Σελίδες


Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ " ΜΑΡΚΟΣ "




Σαν χθές έφυγε από τη ζωή Μάρκος Βαμβάκαρης, θεμελιωτής του ρεμπέτικου και ακρογωνιαίος λίθος του λαϊκού τραγουδιού Γεννήθηκε στις 10 Μάιου το 1905 στην Άνω Χώρα της Σύρου από φτωχή οικογένεια καθολικών και ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Από μικρός αναγκάζεται να κάνει διάφορες δουλειές( κλωστοϋφαντουργός, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος) για να βιοποριστεί αυτός και η οικογένειά του.

Το 1917 σε ηλικία 12 ετών λαθρεπιβάτης στο πλοίο της γραμμής φτάνει στον Πειραιά όπου για να επιβιώσει κάνει τις δουλειές του ανθρακεργάτη, του χαμάλη, του εκδορέα στα σφαγεία. Έρχεται σε επαφή με τους τεκέδες, συναναστρέφεται τον κόσμο τους και μυείται στους κώδικες και στον τρόπο της ζωής τους. Εκεί συναρπάζεται από τον ήχο του μπουζουκιού και σε διάστημα έξι μηνών όπως λέει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του μαθαίνει το όργανο και αρχίζει να γράφει δικά του τραγούδια



Το 1933 ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι, το: «Καραντουζένι» στην Odeon και το 1934 μαζί με το Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστη Δελιά και τον Πρόδρομο Τσαουσάκη δημιουργούν την ξακουστή «Τετράς του Πειραιά» της οποίας όλα τα μέλη έχουν μια εξέχουσα θέση στο ρεμπέτικο τραγούδι με πολλά γνωστά τραγούδια ο καθένας. Η θρυλική τετράς γίνεται γνωστή και η φήμη του Βαμβακάρη εδραιώνεται μεταξύ των ανθρώπων του ρεμπέτικου και των θαμώνων στα στέκια όπου παίζεται το είδος αυτό της λαϊκής μας μουσικής. Το 1935 επισκέφτηκε την Σύρο ύστερα από είκοσι σχεδόν χρόνια για να παίξει σε μαγαζί της περιοχής και γράφει την «Φραγκοσυριανή» το πιο γνωστό και πολυτραγουδισμένο του τραγούδι που θα γίνει επιτυχία εικοσιπέντε χρόνια αργότερα με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.To 1935 εγκαταλείπει τους τεκέδες και εμφανίζεται αποκλειστικά στα λαϊκά κέντρα, ενώ στην κομπανία έρχεται και π Κ.Σκαρβέλης. Η περίοδος αυτή είναι η πιο παραγωγική του και συνεργάζεται με μια σειρά μεγάλα ονόματα της εποχής όπως :Γ.Παπαϊώάννου , Σ.Κερομύτη, Σ.Χασκίλ.Ρ..Αραμπατζή Σ. Καρίβαλη.

Η μεταξική δικτατορία θέλοντας να χειραγωγήσει τα μουσικά πράγματα της εποχής και να τα προσαρμόσει στην Εθνική Πολιτισμική Ταυτότητα του καθεστώτος επιβάλει λογοκρισίας στο είδος του τραγουδιού και κυνηγά τους δημιουργούς του. Τα βιώματα και η αναφορά στην παρέκκλιση που έχουν σαν αναφορά τα τραγούδια του Μάρκου : τεκέδες μαγκιά, ουσίες γυναίκες, αλλά και η παθητική διαμαρτυρία απέναντι στην καθεστωτική καταπίεση κηρύσσονται παράνομες και «αλλότριες» συνήθειες και απαγορεύονται. Από το 1940 και όλη την διάρκεια της κατοχής γράφει τραγούδια που αναφέρονται στην επιστράτευση και στα πολεμικά γεγονότα που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Αυτή την εποχή γράφει και το «Χαϊδάρι» που θα γίνει γνωστό από το γιό του Στέλλιο μετά την μεταπολίτευση. «Τρέξε μανούλα να με δεις τρέξε για να με σώσεις Κι απ το Χαϊδάρι μάνα μου να μ απελευθερώσεις» Μεταξική λογοκρισία και η κατοχή συμβάλουν αποκλειστικά στην ανέχεια και την φτώχεια που έχει περιπέσει ,την οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει με περιοδείες με το μπουζούκι του ανά την Ελλάδα,.

Μετά τον πόλεμο επανέρχεται στην δισκογραφία αλλά το 1952 τα προβλήματα υγείας καθώς και στροφή των εταιριών στους μουσικούς «επηρεασμούς» του Ανατολίτικου θα τον θέσουν στο περιθώριο. Εξαίρεση αποτελεί η συμβολή του Βασίλη Τσιτσάνη που σαν καλλιτεχνικός διευθυντής της Coloybia φέρνει ξανά τον Μάρκο στην επιφάνεια με την ηχογράφηση έξι νέων τραγούδιων καθώς και την επανεκτέλεση παλαιότερων με τη φωνή του Γ. Μπιθικώτση, της Κ. Γκρέη, και του Σ. Διονυσίου που θα συμβάλουν στην επαναφορά του στην επιφάνεια αλλά και θα θέσουν τις βάσεις για την μετέπειτα αναβίωση του ρεμπέτικου τραγουδιού, στιγμές που θα ζήσει και ο ίδιος με επαναφορά στο πάλκο στα μέσα της δεκαετίας του ΄70 με αποκορύφωμα την μεγάλη συναυλία στο «Κεντρικόν» που οργάνωσε ο «Σύλλογος Κρητικών Φοιτητών».

Κοινωνικό και βιωματικό το περιεχόμενο των τραγουδιών του Μάρκου και συνολικά του ρεμπέτικου τραγουδιού αντλεί το περιεχόμενό του από την καθημερινότητα του κόσμου που οι κοινωνικές αντιθέσεις έχουν θέσει στην περιφέρεια –«περιθώριο» του αστικού κόσμου και της κουλτούρας του. Τεκέδες , χασίσι, μάγκες με μπέσα και αξιοπρέπεια, βιοπορισμός , επαγγέλματα, καταγγελία της κοινωνικής αδικίας, αλλά και έρωτες, πάθη και προσδοκίες, που μέσα από την ανάμνηση των ήχων της παιδικής μνήμης, των παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών και οργάνων και «ντυμένα» με τη φόρμα του μπουζουκιού από την φαντασία και τα χρυσά δάχτυλα του Πατριάρχη του λαϊκού μας τραγουδιού Μάρκου Βαμβακάρη αγγίζουν την καρδιά και τις αισθήσεις των καταπιεσμένων και απόκληρων των αστικών κέντρων για να γίνουν παρακαταθήκη ενός λαϊκού πολιτισμού με αντοχές και μέλλον.