Ο Θεσμός των μνημόσυνων είναι παλαιός. Οι Πλαταιείς ανελάμβαναν την υποχρέωση να κάνουν μνημόσυνα στους νεκρούς του πολέμου, που ήταν θαμμένοι στη γη τους, κάθε χρόνο. Πληροφορίες έχουμε από τον Ισαίο όπου γίνεται λόγος για εννιάμερα. Ο ίδιος μιλάει για μνημόσυνα τρίμερα και εννιάμερα και παρατηρεί μάλιστα πως στοίχιζαν ακριβά. Ο Αισχίνης και ο Λυσίας κάνουν επίσης λόγο για εννιάμερα. Στα μνημόσυνα μοίραζαν την «μελιτούττο» που ήταν ένα είδος ψυχόπιττας. Στη βυζαντινή εποχή βεβαιώνει ο Κουκουλές ότι τα μνημόσυνα γίνονταν κανονικά σύμφωνα με την αρχαία αλλά και την ιουδαϊκή παράδοση. Στην εποχή μας τα μνημόσυνα εξακολουθούν να γίνονται και ανάλογα με το χρόνο που τελούνται διακρίνονται σε Τρίμερα ή τρίτα, Εννιάμερα, Σαράντα, Τρίμηνα,
Εξάμηνα, Εννιάμηνα, χρόνια, διπλόχρονα, τρίχρονα και συναπαντήματα. Την αρχαία αυτή συνήθεια η Εκκλησία την μπέρδεψε με το δόγμα. Σύμφωνα λοιπόν με το δόγμα, η Εκκλησία πιστεύει πως όσοι πεθαίνουν δεν διακόπτουν την πνευματικά επικοινωνία με την Εκκλησία του Χριστού πάνω στη γη, αλλά εξακολουθούν να επικοινωνούν μέσω της κοινής αγάπης προς το Χρίστο. Η αγάπη αυτή συνδέει και ενώνει συνεχώς και ακατάπαυστα όλους τους πιστούς, κι όσους δηλαδή ζουν πάνω στην γη, κι όσους ζουν στον ουρανό. Σύμφωνα με αυτά οι πιστοί που ζουν ακόμα πάνω στην γη και όσοι έφυγαν από την ορατή αυτή κοινωνία, αποτελούν την Μία του Χριστού Εκκλησία διαιρεμένη στα δύο: στη Θριαμβεύουσα στον ουρανό και στην Στρατευομένη πάνω στη γη. Αυτή που είναι στον ουρανό ονομάζεται θριαμβεύουσα γιατί τελείωσε τον αγώνα της στη γη, νίκησε με την δύναμη του Χριστού και θριαμβευτικά γύρισε στον αγωνιστή Χριστό για να λάβει τα αμάραντα στεφάνια της δόξας την ημέρα της κρίσης. Η στρατευομένη επί της γης Εκκλησία εκδηλώνει τη σχέση της με τους « εν πίστει και εν τη κοινωνία της Εκκλησίας κεκοιμημένους με ελεημοσύνες και άλλα αγαθά έργα προσφέροντας και την αναίμακτη Ευχαριστία.» Και βέβαια κανένας δε μας εμποδίζει να εκδηλώσουμε συμπάθεια κι αγάπη στους νεκρούς μας και να προσευχόμαστε στο Θεό και στους Αγίους να ελαφρύνουν την ποινή τους και να τους τάξουν «εν χώρα των δικαίων» . Αλλό είναι το θέμα. Το ίδιο το δόγμα αυτοαναιρείται. Το δόγμα δέχεται ότι αμέσως μετά το θάνατο ακολουθεί η μερική κρίση που είναι ανάλογη με τα έργα που έπραξε ο καθένας όταν ζούσε. Το λέει άλλωστε και η παροιμία «Στον ‘Αδη δεν υπάρχει μετάνοια». Παρόλα αυτά η Εκκλησία μας δέχεται ότι αν τηρηθούν ορισμένες προϋποθέσεις είναι δυνατόν οι δεήσεις και τα μνημόσυνα να έχουν ευεργετική επίδραση για την τύχη της ψυχής των νεκρών μας.