ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το φημισμένο Προσωπείο του Αγαμέμνωνα |
Χρήστες
Προσωπείο φορά ο θεός, λ.χ. ο Διόνυσος, ο νεκρός, ο
πιστός, ο μύστης, ο ηθοποιός, ο κλόουν, ο δήμιος, ο
μεταμφιεσμένος του καρναβαλιού. Μιλούμε ακόμη για μάσκα
ομορφιάς, αυτή δηλαδή που θα επιτρέψει τη διατήρηση
μιας κατάστασης και την ανάσχεση του χρόνου, για μάσκα
οξυγόνου που δίνει ζωή. μιλούμε για μάσκες
προστατευτικές από αέρια, για μάσκα ξιφασκίας, τεχνιτών
όπως οι οξυγονοκολλλητές, πυροσβεστών, δυτών αλλά και
για τις μάσκες του αθλητισμού, εννοώντας τα φάρμακα ή
τα φαρμάκια που μπορεί να πάρει ένας αθλητής για να
ανεβάσει την απόδοσή του αλλά και που δρουν στα νεφρά
σαν φίλτρο μη επιτρέποντας την ανίχνευση στα ούρα των
απαγορευμένων ουσιών κατά τον αντιντόπινγκ έλεγχο.
Μάσκα ονομάζεται και το κυρτό μέρος της πλώρης ενός
σκάφους από την καρίνα μέχρι το ανώτερο κατάστρωμα,
όπου χτυπούν τα κύματα κατά την κίνηση του πλοίου.
Μιλούμε ακόμη για μασκάρισμα στη φωτογραφία –επιτρέπει
στον φωτογράφο να σκιάσει περισσότερο ένα μέρος της
φωτογραφίας και να φωτίσει ένα άλλο, να αναδείξει κάτι
σκοτεινιάζοντας κάτι άλλο-, μιλούμε για το προσωπείο
της Κου Κλουξ Κλαν, του κλέφτη και του τρομοκράτη, του
καταδότη, του χούλιγκαν και των ράμπο, για τον άνθρωπο
με το σιδερένιο προσωπείο, τον Ζορό και το Φάντασμα της
Όπερας που κρύβει το παραμορφωμένο πρόσωπό του πίσω από
μια μάσκα (Εικ. 45-
46).[1]
«Οι μάσκες σχετίζονται με την απόκρυψη των χαρακτηριστικών και την ελευθερία ή και την ασυδοσία που πηγάζει από την ανωνυμία», έγραψε ο Αρίστος Γιαννόπουλος σε άρθρο του με τίτλο «Μάτια ερμητικά κλειστά» στο Έψιλον, 09.03.2003. Στο ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας «Η τέχνη της ζωής» της ίδιας ημέρας, ο Άρης Μαλανδράκης υπέγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο με τίτλο «Τα πρόσωπα της μάσκας» (σ. 10-11), κάνοντας αναφορά στη χρήση της στις κινηματογραφικές ταινίες: ερωτική ή επικίνδυνη, χαρμόσυνη και εορταστική στα μιούζικαλ και τις κωμωδίες. Στο δημοσίευμα αυτό ο Μαλανδράκης κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή. Στην ταινία «Ο άνθρωπος με τη σιδερένια μάσκα» (1998) ο ήρωας, τον οποίο υποδύεται ο Λεονάρντο ντι Κάπριο, επιμένει: «Εγώ φοράω τη μάσκα, δεν με φοράει αυτή». Συχνά, όμως, «η μάσκα διαμορφώνει το πρόσωπο (και τον χαρακτήρα αυτού που τη φοράει». Για παράδειγμα, στην ταινία «Μάσκα» του 1994 ο δειλός τραπεζικός κλητήρας, τον οποίο υποδύεται ο Τζιμ Κάρεϊ, «φορώντας την… αυτοκόλλητη μάσκα αρχαίου θεού των τεχνασμάτων και της απάτης», μετατρεπόταν σε υπερήρωα των καρτούν (Εικ. 49). «Στον ιδιότυπο ανταγωνισμό προσώπου και προσωπείου, το δεύτερο αναδεικνύεται τις περισσότερες φορές νικητής. […] Όσο δημοφιλές κι αν είναι το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, η μάσκα που το καλύπτει κερδίζει – κατά κανόνα – τη μάχη των εντυπώσεων».
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Κώστας Καζάκος, με αφορμή το ανέβασμα του έργου του Έντουαρντ Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, είπε: «Είναι συγκλονιστικός ο τρόπος που ανατέμνει [ο Άλμπι] την περιπέτεια του ανθρώπου. Το μόνο αισιόδοξο μέσα σ’ αυτήν την αδιέξοδη κατάσταση είναι το πέταγμα της μάσκας, το θαρραλέο κοίταγμα της αλήθειας». Σε αυτήν την περίπτωση η μάσκα, το κοινωνικό προσωπείο είναι συνυφασμένο με τη μη αλήθεια και τον φόβο να τη δει και να την αντέξει κάποιος. Από την άλλη πάλι, φορώντας ο μασκαράς τη μάσκα του, και με όργανο το γέλιο, ξεδιπλώνει πτυχές του Είναι που του είναι απαγορευμένες, άγνωστες, μυστικές, ξεπερνώντας τον φόβο της κοινωνικής κατάκρισης. Και βέβαια, γνωστή είναι η θλίψη που προκαλεί το χαμογελαστό πρόσωπο του κλόουν με τα ζωγραφισμένα δάκρυα.
Θλίψη και γέλιο, απόκρυψη και αποκάλυψη, απελευθέρωση και δέσμευση, αλήθεια και ψεύδος ή μη αλήθεια ή ημι-αλήθεια, θάρρος και φόβος, όλα αυτά μαζί εκρήγνυνται στο σημείο μάσκα ή προσωπείο. Ο Tony Harrison, απευθυνόμενος στον σκηνογράφο και δημιουργό προσωπείων Διονύση Φωτόπουλο, λέει:
Να σημειώσουμε ακόμη ότι η πρόθεση προς (προσ-ωπείο) στη σύνθεση σημαίνει προσθήκη, προσέτι, επιπλέον. Επομένως, το προσωπείο είναι κάτι που προστίθεται στην όψη, μπαίνει πάνω από αυτή. Σε αυτή την περίπτωση προβάλλει ένα ακόμη ερώτημα: το προσωπείο κρύβει την όψη ή κρύβοντάς την αποκαλύπτει μιαν αλήθεια του φέροντος το προσωπείο; Ο Μάνος Χατζιδάκις δήλωνε: «Οι μάσκες μας βοηθούν να φοράμε κάθε φορά το αληθινό μας πρόσωπο. Ταυτιζόμαστε τόσο πολύ ώστε ο καθρέφτης να φανερώνει τις σκηνές παρελθόντος ή μη επιθυμητού μέλλοντος. Οι μάσκες μας περιέχουν ως τον ερωτικό σπασμό. Μετά έχουμε τις μάσκες κούρασης και τις μάσκες θανάτου. Μόνο την ώρα του θανάτου αποκτάμε την όψη μας χωρίς μάσκα, όπως μας έχει αχρηστεύσει η ζωή και δεν μας θέλει πια. Το αληθινό μας πρόσωπο είναι και το πιο άχρηστο» (Φωτόπουλος, 2006, 131). Στον αντίποδα του Χατζιδάκι στέκεται ο Γ. Τσαρούχης: «Η μανία μου για τη μάσκα σταμάτησε όταν μια μέρα ανακάλυψα πως το ανθρώπινο πρόσωπο είναι κι αυτό μια μάσκα, που μας γελά ή, αλλιώς ειπωμένο, που μας δίνει ένα βαθύτερο είναι, που ο άνθρωπος αποφεύγει φοβούμενος να συμπεριφερθεί θεϊκά. Αν οι άνθρωποι παραδέχονταν τη θεϊκή τους ουσία, οι μάσκες θα ήταν περιττές. Ο άνθρωπος όμως φοβάται και αποφεύγει τον εαυτό του, κι ό,τι έχει μέσα του το κάνει κάλυμμα του εαυτού του, και καταντά σαν αστακός ή σαν στρείδι, βάζοντας το σκελετό του πάνω από τη σάρκα του…» (Φωτόπουλος, 2006, 182). Και ο Μάλκολμ Μπράντμπερι: «Είναι το πρόβλημα του προσώπου και του προσωπείου. Πόσα προσωπεία πρέπει να βγάλουμε, μέχρι να φτάσουμε στο πραγματικό πρόσωπο; Και βέβαια, αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο του ηθοποιού, αλλά και πρόβλημα κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Είμαστε άνθρωποι ή προσωπεία;» (Μπράντμπερι 2000, 600-601).
Το ζήτημα καθίσταται περίπλοκο, καθώς εμπλέκεται με την αλήθεια και το ψεύδος, ενώ κάποιες άλλες εμπλοκές, στις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω καθιστούν το ζήτημα συνθετότερο ακόμη.
ii. Όσο για την προέλευση της λέξης μάσκα, ο Χλωρός στο Λεξικό του αναφέρει τη λέξη μασχαρά που θεωρείται αραβική και σημαίνει τον περίγελο αλλά και τον γελωτοποιό με βάση το τριγράμματο σ(ά)χ(ι)ρ(α) που σημαίνει κοροϊδεύω. Στο Λεξικό του Bloomsbery αναφέρεται ότι στη συνέχεια, τον 16ο αιώνα, πήραν τη λέξη οι Ιταλοί με τη μορφή maschera, οι Γάλλοι ως masque και οι Άγγλοι ως mask. Μασχαρά, λοιπόν, ίσον περίγελος, γελωτοποιός, αυτός δηλαδή που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά αλλά και αυτός που με όργανο το γέλιο και το πείραγμα τολμά να πει στον βασιλιά αυτό που κανένας άλλος δεν τολμά να του πει: την αλήθεια. Κι αν ο βασιλιάς θυμώσει εναντίον του, ο γελωτοποιός επικαλείται την ανοησία και το αστείο.
Αλλά μάσκα ήταν και ένα είδος περίτεχνης θεατρικής δημιουργίας, κατ’ εξοχήν αυλικής, που πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία της Αναγέννησης αλλά άνθησε στην Αγγλία κατά τη βασιλεία της Ελισάβετ Α΄, του Ιάκωβου Α΄ και του Καρόλου Α’. Ονομάστηκε έτσι από τους ομιλούντες χαρακτήρας, οι οποίοι φορούσαν μάσκες, και τους οποίους συχνά υποδύονταν ερασιτέχνες αυλικοί. Υποτυπώδης πλοκή, μυθολογική ή αλληγορική, συνείχε την ποίηση, το τραγούδι, τον χορό, τα εντυπωσιακά κοστούμια, τα σκηνικά και τα σκηνικά μηχανήματα, που αποτελούσαν τα συστατικά στοιχεία της μάσκας. Το έργο τελείωνε με ένα χορό όπου οι ηθοποιοί πετούσαν τις μάσκες και ενώνονταν με το κοινό. Ο θρίαμβος της μάσκας έληξε με την κυριαρχία των πουριτανών στα μέσα του 17ου αιώνα, οι οποίοι απαγόρευσαν ένα τόσο δαπανηρό θέαμα. Ben Jonson, Shakespeare (η εγκιβωτισμένη μάσκα στη Δ’ Πράξη της Τρικυμίας), Milton ασχολήθηκαν με τη μάσκα, ενώ ο Jonson καλλιέργησε και το είδος της αντιμάσκας με χαρακτήρες γκροτέσκους και ατίθασους, με δράση αστεία και χιούμορ χοντροκομμένο. Ωστόσο, στόχος της αντιμάσκας ήταν η εκ του αντιθέτου προβολή των στοιχείων που χαρακτήριζαν την καθαυτό μάσκα, την κομψότητα, την τάξη, την τελετουργία.[2]
iii. Ποια όμως είναι η σημασία των εννοιών που διερευνούμε στα νέα ελληνικά; Η αναζήτηση στα ηλεκτρονικά λεξικά της Πύλης για την ελληνική γλώσσα έδωσε ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στο μεσαιωνικό λεξικό Κριαρά εμφανίζεται η λέξη μάσκα, όχι όμως και η λέξη προσωπείο. Μπορεί άραγε να συσχετιστεί η απουσία αυτή με τον περιορισμό των σημασιών της λέξης «δράμα» (=γεγονός, συμβάν) και η αποστασιοποίησή της από το θέατρο;
Ωστόσο, αν διερευνήσει κανείς ποιοι και σε ποιες συνθήκες χρησιμοποιούν προσωπείο, αποκαλύπτεται η πολυσημία του, τα πολλά πρόσωπα του προσωπείου. Και ενώ υποτίθεται ότι όσοι φορούν προσωπείο μεταμφιέζονται, η περιπλάνηση στα πολλά πρόσωπα του προσωπείου ωθεί στη σκέψη ότι το ίδιο το προσωπείο μεταμφιέζεται, προκαλώντας σύγχυση για το τι ακριβώς είναι ένα προσωπείο. Τελικά, μπορεί το προσωπείο να οριστεί, τη στιγμή που οριζόμενο περιορίζεται; Υπάρχουν όρια στο προσωπείο;
Δήμητρα Μήττα
Το ακίνητο πρόσωπο του ανθρώπου: οι μάσκες. Μάσκες ορθάνοιχτες, αγριεμένες σαν των Αζτέκων, χρυσές και ξαφνιασμένες όπως οι μυκηναϊκές, λαϊκές κι ελληνικές όπως των χορευτών του Τράγου, όπως των χωριάτικων πανηγυριών, γελοίες και μετά απελπισμένες, παγωμένες στον τραγικό μορφασμός της βαθιάς Αμηχανίας […] που είναι η κρίσιμη στιγμή της αντίκρυσης του ανθρώπου με την ίδια του την ύπαρξη […], […] που είναι το γυμνό, το έσχατο πρόσωπο του ανθρώπου […]. (Γ. Χειμωνάς, στο: Φωτόπουλος 2006, 181)
Χαρακτηριστικά
Τι λοιπόν είναι το προσωπείο; Τι είναι μια μάσκα; Διαφοροποιούνται οι δύο έννοιες; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του προσωπείου και πώς επηρεάζει αυτόν που το φορά; Θα επιχειρήσουμε μια μικρή ανθολόγηση φράσεων σχετικά με τη μάσκα από δημοσιεύματα στον τύπο:«Οι μάσκες σχετίζονται με την απόκρυψη των χαρακτηριστικών και την ελευθερία ή και την ασυδοσία που πηγάζει από την ανωνυμία», έγραψε ο Αρίστος Γιαννόπουλος σε άρθρο του με τίτλο «Μάτια ερμητικά κλειστά» στο Έψιλον, 09.03.2003. Στο ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας «Η τέχνη της ζωής» της ίδιας ημέρας, ο Άρης Μαλανδράκης υπέγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο με τίτλο «Τα πρόσωπα της μάσκας» (σ. 10-11), κάνοντας αναφορά στη χρήση της στις κινηματογραφικές ταινίες: ερωτική ή επικίνδυνη, χαρμόσυνη και εορταστική στα μιούζικαλ και τις κωμωδίες. Στο δημοσίευμα αυτό ο Μαλανδράκης κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή. Στην ταινία «Ο άνθρωπος με τη σιδερένια μάσκα» (1998) ο ήρωας, τον οποίο υποδύεται ο Λεονάρντο ντι Κάπριο, επιμένει: «Εγώ φοράω τη μάσκα, δεν με φοράει αυτή». Συχνά, όμως, «η μάσκα διαμορφώνει το πρόσωπο (και τον χαρακτήρα αυτού που τη φοράει». Για παράδειγμα, στην ταινία «Μάσκα» του 1994 ο δειλός τραπεζικός κλητήρας, τον οποίο υποδύεται ο Τζιμ Κάρεϊ, «φορώντας την… αυτοκόλλητη μάσκα αρχαίου θεού των τεχνασμάτων και της απάτης», μετατρεπόταν σε υπερήρωα των καρτούν (Εικ. 49). «Στον ιδιότυπο ανταγωνισμό προσώπου και προσωπείου, το δεύτερο αναδεικνύεται τις περισσότερες φορές νικητής. […] Όσο δημοφιλές κι αν είναι το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, η μάσκα που το καλύπτει κερδίζει – κατά κανόνα – τη μάχη των εντυπώσεων».
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Κώστας Καζάκος, με αφορμή το ανέβασμα του έργου του Έντουαρντ Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, είπε: «Είναι συγκλονιστικός ο τρόπος που ανατέμνει [ο Άλμπι] την περιπέτεια του ανθρώπου. Το μόνο αισιόδοξο μέσα σ’ αυτήν την αδιέξοδη κατάσταση είναι το πέταγμα της μάσκας, το θαρραλέο κοίταγμα της αλήθειας». Σε αυτήν την περίπτωση η μάσκα, το κοινωνικό προσωπείο είναι συνυφασμένο με τη μη αλήθεια και τον φόβο να τη δει και να την αντέξει κάποιος. Από την άλλη πάλι, φορώντας ο μασκαράς τη μάσκα του, και με όργανο το γέλιο, ξεδιπλώνει πτυχές του Είναι που του είναι απαγορευμένες, άγνωστες, μυστικές, ξεπερνώντας τον φόβο της κοινωνικής κατάκρισης. Και βέβαια, γνωστή είναι η θλίψη που προκαλεί το χαμογελαστό πρόσωπο του κλόουν με τα ζωγραφισμένα δάκρυα.
Θλίψη και γέλιο, απόκρυψη και αποκάλυψη, απελευθέρωση και δέσμευση, αλήθεια και ψεύδος ή μη αλήθεια ή ημι-αλήθεια, θάρρος και φόβος, όλα αυτά μαζί εκρήγνυνται στο σημείο μάσκα ή προσωπείο. Ο Tony Harrison, απευθυνόμενος στον σκηνογράφο και δημιουργό προσωπείων Διονύση Φωτόπουλο, λέει:
Εσύ φτιάχνεις τη μάσκα και εγώ ψάχνω να βρω τη γλώσσα της, τα λόγια που μπορεί να πει μια μάσκα. Το ακίνητο βλέμμα της μάσκας ατενίζει χώρους όλο φωτιά και αίμα, χώρους που η ανθρωπότητα μόλις αντέχει. Η μάσκα κρατά τα μάτια της ανοιχτά ακόμα κι όταν πέφτει η λάμα του τσεκουριού, όταν καίγονται βρέφη, όταν η πόλη γίνεται στάχτη, όταν πέφτουν οι βόμβες, όταν η ανθρωπότητα στέκει στο χείλος της εξαφάνισης. Η μάσκα βλέπει τα πάντα. Τι να λέει, άραγε; (Φωτόπουλος, 2006, 146)Τι είναι λοιπόν ένα προσωπείο; Τι είναι μια μάσκα; Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις δύο λέξεις ή χρησιμοποιούνται ταυτόσημα, τουλάχιστον στην καθημερινή τους χρήση; Το ζήτημα του ορισμού και των διαφορών μοιάζει εξαιρετικά σύνθετο. Γι’ αυτό θα καταφύγουμε σε λεξικά και ορισμούς, καθώς και σε σώματα κειμένων.
Ορισμοί
i. Στα αρχαία ελληνικά η λέξη προσωπείον ή προσωπίς ή προσώπιον ή πρόσωπον είναι συνυφασμένη με το φτιασίδι, με την άσχημη εμφάνιση, με την προσποίηση, μίμηση. Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα: προσωπείον φέρει σημαίνει παρέχει όψη κακή, άσχημη (Λουκ., Νιγ. 11, Τίμων 28). εν τω Σόλωνος προσωπείω ταύτ’ είρηκεν, δηλαδή μίλησε φορώντας το προσωπείο του Σόλωνα, μίλησε σαν τον Σόλωνα, μιμούμενος τον Σόλωνα (Πλούτ. 2, 857 F). Ο Ησύχιος δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία συνδέοντας το προσωπείο με τη γυναικεία περιποίηση ή παρέμβαση στην εμφάνιση του προσώπου μέσω του μακιγιάζ: προσωπείον η νυν καλουμένη των γυναικών προσωπίς (Εικ. 1-2,3). Σε συγγραφείς όπως ο Αριστοτέλης (Ποιητ. 5, 2 και 4) ή ο Αισχύλος (Ευμ. 990) η λέξη σημαίνει τη μάσκα, με τη σημασία που τη χρησιμοποιούμε σήμερα –προσωπείον ή πρόσωπον υπάργυρον κατά χρυσόν (Συλλ. Επιγρ. 139). Θυμίζουμε ότι η λέξη προέρχεται από την πρόθεση προς και θέμα του ρήματος οράω, ορώ, συγκεκριμένα το θέμα οπ- (όψομαι ο μέλλοντας, όπωπα ο παρακείμενος). Το προσωπείο, δηλαδή, είναι συνυφασμένο με αυτό που βλέπουμε, με αυτό που φαίνεται, με ένα φαινόμενο που μπορεί να αντίκειται στο Είναι, την πραγματικότητα, την αλήθεια, οπότε και βρισκόμαστε στον χωρισμό που χαρακτήρισε τη διαδρομή της φιλοσοφίας ήδη από τον Παρμενίδη σε Είναι και Φαίνεσθαι με όλη τη σημειολογία των όρων. Με βάση αυτόν τον χωρισμό, το φαινόμενο συνυφαίνεται με το ψεύδος, την απάτη ή, τουλάχιστον, τη μη αλήθεια.ΝΕΚΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙ ΣΙΝΔΟΥ |
Θα του βγάλω τη μάσκα, όπως θα βγάλω και ’γω τη δική μου, και θα κοιταχτούμε, αυτή τη φορά πρόσωπο με πρόσωπο, δίχως πέπλα και δίχως ψέματα…» (Gaston Leroux, Το φάντασμα της όπερας. Μετ. Άντα Καμπατσέα. Αθήνα: Λιβάνης, 2005, 165.)Όμως, από τα τέλη του 19ου αιώνα αρχίσαμε να μαθαίνουμε ότι το φαινόμενο μπορεί να είναι μια πτυχή του Είναι, μια δίοδος προς αυτό και την αλήθεια. Στη μία περίπτωση, λοιπόν, το προσωπείο συνυφαίνεται με τη μη αλήθεια. στην άλλη περίπτωση με την αλήθεια.
Να σημειώσουμε ακόμη ότι η πρόθεση προς (προσ-ωπείο) στη σύνθεση σημαίνει προσθήκη, προσέτι, επιπλέον. Επομένως, το προσωπείο είναι κάτι που προστίθεται στην όψη, μπαίνει πάνω από αυτή. Σε αυτή την περίπτωση προβάλλει ένα ακόμη ερώτημα: το προσωπείο κρύβει την όψη ή κρύβοντάς την αποκαλύπτει μιαν αλήθεια του φέροντος το προσωπείο; Ο Μάνος Χατζιδάκις δήλωνε: «Οι μάσκες μας βοηθούν να φοράμε κάθε φορά το αληθινό μας πρόσωπο. Ταυτιζόμαστε τόσο πολύ ώστε ο καθρέφτης να φανερώνει τις σκηνές παρελθόντος ή μη επιθυμητού μέλλοντος. Οι μάσκες μας περιέχουν ως τον ερωτικό σπασμό. Μετά έχουμε τις μάσκες κούρασης και τις μάσκες θανάτου. Μόνο την ώρα του θανάτου αποκτάμε την όψη μας χωρίς μάσκα, όπως μας έχει αχρηστεύσει η ζωή και δεν μας θέλει πια. Το αληθινό μας πρόσωπο είναι και το πιο άχρηστο» (Φωτόπουλος, 2006, 131). Στον αντίποδα του Χατζιδάκι στέκεται ο Γ. Τσαρούχης: «Η μανία μου για τη μάσκα σταμάτησε όταν μια μέρα ανακάλυψα πως το ανθρώπινο πρόσωπο είναι κι αυτό μια μάσκα, που μας γελά ή, αλλιώς ειπωμένο, που μας δίνει ένα βαθύτερο είναι, που ο άνθρωπος αποφεύγει φοβούμενος να συμπεριφερθεί θεϊκά. Αν οι άνθρωποι παραδέχονταν τη θεϊκή τους ουσία, οι μάσκες θα ήταν περιττές. Ο άνθρωπος όμως φοβάται και αποφεύγει τον εαυτό του, κι ό,τι έχει μέσα του το κάνει κάλυμμα του εαυτού του, και καταντά σαν αστακός ή σαν στρείδι, βάζοντας το σκελετό του πάνω από τη σάρκα του…» (Φωτόπουλος, 2006, 182). Και ο Μάλκολμ Μπράντμπερι: «Είναι το πρόβλημα του προσώπου και του προσωπείου. Πόσα προσωπεία πρέπει να βγάλουμε, μέχρι να φτάσουμε στο πραγματικό πρόσωπο; Και βέβαια, αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο του ηθοποιού, αλλά και πρόβλημα κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Είμαστε άνθρωποι ή προσωπεία;» (Μπράντμπερι 2000, 600-601).
Το ζήτημα καθίσταται περίπλοκο, καθώς εμπλέκεται με την αλήθεια και το ψεύδος, ενώ κάποιες άλλες εμπλοκές, στις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω καθιστούν το ζήτημα συνθετότερο ακόμη.
ii. Όσο για την προέλευση της λέξης μάσκα, ο Χλωρός στο Λεξικό του αναφέρει τη λέξη μασχαρά που θεωρείται αραβική και σημαίνει τον περίγελο αλλά και τον γελωτοποιό με βάση το τριγράμματο σ(ά)χ(ι)ρ(α) που σημαίνει κοροϊδεύω. Στο Λεξικό του Bloomsbery αναφέρεται ότι στη συνέχεια, τον 16ο αιώνα, πήραν τη λέξη οι Ιταλοί με τη μορφή maschera, οι Γάλλοι ως masque και οι Άγγλοι ως mask. Μασχαρά, λοιπόν, ίσον περίγελος, γελωτοποιός, αυτός δηλαδή που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά αλλά και αυτός που με όργανο το γέλιο και το πείραγμα τολμά να πει στον βασιλιά αυτό που κανένας άλλος δεν τολμά να του πει: την αλήθεια. Κι αν ο βασιλιάς θυμώσει εναντίον του, ο γελωτοποιός επικαλείται την ανοησία και το αστείο.
Αλλά μάσκα ήταν και ένα είδος περίτεχνης θεατρικής δημιουργίας, κατ’ εξοχήν αυλικής, που πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία της Αναγέννησης αλλά άνθησε στην Αγγλία κατά τη βασιλεία της Ελισάβετ Α΄, του Ιάκωβου Α΄ και του Καρόλου Α’. Ονομάστηκε έτσι από τους ομιλούντες χαρακτήρας, οι οποίοι φορούσαν μάσκες, και τους οποίους συχνά υποδύονταν ερασιτέχνες αυλικοί. Υποτυπώδης πλοκή, μυθολογική ή αλληγορική, συνείχε την ποίηση, το τραγούδι, τον χορό, τα εντυπωσιακά κοστούμια, τα σκηνικά και τα σκηνικά μηχανήματα, που αποτελούσαν τα συστατικά στοιχεία της μάσκας. Το έργο τελείωνε με ένα χορό όπου οι ηθοποιοί πετούσαν τις μάσκες και ενώνονταν με το κοινό. Ο θρίαμβος της μάσκας έληξε με την κυριαρχία των πουριτανών στα μέσα του 17ου αιώνα, οι οποίοι απαγόρευσαν ένα τόσο δαπανηρό θέαμα. Ben Jonson, Shakespeare (η εγκιβωτισμένη μάσκα στη Δ’ Πράξη της Τρικυμίας), Milton ασχολήθηκαν με τη μάσκα, ενώ ο Jonson καλλιέργησε και το είδος της αντιμάσκας με χαρακτήρες γκροτέσκους και ατίθασους, με δράση αστεία και χιούμορ χοντροκομμένο. Ωστόσο, στόχος της αντιμάσκας ήταν η εκ του αντιθέτου προβολή των στοιχείων που χαρακτήριζαν την καθαυτό μάσκα, την κομψότητα, την τάξη, την τελετουργία.[2]
iii. Ποια όμως είναι η σημασία των εννοιών που διερευνούμε στα νέα ελληνικά; Η αναζήτηση στα ηλεκτρονικά λεξικά της Πύλης για την ελληνική γλώσσα έδωσε ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στο μεσαιωνικό λεξικό Κριαρά εμφανίζεται η λέξη μάσκα, όχι όμως και η λέξη προσωπείο. Μπορεί άραγε να συσχετιστεί η απουσία αυτή με τον περιορισμό των σημασιών της λέξης «δράμα» (=γεγονός, συμβάν) και η αποστασιοποίησή της από το θέατρο;
Ωστόσο, αν διερευνήσει κανείς ποιοι και σε ποιες συνθήκες χρησιμοποιούν προσωπείο, αποκαλύπτεται η πολυσημία του, τα πολλά πρόσωπα του προσωπείου. Και ενώ υποτίθεται ότι όσοι φορούν προσωπείο μεταμφιέζονται, η περιπλάνηση στα πολλά πρόσωπα του προσωπείου ωθεί στη σκέψη ότι το ίδιο το προσωπείο μεταμφιέζεται, προκαλώντας σύγχυση για το τι ακριβώς είναι ένα προσωπείο. Τελικά, μπορεί το προσωπείο να οριστεί, τη στιγμή που οριζόμενο περιορίζεται; Υπάρχουν όρια στο προσωπείο;
Δήμητρα Μήττα