Ο Ελβετός Fred Boissonnas (1858-1946), ο επιφανέστερος γόνος της γνωστής «δυναστείας φωτογράφων» της Γενεύης, έχει συνδέσει το όνομά του με την Ελλάδα.
Δεινός ορειβάτης και φυσιολάτρης έρχεται πρώτη φορά στην Ελλάδα και φωτογραφίζει το 1903 ,έρχεται ξανά το 1907 ,το 1913 είναι ο πρώτος που ανεβαίνει στην κορυφή του Ολύμπου.Ξαναέρχεται για ένα τελευταίο ταξίδι στο Άγιο Όρος το 1930 (72 χρονών!).
Από το 1903 που πρωτογνώρισε τη χώρα μας, η ζωή του καθορίσθηκε και φωτίσθηκε από τη μαγεία της. Επί 30 και πλέον χρόνια, όχι μόνον ως φωτογράφος αλλά και ως συγγραφέας, εικονογράφος και εκδότης βιβλίων με θέματα από την Ελλάδα, αποτέλεσε έναν από τους καλύτερους «πρεσβευτές» μας, αποκαλύπτοντας και προβάλλοντας στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο, με τη σπάνια αισθαντικότητα και τη μοναδική τεχνική του στη φωτογραφία, τα γεμάτα φως τοπία μας, τα λαμπρά αρχαία μνημεία και τη ζωντανή καθημερινότητα του λαού μας.
Με την ίδια τεχνική και αισθητική θεώρηση, θα μας δώσει όλα τα αριστουργήματά του από περιοχές της Ελλάδας, τις οποίες φωτογράφισε με τις μηχανές και τις γυάλινες πλάκες του, που ζύγιζαν εκατοντάδες κιλά και τις οποίες μετακινούσε συνήθως με μουλάρια και άλλα πρωτόγονα μέσα.
Λιγοι αγάπησαν την Ελλάδα όσο ο φωτογράφος Φρεντ Μπουασονά (1858-1946). Ο ίδιος έγραφε το 1910: «Αυτός ο λαός, τόσο στις ακτές όσο και στο εσωτερικό της χώρας, ο ψαράς της Αίγινας, ο γεωργός της Αργολίδας, ο βοσκός του Χελμού ή του Παρνασσού, όλος αυτός ο κόσμος έχει τόσο σπινθηροβόλο πνεύμα, τόση καλοσύνη, τόσο πάθος για την ελευθερία, μια τέτοια λατρεία για το παρελθόν του, μια τέτοια προσήλωση στις αρχαίες συνήθειες…».
Και ο Ντανιέλ Μπο-Μποβί, πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης, ο οποίος συνταξίδεψε με τον Μπουασονά στην Ελλάδα, είχε πει σε μια διάλεξη το 1931: «Στην Ελλάδα, όπου άλλοι δεν πήγαιναν παρά γυρεύοντας ερείπια, εμείς ανακαλύπταμε μια φύση κι έναν λαό».
Η τρυφερή ματιά του «ξένου» που αγάπησε ανυστερόβουλα τη χώρα μας, μας κάνει να εκτιμήσουμε κάθε τι που παίρνουμε ως δεδομένο στην Ελλάδα. Από την Ακρόπολη ως μια «καλημέρα» σε ένα σοκάκι των Κυκλάδων…..
Ο Μπουασονά ήταν επιτυχημένος φωτογράφος προτού ακόμη ανακαλύψει την Ελλάδα. Γεννημένος στη Γενεύη, κληρονόμησε το φωτογραφικό εργαστήριο του πατέρα του το 1888 και το διηύθυνε μαζί με τον αδελφό του, Εντμόν-Βικτόρ. Οι δυο τους εφηύραν την ορθοχρωματική πλάκα, η οποία έδωσε ένα ασύγκριτα βελτιωμένο αποτέλεσμα. Το 1900, εισάγοντας τη χρήση τηλεφακού, πέτυχε την αποτύπωση του Λευκού Ορους ξεχωρίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας το μπλε από το άσπρο στο φάσμα του φωτός. Τρία χρόνια αργότερα ταξίδεψε στην Ελλάδα και ο ίδιος χαρακτήρισε αυτή τη συνάντηση «έρωτα με την πρώτη ματιά».
Τον περιλαμβάνουμε στους μεγάλους Έλληνες φωτογράφους και για την αξία του έργου του και για τον φιλελληνισμό του αλλά και επειδή πιστεύουμε πως το έργο του έκανε γνωστή την Ελλάδα της εποχής του και επηρέασε και πολλούς Έλληνες φωτογράφους.Το σύνολο του Ελληνικού τμήματος του αρχείου του αποκτήθηκε πρόσφατα από την πολιτιστική Ολυμπιάδα.Τα έργα του δημιουργού αποτελούν μια μοναδική μαρτυρία της ζωής της αγιορειτικής κοινότητας στα χρόνια του μεσοπολέμου.Οι φωτογραφίες από το ταξίδι του στο Άγιο Όρος αποκαλύπτουν τη θρησκευτική ζωή, την αρχιτεκτονική των μονών και την πρωτοκαθεδρία των στοιχείων της φύσης στην ύπαιθρο.
Fred Boissonnas, “Εικόνες της Ελλάδας”
Γιάννης Σταθάτος 2004
Δεν ήσαν σπάνιες, την περίοδο του όψιμου μεσαίωνα και της αναγέννησης, οι δυναστείες ζωγράφων, μουσικών ή αρχιτεκτόνων. Αντίστοιχη περίπτωση στο χώρο της φωτογραφίας παρουσιάζει η οικογένεια Boissonnas της Γενεύης, από την οποία προήλθαν έξη διακεκριμένοι φωτογράφοι: ο Henri-Antoine (1833-1889), οι γιοι του Francois-Frederic (1858-1946) και Edmond-Victor (1862-1890) και οι τρεις γιοι του δεύτερου, Edmond Edouard (1891-1924), Henry Paul (1894-1966) και Paul (1902-1983). Σημαντικότερος έμελλε να αναδειχθεί ο Francois-Frederic, που έγινε γνωστός με το υποκοριστικό Fred: εξαιρετικά δραστήριος και εργατικός, ασχολήθηκε κατ’αρχάς με την εντατική καταγραφή της πατρίδας του και των κατοίκων της. Tο 1889, με τον αδελφό του Edmond, παρουσίασε στη διεθνή έκθεση των Bρυξελλών μια καινούργια ορθοχρωματική αρνητική πλάκα που για πρώτη φορά απέδιδε σωστά τους τόνους του γαλάζιου ουρανού. Μία δεκαετία αργότερα, αγόρασε την επιχείρηση του Nadar και ίδρυσε κανούργιο εκδοτικό οίκο στη Μασσαλία.
Για μάς, ουσιώδες στοιχείο στη βιογραφία του Boissonnas είναι βέβαια ο φιλλεληνισμός του, που οφείλετο τόσο στο γενικότερο φιλλεληνικό πνεύμα της Γενεύης του 19ου αιώνα όσο και στη στενή σχέση της οικογενείας με τον Ελβετό τραπεζίτη και σύμβουλο τού Καποδίστρια, Jean-Gabriel Eynard. Το 1903, ο Boissonnas για πρώτη φορά επισκέπτεται και φωτογραφίζει την Ελλάδα με τον φίλο του Daniel Baud-Bovy, πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών. Ακολούθησαν άλλες φωτογραφικές εξορμήσεις το 1907-1908, το 1911-1912, το 1913 και το 1919, με αποτέλεσμα την έκδοση δεκατριών λευκωμάτων ελληνικού περιεχόμενου από τα οποία ξεχωρίζουν “En Grece par Monts et par Vaux” (“Στα βουνά και λαγκάδια της Eλλάδος”, 1910), “Le Parthenon” (1910-12), “Des Cyclades en Crete au gre du vent” (“Aκολουθώντας τον άνεμο από τις Kυκλάδες στη Kρήτη”, 1919) και “Dans le sillage d’Ulysse” (“Aκολουθώντας τον πλου του Oδυσσέα”, 1933).
Οι πρακτικές δυσκολίες της φωτογράφισης στην ελληνική ύπαιθρο, που προϋπέθετε τη μεταφορά και χρήση ογκώδους και βαρέως υλικού κάτω από συχνά πρωτόγωνες συνθήκες, ποτέ δεν φαίνεται να τον πτόησαν. Tο καλοκαίρι του 1913 ο Boissonnas και ο Baud-Bovy, αφού διέσχισαν με μουλάρια την Hπειρο και την Πίνδο, έφθασαν στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να φωτογραφίσουν τις επιχειρήσεις του Βαλκανικού πολέμου με ορμητήριο το ελληνικό στρατηγείο στην Kρέσνα.
Στη Θεσσαλονίκη όμως πληροφορήθηκαν ότι απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο εμβολιασμός κατά της χολέρας, που θα ακολουθούσε αναγκαστική οκταήμερη καραντίνα. Για να αποφύγουν, όπως γράφει ο Baud-Bovy, τον πληκτικό εγκλωβισμό στο ξενοδοχείο τους, αποφάσισαν να αφιερώσουν το αναπάντεχο αυτό διάλειμμα στην κατάκτηση της μέχρι τότε απάτητης ψηλότερης κορυφής του Ολύμπου. Η πρώτη αναρρίχηση του Μύτικα επετεύχθηκε πράγματι στις 2 Αυγούστου από τους δύο Ελβετούς και τον οδηγό τους, τον Λιτοχωρίτη κυνηγό (και βιολιστή) Χρήστο Κάκκαλο.
Κατά τη διάρκεια της αναρρίχησης, παρά τις ιδιαίτερα αντίξοες καιρικές συνθήκες, “ο Boissonnas, δεμένος με το σκοινί την άκρη του οποίου κράταγε [ο Baud-Bovy], φωτογράφιζε τους γκρεμούς που ορθώνονταν γύρω μας σαν ερειπωμένοι καστρότοιχοι, και που φαίνονταν σαν να σαλεύαν μέσα από την αεικίνητη, σκιώδη ομίχλη”.
Ο Fred Boissonnas υπήρξε αναμφισβήτητα ο κορυφαίος φωτογράφος του ευρύτερου ελλαδικού χώρου κατά το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα, και αυτό για δύο βασικούς λόγους. O πρώτος ήταν, απλούστατα, η εξαιρετική καλλιτεχνική αλλά και τεχνική του ικανότητα. Ο δεύτερος και εξ ίσου σημαντικός ήταν το σπάνιο χάρισμα να βλέπει τα πάντα με φρέσκο και αειθαλές μάτι. Περιπετειώδης, αθλητικός και ελεύθερος από στερεότυπες προκαταλήψεις σχετικά με το τι άξιζε ή δεν άξιζε να απαθανατισθεί, ο Boissonnas φωτογράφιζε με τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια επιτυχία αρχαία μνημεία και τουρκομαχαλάδες, Ηπειρώτες βοσκούς και Αθηναίους αστούς, έρημα τοπία και πολυπληθή λιμάνια. Επιπλέον, παρά την εμφανή αγάπη που έτρεφε για την Ελλάδα, η προκατάληψη αυτή δεν εξελίχθηκε ποτέ σε τυφλό σωβινισμό: η Ελλάδα του Boissonnas ήταν το πολυεθνοτικό και πολυπολιτισμικό σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου και όχι η συρρικνωμένη Ελλάδα που μοιραία δημιουργήθηκε από τη Μικρασιατική καταστροφή. Με άλλα λόγια, ενώ ο Boissonnas συνέβαλε συστηματικά στη θετική προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό, οι φωτογραφίες του δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν «εθνοπλαστικές», όπως αυτές πολλών Ελλήνων φωτογράφων της δεκαετίας του είκοσι και του τριάντα.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο φιλλεληνισμός του Boissonnas δεν έπαιρνε συχνά άμεσα πρακτική όσο και αποτελεσματική μορφή. Τον Φεβρουάριο 1919, λόγου χάριν, δηλαδή σε μια εξαιρετικά κρίσιμη για την ελληνική διπλωματία στιγμή, οργάνωσε στο Παρίσι έκθεση 550 φωτογραφιών με θέμα την Ελλάδα, έκθεση που πλαισιώθηκε από διαλέξεις και δημοσιεύσεις, εγκαινιάσθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας και προσέλκυσε πάνω από 40,000 επισκέπτες.
Παραδόξως, η βιβλιογραφία τού τόσο σημαντικού για την ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας αυτού δημιουργού είναι σήμερα εξαιρετικά πτωχή. Δύο μόνον αυτοτελείς εκδόσεις φαίνεται να δημοσιεύθηκαν από το 1933 μέχρι το 2001: το ανάτυπο του «Aκολουθώντας τον πλου του Oδυσσέα» που κυκλοφόρησε η Άγρα το 1991 και το λεύκωμα «Θεσσαλονίκη 1913 και 1919» του Λαογραφικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (1989). Ως εκ τούτου, ο τόμος «Εικόνες της Ελλάδας», που παρουσιάζει 110 διτονικές αναπαραγωγές σε σελίδες διαστάσεων 30Χ34 εκ., είναι εξαιρετικά ευπρόσδεκτος.
Η πατρότητα του βιβλίου, όπως συχνά συμβαίνει με τα πιο φιλόδοξα εκδοτικά εγχειρήματα, αποδεικνύεται αρκετά μπερδεμένη: πρόκειται για έκδοση του Ριζαρείου Ιδρύματος, συνοδευτική έκθεσης στο Εκθεσιακό Κέντρο του ιδρύματος στο Μονοδένδρι, χρηματοδοτημένη από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, βασισμένη στα αρνητικά του αρχείου Boissonnas στη Γενεύη, συνοδευόμενη από σύντομα κείμενα δύο ελβετών καθηγητών και με καλλιτεχνική επιμέλεια του Γιάννη Δήμου.
Οι «Εικόνες της Ελλάδας», εν μέρει χάρη στη λιτή αλλά εμπνευσμένη σελιδοποίηση της Κωνσταντίνας Σαμπανιώτη, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τον τίτλο του ομορφότερου φωτογραφικού βιβλίου της τελευταίας δεκαετίας, αν δεν το πρόδιδαν δύο στοιχεία. Το ένα είναι η πενία των κειμένων, αφού οι φωτογραφίες συνοδεύονται μόνον από δύο εισαγωγικές σελίδες του Gad Borel, γαμπρού του Boissonnas και διαχειριστού του αρχείου του, και από τρεις σελίδες του καθηγητού Armand Brulhart σχετικά με την οικογένεια Boissonnas στη Γενεύη.
Χάθηκε, δηλαδή, μία μοναδική ίσως ευκαιρία για τη συγγραφή ολοκληρωμένης μελέτης των ελληνικών φωτογραφιών του Boissonnas και του κλίματος στις οποίες τραβήχθηκαν, κάτι που αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη. Παράδειγμα της έλλειψης βασικών πληροφοριών σχετικά με το έργο του αποτελεί το γεγονός ότι στο σύντομο, ανυπόγραφο πρόλογο του λευκώματος, αναφέρεται ότι οι ελληνικές λήψεις του αρχείου Boissonnas αριθμούv συνολικά 7,000 κομμάτια.
Σύμφωνα όμως με τη «Διεθνή Εγκυκλοπαίδια Φωτογράφων» των Ελβετών Auer & Auer, στον αριθμό αυτό ανέρχονται όσες τράβηξε ο Boissonnas στην Ελλάδα το 1903 και μόνον. Ποιός έχει δίκιο; Ο Baud-Bovy πάντως αναφέρει αλλού ότι ο Boissonnas τύχαινε να χρησιμοποιήσει, σε μία μόνο μέρα, μέχρι και έξι δωδεκάδες γυάλινες πλάκες.
Μεγαλύτερο κατά τη γνώμη μου πρόβλημα αποτελεί το υπερβολικά βαρύ τύπωμα των εικόνων, με αποτέλεσμα πολλές να φαίνονται αισθητά πιο σκοτεινές από τις πρωτότυπες. Η σχετική απόφαση, που πρέπει να λήφθηκε στο στάδιο των διαχωρισμών ή της εκτύπωσης του βιβλίου, έχει μεν το προτέρημα να τις καθιστά δραματικώτερες, κέρδος όμως που αντισταθμίζεται από την αισθητή μείωση λεπτομέριας στις σκοτεινότερες, πιο σκιασμένες περιοχές των φωτογραφιών. Δεν ισχυρίζομαι ότι τα σύγχρονα τυπώματα βάσει παλιών αρνητικών πρέπει απαραιτήτως να είναι εκατό τοις εκατό πιστά στα πρωτότυπα, αφού από τη μια μεριά οι αισθητικές αντιλήψεις αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου και από την άλλη, η εξαφάνιση των πρωτοτύπων υλικών καθιστά κάθε τέτοια προσπάθεια ανόφελη – αποτελεί όμως λάθος η θυσία πληροφοριών που βρίσκονταν στο αρχικό αρνητικό και που επέλεξε να φανερώσει ο φωτογράφος. Όταν, λόγου χάριν, σε πρωτότυπη φωτογραφία του Boissonnas διαβάζουμε εύκολα τα χαρακτηριστικά προσώπων που στέκονται σε σκιασμένο μέρος της σύνθεσης, και τα χαρακτηριστικά αυτά βρίσκονται τώρα τυλιγμένα στο σκοτάδι, πρόκειτα αναμφισβήτητα για απώλεια.
Προφανώς λοιπόν το λεύκωμα «Εικόνες της Ελλάδας» δεν αντιπροσωπεύει την τελευταία λέξη όσον αφορά την περίπτωση Boissonnas, δεν παύει όμως, παρ’ όλες τις τυχόν επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν, να είναι μία όμορφη έκδοση που συμπληρώνει ως ένα βαθμό ένα τεράστιο κενό της σημερινής βιβλιογραφίας.
ASPROMAVRO