΄ δεν κατάφερε παρά να εξάψει τα πάθη, σε σημείο που οι αντίπαλοί του, για να σφάξουν τους οπαδούς του, δεν οπισθοχώρησαν εμπρός στην ιεροσυλία.
Τότε εμφανίστηκε ο Δράκων. Ένας άνθρωπος κατάφερε σε λίγους μήνες να εκτελέσει το έργο που από πολλά χρόνια καταπονούσε μάταια ολόκληρη επιτροπή. Άφησε ένα όνομα που ηχεί άσχημα και προκαλεί φόβο, γιατί όπλισε το κράτος με δικαστική δύναμη΄ θεωρήθηκε αιμοσταγής νομοθέτης, γιατί προσπάθησε να βάλει τέλος στην αιματοχυσία. Οι εμφύλιοι πόλεμοι ήταν αλυσίδα ιδιωτικών πολέμων, όπου τα γένη συγκρούονταν με όλες τους τις δυνάμεις. Για να ενθαρρύνει τους παθόντες να καταφύγουν στα δικαστήρια, ο Δράκων καθορίζει τις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται η εκδίκηση ή ιδιωτικός συμβιβασμός. Για να διαλύσει τις συγγενικές ομάδες, διακρίνει στην καθεμιά οικογενειακούς κύκλους λιγότερο ή περισσότερο στενούς, και σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα απαιτεί από τους συγγενείς που καλούνται να πάρουν μια απόφαση να την πάρουν ομόφωνα΄ μέσα στο γένος απευθύνεται στον ατομικισμό.
Τεράστια πρόοδος, ωστόσο ανεπαρκής. Η αριστοκρατία των γαιοκτημόνων διατηρούσε όλα της τα προνόμια΄ μεγάλωνε τις εκτάσεις της σε βάρος των μικρών χωρικών΄ υποδούλωνε το πλήθος των χρεοκόπων οφειλετών, για να τους πουλήσει στο εξωτερικό ή για να τους προσκολλήσει στη γη, αφήνοντάς τους μόνο το έκτο της συγκομιδής (εκτήμοροι). Η κατάσταση ήταν δραματική. Δυο αντίθετες παρατάξεις έσπρωχναν τις αξιώσεις τους ως τα άκρα, η μία στηριγμένη στην παραδοσιακή νομιμότητα, η άλλη προβάλλοντας μια επαναστατική ισότητα. Η Αττική πήγαινε να γίνει χώρα μεγαλογαιοκτημόνων και δουλοπάροικων όπως η Λακωνία ή η Θεσσαλία; Ή, αγνοώντας κατακτημένα δικαιώματα, θα καταργούσαν τα χρέη και θα προχωρούσαν σε αναδασμό της γης;
Η Αθήνα βρήκε και πάλι τον άνθρωπο που ήταν ικανός να λύσει τα αγωνιώδη γι’ αυτήν προβλήματα. Ο Σόλων ορθώθηκε ανάμεσα στους αντιπάλους «ίδιος βράχος» και, απαθής στις επιθέσεις που έρχονταν και από τα δυο μέρη, έκανε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μετριοπαθή επανάσταση. Μεμιάς κατάργησε τους φραγμούς που κρατούσαν τους ευπατρίδες σε απόσταση από τις άλλες τάξεις και προστάτευαν τα παραδοσιακά προνόμια των γενών. Για να απελευθερώσει τη γη, πήρε ένα γενικό και άμεσο μέτρο: απάλλασσε τους εκτημόρους από τα βάρη (σεισάχθεια), ενώ συγχρόνως καταργούσε ό,τι απέμεινε από την κοινοτική ιδιοκτησία και διευκόλυνε τη μεταβίβαση εδαφών με νόμους αναφορικά με την προίκα, τα κληρονομικά δικαιώματα και την ελευθερία να διαθέτει κανείς την περιουσία του. Για να απελευθερώσει τα άτομα, περιόρισε την πατρική εξουσία, αλλά κυρίως απαγόρευσε τη δουλεία για χρέη, σε όλες τις μορφές της, ακόμη και ως ποινή, και διακήρυξε έτσι το habeas corpus του Αθηναίου πολίτη. Καταλαβαίνοντας ότι η γεωργία δεν αρκούσε να θρέψει ένα μεγάλο πληθυσμό σε μια χώρα φτωχή από τη φύση της, προσπάθησε να δώσει δυνατή ώθηση στο εμπόριο και στη βιομηχανία, προσελκύοντας απ’ έξω επαγγελματίες, προστατεύοντας τους μετοίκους, κάνοντας μια νομισματική μεταρρύθμιση που άνοιγε νέους δρόμους στην εμπορική ναυτιλία.
Σ’ αυτή την οικονομική και κοινωνική μεταμόρφωση αντιστοιχεί και μια πολιτική μεταβολή. Απέναντι στο κράτος δεν υπάρχουν πια παρά πολίτες ελεύθεροι. Καμία διάκριση καταγωγής΄ αλλά η περιουσία αρχίζει να λογαριάζεται. Σύμφωνα με ένα σύστημα που έτεινε να ισχύσει από κάμποσο καιρό, οι πολίτες χωρίζονται σε τέσσερις τιμοκρατικές αξίες: 1. τους πεντακοσιομέδιμνους, που έχουν εισοδήματα από τα κτήματά τους τουλάχιστον πεντακόσιους μέδιμνους στερεά΄ 2. τους ιππείς, που έχουν τουλάχιστον τριακόσιους μέδιμνους ή μετρητές΄ 3. τους ζευγίτες, που έχουν εισόδημα τουλάχιστον διακόσιους μέδιμνους ή μετρητές΄ 4. τους θήτες, που δεν έχουν γη ή που δεν παράγουν παρά το ελάχιστο ποσό των διακοσίων μεδίμνων ή μετρητών. Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα αυτών των τάξεων είναι καθορισμένα ανάλογα με το τίμημά τους. Οι θήτες, από μόνο το γεγονός ότι είναι πολίτες, μπορούν να λάβουν μέρος στην εκκλησία του δήμου και στα δικαστήρια΄ στρατεύονται όμως μόνο ως κωπηλάτες και δεν μπορούν να πάρουν αξιώματα. Οι ζευγίτες είναι υποχρεωμένοι να οπλιστούν ως οπλίτες και μπορούν να επιδιώξουν μερικά κατώτερα αξιώματα. Οι πολίτες των δύο πρώτων τάξεων οφείλουν να έρθουν στο στρατό με το άλογό τους και είναι επιβαρημένοι με τις χορηγίες που λέγονται λειτουργίες, αλλά έχουν δικαίωμα στα κυριότερα αξιώματα. Στους πεντακοσιομέδιμνους επιφυλάσσονται οι πιο δαπανηρές λειτουργίες και τα ανώτερα αξιώματα, των αρχόντων και των ταμιών. Ο συντάκτης αυτού του πολιτεύματος το χαρακτήριζε καλά όταν έδινε αυτή τη μαρτυρία: «Έδωσα στο λαό όση δύναμη του είναι αρκετή, χωρίς να αφαιρέσω τίποτε από την αξιοπρέπειά του και χωρίς να προσθέσω τίποτε». Η μεταρρύθμιση του Σόλωνα, συνετή και προσωρινή από πολιτική πλευρά, αλλά τολμηρή και οριστική από κοινωνική πλευρά, σημειώνει την άνοδο της δημοκρατίας (594/3).
Εντούτοις η Αθήνα δεν έμεινε για πολύ ήσυχη. Χρειάστηκε να επιτραπεί στους βιοτέχνες και στους εμπόρυς να μπουν στις τρεις πρώτες τάξεις: έγινε δεκτή (πιθανότατα το 581) η αντιστοιχία του μέδιμνου ή του μετρητή με τη δραχμή, δηλαδή των εισοδημάτων από τη γη με τα εισοδήματα από άλλες πηγές. Αυτό το μέτρο δεν ήταν αρκετό. Η οικογενειακή οργάνωση δεν είχε εξαφανιστεί παρά μόνο στους νόμους΄ στην πράξη η δύναμη των γενών εξακολουθούσε να είναι αισθητή. Εξάλλου τα ακραία κόμματα δεν είχαν αφοπλιστεί, αφού κανένα από τα δυο δεν είχε ικανοποιηθεί τελείως, και το τρίτο κόμμα, που υποστήριζε το πολίτευμα του Σόλωνα, το υπεράσπιζε με δυσκολία. Τρεις παρατάξεις βρέθηκαν αντιμέτωπες΄ καθεμιά αντιπροσώπευε μια κοινωνική τάξη, καθεμιά επιστρατευόταν από μια περιοχή της χώρας, και είχε επικεφαλής της μια μεγάλη οικογένεια: οι ευπατρίδες της πεδιάδας καθοδηγούνταν από τους Φιλαΐδες΄ οι έμποροι και οι ψαράδες της παραλίας από τους Αλκμεωνίδες΄ οι μικροί χωρικοί του βουνού από τους Πεισιστρατίδες. Υπερίσχυσε ο Πεισίστρατος (560).
Άρπαξε την τυραννία που ο λαός είχε μάταια προσφέρει στον Σόλωνα. Ρύθμισε για πάντα το αγροτικό πρόβλημα, μοιράζοντας τη χέρσα γη και κτήματα ευγενών τα οποία δήμευσε΄ έτσι δημιουργήθηκε μια ρωμαλέα φυλή μικρών γεωργών που ρίζωσε στη γη και συνήθισε να σχολείται με τις κοινοτικές υποθέσεις. Ευνόησε το ναυτιλιακό εμπόριο με μια εξωτερική πολιτική που είχε ευρείς ορίζοντες και ωθούσε τους ναυτικούς προς τις Κυκλάδες, τη Θράκη απ’ όπου ερχόταν το χρυσάφι, τον Ελλήσποντο απ’ όπου ερχόταν το στάρι. Τον ίδιο καιρό εξύψωνε το ιδανικό αυτής της αγροτικής και αστικής δημοκρατίας με εορτές προς τιμήν του Διονύσου, με θεατρικές παραστάσεις, με μεγαλόπρεπα οικοδομήματα. Τέλος, καθώς δεν κατάργησε το σύνταγμα, συνετέλεσε ώστε ο λαός να διαπαιδαγωγηθεί πολιτικά στις συνεδριάσεις της εκκλησίας και των δικαστηρίων.
Όταν η τυραννία πρόσφερε τις υπηρεσίες που περίμενε ο λαός, εξαφανίστηκε: είναι η συνηθισμένη της μοίρα στις ελληνικές πόλεις. Οι ολιγαρχικοί νόμισαν προς στιγμήν ότι η πτώση των Πεισιστρατιδών θα τους ευνοούσε. Ο Αλκμεωνίδης Κλεισθένης τους έβγαλε από την πλάνη.
Με μια θαυμαστή καθαρότητα σκέψης ολοκλήρωσε το έργο που άρχισε ο Σόλων, και έδωσε στο δημοκρατικό σύνταγμα της Αθήνας την τελειωτική μορφή του (508/7). Ήθελε να εμποδίσει την επιστροφή της τυραννίας, να διαλύσει την ισχυρή οργάνωση που είχε αποκτήσει η αριστοκρατία στις φρατρίες και στις τέσσερις ιωνικές φυλές, να αποτρέψει τις κοινωνικές τάξεις να ενωθούν κατά περιοχή. Μετά από την προγραφή του τελευταίου τυράννου και των παιδιών του, τα άλλα μέλη της οικογένειας, που έμειναν στην Αττική, κάθισαν ήσυχα, γιατί αισθάνονταν ότι πάνω απ’ το κεφάλι τους κρεμόταν ο κίνδυνος του οστρακισμού. Το πλαίσιο που πρόσφερε το σύστημα φυλών-φρατριών-γενών δεν είχε πια θέση στο κράτος. Δημιουργήθηκαν περιφέρειες, όπου ταξινομήθηκαν όλοι οι πολίτες σύμφωνα με την κατοικία τους. Ολόκληρη η χώρα μοιράστηκε σε δήμους, μικρές κοινότητες, καθεμιά από τις οποίες είχε τη συνέλευσή της, τους άρχοντές της, τη διοίκησή της. Κάθε πολίτης γράφτηκε στον κατάλογο ενός δήμου, και το δημοτικό όνομα, προστιθέμενο στο ατομικό όνομά του, απόδειχνε την ιδιότητα του πολίτη. Όλοι οι δήμοι, των οποίων ο αριθμός ξεπερνούσε αισθητά την εκατοντάδα, έπρεπε να μοιραστούν σε δέκα φυλές, οι οποίες, μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν ήταν πια συγγενικές, αλλά τοπικές. Ήταν λοιπόν αδύνατο στις παλαιές φυλές να ξαναβρεθούν μέσα στις κανούριες΄ αλλά υπήρχε κίνδυνος, με τη συμμαχία των γειτονικών φυλών, να συνεχιστούν οι αντιθέσεις των περιοχών. Για να αποφύγει αυτό τον κίνδυνο, ο Κλεισθένης βρήκε έναν πολύ έξυπνο τρόπο. Σκέφτηκε ότι ήταν χρήσιμο να συστήσει οργανισμούς ενδιάμεσους των δήμων και των φυλών. Χώρισε λοιπόν καθεμιά από τις τρεις περιοχές της Αττικής, το Άστυ, την Παραλία και τη Μεσογαία, σε δέκα τομείς και παραχώρησε με κλήρο σε κάθε φυλή έναν τομέα από κάθε περιοχή. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε φυλή είχε τρεις ομάδες δήμων, τρεις τριττύες. Αν και τοπικές, οι φυλές δεν ήταν συνεχείς εδαφικές περιοχές΄ δεν αντιπροσωπεύονταν σ’ αυτές συμφέροντα που θα μπορούσαν να φέρουν αντιμέτωπους τους μεν στους δε. Το δεκαδικό σύστημα των φυλών εφαρμόστηκε σε όλη την πολιτική και διοικητική οργάνωση της πόλης. Η βουλή αποτελείται από πεντακόσια μέλη, πενήντα κατά φυλή, παρμένα από τους δήμους ανάλογα με τον πληθυσμό τους΄ καθεμία φυλή της βουλής [οι βουλευτές κάθε φυλής] σχηματίζει, εκ περιτροπής, μια μόνιμη επιτροπή για το ένα δέκατο του έτους. Επειδή οι έρχοντες ήταν εννιά, τους προσθέτουν και ένα γραμματέα, έτσι ώστε οι δέκα φυλές να αντιπροσωπεύονται στο συλλογικό όργανο. Ο στρατός υποδιαιρείται σε δέκα τμήματα που λέγονται επίσης φυλαί, και καθένα τους διοικείται από έναν φύλαρχο. Σε όλες τις περιστάσεις ο λαός εμφανίζεται χωρισμένος σε δέκα ομάδες. Απλή, καθαρά λογική κατασκευή, και γι’ αυτό αντίθετη σε κάθε παράδοση, το δεκαδικό σύστημα αποτελεί ουσιαστικό μέρος του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε πολλές ελληνικές πόλεις που ελευθερώθηκαν από το ολιγαρχικό πολίτευμα.
Αυτό το σύνταγμα, αυτή η επιβλητική κατασκευή, όπου η πολιτική σκέψη παίρνει γεωμετρική όψη, ανταποκρινόταν τόσο καλά σε ένα δημόσιο πνεύμα που διαμορφώθηκε με την πείρα αιώνων, ώστε κανένα κόμμα δε θα το αμφισβητήσει. Οι δημοκρατικοί θα το τροποποιήσουν σε ορισμένα σημεία΄ δε θα αλλάξουν τίποτε το ουσιαστικό. Οι ολιγαρχικοί μπορούν να κάνουν επαναστάσεις΄ θα υποστηρίξουν ότι αποκαθιστούν στην ουσία του «το πολίτευμα των προγόνων», και θα εννοούν εκείνο με το οποίο καταλύθηκε για πάντα το ολιγαρχικό καθεστώς. Η Αθήνα του 5ου αιώνα έζησε με τους κοινωνικούς νόμους του Σόλωνα και τους πολιτικούς νόμους του Κλεισθένη.
Λιγότερο από είκοσι χρόνια μετά τη μεγάλη μεταρρύθμιση άρχισε για την αθηναϊκή δημοκρατία η σκληρή δοκιμασία των μηδικών πολέμων, απ’ όπου βγήκε πιο ισχυρή. Η πατριωτική ένωση και, σε μια ορισμένη στιγμή, η μαζική αποδημία ανακάτεψαν τις τάξεις. Αυτουργοί της νίκης ήταν τόσο οι οπλίτες του Μαραθώνα και των Πλαταιών όσο και οι κωπηλάτες της Σαλαμίνας, της Μυκάλης και του Ευρυμέδοντα. Η πόλη όφειλε τη σωτηρία της στους θήτες όσο και στους ζευγίτες και στους μεγάλους ιδιοκτήτες. Πώς να μην εξαρθεί το δημοκρατικό αίσθημα; Αμέσως η Αθήνα τοποθετήθηκε από τις ναυτικές πόλεις επικεφαλής μιας μεγάλης συμμαχίας, και για καιρό ο στόλος αποτέλεσε τη δύναμή της. Η κατασκευή ενός λιμανιού και μιας πόλης στον Πειραιά, η ευημερία του εμπορίου και της βιομηχανίας, η ανάπτυξη του κινητού πλούτου, η αφθονία του χρήματος, με δυό λόγια όλα αυτά που συντέλεσαν στην πολιτική και οικονομική δύναμη της Αθήνας, που έγινε η πρωτεύουσα του μεσογειακού κόσμου, είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί η πραγματική αξία του τιμήματος και να προβιβαστούν, χωρίς προσπάθεια, οι πολίτες από τη μία τάξη στην άλλη. Ήταν μια συνεχής διεύρυνση της δημοκρατίας, μια προοδευτική μετάθεση του κέντρου βάρους προς το πλήθος των παραγωγών και των ναυτών.
Ήδη το 500 το σύνταγμα του Κλεισθένη υπέστη σημαντικές επεξεργασίες: η βουλή των πεντακοσίων πήρε την τελική της οργάνωση, και η δημιουργία των δέκα αιρετών στρατηγών ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για το σώμα των εννέα αρχόντων. Αλλά και το 487/6 το σώμα αυτό άλλαξε βαθύτατα: αποφασίστηκε να τραβούν στον κλήρο τους άρχοντες, έναν κατά φυλή, από τους πεντακόσιους υποψηφίους που υπόδειχναν οι εκλέκτορες των δήμων και οι οποίοι δεν προέρχονταν μόνο από τους πεντακοσιομεδίμνους αλλά και από τους ιππείς.
Άλλαξαν έτσι και τη σύνθεση του Άρειου Πάγου που τον αποτελούσαν οι άρχοντες μετά τη λήξη της θητείας τους: χωρίς να αλλοιώσουν τον αριστοκρατικό χαρακτήρα της παλαιάς βουλής, μείωσαν την αξία της. Ο Άρειος Πάγος, ολοένα κατώτερος ως προς την αποστολή που του όριζε η παράδοση, σύντομα έδωσε την εντύπωση ενός ξεπερασμένου θεσμού. Και τούτο δεν οφειλόταν μόνο στην ισοβιότητα των μελών του που προέρχονταν από τάξεις πλουσίων και ευγενών, αλλά και στις εξουσίες που είχε κληρονομήσει. Οι αρμοδιότητές του, πολιτικού και δικαστικού χαρακτήρα συγχρόνως, δεν ήταν καλά καθορισμένες΄ καθώς όμως συμπεριλάμβαναν την επιτήρηση της εφαρμογής των νόμων, μπορούσαν κάποτε να γίνουν υπερβολικές. Επιπλέον, με τις υπηρεσίες που πρόσφερε στις χειρότερες ώρες της περσικής εισβολής, απόκτησε μεγαλύτερη εξουσία και αναδείχθηκε διαιτητής της δημόσιας ζωής. Ο λαός μοιραία θα χτυπούσε αυτό το οχυρό της αριστοκρατίας.
Το 462 το δημοκρατικό κόμμα είχε αρχηγό τον Εφιάλτη. Είναι αυτός που έδωσε τη χαριστική βολή στον Άρειο Πάγο, αφού προηγούμενα εκκαθαρίστηκε με δικαστικές διώξεις μελών του που είχαν υποπέσει σε παραπτώματα. Του αφαιρέθηκαν οι «πρόσθετες» και ακαθόριστες εξουσίες που του ανέθεταν τη φρούρηση του συντάγματος και του επέτρεπαν να ασκεί έλεγχο στην κυβέρνηση: έχασε την αρμοδιότητα να δικάζει τα εγκλήματα που ενδιέφεραν την πόλη, τις παραβάσεις που διέπρατταν ιδιώτες ή δημόσιοι υπάλληλοι εναντίον της δημόσιας τάξης. Κράτησε μόνο αρμοδιότητες θρησκευτικού χαρακτήρα, που ήταν άλλωστε πολύ πλατιές, αφού περιλάμβαναν, μαζί με τον έλεγχο της διαχείρισης των ιερών κτημάτων, την εκδίκαση των προμελετημένων εγκλημάτων. Όσες εξουσίες αφαιρέθηκαν από τον Άρειο Πάγο πέρασαν στην εκκλησία του δήμου, στη βουλή και στα δικαστήρια της Ηλιαίας. Ο Πλούταρχος κρίνει αυστηρά αυτή τη μεταρρύθμιση: εφαρμόζει στον Εφιάλτη τα λόγια του Πλάτωνα για τους ανθρώπους που «παρέχουν στο λαό την ελευθερία άκρατη και ξέχειλη». Δεν είδε ότι ο διαχωρισμός των εξουσιών που είχε συγκεντρώσει ο Άρειος Πάγος ήταν απαραίτητος με την πρόοδο των πολιτικών θεσμών σε μια μεγάλη πόλη, και ότι η πραγματοποίησή του από τη δημοκρατία δεν ωφέλησε παρά την ίδια.
Ο Εφιάλτης πλήρωσε με τη ζωή του την αφοσίωσή του στο λαό. Αλλά είχε κοντά του ένα βοηθό ικανό να αποτελειώσει το έργο του. Ο Περικλής, ο μικρανεψιός του Κλεισθένη, πέρα από την ιδιοφυή νόησή του, συγκέντρωνε ρητορική δεινότητα, κύρος και δεξιοτεχνία στην αντιμετώπιση των ανθρώπων, προσόντα που του επέτρεψαν να υπηρετήσει το λαό κυριαρχώντας τον.
Η μεταρρύθμιση του Εφιάλτη δημιούργησε σοβαρό κίνδυνο. Έως τότε οι βασικοί νόμοι ασφαλίζονταν από μιά ισχυρή προστασία΄ ο Άρειος Πάγος ήταν, μαζί με τη βουλή, μια από τις άγκυρες που συγκρατούσαν το πλοίο του κράτους. Εάν δεν έπαιρναν τα μέτρα τους, οι νόμοι δε θα είχαν κάτι σταθερό που να τους συγκρατεί, και θα ήταν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τους μεταβλητούς ανέμους της κοινής γνώμης. Αυτόν τον κίνδυνο ο Περικλής τον είδε καθαρά, και βρήκε τρόπο να τον αποτρέψει. Η γραφή παρανόμων (αγωγή για παράνομη πρόταση) ύψωσε το νόμο πάνω από τις λαϊκές ιδιοτροπίες και τους κοινωνικούς αγώνες, με το να δώσει δικαίωμα σε κάθε πολίτη να έρθει σε βοήθειά του σαν κατήγορος, και με το να επιβάλει θανατικές ποινές ως εγγύηση της επικυριαρχίας του.
Επίσης, για να μη μείνει η δημοκρατία λέξη κενή, έπρεπε να επιτραπεί στους ανθρώπους του λαού, που εργάζονταν για να ζήσουν, να αφιερώνουν χρόνο στην υπηρεσία της δημοκρατίας. Πεντακόσιοι πολίτες έπρεπε να μετέχουν στη βουλή έναν ολόκληρο χρόνο. Οι ηλιαστές, των οποίων η αρμοδιότητα περιοριζόταν αρχικά στο να κρίνουν, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αποφάσεις που εξέδωσαν διάφοροι άρχοντες, έπρεπε τώρα να κρίνουν, πρωτοβάθμια μαζί και τελεσίδικα, όλο και περισσότερες υποθέσεις Αθηναίων πολιτών καθώς και των πολιτών των συμμαχικών πόλεων: αποτελούσαν ένα σώμα έξι χιλιάδων μελών, οι μισοί από τους οποίους, κατά μέσο όρο, ήταν απασχολημένοι καθημερινά. Υπήρχε μια χιλιάδα υπαλλήλων μέσα στη χώρα (ένδημοι) ή στο εξωτερικό (υπερόριοι), πεντακόσιοι φύλακες νεωρίων κτλ. Έτσι οι δημόσιες υποθέσεις δεν ζητούσαν μόνο την κατά διαστήματα βοήθεια όλων των πολιτών στην εκκλησία του δήμου΄ απαιτούσαν και τη συνεχή προσπάθεια του ενός τρίτου απ’ αυτούς. Ωστόσο οι μισοί από τους πολίτες, είκοσι χιλιάδες περίπου, οι θήτες, είχαν ετήσιο εισόδημο κατώτερο από 200 δραχμές, που μόλις τους αρκούσε για να ζήσουν. Πώς να τους ζητήσουν να χάσουν το μισθό ενός έτους ή έστω πολλών ημερών; Από την άλλη μεριά, εάν απομάκρυναν από τη βουλή, από τα δικαστήρια και από τα αξιώματα τους ανθρώπους που δεν είχαν περιουσία, πώς θα εμπόδιζαν το καθεστώς, παρά το όνομα της δημοκρατίας που του έδιναν, να είναι στην πραγματικότητα ολιγαρχία; Και εκεί ο Περικλής φρόντισε ώστε το κράτος να δίνει μισθό στους πολίτες που άφηναν την εργασία τους για να το υπηρετήσουν. Η μισθοφορία έγινε ουσιαστικό στοιχείο της δημοκρατίας. Αλλά τον 5ο αιώνα, ακριβώς γιατί ο μισθός αποζημίωνε μόνο υπηρεσίες διαρκείς ή εξαιρετικές, οι πολίτες δεν έπαιρναν μισθό για τη στοιχειώδη άσκηση του πολιτικού τους δικαιώματος, δηλαδή για την παρακολούθηση των συνελεύσεων΄ η αποζημίωση δινόταν μόνο στα μέλη της βουλής, στους ηλιαστές και στους περισσότερους από αυτούς που καταλάμβαναν αξιώματα, και μάλιστα με κλήρο.
Από το 487/6, στον κατάλογο των πεντακοσίων υποψηφίων που πρότειναν οι δήμοι, για να κληρωθούν οι εννέα άρχοντες, άρχισαν να μπαίνουν και ονόματα ιππέων εκτός από των πεντακοσιομεδίμνων. Είκοσι χρόνια αργότερα και έξι χρόνια μετά από τη μεταρρύθμιση του Εφιάλτη έκαναν ένα βήμα πιο πέρα. Η Αθήνα υπέβαλε τους οπλίτες της σε σκληρές δοκιμασίες στις μάχες που έγιναν στην Βοιωτία. Τους αντάμειψε επιτρέποντας στους ζευγίτες να αναδείχνονται άρχοντες. Ήταν άλλωστε μια ανταμοιβή κυρίως τιμητική, γιατί η μεταρρύθμιση του Εφιάλτη είχε μειώσει τη σημασία των αρχόντων, αφού ο Άρειος Πάγος που σχημάτιζαν οι παλαιοί άρχοντες δεν είχε πια πολιτικές δικαιοδοσίες, και οι αυξημένες εξουσίες της βουλής περιόριζαν ανάλογα τη διοικητική ανεξαρτησία των αρχόντων. Ωστόσο το γόητρο αυτού του παλαιού συλλογικού οργάνου παρέμενε πολύ μεγάλο. Αλλά, από τη στιγμή που συνοδευόταν από ένα μισθό και έγινε κληρωτό, δεν υπήρχε πια λόγος να περιορίζεται στις τρεις ανώτερες τάξεις. Με τη σειρά τους έγιναν δεκτοί και οι θήτες. Για να μην καταστρατηγηθεί αυτό το μέτρο, χρειάστηκε να καταργηθεί η προκριματική εκλογή των πεντακοσίων, γιατί άφηνε ελεύθερο πεδίο στις μηχανορραφίες των γαιοκτημόνων: η προκριματική εκλογή αντικαταστάθηκε από μια πρώτη κλήρωση που ανάδειχνε τους υποψηφίους των δέκα φυλών για τη δεύτερη κλήρωση, από την οποία έβγαιναν οι τιτλούχοι των αξιωμάτων. Αλλά τότε τι χρειαζόταν ένας τόσο μεγάλος κατάλογος υποψηφίων για την τελική κλήρωση, περιπλοκή που ευνοούσε τις λαθροχειρίες στους δήμους; Αποφασίστηκε ότι ο κατάλογος αυτός δε θα περιλάμβανε πια παρά μόνο εκατό ονόματα, δέκα κατά φυλή. Έφτασαν έτσι στο κλασικό σύστημα κλήρωσης «με το κουκί».
Για να καθιερωθούν τα δικαιώματα που κατέκτησε ο λαός τον 5ο αιώνα, φάνηκε σωστό να τα προστατεύσουν από σφετερισμούς, που δεν έλειπαν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δημοκρατία, ακόμη και η άκρα δημοκρατία – αν την κρίνουμε από τη σημερινή μας άποψη και αν δεν εξετάσουμε τις αρχές αλλά τα πρόσωπα που ωφελήθηκαν από αυτήν -, στις ελληνικές πόλεις είναι πάντα ένα είδος αριστοκρατίας. Οι πολίτες στην Αττική ήταν μειοψηφία. Δίπλα τους ζούσε ένας αριθμός, τουλάχιστον ίσος, δούλων και ένας αριθμός, μόλις μικρότερος από τους μισούς, μετοίκων. Γεννημένοι στον τόπο από οικογένειες που είχαν αφομοιωθεί από καιρό, οι μέτοικοι επωφελούνταν από κάθε ευκαιρία, και ιδιαίτερα από την ευκολία των μεικτών γάμων, για να φτάσουν στην τάξη των πολιτών. Υπήρχαν πολλά υλικά πλεονεκτήματα συνδεδεμένα με το δικαίωμα του πολίτη, ώστε ο λαός δε δεχόταν ευχάριστα την αύξηση του αριθμού εκείνων που τα απολάμβαναν.
Το 451/50 ο ίδιος ο Περικλής πέρασε ένα νόμο σύμφωνα με τον οποίο δεν ήταν κανείς Αθηναίος παρά μόνο εάν είχε γεννηθεί από πατέρα και μητέρα Αθηναίους. Αυτός ο νόμος ενσωματώθηκε για πάντα στο σύνταγμα.
Πηγή: Gustave Glotz, H Ελληνική «πόλις».