ΕΝΑ ΥΠΕΡΟΧΑ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΚΡΩΣ ΚΑΤΑΤΟΠΙΣΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ
Πηγές
Η ιστορία του νομίσματος
Το χρήμα χρησιμοποιείται σε όλες τις
εποχές προς όλες τις κατευθύνσεις και για όλους τους σκοπούς. Η
απόκτησή του υπήρξε εδώ και πολλούς αιώνες μία από τις κύριες
επιδιώξεις των ανθρώπων. Τα νομίσματα αποτελούν μια
βασική μονάδα μέτρησης του χρήματος. Τα νομίσματα άλλαξαν, μεταβλήθηκαν,
προσαρμόστηκαν στις εκάστοτε αλλαγές που προκάλεσαν ή προκλήθηκαν από
διαφορετικές αιτίες παρακολουθώντας κοινωνικές, οικονομικές και
ιστορικές συνθήκες.
Τα πρώτα νομίσματα
κατασκευάστηκαν στη Μ. Ασία από ήλεκτρο, κράμα χρυσού και αργύρου, στα
τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Το πολύτιμο μέταλλο έδινε την αξία, το μικρό
σχήμα το έκανε εύκολο στη μεταφορά, το σύμβολο της κάθε εκδίδουσας
αρχής, που προστέθηκε αργότερα, έδινε την εγγύηση για το βάρος και την
αυθεντικότητά του.
Οι ελληνικές πόλεις διέδωσαν την χρήση του νομίσματος από την Ισπανία μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Χρησιμοποίησαν τα σύμβολά
τους, ήρωες, θεούς, ζώα, φυτά κ.λπ., για να σηματοδοτήσουν τα
νομίσματα. Έκοψαν νομίσματα κυρίως σε άργυρο, καθώς αυτό ήταν το
πολύτιμο μέταλλο στο οποίο είχαν ευκολότερη πρόσβαση. Στα τέλη του 5ου
και κυρίως τον 4ο π.Χ. αιώνα κυκλοφόρησαν και χάλκινα νομίσματα για τις μικρές καθημερινές συναλλαγές.
Ο βασιλιάς Φίλιππος Β’
διέδωσε τη χρήση των χρυσών νομισμάτων, καθώς είχε πρόσβαση στα
μεταλλεία χρυσού του Παγγαίου. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου Γ’ άρχισαν
να απεικονίζονται ηγεμόνες και βασιλείς της κάθε περιοχής στα νομίσματα.
Η παράσταση του ηγεμόνα αυτοκράτορα γίνεται το βασικό θέμα της
εικονογραφίας στα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά νομίσματα από τον 1ο π.Χ. έως
τον 4ο μ.Χ. αιώνα.
Τα ρωμαϊκά νομίσματα διαδόθηκαν σε όλο το γνωστό κόσμο και κόπηκαν σε χρυσό, άργυρο και χαλκό. Στα βυζαντινά νομίσματα
εκτός από τον αυτοκράτορα προστέθηκε και η απεικόνιση του θείου, ο
Χριστός, το χέρι του Θεού, η Θεοτόκος, χριστιανικά σύμβολα, έγιναν
παραστάσεις στην κύρια όψη του νομίσματος. Ένας Θεός και ένας
αυτοκράτορας, η αντίληψη του βυζαντινού για τον κόσμο απεικονίστηκαν στα
νομίσματα.
Ο βυζαντινός χρυσός σόλιδος
επικράτησε από τον 4ο έως τον 11ο αιώνα στην περιοχή της Ανατολικής
Μεσογείου και πολύ πέρα απ’ αυτήν. Στη Δυτική Ευρώπη, νομίσματα χρυσά
ακολούθησαν τα πρότυπα των ρωμαϊκών και βυζαντινών νομισμάτων. Από το
13ο έως και το 15ο αιώνα, το βενετσιάνικο νόμισμα θα επικρατήσει σ’ αυτήν την περιοχή. Στην Ευρώπη, τα χρυσά φιορίνια της Φλωρεντίας θα αποτελέσουν τη βάση των εμπορικών συναλλαγών στη διάρκεια του 14ου αιώνα.
Από το 15ο αιώνα στο Νέο Κόσμο που
διαμορφώνεται με τις ανακαλύψεις, τα νέα κοιτάσματα και την άνθηση του
εμπορίου εκδίδονται αργυρά και αργότερα χρυσά μεγάλα νομίσματα τα οποία
θα κατακλύσουν τον κόσμο. Ισπανικά και αργότερα αυστροουγγρικά τάληρα θα κατακτήσουν τις αγορές και οι άλλες περιφερειακές δυνάμεις θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν στο σύστημα του ταλήρου.
Μετά τη γαλλική επανάσταση καθιερώθηκε πρώτα στη Γαλλία και στη συνέχεια σε μεγάλο μέρος του κόσμου το δεκαδικό σύστημα. Από το 19ο αιώνα διαδίδεται η χρήση των χαρτονομισμάτων.
Σταματά η σχέση του νομίσματος με το πολύτιμο μέταλλο από το οποίο
είναι κατασκευασμένο. Η κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων ήταν μέχρι
πρόσφατα εξαρτημένη από την επάρκεια χρυσού. Το τέλος αυτής της
αντιστοιχίας σε πολύτιμο μέταλλο, είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει η
διεθνής οικονομία, και να σηματοδοτήσει την παγκόσμια κυριαρχία του
άυλου χρήματος.
Πριν από το νόμισμα
Πριν από το νόμισμα, η ανταλλαγή προϊόντων,
ο αντιπραγματισμός, υπήρξε η πιο διαδεδομένη πρακτική εξασφάλισης των
βασικών αναγκών των ανθρώπων. Ο αντιπραγματισμός είναι πολύ παλιός και
με κάποια έννοια, μερικά στοιχεία του μοιάζουν να υπάρχουν και μέσα στη
φύση, στα φυτά, έντομα και ζώα όπου ανταλλάσσονται υπηρεσίες και πόροι
για την εξασφάλιση της επιβίωσης των ειδών και τη διατήρηση της
ισορροπίας του περιβάλλοντος.
Οι συναλλαγές σε είδος
διευκόλυναν τις πρώτες κοινωνίες των ανθρώπων στην επιβίωσή τους.
Γεωργικά προϊόντα διατροφής, δέρματα, ζώα, κοχύλια ήταν τα αποδεκτά μέσα
συναλλαγής. Το πιο πολύτιμο ήταν το πιο σπάνιο. Ανάλογα με την αφθονία,
τη χρησιμότητα και το ρόλο του κάθε προϊόντος σε κάθε κοινωνία
προσδιοριζόταν και η τιμή του. Με την εγκατάσταση του ανθρώπου σε μόνιμη
κατοικία, η οικονομία έγινε γεωργοκτηνοτροφική. Ως μέσο συναλλαγής χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τα ζώα. Στην Ιλιάδα τα χάλκινα όπλα του Διομήδη αναφέρονται ως εννεάβοια (αξίζουν 9 βόδια) ενώ τα χρυσά του Γλαύκου εκατόμβοια.
Ο πλούσιος λεγόταν πολυβούτης (που διαθέτει πολλά βόδια), ο ακτήμων αβούτης. Ακόμα και σήμερα, αυτό αποτυπώνεται σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Λατινικά caput σημαίνει κεφαλή βοσκήματος και από κει προέρχεται η λέξη κεφάλαιο (capital) και καπιταλισμός. Pecus σημαίνει τα θρέμματα, τα βοσκήματα και από κει προέρχεται ο όρος pecunia (περιουσία, χρήματα).
Τον τρόπο αυτών των
συναλλαγών που δεν μπορούμε να τον ανιχνεύσουμε με ασφάλεια στις
προϊστορικές κοινωνίες, μπορούμε να τον παρακολουθηθούμε καλύτερα σε
κοινωνίες νεώτερες όπως της Αφρικής, της Ωκεανίας κ.λπ. όπου μέχρι
πρόσφατα ήταν σε χρήση.
Στις σύγχρονες κοινωνίες το φαινόμενο επανεμφανίζεται, όταν διαμορφώνονται ειδικές συνθήκες, όπως στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου
οι ανταλλαγές με τσιγάρα και λάδι. Επίσης παρουσιάζονται σε μικρή
κλίμακα, ανταλλαγές αντικειμένων και αγαθών, μέσω των αγγελιών στις
εφημερίδες και στο διαδίκτυο οι οποίες καθιστούν τη ζωή των πολιτών
ευκολότερη.
Με την ανακάλυψη και τη διάδοση των μετάλλων,
ένα νέο μέσο συναλλαγής προστέθηκε παράλληλα με τα ζώα. Η χρήση του
μετάλλου στις εμπορικές συναλλαγές μαρτυρείται από τα τέλη της 3ης
χιλιετίας π.Χ. στη Μεσοποταμία. Επιγραφές αναφέρουν
νόμους, πληρωμές, συμβόλαια τα οποία πραγματοποιούνταν με βάση
ζυγισμένο άργυρο, μερικές φορές σε συνδυασμό με κριθάρι ή άλλα σιτηρά.
Καθώς πρόκειται για τις πρώτες γραπτές πηγές που έχουμε, συνδέεται έτσι
και η γραφή με την καταμέτρηση των αγαθών και των εμπορικών συναλλαγών.
Με την πάροδο του χρόνου, το μέταλλο
επικράτησε στις συναλλαγές και σε άλλες περιοχές. Στην Αίγυπτο, στο
τέλος της 2ης χιλιετίας αναφέρονται μέταλλα ζυγισμένα με σταθερά σταθμά
για τον υπολογισμό της αξίας μιας ομάδας προϊόντων. Και εδώ ήταν
δυνατόν οι πληρωμές να υπολογιστούν σε χαλκό (1 ντέμπεν =91 γρ.) και να πραγματοποιηθούν ή σε χαλκό ή σε συνδυασμό με άλλα προϊόντα.
Αν και η Αίγυπτος δε διέθετε άργυρο, ήταν δυνατόν να γίνουν αγορές και με πολύτιμα μέταλλα όπως χρυσό και άργυρο. Έχουν βρεθεί θησαυροί με ράβδους, δαχτυλίδια, σύρμα κ.λπ. από αυτά τα πολύτιμα μέταλλα.
Τα μέταλλα,
άργυρος, χρυσός, αλλά και σίδηρος και χαλκός, χρησιμοποιήθηκαν σε
κομμάτια ακατέργαστα, σε ράβδους, ορθογώνια σχήματα, με τη μορφή λεπτού
σύρματος ή ακόμα και ολόκληρα μεταλλικά χρηστικά αντικείμενα, όπως
τρίποδες, λέβητες, πελέκεις: σκεύη – νομίσματα όπως τα ονόμασε ο Γάλλος ιστορικός και νομισματολόγος Theodore Reinach.
Οι ιδιότητες του μετάλλου κάλυπταν
βασικές αδυναμίες του προηγούμενου συστήματος ανταλλαγής προϊόντων. Τα
μέταλλα ήταν ανθεκτικότερα, λιγότερο ογκώδη, διαιρούνταν σε κομμάτια
μικρότερης αξίας, μεταφέρονταν πιο εύκολα και δεν φθείρονταν. Η αξία τους ήταν ανάλογη με το βάρος τους και υπολογιζόταν με το ζύγισμα.
Στον Ελλαδικό χώρο από τη 2η χιλιετία π.Χ. φαίνεται να χρησιμοποιούνται ως μέσο συναλλαγής τα τάλαντα, δηλαδή
πλάκες μετάλλου που το σχήμα τους, για πολλούς μελετητές, αναπαράγει
αυτό της τεντωμένης δοράς βοδιού και για άλλους ήταν πιο πρακτικό στη
μεταφορά. Τάλαντα έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές της Μεσογειακής
λεκάνης, στα νότια παράλια της Μ. Ασίας, στη Σαρδηνία, στην Κύπρο, στις Μυκήνες, στην Κύμη, στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.
Τα πρώτα νομίσματα
Στα τέλη του 8ου και τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα, ένα ακόμα χρηστικό αντικείμενο, ο σιδερένιος οβελός
(σούβλα ψησίματος) χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συναλλαγής. Έξι οβελοί,
όσοι δηλαδή χωράει να κρατήσει η παλάμη του ανθρώπου, είχαν αξία μιας
δραχμής (δράττομαι = κρατώ, δράξ = παλάμη > δραχμή).
* [Η χρήση των οβελών. Ο οβελός ως μέσο συναλλαγής, αποδίδεται από ορισμένους μελετητές στο βασιλιά του Άργους Φείδωνα. Αυτός ήταν που καθιέρωσε τη χρήση του μετάλλου ως νομίσματος με τη μορφή οβελών.
Η χρήση των οβελών ήταν ευρύτατα
διαδεδομένη για πρακτικούς λόγους και γι' αυτό επικράτησαν αμέσως και ως
μέσο συναλλαγής. Ήταν ταυτόχρονα όργανα με χρήση πρακτική, αφού
χρησίμευαν για το ψήσιμο των ζώων, αλλά και νομισματική, εφόσον
αναπλήρωναν με επιτυχία τα προηγούμενα μέσα συναλλαγής. Το πάχος κάθε
οβελού ήταν τόσο λεπτό, ώστε στο ένα του χέρι ήταν δυνατό να κρατήσει
κανείς 6 οβελούς συγχρόνως. Από το «δράττω - δραξ» (= αδράχνω, πιάνω,
κρατώ) προήλθε και η λέξη «δραχμή», που εξακολούθησε επί τόσους αιώνες να είναι η νομισματική μονάδα των Ελλήνων.
Στο νομισματικό μουσείο της Αθήνας φυλάσσεται το περίφημο αφιέρωμα οβελών του βασιλιά του Άργους Φείδωνα, όπως πιστεύουν ορισμένοι ερευνητές, προς τη θεά Ήρα. Οι οβελοί αυτοί βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των αμερικανικών ανασκαφών στο ιερό του αρχαίου Ηραίου του Άργους το 1894. Παρόμοιοι οβελοί έχουν βρεθεί και σε δυο αρχαίους τάφους μέσα στην πόλη του Άργους και φυλάσσονται στο αρχαιολογικό μουσείο
της πόλης. Η χρήση των οβελών ως μέσων συναλλαγής συνεχίστηκε και
στους επόμενους αιώνες, ενώ ο όρος δραχμή επιβίωσε ως την εποχή μας].
Ο Αριστοτέλης αναφέρει : ”ότι τον καιρό του έβλεπε κανείς στον ναό της Ήρας του Άργους μετάλλινους οβελίσκους, που ο βασιλεύς Φείδων αφιέρωσε άλλοτε. Δεν ήσαν παρά δείγματα πού χρησίμευαν για την ανταλλαγή, πριν αντικατασταθούν από τα αργυρά νομίσματα, τις χελώνες. Ο Φείδων τα εκρέμασε στο τοίχωμα, σαν ιερά λείψανα, προς μαρτυρίαν σεβασμού και εθίμων”.
Η επινόηση του νομίσματος
ήταν θέμα χρόνου. Η εμπειρία του μετάλλου στις συναλλαγές και η
τυποποίησή του σε διάφορα σχήματα οδήγησαν εύκολα στο νόμισμα. Το μικρό
του μέγεθος επέτρεπε την εύκολη μεταφορά του. Σφραγισμένο από την
υπεύθυνη αρχή, η αξία του ήταν συγκεκριμένη και δεν υπήρχε πια η ανάγκη
του ζυγίσματος. Η γενικευμένη χρήση όμως του νομίσματος διαδόθηκε
αργά.
Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στο βασίλειο της Λυδίας και στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, στην Ιωνία, περιοχές αναπτυγμένες εμπορικά και οικονομικά, στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Το υλικό τους ήταν ο ήλεκτρος, κράμα χρυσού και αργύρου. Το σχήμα τους ήταν ωοειδές και στη μία πλευρά είχαν ακανόνιστα βαθουλώματα.
Το «θησαυρό» που βρέθηκε
στα θεμέλια του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο το 1904/5 αποτελούσαν
νομίσματα από ήλεκτρο, αλλά και κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα.
Ο θησαυρός περιείχε νομίσματα από πόλεις της Λυδίας αλλά και ελληνικές
των παραλίων της Μικράς Ασίας. Η απόκρυψη θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε
μεταξύ 600-560 π.Χ. Το εύρημα αυτό βοήθησε στη χρονολόγηση των πρώτων
νομισμάτων. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου γρήγορα έκοψαν ανάλογα
νομίσματα.
Τα νομίσματα των ελληνικών πόλεων – κρατών
Αίγινα – Κόρινθος – Αθήνα
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο τα νομίσματα
εκδίδονταν από τις πόλεις-κράτη. Αυτές, ανεξάρτητα από την έκταση και τη
δύναμή τους, είχαν αυτόνομη οικονομία και διαφορετικό νόμισμα
η κάθε μία, που ξεχώριζε από τους τύπους του. Η κάθε πόλη απεικόνιζε
στα νομίσματά της παραστάσεις οικείες στους πολίτες της, που προέρχονταν
από την ιστορία της, τη μυθολογία της, τα χαρακτηριστικά προϊόντα της.
Έκοβαν κυρίως αργυρά νομίσματα, λιγότερα χρυσά και από τον 4ο
αι. π.Χ. πολλά χαλκά. Πολύ σπάνια χρησιμοποιούσαν το σίδηρο και άλλα
κράματα. Η Αίγινα, η Κόρινθος και η Αθήνα έκοψαν τα πρώτα αργυρά
ελληνικά νομίσματα και διέδωσαν τη χρήση του νομίσματος στον υπόλοιπο
τότε γνωστό κόσμο.
Η Αίγινα πρώτη, λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., εξέδωσε στατήρες με παράσταση θαλάσσιας χελώνας στην πρόσθια όψη και έγκοιλο, μοιρασμένο σε ακανόνιστα διάχωρα, στην άλλη. Τα νομίσματα* της Αίγινας -γνωστά ως χελώναι- κυκλοφόρησαν
στις περισσότερες περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Βρέθηκαν όμως και στην
Περσία, την Αίγυπτο και την Κάτω Ιταλία. Η αντικατάσταση της θαλάσσιας
χελώνας από τη χερσαία και η χάραξη των αρχικών της πόλης αποτελούν τα
χαρακτηριστικά της αλλαγής που συντελέστηκε το 446 π.Χ., λίγο πριν από
τον Πελοποννησιακό πόλεμο, και σηματοδοτεί το τέλος της κυριαρχίας της
Αίγινας στη θάλασσα.
* [Σημείωση βιβλιοθήκης: Στο Πάριο χρονικό αναφέρονται τα εξής: ΑΦ’ ΟΥ Φ[ΕΙ]ΔΩΝ Ο ΑΡΓΕΙΟΣ
ΕΔΗΜΕΥΣ[Ε ΤΑ] ΜΕΤ[ΡΑ ΚΑΙ ΣΤ]ΑΘΜΑ ΚΑΤΕΣΚΕΥΑΣΕ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑ ΑΡΓΥΡΟΥΝ ΕΝ
ΑΙΓΙΝΗι ΕΠΟΙΗΣΕΝ, ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΩΝ ΑΦ’ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ, ΕΤΗ ΓΗΔΔΔΙ, ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ [ΦΕΡΕΚΛ]ΕΙΟΥΣ….. = σε νέα ελληνική: Όταν ο Φείδων ο Αργείος
κοινοποίησε τα μέτρα και σταθμά κατασκεύασε αργυρό νόμισμα που το
έφτιαξε στην Αίγινα, έγινε 11ος από τον Ηρακλή, έτος ΓΗΔΔΔΙ = 631, όταν ο
Φερέκλειος βασίλευε στην Αθήνα].
Η Κόρινθος επίσης έκοψε
στατήρες στα μέσα περίπου του 6ου αι. π.Χ., που αντανακλούν την
εμπορική και οικονομική της ανάπτυξη. Η κυκλοφορία των πρώτων
Κορινθιακών στατήρων ήταν τοπικά περιορισμένη, η ανεύρεσή τους όμως σε
«θησαυρούς» στις αποικίες της στη Μεγάλη Ελλάδα δηλώνει τη μεγάλη τους
διάδοση.
Η νομισματική παραγωγή της
Κορίνθου, ύστερα από κάμψη που σημείωσε την περίοδο του Πελοποννησιακού
πολέμου – λόγω έλλειψης της πρώτης ύλης, του αργύρου, που προμηθευόταν
από την Αθήνα – παρουσίασε θεαματική αύξηση στις αρχές του 4ου αι. π.Χ.
Οι τύποι των κορινθιακών νομισμάτων εμπνέονται από τη μυθολογία και την τοπική ιστορία:
ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο που δάμασε ο κορίνθιος ήρωας
Βελλερεφόντης με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς, αποτυπώνεται στην πρόσθια
όψη τους — σ’ αυτόν αναφέρεται και η αρχαία ονομασία τους: πώλοι (πουλάρια).
Γύρω στα τέλη του 6ου αι.
π.Χ., καθιερώνεται η κεφαλή της Αθηνάς Χαλινίτιδος στην οπίσθια όψη.
Τους ίδιους τύπους παρουσιάζουν και τα νομίσματα ορισμένων αποικιών της
Κορίνθου, κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., όπως η Λευκάδα, η Αμβρακία κ.ά.
Η Αθήνα ύστερα από τις πρώτες της νομισματικές απόπειρες, τα λεγόμενα εραλδικά νομίσματα (Wappenmunzen), από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. εγκαινίασε την έκδοση των αργυρών τετραδράχμων. Τα νομίσματα αυτά είναι τα πρώτα που εξαπλώθηκαν και διαδόθηκαν στον αρχαίο κόσμο, στον οποίο έγιναν γνωστά ως «γλαύκες»,
από την παράσταση της κουκουβάγιας στην οπίσθια όψη τους. Στην πρόσθια
εικονίζεται η κεφαλή της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης. Με τις
παραστάσεις αυτές εκδίδονταν τα αθηναϊκά νομίσματα μέχρι τον 1ο
αι. π.Χ., οπότε χρονολογούνται τα τελευταία τετράδραχμα «νέας
τεχνοτροπίας». Το διεθνές αυτό νόμισμα απομιμήθηκαν, λόγω της δύναμής
του, στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Αραβία, τη Βαβυλωνία, την Λυκία
και αλλού.
Η νομισματοκοπία των Αθηνών
Από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. η Αθήνα έκοψε νομίσματα κυρίως σε άργυρο, αργότερα και σε χαλκό, ενώ σε δυο περιστάσεις εκτάκτου ανάγκης εξέδωσε και χρυσά νομίσματα. Το αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα
κυκλοφόρησαν από την Ιταλία έως το Αφγανιστάν και ήταν ένα από τα
ισχυρότερα και μακροβιότερα νομίσματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι
πρώτες νομισματικές εκδόσεις των Αθηνών, από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.
κ.ε., απεικονίζουν διάφορα θέματα, όπως γλαύκα, ίππο, ταυροκεφαλή,
τροχό, γοργόνειο κ.ά. Τα νομίσματα αυτά ονομάστηκαν «εραλδικά»
(Wappenmunzen) καθώς παλαιότεροι μελετητές θεώρησαν ότι έφεραν
εμβλήματα αριστοκρατικών οικογενειών της Αθήνας. Πιθανότερο είναι όμως η
θεματολογία να σχετίζεται με θρησκευτικές και αθλητικές δραστηριότητες
όπως οι γιορτές των Παναθηναίων.
Με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας
παγιώθηκαν οι παραστάσεις των αθηναϊκών νομισμάτων. Για τους
επόμενους πέντε αιώνες η πλειονότητα των αττικών κοπών φέρει την κεφαλή
της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης, και στην άλλη όψη τη γλαύκα, το
ιερό σύμβολο της θεάς, με την επιγραφή ΑΘΕ, τα αρχικά γράμματα της
λέξης Αθηναίων. Από επιγραφές και πηγές σώζονται αποσπασματικές πληροφορίες για τιμές και μισθούς στην αρχαία Αθήνα.
Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ένας ξυλουργός ή λιθοτεχνίτης έπαιρνε για εργασία
στο Ερέχθειο μία αργυρή δραχμή την ημέρα. Την ίδια εποχή το
ημερομίσθιο ενός στρατιώτη ή ναύτη κυμαινόταν από τρεις οβολούς έως έξι
οβολούς (που ισούνταν με μία δραχμή). Αργότερα, λίγο πριν από το 330
π.Χ. ένας αττικός μέδιμνος σιταριού (δηλ. περίπου52,18 λίτρα ή40,38
κιλά) στην Αθήνα κόστιζε πέντε δραχμές.
Η εκμετάλλευση των αργυροφόρων κοιτασμάτων
των μεταλλείων του Λαυρίου στην Αττική θα δώσει σημαντικό πλεονέκτημα
στην Αθήνα για να προωθήσει τη νομισματική της παραγωγή. Τα αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα
θα κυκλοφορήσουν ευρύτατα στον κλασικό κόσμο και θα γνωρίσουν λόγω της
αποδοχής τους πολλές απομιμήσεις, ιδίως στο χώρο της Ανατολής τον 4ο
αιώνα π.Χ. (Λυκία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος κ.ά.). Η τύχη της πόλης συχνά
αντικατοπτρίζεται στα νομίσματά της, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή
της έκδοσης κερμάτων με αργυρό περίβλημα και χάλκινο πυρήνα. Πρόκειται
για τα πονηρά χαλκία που αναφέρει ο Αριστοφάνης και τα οποία
συνιστούν μια κοπή εκτάκτου ανάγκης στο τέλος του Πελοποννησιακού
Πολέμου (406/5 π.Χ.).
Σε άλλη περίσταση πάλι, γύρω στο 295 π.Χ., ο τύραννος Λαχάρης
θα αναγκαστεί μέσα στην πολιορκημένη πόλη να απογυμνώσει το
χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς και να προβεί στην κοπή χρυσών
νομισμάτων, για την πληρωμή μισθοφόρων. Το 2ο αιώνα π.Χ. το
αθηναϊκό νόμισμα θα γνωρίσει μία δεύτερη ακμή με μια νέα σειρά αργυρών
νομισμάτων πρόκειται για τα λεγόμενα τετράδραχμα «Νέας Τεχνοτροπίας».
Τα συγκεκριμένα νομίσματα παρουσιάζουν τη γλαύκα πάνω σε αμφορέα, ενώ
την όλη παράσταση περιβάλλει στεφάνι ελιάς — στοιχείο που έδωσε και τη
χαρακτηριστική ονομασία στεφανηφόρα που απαντά σε πλήθος επιγραφών.
Με την παραχώρηση της Δήλου από τους Ρωμαίους
το 166 π.Χ. η Αθήνα θα αποκτήσει ένα σημαντικό λιμάνι, το οποίο θα της
επιτρέψει να διαδώσει πάλι τη νομισματοκοπία της και να εξυπηρετήσει
τόσο τα δικά της όσο και τα ρωμαϊκά συμφέροντα. Η αθηναϊκή νομισματική
παραγωγή παρουσιάζει ποικιλία υποδιαιρέσεων όπως τετράδραχμα, δραχμές,
τριώβολα, οβολούς, ημιωβόλια κ.λπ., γεγονός που δείχνει την προσπάθεια
εκχρηματισμού της αττικής κοινωνίας και στις καθημερινές συναλλαγές.
Στο πνεύμα των καιρών, ανάλογη πρακτική συνιστά και η κοπή χάλκινων
νομισμάτων, από τον 4ο αιώνα π.Χ. κ.ε., με πληθώρα νέων εικονογραφικών τύπων.
Δεκάδραχμον Αθηνών
Το αθηναϊκό δεκάδραχμο
είναι από τα σπανιότερα νομίσματα του αρχαίου κόσμου. Τα βαριά αυτά
νομίσματα ζύγιζαν περίπου 43 γραμμάρια και ισοδυναμούσαν με 10
αθηναϊκές δραχμές. Ξεχωρίζουν από τη χαρακτηριστική πίσω πλευρά τους
όπου η γλαύκα εικονίζεται μετωπική. Η Αθήνα σε μια μόνο περίσταση
προχώρησε στην έκδοση δεκαδράχμων. Τα νομίσματα αυτά είχαν συνδεθεί
αρχικά από τους μελετητές με την ανακάλυψη μιας νέας φλέβας αργύρου στο
Λαύριο (483 π.Χ.) ή με τους Περσικούς Πολέμους ως επινίκια κοπή
(479 π.Χ.). Η νεώτερη έρευνα κατέδειξε ότι τα δεκάδραχμα συνιστούν
σειρά ενταγμένη στην αθηναϊκή νομισματική παραγωγή και η οποία πρέπει να
χρονολογηθεί υστερότερα.
Η κοπή πιθανότατα εκδόθηκε μετά από τη μεγάλη νίκη του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα Ποταμό (466
π.Χ.) και εκτός από μάλλον αναμνηστικό χαρακτήρα είχε και κάποια
διάρκεια στον χρόνο. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια υπήρχαν μόλις ένδεκα
αθηναϊκά δεκάδραχμα· ακόμη και σήμερα η σπανιότητα των συγκεκριμένων
νομισμάτων παραμένει μεγάλη καθώς τα γνωστά τεμάχια είναι γύρω στα
σαράντα. Το 1999 με την ευγενική χορηγία ενός ανώνυμου δωρητή το Νομισματικό Μουσείο
κατόρθωσε να αποκτήσει ένα σπανιότατο λαμπρό δείγμα της αθηναϊκής
νομισματοκοπίας. Πέραν της αίσιας επιστροφής του στην εκδότρια πόλη —και
έδρα του Μουσείου ταυτοχρόνως— το πολύτιμο απόκτημα έχει επιπλέον
ιδιάζουσα σημασία, καθώς η πίσω πλευρά του με τη γλαύκα αποτέλεσε από
τις αρχές του 20ού αιώνα πηγή έμπνευσης για το έμβλημα του Νομισματικού
Μουσείου.
Τα νομίσματα των ελληνικών αποικιών στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία
Οι ελληνικές αποικίες στην Κάτω Ιταλία άρχισαν
να κόβουν νομίσματα μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Οι πρώτες κοπές
χαρακτηρίζονται από την ιδιάζουσα κοιλόκυρτη τεχνική χάραξης των τύπων.
Στα νομίσματα αυτά παρατηρούμε ότι η σχεδόν όμοια παράσταση και των δυο
όψεων προβάλλει έκτυπη στην πρόσθια και πρόστυπη στην οπίσθια όψη. Η
ιδιόρυθμη αυτή νομισματοκοπία γνώρισε μεγάλη άνθηση στο τελευταίο
τέταρτο του 6ου αιώνα και υιοθετήθηκε από όλα τα κατωιταλικά
νομισματοκοπεία.
Όταν εγκαταλείπεται η κοιλόκυρτη τεχνική,
οι κοπές χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ποικιλία εικονογραφικών τύπων.
Η εικονογραφία αυτή δεν ξεφεύγει από τη φιλοσοφία των πρώτων ιταλικών
νομισμάτων: αναφέρεται άλλοτε στην πηγή πλούτου και άλλοτε στην
προστάτιδα θεότητα της εκδότριας πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της
πρώτης κατηγορίας αποτελούν οι στατήρες του Μεταποντίου,
μίας από τις αποικίες των Αχαιών, όπου απεικονίζεται το στάχυ. Η
δεύτερη περίπτωση παρουσιάζεται στις κοπές της σπαρτιατικής αποικίας
του Τάραντα, όπου απεικονίζεται ένας έφηβος
πάνω σε δελφίνι. Πρόκειται κατά μία ερμηνεία για τον Φάλανθο, τον
ιδρυτή της πόλεως για τον οποίο υπάρχει η παράδοση ότι διασώθηκε στη
ράχη ενός δελφινιού.
Άλλη άποψη ταυτίζει τη μορφή με τον οικιστή ήρωα Τάραντα, που ήταν γιος του Ποσειδώνα. Οι αποικίες στη Σικελία άρχισαν να κόβουν νομίσματα από το β’ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Οι Συρακούσες, αποικία
της Κορίνθου, ήταν η πιο σημαντική πόλη του νησιού με σπουδαία
νομισματοκοπία. Η πρόσθια όψη των τετραδράχμων των Συρακουσών φέρει
τέθριππο άρμα και Νίκη που υπερίπταται, ενώ την άλλη όψη των κοπών αυτών
κοσμεί η κεφαλή της τοπικής νύμφης Αρέθουσας. Οι νομισματικοί τύποι των
Συρακουσών επηρέασαν και άλλες σικελικές πόλεις, όπως για παράδειγμα
τα τετράδραχμα της Μεσσήνης και της Γέλας.
Στη Σικελία εργάσθηκαν
πολλοί σημαντικοί χαράκτες σφραγίδων κοπής νομισμάτων. Αυτό είναι
εμφανές στα ίδια τα νομίσματα, καθώς ορισμένα που εκδόθηκαν κατά τον
ύστερο 5ο και πρώιμο 4ο αιώνα π.Χ. θεωρούνται από
τα πιο εντυπωσιακά του αρχαίου κόσμου από άποψη αισθητικής. Επιπλέον, οι
ίδιοι οι χαράκτες αρχίζουν να υπογράφουν υπερήφανοι για τα έργα τους
από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. και εξής. Συγκριτικά,
ανάμεσα στο πλήθος των νομισμάτων που κόπηκαν στους αρχαίους χρόνους και
που είναι δυνατόν να θεωρηθούν αριστουργήματα μικροτεχνίας, ελάχιστα
είναι εκείνα που αναγράφουν το όνομα του καλλιτέχνη, αφού οι χαράκτες
κρατούσαν την ανωνυμία.
Εξαίρετο παράδειγμα της καινοτομίας αυτής
βλέπουμε σε ένα δεκάδραχμο των Συρακουσών, στην οπίσθια όψη του οποίου,
κάτω από το λαιμό της Αρέθουσας διαβάζουμε το όνομα του φημισμένου χαράκτη Ευαίνετου.
Η επίδραση των μεγάλων χαρακτών της Σικελίας διαδόθηκε σε πολλές κοπές
περιοχών της μητροπολιτικής Ελλάδας (Θεσσαλία, Αμφίπολη, Ρόδος κ.ά.) και
της νότιας Μικράς Ασίας (Λυκία, Κιλικία).
Τα νομίσματα των ελληνικών αποικιών στη Μ. Ασία, την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο
Ο χώρος της Μικράς Ασίας αποτέλεσε το γενέθλιο λίκνο του νομίσματος κατά τον ύστερο 7ο
αιώνα π.Χ. και οι εκεί ελληνικές πόλεις παρήγαγαν στο πέρασμα των
αιώνων μερικά από τα πλέον εξαιρετικά δείγματα νομισματοκοπίας. Τα
πρώτα νομίσματα κόπηκαν σε ήλεκτρο. Σύντομα η πρακτική αυτή
εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα και παγιώθηκε η χρήση
του αργύρου, με εξαίρεση τις πόλεις της Κυζίκου, της Λαμψάκου, της
Φωκαίας, της Μυτιλήνης και της Χίου που συνέχισαν και αργότερα να
εκδίδουν νομίσματα ηλέκτρου.
Η νομισματοκοπία της Εφέσου συνδέεται με τη λατρεία της Αρτέμιδος,
της θεάς που κατεξοχήν λατρευόταν στην πόλη. Η μέλισσα, συχνή
απεικόνιση στην πρόσθια όψη των εφεσιακών νομισμάτων, ήταν σύμβολο της
αρχαίας ασιατικής θεότητας της φύσης, την οποία οι Ίωνες ταύτισαν με την
Άρτεμη. Έμβλημα της θεάς του κυνηγιού επίσης αποτελεί το ελάφι, που
εικονίζεται συνήθως στην άλλη όψη, ενώ ο φοίνικας δηλώνει το δέντρο
κάτω από το οποίο σύμφωνα με τον μύθο γεννήθηκε η θεά.
Η ιωνική Φώκαια είναι γνωστή από πρώιμες κοπές της που φέρουν ως εμπροσθότυπο μία φώκια,
το λαλούν σύμβολον (εικονιστική απόδοση του ονόματος) της πόλεως.
Γρήγορα εξελίχθηκε σε σημαντικό νομισματοκοπείο, όπου για δύο περίπου
αιώνες (6ο – 4ος αιώνας π.Χ.) επικράτησε η έκδοση
μικρών κερμάτων από ήλεκτρο, ίσων με το 1/6 (έκτη) του στατήρα που φέρει
κεφαλή νύμφης. Από τη νομισματική παραγωγή της Φωκαίας αξίζει να
μνημονευθεί η περίσταση της εμπορικής σύμπραξης με τη γειτονική
Μυτιλήνη, όταν γύρω στα 394-390 π.Χ. αποφασίστηκε η κοπή νομισμάτων εκ
περιτροπής και η από κοινού λήψη μέτρων κατά των παραχαρακτών.
Η Κύζικος, αποικία της Μιλήτου στην Προποντίδα, εξέδιδε
επί μακρόν στατήρες και υποδιαιρέσεις από ήλεκτρο. Χαρακτηριστικό
εικονογραφικό στοιχείο που συνοδεύει την παράσταση της πρόσθιας πλευράς
αποτελεί ο θύννος, το ψάρι γνωστό σήμερα ως τόνος.
Συχνά ο τόνος λειτουργεί ως γραμμή εδάφους, όπως για παράδειγμα σε
κυζικηνό νόμισμα όπου παριστάνεται Ηρακλής· παρομοίως σε κυζικηνές κοπές
που φέρουν κεφαλή Αθηνάς, ο τόνος εμφανίζεται στο σημείο τομής του
λαιμού. Η εμβληματική παρουσία του ψαριού αυτού συνδέεται με τη θέση της
πόλης που συνιστούσε πέρασμα για αγέλες τόνων και συνακόλουθα καίριο
σημείο για την αλίευση και την εμπορία ενός ιδιαίτερα προσοδοφόρου
είδους διατροφής.
Η πόλη Ιστρία ή Ίστρος είχε
ιδρυθεί κοντά στο δέλτα του Δούναβη από Μιλησίους αποίκους γύρω στο
625 π.Χ. Τα νομίσματα της πόλεως φέρουν στην πίσω πλευρά θαλάσσιο αετό
πάνω σε δελφίνι. Την πρόσθια όψη των εκδόσεων της Ιστρίας, κοσμούν δυο
εκφραστικά ανδρικά κεφάλια, τοποθετημένα σε αντίθετο άξονα: ίσως
αποδίδουν τους Διοσκούρους, η λατρεία των οποίων ήταν διαδεδομένη στα
παράλια του Ευξείνου. Κατά μια άλλη ερμηνεία
οι δυο αντίρροπες κεφαλές συμβολίζουν τα δυο αντίθετα στόμια του
Δούναβη, για τον οποίο πιστευόταν για μια περίοδο ότι εξέβαλλε τόσο στη
Μαύρη Θάλασσα όσο και στην Αδριατική.
Η Ολβία, άλλη
μια μιλησιακή αποικία, ιδρύθηκε γύρω στο 600 π.Χ. σε καίριο σημείο των
παραλίων της σημερινής Ουκρανίας. Η πόλη ήταν για αιώνες σημαντικό
εμπορικό κέντρο, γεγονός που εναρμονίζεται με την ευδαιμονία που
υπονοεί το όνομά της. Η νομισματική παραγωγή της Ολβίας παρουσιάζει
ιδιοτυπίες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. οι Ολβιοπολίτες εξέδωσαν
δελφινόσχημα χάλκινα νομίσματα. Έχει προταθεί η σύνδεση του δελφινιού ως
συμβόλου με την τοπική λατρεία του Απόλλωνος, αλλά η ερμηνεία της
συγκεκριμένης νομισματικής σειράς παραμένει υπό συζήτηση. Κατά τον
ύστερο 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. η πόλη επιδόθηκε στην έκδοση χάλκινων χυτών νομισμάτων μεγάλου βάρους, πριν προχωρήσει στην κοπή παιστών νομισμάτων, δηλ. κερμάτων προερχόμενων από χτύπημα μεταξύ σφραγίδων (παιστά).
Άποικοι από τη Μίλητο είχαν ιδρύσει και το Παντικάπαιον
στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Κατέχοντας στρατηγική θέση στη χερσόνησο
της Κριμαίας η πόλη αυτή θα ακμάσει στο διάβα των αιώνων. Οι χρυσοί
στατήρες του Παντικαπαίου χρονολογούνται από τα μέσα του 4ου αιώνα και
αποτελούν έξοχα δείγματα μικρογλυφίας. Στην πρόσθια όψη τους
παριστάνεται η κεφαλή του Πάνα, του θεού που ήταν άμεσα συνδεδεμένος με
το όνομα της πόλης, ενώ την άλλη πλευρά κοσμεί γρύπας.
Τα νομίσματα των βασιλέων: Φίλιππος Β’
Μια νέα εποχή στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική δομή του αρχαίου κόσμου σηματοδοτήθηκε με το Φίλιππο Β’,
βασιλιά της Μακεδονίας. Από το 359 ως το 336 π.Χ. κατόρθωσε να
επεκτείνει τα όρια του κράτους του και να το καταστήσει τη σπουδαιότερη
δύναμη στον ελλαδικό χώρο. Έχοντας τον έλεγχο μεταλλείων
στη Μακεδονία και τη Θράκη, ιδιαίτερα τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου
στην περιοχή του Παγγαίου, ο Φίλιππος ήταν σε θέση να εκδόσει νομίσματα
σε μεγαλύτερες ποσότητες από ότι όλοι οι προκάτοχοί του και να
ξεπεράσει τα έσοδα κάθε ελληνικής πόλης – κράτους, με εξαίρεση ίσως την
Αθήνα.
Ο Φίλιππος εξέδωσε
νομίσματα και στα τρία μέταλλα, το χρυσό, τον άργυρο και το χαλκό. Το
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συστήματός του ήταν ότι για τα νομίσματα
από πολύτιμο μέταλλο ακολουθήθηκαν δυο διαφορετικοί σταθμητικοί
κανόνες. Ο άργυρος κοβόταν καθόλη τη διάρκεια της
βασιλείας του Φιλίππου ακολουθώντας ένα τοπικό σταθμητικό κανόνα, τον
οποίο εφάρμοζαν για τις αργυρές νομισματοκοπίες τους το Κοινό των
Χαλκιδέων με έδρα την Όλυνθο, η Άκανθος στην ανατολική ακτή της
Χαλκιδικής, και η Αμφίπολη κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου το
τετράδραχμο είχε θεωρητικό βάρος 14,52 γραμ.
Ως εμπροσθότυπος των αργυρών τετραδράχμων, επιλέχθηκε —για πρώτη φορά στα νομίσματα των βασιλέων της Μακεδονίας— το κεφάλι του Δία.
Για την άλλη όψη επιλέχθηκαν δυο τύποι: ο έφιππος άνδρας, που σύμφωνα
με κάποιες απόψεις είναι ο ίδιος ο Φίλιππος, και ο νεαρός ιππέας που
κρατά κλαδί φοίνικα, και αποτελεί αναφορά στη νίκη του αλόγου του
Φιλίππου στην Ολυμπιάδα του 356 π.Χ.
Η κοπή του χρυσού άρχισε
γύρω στα 345 π.Χ., σύμφωνα με τον αττικό σταθμητικό κανόνα, όπου ο
στατήρας είχε θεωρητικό βάρος 8,54 γραμμάρια. Στην πρόσθια όψη των
στατήρων απεικονίζεται το κεφάλι του θεού Απόλλωνα, ενώ η παράσταση της
πίσω πλευράς, ένα άρμα που το σέρνουν δυο άλογα, σχετίζεται με ανάλογη
νίκη του Φιλίππου στους Ολυμπιακούς αγώνες.
Νομίσματα με τους τύπους και το όνομα του
Φιλίππου συνέχισαν να εκδίδονται και μετά το θάνατό του το 336 π.Χ. και
κυκλοφόρησαν ευρέως στον ελλαδικό χώρο, τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια.
Οι χρυσοί στατήρες και τα αργυρά τετράδραχμα, που διείσδυσαν στην
Ευρώπη μέσω των Βαλκανίων, έγιναν σταδιακά αντικείμενο μίμησης από τους
κελτικούς λαούς κατά μήκος του Δούναβη και οι απομιμήσεις αυτές
επηρέασαν με τη σειρά τους τα νομίσματα της Γαλατίας και της Βρετανίας
κατά τον 1ο αιώνα π.Χ.
Μέγας Αλέξανδρος
Ο Μέγας Αλέξανδρος
βασίλεψε από το 336 ως το 323 π.Χ. Συνέχισε το έργο του πατέρα του
Φιλίππου Β’ και δημιούργησε μια τεράστια αυτοκρατορία, που εκτεινόταν
από τη Μακεδονία μέχρι τα βάθη της Ανατολής. Η ρευστοποίηση μέρους από τα αμύθητα πλούτη των Αχαιμενιδών, που περιήλθαν στην κατοχή του, επέφερε σημαντικές αλλαγές στις οικονομικές συνήθειες του ελληνικού κόσμου.
Ο Αλέξανδρος εφάρμοσε ενιαία νομισματική πολιτική
στο αχανές κράτος. Επέβαλε την έκδοση των ίδιων τύπων από πολλά
συγχρόνως νομισματοκοπεία ενώ για τα νομίσματά του σε ευγενή μέταλλα
ακολούθησε τον αθηναϊκό σταθμητικό κανόνα που ήταν ευρύτατα αποδεκτός
την εποχή εκείνη. Εντυπωσιακές ποσότητες αργυρών και χρυσών αλεξάνδρειων
κοπών κατέκλυσαν τις αγορές της Ανατολικής Μεσογείου, και σε αυτό
συνέβαλε και η επιστροφή των παλαιμάχων και των μισθοφόρων του
Αλεξάνδρου στις πατρίδες τους.
Στην πρόσθια όψη των
χρυσών στατήρων, απεικονίζεται η κεφαλή της θεάς Αθηνάς με κορινθιακό
κράνος, πιθανόν εμπνευσμένη από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς
Προμάχου του Φειδία στην Ακρόπολη. Η οπίσθια όψη αυτών των νομισμάτων
φέρει την καθαρά συμβολική παράσταση της Νίκης και προβάλει την ιδέα ότι
η Νίκη αποτελεί μια από τις ιδιότητες του Μακεδόνα βασιλιά.
Το κεφάλι του Ηρακλή,
μυθικού προγόνου του βασιλικού οίκου της Μακεδονίας, επιλέγεται ως
εμπροσθότυπος των αργυρών και χάλκινων κοπών. Ο Δίας καθισμένος σε
θρόνο να κρατά αετό και σκήπτρο απεικονίζεται στις αργυρές κοπές, όπως
τετράδραχμα, δραχμές αλλά και δεκάδραχμα. Οι συγκεκριμένοι τύποι είχαν
γενική παραδοχή από τους Έλληνες. Ταυτόχρονα ήταν αποδεκτοί και από τους
λαούς της Ανατολής οι οποίοι έβλεπαν σε αυτούς τους δικούς τους θεούς,
όπως τον Βάαλ στη μορφή του Διός και τον Μελκάρτ ή τον Γκιλγκαμές στο
πρόσωπο του Ηρακλή.
Νομίσματα με τους τύπους και το όνομα του
Αλεξάνδρου συνέχισαν να παράγονται και να κυκλοφορούν μετά το θάνατο
του βασιλιά από τους Διαδόχους, τους Επιγόνους και πολλές πόλεις μέχρι
και το 2ο αιώνα π.Χ. Ενδεικτικό της αποδοχής των αργυρών
νομισμάτων του είναι το γεγονός ότι πλήθος απομιμήσεών τους εκδόθηκαν
από διάφορους λαούς και ηγεμόνες στις παρυφές του ελληνιστικού κόσμου.
Συμμαχικά και Κοινά νομίσματα
Στη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας
συνάφθηκαν διάφορες στρατιωτικές συμμαχίες πόλεων ή εθνών, προκειμένου
να αντιμετωπίσουν συλλογικά ένα προβλεπόμενο κίνδυνο (π.χ. Α’ Αθηναϊκή
Συμμαχία) ή να απαλλαγούν από άλλης μορφής υποτέλεια, όπως η αθηναϊκή
ηγεμονία, που προάσπιζε τα αθηναϊκά κυρίως συμφέροντα με δυσβάστακτο
για τους λοιπούς Έλληνες τρόπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις το κοινό νόμισμα αποτελούσε μέρος της ενιαίας τακτικής της συμμαχίας. Επίσης ιδρύθηκαν Συμπολιτείες και Κοινά,
πολιτικό-στρατιωτικές και πολιτειακές ενώσεις των πόλεων σε διάφορες
περιοχές, που μεταξύ των άλλων κοινής αποδοχής δεσμεύσεων, ήταν η έκδοση
κοινού νομίσματος. Οι κοπές αυτές χαρακτηρίζονταν από περιορισμένη και
τοπική κυκλοφορία.
Ευβοϊκή Συμπολιτεία. Συστάθηκε και ανέπτυξε τοπικό ρόλο τον 4ο αιώνα π.Χ.
Καταρχάς υπό την επιρροή της Θήβας εντάχθηκε στο μέτωπο εναντίον των
Αθηναίων και στη συνέχεια, σε ρήξη πλέον με τη Θήβα, οδηγήθηκε σε
προσωρινή προσέγγιση με την Αθήνα. Οι νομισματικές εκδόσεις της Ευβοϊκής
Συμπολιτείας έχουν ως κύριες παραστάσεις την κεφαλή της νύμφης Εύβοιας
και το μοσχάρι, το οποίο αποτελούσε τη σπουδαιότερη
πηγή πλούτου του τόπου, καθιστό ή όρθιο. Οι παραστάσεις αυτές
εναλλάσσονται στις δύο όψεις των νομισμάτων, ενώ το βάρος τους
ακολουθεί αρχικά τον αιγινιτικό, στη συνέχεια τον αττικό σταθμητικό
κανόνα, ανάλογα με τη σφαίρα επιρροής στην οποία βρισκόταν η
Συμπολιτεία.
Κοινόν των Βοιωτών. Υπήρχε ήδη από τον 6ο
αιώνα π.Χ. Η περίοδος της μεγαλύτερης ανάπτυξης του συμπίπτει με κείνη
της θηβαϊκής ηγεμονίας, 378-362 π.Χ. Στην πρόσθια όψη των στατήρων
κυριαρχεί η παράσταση της βοιωτικής ασπίδας, το εθνικό έμβλημα των
Βοιωτών. Στην άλλη συναντάται ποικιλία παραστάσεων, συνήθως αυτή του
κρατήρα.
Δελφική Αμφικτυονία. (336/5-334 π.Χ.) Ο θρησκευτικός
αυτός οργανισμός περιελάμβανε δώδεκα αντιπροσώπους ελληνικών πόλεων,
που ανέλαβαν την ευθύνη του ιερού για πολύ μικρό χρονικό διάστημα,
αμέσως μετά το θάνατο του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας. Εξέδωσε
ξεχωριστής ποιότητας αργυρά νομίσματα, στατήρες και δραχμές. Η κεφαλή
της Δήμητρας, πεπλοφόρου και με στεφάνι από στάχυα, εικονίζεται στην
πρόσθια όψη των στατήρων ενώ στην άλλη, ο Απόλλων, η κυρίαρχη θεότητα
των Δελφών, καθισμένος στον ομφαλό της γης, στηρίζεται στη λύρα του.
Κοινόν των Αιτωλών. Τέλη
4ου – μέσα 2ου αιώνα π.Χ. Απέκτησε αξιόλογη υπόσταση και δράση κυρίως
ύστερα από την ανάδειξη των Αιτωλών σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη της
κεντρικής Ελλάδας τον 3ο αιώνα π.Χ. Από τις νομισματικές
εκδόσεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας, τα τριώβολα (ημίδραχμα) κόπηκαν σε
εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες ιδίως στις τελευταίες δεκαετίες της
ύπαρξής της, εξυπηρετώντας την κάλυψη ασταμάτητων στρατιωτικών αναγκών.
Στην πρόσθια όψη τους απεικονίζεται το κεφάλι της Αταλάντης με καυσία
(κάλυμμα κεφαλιού) και στην άλλη ο Καλυδώνιος κάπρος που τρέχει προς
τα δεξιά. Στο κυνήγι του άγριου αυτού ζώου πρωταγωνίστησε η μυθική
ηρωίδα Αταλάντη με τα βέλη της, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, που
αποδόθηκε και στις παραστάσεις των νομισμάτων.
Κοινόν των Ακαρνάνων. Έδρασε από τον 4ο
αι. π.Χ. μέχρι το 167 π.Χ., ως αντίποδας του Κοινού των Αιτωλών,
ασθενέστερος αλλά υπολογίσιμος. Στην πρόσθια όψη των στατήρων, που
εξέδωσε το Κοινό, κυριαρχεί η παράσταση του ανθρωπόμορφου ταύρου,
προσωποποίηση του ποτάμιου θεού Αχελώου. Η προάσπιση του ποταμού, πηγής
ζωής και ανάπτυξης της Ακαρνανίας, και της διατήρησης του ελέγχου του
ως φυσικού συνόρου, υπήρξε η πρωταρχική μέριμνα των Ακαρνάνων, στον
συνεχή ανταγωνισμό τους με τους Αιτωλούς. Στην οπίσθια όψη των στατήρων
εικονίζεται καθιστός ο Απόλλων Άκτιος.
Κοινόν Ηπειρωτών (234/3-168
π.Χ.) Η δράση του συμπίπτει με τα κρίσιμα χρόνια της ιδιόμορφης και
καταλυτικής εμφάνισης των Ρωμαίων στον ελλαδικό χώρο, 234/3-168 π.Χ. Η
νομισματοκοπία του Κοινού, στατήρες και δραχμές κυρίως, αναπτύσσεται
στις τελευταίες δεκαετίες του, ξεκινώντας πριν από το 180 π.Χ., ενώ τη
μεγαλύτερη ακμή της παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα, ειδικά τις
παραμονές της τελικής αναμέτρησης με τους Ρωμαίους, το
168 π.Χ., που επεφύλασσε το βάναυσο τέλος της Ηπείρου. Οι συζευγμένες
κεφαλές του Δωδωναίου Δία με στεφάνι από φύλλα δρυός και της νύμφης
Διώνης, στην πρόσθια όψη των στατήρων, θυμίζουν τη σύνθεση στα νομίσματα
της Πτολεμαϊκής δυναστείας. Σε μια σύγχρονη περίπου πτολεμαϊκή κοπή
εικονίζονται ενωμένες οι κεφαλές του Σαράπιδος και της Ίσιδος. Στην
οπίσθια όψη αποδίδεται επιτιθέμενος ταύρος, μέσα σε στεφάνι δρυός.
Κοινόν των Θεσσαλών. Ιδρύθηκε τον 2ο
αιώνα π.Χ. και λειτούργησε υπό ρωμαϊκή κηδεμονία μέχρι την εποχή του
Αυγούστου. Στην πλούσια νομισματοκοπία του δεσπόζουν οι αργυροί
στατήρες, με την κεφαλή του δαφνοστεφανωμένου Δία στην πρόσθια όψη και
στην άλλη τον αγαλματικό τύπο της Αθηνάς Ιτωνίας.
Αχαϊκή Συμπολιτεία (τέλη
3ου-2ος αιώνας π.Χ.). Μια από τις σπουδαιότερες συμμαχίες της
ελληνιστικής περιόδου, συγκροτήθηκε προς τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και
σύντομα ήλεγχε πολιτικά όλη την Πελοπόννησο. Μετά τις πρώτες εκδόσεις
αργυρών τριωβόλων (ημιδράχμων) που είχαν κοινούς τύπους, κεφαλή Δία
δαφνοστεφανωμένου στην εμπρόσθια όψη και στην άλλη το μονόγραμμα ΑΧ της
συμμαχίας μέσα σε στεφάνι, οι πόλεις-μέλη χάραξαν ενδεικτικά σύμβολα
και μονογραφήματα, που δήλωναν την ταυτότητά τους. Τα νομίσματα αυτά
χρησίμευαν για την πληρωμή του σιτηρέσιου των στρατιωτών αλλά και για
άλλες συναλλαγές, όπως οι εμπορικές.
Τεχνική κατασκευής
Οι σφραγίδες- μήτρες
ήταν κατασκευασμένες από ορείχαλκο, σίδηρο ή μπρούντζο. Μια μήτρα
μπορούσε να παράγει από 10.000 έως 30.000 νομίσματα. Ειδικοί τεχνίτες
χάρασσαν τις μήτρες για την τύπωση των νομισμάτων.
Η κατασκευή του αρχαίου νομίσματος
γινόταν σε ειδικά κρατικά εργαστήρια, τα νομισματοκοπεία. Οι μεγαλύτερες
πόλεις διέθεταν οργανωμένες εγκαταστάσεις. Στην ανασκαφή της αρχαίας
Αγοράς της Αθήνας εντοπίστηκε και νομισματοκοπείο, που λειτουργούσε
από τα τέλη του 5ου αιώνα έως και τα χρόνια του Αυγούστου (27 π.Χ. – 14
μ.Χ.).
Η τεχνική κατασκευής ξεκινούσε με τον
καθαρισμό και με το λιώσιμο του μετάλλου. Όταν το μέταλλο με τη
θέρμανση αποκτούσε υγρή μορφή το έχυναν σε καλούπια για να πάρει κυκλικό
σχήμα, ή σχημάτιζαν ράβδους από τις οποίες έκοβαν κυκλικές πλάκες. Οι
κυκλικές αυτές πλάκες μετάλλου, ακόμα και σήμερα, ονομάζονται πέταλα. Η αποτύπωση
των παραστάσεων γινόταν με την τοποθέτηση των πετάλων ανάμεσα σε δυο
σφραγίδες-μήτρες. Με την πίεση που προκαλούσε το χτύπημα ενός σφυριού
στις σφραγίδες οι παραστάσεις αποτυπωνόταν στο πέταλο. Όταν το «πέταλο»
ήταν παχύ, συνήθως θερμαινόταν πριν να χτυπηθεί. Η τεχνική αυτή
κατασκευής νομισμάτων χρησιμοποιήθηκε έως και το 17ο αιώνα, οπότε γενικεύτηκε η χρήση των μηχανών.
Η πλειονότητα των
αρχαίων πόλεων έκοψε αργυρά νομίσματα. Χρυσά νομίσματα κόπηκαν σε
εξαιρετικές περιπτώσεις, ή σε μεγαλύτερο αριθμό από πόλεις που διέθεταν
την πρώτη ύλη. Η χρήση τους γενικεύτηκε με το Φίλιππο Β’ και το γιο του Αλέξανδρο. Χαλκός χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά τον 4ο
αιώνα, κυρίως για τις υποδιαιρέσεις κατώτερης αξίας. Καθοριστικός
παράγοντας για την επιλογή του μετάλλου των νομισμάτων ήταν η ύπαρξη
μεταλλευμάτων σε κάθε περιοχή. Δεν είναι πάντα γνωστό από που
προμηθευόταν η κάθε πόλη μέταλλο για τα νομίσματά της. Η Αθήνα έπαιρνε
άργυρο από το κοντινό της Λαύριο.
Τα αρχαία ελληνικά
νομίσματα ήταν αποκλειστικά χρηστικά αντικείμενα. Οι Έλληνες όμως
φρόντιζαν πολύ για την τελειότητα της κατασκευής τους και απέδωσαν
καλλιτεχνικά τις παραστάσεις. Κάποιες φορές οι χαράκτες έγραφαν το όνομά
τους επάνω στα νομίσματα.
Χρήση και κυκλοφορία του νομίσματος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο
Η χρήση των νομισμάτων
στις συναλλαγές και τις πληρωμές δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα από τα
μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., τα καθιέρωσε σταδιακά ως την επικρατέστερη μορφή χρήματος
στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Πόλεις – κράτη και ηγεμόνες εξέδωσαν τα
δικά τους νομίσματα για να εδραιώσουν την αυτονομία τους, για να
διευκολύνουν τις οικονομικές συναλλαγές τους και για να επωφεληθούν από
την ίδια τη διαδικασία της κοπής, κερδίζοντας σε μέταλλο.
Ο αργυρός στατήρας, όπως προσδιοριζόταν στον κάθε σταθμητικό κανόνα, και το τετράδραχμο ήταν τα βασικά νομίσματα
για κρατικές συναλλαγές ή για μεγάλης κλίμακας πληρωμές. Αντίθετα, για
τις καθημερινές συναλλαγές χρησιμοποιούνταν οι μικρότερες αργυρές
υποδιαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν ήταν ιδιαίτερα πρακτικές λόγω του
μικρού μεγέθους τους. Αυτό οδήγησε, ήδη από το β’ μισό του 5ου αιώνα
π.Χ., στη σταδιακή αντικατάστασή τους από μεγαλύτερου μεγέθους νομίσματα
σε χαλκό, αρκετά πιο φθηνό μέταλλο από τον άργυρο.
Για την έκδοση νομισμάτων σε πολύτιμο
μέταλλο χρησιμοποιήθηκε, εκτός από τον άργυρο και το χαλκό, ο ήλεκτρος
και ο χρυσός. Κατά κανόνα, η κοπή χρυσών νομισμάτων
στον Ελλαδικό χώρο είναι σπάνια μέχρι και τα μέσα περίπου του 4ου αιώνα
π.Χ., επειδή η αξία του χρυσού ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τον
άργυρο. Για αυτό το λόγο φυλασσόταν για περιόδους ανάγκης ή για
σημαντικές πληρωμές.
Συνήθως τα ελληνικά κράτη επέβαλλαν τη χρήση των εκδόσεών τους μέσα στην εδαφική περιοχή τους,
χωρίς να αποκλείουν αναγκαστικά την κυκλοφορία κοπών άλλων εκδοτριών
αρχών, και ενίοτε έπαιρναν άμεσα μέτρα για να το πετύχουν. Σε πολλές
περιπτώσεις η νομισματική παραγωγή δεν ήταν συστηματική και μεταξύ των
εκδόσεων μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο αριθμός των
νομισμάτων που εκδίδονταν είχε άμεση σχέση με τα μέταλλα που διέθεταν οι
εκδίδουσες αρχές και το εύρος των κερματικών συναλλαγών. Από τη
διοχέτευσή τους στην αγορά, μέσω διαφόρων κρατικών πληρωμών, και της
ανακύκλωσής τους, μέσω της κάθε είδους φορολογίας, παρεμβαλλόταν η
κυκλοφορία τους.
Χρήσιμες πληροφορίες για
τη νομισματική κυκλοφορία αλλά και την οικονομία των διαφόρων περιοχών
του ελληνικού κόσμου παρέχουν τα νομίσματα, που ανακαλύπτονται τυχαία ή
κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, μεμονωμένα ή ως θησαυροί. Ιδιαίτερα οι
θησαυροί, τα νομίσματα δηλαδή που αποκρύφθηκαν ή απωλέσθηκαν ως σύνολα
στο παρελθόν, αποτελούν σημαντική πηγή και για τη χρονολόγηση των
νομισμάτων.
«Θησαυρός» Από την Ακρόπολη Αθηνών, 1886
Ο «θησαυρός» από 62
αργυρά νομίσματα ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του 1886
στο βράχο της Ακρόπολης. Βρέθηκε κοντά στο Ερέχθειο, σε στρώμα που
συμπεριλάμβανε μαρμάρινες αναθηματικές κόρες, κομμάτια επιγραφών και
πήλινα αντικείμενα. Πρόκειται για το στρώμα καταστροφής, που σχετίζεται
με την πυρκαγιά που προκάλεσαν οι Πέρσες στα μνημεία
του ιερού βράχου, όταν κατέλαβαν την Αθήνα το 480 π.Χ. Το εύρημα
περιλαμβάνει μόνον αθηναϊκές κοπές. Ένα τμήμα του είναι οι μικρές
υποδιαιρέσεις, όπως οβολοί με τον τύπο του τροχού, που ανήκουν στα
χρόνια της διακυβέρνησης της πόλης από την οικογένεια των Πεισιστρατιδών
(560-510 π.Χ.).
Τα περισσότερα όμως νομίσματα είναι πρώιμες γλαύκες, δηλαδή τετράδραχμα με την κεφαλή της Αθηνάς στην πρόσθια όψη και τη γλαύκα στην άλλη. Το κακότεχνο της
κατασκευής των συγκεκριμένων νομισμάτων πιθανόν να οφείλεται στη
μαζική παραγωγή τους που χρονολογείται τη δεκαετία του 480 π.Χ., λίγα
χρόνια πριν την εισβολή των Περσών. Την περίοδο αυτή οι Αθηναίοι
εξέδωσαν μεγάλη ποσότητα νομισμάτων για να ναυπηγήσουν και να
συντηρήσουν ισχυρό στόλο από τριήρεις.
Ο «θησαυρός» ίσως να ήταν μια προσφορά σε
κάποιο από τα ιερά της Ακρόπολης. Η έκφραση ευλάβειας προς το θείο
συχνά συνδέθηκε με την εξαγορά της ευμένειας του θεού με την προσφορά
υλικών αγαθών, με αποτέλεσμα στα ιερά να συγκεντρώνονται πλούσια
αναθήματα. Η συγκέντρωση μεγάλου πλούτου από τα ιερά
είχε σαν επακόλουθο την ανάπτυξη έντονης οικονομικής δραστηριότητας σε
αυτούς τους χώρους, όπως για παράδειγμα την κατάθεση χρημάτων προς
φύλαξη αλλά και τη λήψη δανείων.
«Θησαυρός» Από την Όλυνθο Χαλκιδικής, 1931
Ο «θησαυρός» εντοπίστηκε
σε οικία της Ολύνθου στη Χαλκιδική κατά τη διάρκεια εκτεταμένων
ανασκαφών στον αρχαίο οικισμό. Αποτελείται από 34 αργυρά νομίσματα, από
τα οποία 33 είναι τετράδραχμα της Χαλκιδικής Συμμαχίας και ένα
τετράδραχμο της Ακάνθου, πόλης στην ανατολική Χαλκιδική.
Πρόκειται για ένα ποσό 136 δραχμών,
αρκετά σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι την εποχή αυτή η τιμή πώλησης ενός
ακινήτου ξεκινούσε από τις 280 δραχμές. Η Όλυνθος ήταν
η πρωτεύουσα της Χαλκιδικής Συμμαχίας, η οποία από τα τέλη του 5ου και
το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., αποτέλεσε ισχυρή πολιτική,
στρατιωτική και οικονομική δύναμη στο βορειοελλαδικό χώρο. Η
σπουδαιότητα της Συμμαχίας αντανακλάται και στην πλούσια νομισματική
της παραγωγή. Η δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Απόλλωνα στην πρόσθια και η
κιθάρα του θεού στην οπίσθια όψη των νομισμάτων των Χαλκιδέων,
θεωρούνται από τις αριστοτεχνικότερες παραστάσεις της αρχαίας
σφραγιστικής. Οι Χαλκιδείς αντιστάθηκαν με σθένος στα σχέδια του Φίλιππου Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, για επέκταση του βασιλείου του.
Η Συμμαχία διαλύθηκε το 348 π.Χ., όταν ο
μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε ύστερα από πολιορκία την Όλυνθο και σε
επίδειξη ισχύος κατέστρεψε την πόλη και εξανδραπόδισε τους κατοίκους
της. Με αυτό το γεγονός πολύ πιθανόν να συνδέεται και η απόκρυψη του
«θησαυρού». Ο κάτοχος των νομισμάτων απέκρυψε στο
μαγειρείο της οικίας του ό,τι πιο πολύτιμο είχε στα χέρια του, με την
προσδοκία μετά την πάροδο του κινδύνου να αναζητήσει το «θησαυρό» του.
«Θησαυρός» Από την Αρχαία Κόρινθο, 1930
Ο «θησαυρός» βρέθηκε σε μια κοιλότητα του εδάφους κάτω από το δάπεδο της βόρειας στοάς στην Αγορά της αρχαίας Κορίνθου.
Αποτελείται από ένα χρυσό περιδέραιο και 51 χρυσούς στατήρες — 41 του
Φιλίππου Β’ και 10 του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα νομίσματα του Φιλίππου
προέρχονται από τα νομισματοκοπεία της Πέλλας και της Αμφίπολης, ενώ
του Αλεξάνδρου από τα νομισματοκοπεία της Αμφίπολης, της Μιλήτου, της
Ταρσού, της Σαλαμίνας στην Κύπρο και της Σιδώνας.
Η ανεύρεση εκδόσεων των μακεδόνων
βασιλέων στην Κόρινθο πιθανόν να σχετίζεται με την παρουσία των
μακεδονικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο μετά το 338 π.Χ. και την
εγκατάσταση φρουράς για τον έλεγχο του Ισθμού. Ο «θησαυρός» πρέπει να αποκρύφθηκε μετά
το 330 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος είχε πλέον καταλύσει την Περσική
αυτοκρατορία και επέκτεινε τα όρια του κράτους του προς τα βάθη της
Ανατολής. Εκείνη την εποχή καθιερώθηκε η συστηματική έκδοση και η
ευρύτερη χρήση του χρυσού νομίσματος στον ελληνικό κόσμο.
Η έντονη εκμετάλλευση των μεταλλείων
χρυσού στη Μακεδονία από τον Φίλιππο Β’ και η πρόσβαση του Αλεξάνδρου
στα πλούσια αποθέματα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών επέτρεψε την
κοπή χρυσών νομισμάτων σε μεγάλες ποσότητες που κατέκλυσαν τις αγορές.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η αναλογία του χρυσού προς τον
άργυρο από 1:13 σε 1:10. Έτσι, ο κάθε χρυσός στατήρας του «αντιστοιχούσε
σε 20 αργυρές δραχμές, όσο περίπου ήταν ο μηνιαίος μισθός ενός πεζού
στρατιώτη.
«Θησαυρός» από τη Μύρινα Καρδίτσας, 1970
Ο «θησαυρός», τυχαίο εύρημα που
εντοπίσθηκε μέσα σε μελαμβαφή όλπη, αποτελείται από 149 στατήρες
Αίγινας. Απ’ αυτούς οι 131 έχουν την παράσταση της θαλάσσιας χελώνας,
και τοποθετούνται χρονολογικά στον πρώιμο 5ο αιώνα π.Χ. Οι
υπόλοιποι 18 στατήρες ανήκουν στον τύπο της χερσαίας χελώνας, που
υιοθετήθηκε μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας του νησιού, το 457 π.Χ.
Η απόκρυψη του
«θησαυρού» χρονολογείται γύρω στο 440 π.Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα
υστερόσημα, σφραγίσματα μεταγενέστερα με τα οποία επαναφέρει στην
κυκλοφορία τα κέρματα η ίδια εκδίδουσα αρχή ή κάποια άλλη, επίσημη ή
όχι, και συναντώνται τόσο στους πρώιμους όσο και στους οψιμότερους
στατήρες του «θησαυρού».
Φαίνεται πως σχετίζονται με τη σταδιακή
έλλειψη αυτού του είδους νομισμάτων από τις συναλλαγές, που με τη σειρά
της οφείλεται στην κάμψη της νομισματικής παραγωγής της Αίγινας. Πάντως
στην περιοχή της Θεσσαλίας, μολονότι είχαν ήδη κυκλοφορήσει οι πρώτες
τοπικές αργυρές κοπές, ακολουθώντας και αυτές τον αιγινητικό νομισματικό
σταθμητικό κανόνα, η επίμονη προτίμηση του νομίσματος της Αίγινας στις
συναλλαγές και τους αποθησαυρισμούς απηχεί τον διεθνή χαρακτήρα του.
Νομίσματα από το Κωρύκειον Άντρον
Το Κωρύκειον Άντρον στις πλαγιές του Παρνασσού, όχι μακριά από το πανελλήνιο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, υπήρξε στην αρχαιότητα τόπος λατρείας του Πάνα και των Νυμφών. Οι
ανασκαφές στο εσωτερικό του σπηλαίου αποκάλυψαν πλήθος
τεχνουργημάτων, όπως πήλινα ειδώλια, αγαλματίδια, αγγεία και
νομίσματα, κατάλοιπα της λατρευτικής δραστηριότητας στο ιερό. Τα
περισσότερα από τα εκατό νομίσματα που περισυλλέγησαν, είναι χάλκινα και
χρονολογούνται στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Τα 2/5
των νομισμάτων εκδόθηκαν από νομισματοκοπεία γειτονικά με το Κωρύκειον
Αντρον, όπως των Φωκέων, των Λοκρών και των Αιτωλών.
Τα υπόλοιπα προέρχονται από περισσότερο
απομακρυσμένες περιοχές, όπως τη Θεσσαλία, την Αττική, την Πελοπόννησο,
την Κέρκυρα, τη Λευκάδα, τη Μακεδονία και τη Μ. Ασία. Τα νομισματικά
ευρήματα μαρτυρούν για την ποικίλη προέλευση των προσκυνητών του ιερού.
Η καθιέρωση των χάλκινων νομισμάτων στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου από τον 4ο
αιώνα π.Χ. έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή καθώς αποσκοπούσε
στη διευκόλυνση των συναλλαγών τοπικού χαρακτήρα και στην εξοικονόμηση
πολύτιμου μετάλλου με την αντικατάσταση αργυρών κοπών. Σε αντίθεση με
τα νομίσματα από ευγενή μέταλλα, οι χάλκινες κοπές χρησιμοποιούνταν από
όλα τα κοινωνικά στρώματα, και κυρίως από όσους συμμετείχαν στις
πανηγύρεις, τις αγορές, τα δικαστήρια, τους ταξιδιώτες. Συνεπώς, η
κυκλοφορία και η γεωγραφική εξάπλωση του χάλκινου νομίσματος είναι
περισσότερο αντιπροσωπευτική της διακίνησης των ανθρώπων.
Ιδεολογία και συμβολισμός
Τα νομίσματα ήταν αντικείμενα ευρείας
χρήσης. Στην επιφάνειά τους αποτυπώνονταν θέματα χαρακτηριστικά της
πόλης και εύκολα αναγνωρίσιμα από τους πολίτες. Με αυτή την έννοια,
στην παράσταση και στην επιγραφή των νομισμάτων, συμπυκνώνονταν τα σύμβολα της κάθε ανεξάρτητης πόλης – κράτους και αργότερα του κάθε ηγεμόνα.
Μυθολογικές παραστάσεις και Θεοί
Στα νομίσματα των πόλεων απεικονίζονται θέματα από την αρχαία ελληνική μυθολογία και τη θρησκεία.
Πρόκειται για μύθους που τις περισσότερες φορές αφορούν στην τοπική
ιστορία της πόλης (καταγωγή, τοπικοί ήρωες, προέλευση του ονόματος,
ιδρυτές), κάνοντας έτσι και τα νομίσματα περισσότερο αναγνωρίσιμα. Το
φτερωτό άλογο Πήγασος, ξεπήδησε από τη Μέδουσα Γοργώ, όταν την
αποκεφάλισε ο Περσέας. Η Αθηνά Χαλινίτις, έδωσε στο μυθικό ήρωα
Βελλερεφόντη τα χαλινάρια για να τον δαμάσει στην Κόρινθο, δίπλα στην
πηγή Πειρήνη, σύμφωνα με το μύθο. Το δίπτυχο Πήγασος-Αθηνά είναι ο
κύριος τύπος των κορινθιακών νομισμάτων από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως το τέλος της κορινθιακής νομισματοκοπίας τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Χλωρίδα – Πανίδα
Από τις πιο αγαπητές νομισματικές παραστάσεις
είναι αυτές που προέρχονται από το βασίλειο των ζώων και των φυτών. Τις
περισσότερες φορές επιλέχθηκαν γιατί ήταν τα κύρια προϊόντα μιας πόλης
ή γιατί συνδέονταν με το όνομά της. Ζώα της ξηράς και της θάλασσας,
αμφίβια και ερπετά, πτηνά και έντομα, δέντρα, φύλλα, καρποί, φρούτα και
κάθε λογής φυτά, κοσμούν νομίσματα διαφόρων πόλεων.
Στα τετράδραχμα της Εφέσου,
η μέλισσα συνδέεται με τη λατρεία της Αρτέμιδος, αφού οι ιέρειές της
ήταν γνωστές ως «μέλισσαι». Σταθερός νομισματικός τύπος της Κυρήνης
υπήρξε η παράσταση του φυτού σιλφίου, χάρη στο εμπόριο του οποίου η πόλη όφειλε την πλεονεκτική της θέση ανάμεσα στις ελληνικές αποικίες της Αφρικής.
Το σίλφιον δεν υπάρχει πια ως φυτικό είδος και παραδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς Θεόφραστο και Διοσκουρίδη ως φάρμακο
για όλες τις ασθένειες. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι στην εποχή του βρέθηκε
μόνο ένα φυτό σιλφίου, το οποίο πρόσφεραν στον αυτοκράτορα Νέρωνα
ως το τελευταίο δείγμα αυτού του πασίγνωστου τότε είδους. Το σέλινο που
αποδίδεται φυσιοκρατικά, στην πρόσθια όψη των αργυρών αλλά και των
χάλκινων νομισμάτων του Σελινούντος στη Σικελία, λειτουργούσε και ως
«λαλούν σύμβολο» της πόλης. Η παράσταση του φυτού με την ίδια ονομασία
με την πόλη, κάνει άμεσα αναγνωρίσιμο το νόμισμα και αυτή είναι μια
πρακτική που ακολούθησαν πολλές πόλεις.
Γλυπτά
Πολλές φορές στα νομίσματα απεικονίστηκαν γλυπτά έργα
που ήταν ονομαστά στην αρχαιότητα και η φήμη τους διατηρήθηκε με το
πέρασμα του χρόνου. Οι χαράκτες της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής
απέφυγαν, κατά κανόνα, να αντιγράψουν σύγχρονα γλυπτά έργα και
προτίμησαν να διατηρήσουν μια αυτονομία στην τέχνη τους. Οι χαράκτες
όμως της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής πολύ συχνά αντέγραψαν έργα
της κλασικής εποχής, αποτυπώνοντας το μεγαλείο της δημιουργίας των
προκατόχων τους.
Τα νομίσματα αυτά έγιναν έτσι πολύτιμοι μάρτυρες για έργα που δεν σώζονται και βοήθησαν στην αναπαράστασή τους από τη νεώτερη έρευνα. Στα νομίσματα της Επιδαύρου,
απεικονίζεται ο τύπος του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Ασκληπιού,
θεού της ιατρικής, καθιστού με σκήπτρο και φίδι. Βρισκόταν στην
Επίδαυρο, έδρα της λατρείας του Ασκληπιού και ήταν φημισμένο έργο του
γλύπτη Θρασυμήδη από την Πάρο. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση κατά την οποία το νόμισμα και το γλυπτό ανήκουν στην ίδια εποχή.
Πορτραίτα
Οι ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων
τόλμησαν να απεικονίσουν τα πορτραίτα τους στα νομίσματά τους, μια
συνήθεια που είχαν ξεκινήσει ήδη από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. οι
σατράπες της υπό περσική κατοχή Ανατολής. Αυτή η τακτική, που στα ρωμαϊκά χρόνια έγινε κανόνας, εξυπηρετούσε διάφορους σκοπούς.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα οποία
επέλεγε να αποδοθεί ο κάθε ηγεμόνας, δηλαδή το διάδημα, απλή ταινία ή με
κέρατα, η δορά ελέφαντα, το ακτινωτό στέμμα, το κράνος, του προσέδιδαν
μεγαλύτερη αίγλη ως σύμβολα εξουσίας ή θεοποίησης και τον συνέδεαν
στις συνειδήσεις των λαών τους με συγκεκριμένα πρότυπα. Οι εικονιστικές αυτές κεφαλές
μετέφεραν και διέδιδαν την εικόνα του βασιλέα, ηγεμόνα ή μονάρχη και
την έκαναν γνωστή, προπαγανδίζοντας τη δύναμή του, σε συνδυασμό και με
τις μεγαλεπήβολες επιγραφές στα νομίσματα που έκοψαν.
Από τεχνικής απόψεως τα
πορτραίτα, στην αρχή ιδεαλιστικά, στη συνέχεια ρεαλιστικά, άλλες φορές
είναι στατικά και δείχνουν περιορισμένα στην κυκλική επιφάνεια των
νομισμάτων και άλλες φορές διακρίνονται από δυναμισμό και ελευθεριότητα,
που προδίδουν τη δύναμη και την τόλμη του χαράκτη τους.
Γυναικεία πορτραίτα
απαντούν κατεξοχήν στα νομίσματα του βασιλείου της Αιγύπτου. Στους
χρυσούς στατήρες, που εξέδωσαν οι ελληνικές πόλεις περί το 196 π.Χ.,
προκειμένου να τιμήσουν τον ρωμαίο στρατηγό Τίτο Φλαμινίνο, για την νίκη
του εναντίον του Φιλίππου Ε’ στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.), αποτυπώθηκε
ένα ρεαλιστικό πορτραίτο του. Αποτελεί ταυτοχρόνως ένα από τα τελευταία
του είδους του ελληνιστικό πορτραίτο σε ευρωπαϊκό έδαφος και το πρώτο
ρωμαϊκό. Το πορτραίτο του βασιλιά Ευκρατίδη Α’ της Βακτρίας αποδίδεται
με κράνος και ψηλό λοφίο, κέρατο και αυτί βοδιού, στοιχεία που
εμπλουτίζουν τη φυσιοκρατική εικόνα του.
Οικοδομήματα
Πολλές ελληνικές πόλεις απεικόνισαν στην οπίσθια όψη των νομισμάτων τους οικοδομήματα και αρχιτεκτονικά σύνολα.
Σ’ αυτά συγκαταλέγονται ναοί και ιερά διαφόρων αρχιτεκτονικών τύπων,
που πολλές φορές αποδίδονται προοπτικά ή άλλες με στοιχεία του
περιβάλλοντος χώρου και συνήθως συνοδεύονται από το λατρευτικό άγαλμα
του θεού, στο εσωτερικό τους. Στις περιπτώσεις των σύνθετων
οικοδομημάτων και των αρχιτεκτονικών συμπλεγμάτων από δυο ή
περισσότερους ναούς οι χαράκτες εκμεταλλεύτηκαν με άριστο τρόπο την
μικρή μεταλλική επιφάνεια των νομισμάτων.
Στο ίδιο εικονογραφικό θέμα
ανήκουν παραστάσεις με τείχη πόλεων, πύλες και αψίδες, βωμούς, γέφυρες,
αλλά και λιμάνια με νεώρια, φάροι, καθώς και ειδικές κατασκευές με
συγκεκριμένη χρήση. Στην πίσω πλευρά χάλκινου νομίσματος της
Αλεξάνδρειας απεικονίζεται ο Φάρος της πόλης, ένα από τα επτά θαύματα
της αρχαιότητας, η φήμη του οποίου είναι γνωστή ως τις μέρες μας. Ήταν
έργο του έλληνα αρχιτέκτονα Σωστράτου και παραγγέλθηκε από τον Πτολεμαίο Β’ (286-246 π.Χ.).
Κείμενα των: Δέσποινας Ευγενίδου, Ευαγγελίας Αποστόλου, Γιάννη Στόγια, Παναγιώτη Τσελέκα, Μαίρης Φουντουλή, Ευτέρπης Ράλλη, * Αλέξη Τότσικα.
- Υπουργείο Πολιτισμού – Νομισματικό Μουσείο, «Η Ιστορία του Νομίσματος», Αθήνα, χ.χ.
- Αλέξης Τότσικας, «η δραχμή μας», Ιστόραμα, 2002.
- Ιστορία των νομισμάτων, «Ήτοι εγχειρίδιον ελληνικής νομισματικής / Barclay V. Head», μεταφρασθέν εκ της αγγλικής και συμπληρωθέν υπό Ιωάννου Ν. Σβορώνου, πίνακες Α΄-ΛΕ΄, Εν Αθήναις, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1898.
- Αδαμάντιος Γ. Κρασανάκης, «Νομισματική Ιστορία και τα Αρχαία Νομίσματα Κρήτης». Αθήνα, 2003.