Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν «ὁ μεγάλος ζωγράφος τῶν ταπεινῶν», κατὰ τὸν Κωστῆ Παλαμᾶ. Πρόκειται γιὰ ἕνα κλίμα καὶ μία ἀτμόσφαιρα ποὺ καθαρίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὑπάρχουν στοιχεῖα νοερᾶς προσευχῆς, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ προσευχὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἕναν βαθὺ πόνο. Καὶ προτιμῶ αὐτὴν τὴν κοινωνία ἀπὸ μερικὲς ἄλλες κοινωνίες ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ πουριτανικὲς ἰδέες μὲ φαντασιώσεις ὑψηλῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη πιθανὸν νὰ μὴ ὠφελοῦν τοὺς μοναχούς, ποὺ ἀποβλέπουν σὲ κάτι ἄλλο. Ἄλλωστε, οὔτε ὁ Παπαδιαμάντης εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ καθοδηγῇ μοναχοὺς μὲ ὑψηλὲς πνευματικὲς καταστάσεις. Ἄλλος ἦταν ὁ προορισμός του. Ζωντας μέσα στὸν κόσμο καὶ ἐπιδιώκοντας «νὰ βγάλη τὸ ψωμί του», ἔγραψε τὶς ἀναμνήσεις του καὶ τὸν πόνο του, χωρὶς νὰ κάνῃ θρησκευτικὸ κήρυγμα, ἀλλὰ μᾶλλον ἔγραφε ἐξομολογητικὰ καὶ ἀνθρώπινα, συγκρίνοντας ἐν πολλοῖς τὸν κόσμο τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος μὲ τὸν κόσμο τῆς ἐξορίας.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε στὴν ζωή του μὲ πόνο, ποὺ θεραπεύει τὴν καρδιά, μὲ βαθυτάτη αὐτομεμψία καὶ μάλιστα εἶχε τὴν τόλμη νὰ τὴν γράφη, ἔζησε μὲ ὑψηλὸ αἴσθημα δικαιοσύνης, μὲ ἔντονη ξενιτεία, ποὺ αὐξανόταν μὲ τὶς ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς του ἡλικίας μέσα σὲ μιὰ ἱερατικὴ οἰκογένεια καὶ μία λατρευτικὴ καὶ θεραπευτικὴ κοινότητα. Ὁ ἀείμνηστος Φιλόθεος Ζερβάκος θὰ γράψη γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη: «Ἐγύρισα ὅλας τὰς Μονᾶς τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Παλαιστίνης, τοῦ Σινᾶ. Εὑρήκα καλογήρους, ἱερομονάχους, μοναχούς, ἀλλὰ πτωχοὺς καὶ ἀκτήμονας ὡσὰν τὸν Παπαδιαμάντην πάνυ ὀλίγους...».
Ἂν συγκρίνῃ κανεὶς τὴν ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὴν πλειονότητα τῶν μοναχῶν τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι ζοῦν μὲ συνεχεῖς ἐπαιτεῖες καὶ κατασκευάζουν πολυτελῆ Μοναστήρια, ὅπου διαβιώνουν μὲ κοσμικὴ ἄνεση, τότε ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀξία τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἔζησε, λοιπόν, μὲ πόνο, ἀλλὰ καὶ ὅταν ᾖλθε ἡ ὥρα νὰ φύγη ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν, πέθανε μὲ ἐξομολόγηση, μὲ τὴν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων, μὲ προσευχὴ καὶ μετάνοια, ψάλλοντας μὲ πόνο τὸ δοξαστικὸ τῆς Παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, «τὴν χεῖρά σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον Κορυφὴν τοῦ Δεσπότου, μεθ᾿ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτὸν ἡμῖν καθυπέδειξας, ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτόν, Βαπτιστά, ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν». Τὸ ὀρθόδοξο τέλος του ἦταν ἔνδειξη τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἀποδοχῆς τῆς ὑπάρξεώς του ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν σᾶς ἀποκρύπτω ὅτι νοσταλγῶ νὰ ἔχω τὸ ἴδιο τέλος ποὺ εἶχε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ἐλπίζω στὸ ἔλεος καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ὅτι θὰ μοῦ τὸ χαρίση.
Ὁ Θεὸς τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων καὶ ἰδιαιτέρως τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων μὲ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ φυσικὰ μὲ τὴν μεγάλη φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία. Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καὶ τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας.
Ὁ Θεὸς τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη εἶναι ἕνας θεὸς ἀπρόσιτος, σκληρός, ποὺ ὑποχρεώνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀποδοχὴ τῆς ὕπαρξής του. Στὴν «Σούμα Θεολόγικα», ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης, μετὰ τὰ ἐπιχειρήματα περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, φθάνει σὲ ἀναγκαστικὲς δεσμεύσεις: «Ἀνάγκη λοιπὸν νὰ παραδεχθῶμεν πρώτην τίνα ποιητικὴν αἰτίαν, ἣν πάντες ὀνομάζουσι Θεόν». Καὶ ἀλλοῦ: «Συνεπῶς πρέπει νὰ ὑπάρχη ὃν νοοῦν, ὑφ᾿ οὗ πάντα τὰ φυσικὰ ὄντα κυβερνῶνται καὶ κατευθύνονται πρὸς τὸν ἑαυτῶν σκοπόν· τὸ δ᾿ ὃν τοῦτο ὀνομάζομεν Θεόν». Καὶ ἀλλοῦ: «Δὲν δυνάμεθα νὰ διακριβώσωμεν πῶς ὁ Θεὸς εἶνε, ἀλλὰ μᾶλλον πῶς δὲν εἶνε».
Ὁ Θεὸς ἀκόμη τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας εἶναι θεὸς φεουδάρχης, ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖται ἀπὸ τρεῖς ἀρχές, ἤτοι ὅτι εἶναι ἡ ὑψίστη δικαιοσύνη, ἡ ὑψίστη τιμὴ καὶ ὅτι εἶναι θεὸς τάξεως, ἀφοῦ ἔβαλε σὲ ὅλη τὴν κτίση τὴν τάξη. Ὁπότε κάθε ἁμαρτία εἶναι προσβολὴ τῆς τιμῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ παράβαση τῆς τάξεως ποὺ ὑπάρχει σὲ ὅλην τὴ δημιουργία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ τιμωρηθῆ, ἢ πρέπει νὰ ἐξιλεώσῃ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν τρωθεῖσα τιμή Του.
Ὁ Νίκος Καζαντζάκης, ἐπηρεασμένος ἀπὸ αὐτὴν τὴν δυτικὴ θεολογικὴ προβληματική, εἶχε ὑπ᾿ ὄψη του ἕναν τέτοιο δυνάστη θεό. Σὲ μία ἀλληλογραφία ποὺ εἶχε μὲ κάποιον ἑλληνοαμερικανὸ Ἱερέα Παπαστεφάνου φαίνεται αὐτὸς ὁ ἐπηρεασμός του. Γράφει κάπου:
«Ο θεός μου εἶναι ὅλο λάσπη, αἵματα, ἐπιθυμίες κι ὁράματα. Δὲν εἶναι ὁ ἁγνός, ἄσπιλος, παντοδύναμος, πάνσοφος, δίκαιος, πανάγαθος. Δὲν εἶναι φῶς. Μὲ ἀγῶνα, μὲ κάματο μετουσιώνει τὴ νύχτα μέσα στὰ σωθικά του καὶ τὴν κάνει φῶς. Ἀνηφορίζει ἀγκομαχώντας τὸν ἀνήφορο τῆς ἀρετῆς. Φωνάζει βοήθεια. Δὲ μᾶς σῴζει. Ἐμεῖς τόνε σῴζομε. Salvatores Dei! Τί θὰ πεῖ τόνε σῴζομε; Σῴζομε μέσα ἀπ᾿ τὴν ἐφήμερη πήλινη ὕπαρξή μας τὴν πνοὴ τὴν αἰώνια, μετουσιώνουμε τὴ σάρκα, τὸν ἀέρα, τὸ νερὸ καὶ τὰ κάνομε πνέμα».
Καὶ σὲ μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιστολές του (25-4-54) γράφει:
«Τρία τὰ μεγάλα θεολογικὰ στάδια ποὺ πέρασα:
- Θεέ μου, ἐσὺ θὰ μὲ σώσης·
- Θεέ μου, ἐγὼ θὰ σὲ σώσω·
- Μαζὶ θὰ συνεργαστοῦμε μαζὶ θὰ σωθοῦμε, Θεέ μου».
Ὁ Θεὸς ὅμως τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας. Ὁ Παπαδιαμάντης γνώρισε τὸν Θεὸ ἀπὸ νηπτικοὺς πατέρας, ποὺ ὀνομάζονταν κολλυβάδες, τόσο στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅσο καὶ στὴν Σκιάθο. Εἶναι Θεὸς ἀγάπης, ποὺ συμπονεῖ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἀγαπᾷ, ποὺ ἀγαπᾷ πιὸ πολύ τους ἁμαρτωλοὺς ποὺ συναισθάνονται τὴν πνευματική τους φτώχεια. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ σὲ ὅλο τὸ ἔργο του. Ὁ Θεός, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Σιλουανός, εἶναι ταπείνωση καὶ πραότητα ποὺ συγχωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς.
Γράφοντας ὁ Παπαδιαμάντης γιὰ τὸ καθαρτήριο πῦρ τῆς «Παπικῆς Ρώμης» σχολιάζει:
«Ἡμεῖς Καθαρτήριον δὲν ἠξεύρομεν, πιστεύομεν ὅμως ὅτι ὁ Θεὸς ἐν τῷ ἀπείρῳ Αὐτοῦ ἐλέει πολλὰς πολλῶν ἁμαρτίας θὰ συγχωρήσῃ δεχόμενος τὰς μυστικὰς θυσίας καὶ τὰς ἐν αὐταῖς γινομένας εὐλαβῶς μνείας τῶν κεκοιμημένων. Περὶ Καθαρτηρίου δὲ καὶ ἄλλων τοιούτων δὲν πολυπραγμονοῦμεν. Οἱ Δυτικοὶ θεολόγοι εἶναι δεινοὶ εἰς τὸ νὰ περιγράφωσιν ἐπὶ τὸ φανταστικώτερον καὶ τὰς Κολάσεις καὶ τὰ Καθαρτήρια. Ἡμεῖς γνωρίζομεν μόνον ὅτι αἱ ψυχαὶ τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὅσοι ἠμάρτησαν ὡς ἄνθρωποι, εἶναι εἰς τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ».
Ἀκόμη σὲ ὅλα τὰ ἔργα του φαίνεται διάχυτη αὐτὴ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Τὴν Χριστίνα, τὴν δασκάλα, ποὺ ζοῦσε χωρὶς στεφάνι, τὴν βλέπει μὲ συμπάθεια, γι᾿ αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ διηγήματός του γράφει γι᾿ αὐτήν: «Ἀλλ᾿ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη «ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῆ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν».
Τὸν «μπάρμπα-Γιαννιὸ τὸν Ἔρωντα», ποὺ πέθανε μπροστὰ στὴν πόρτα τῆς Πολυλογοῦς ποὺ ἀγαποῦσε, καὶ σκεπάστηκε ἀπὸ τὸ χιόνι, τὸν ἀφήνει στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γράφει: «Καὶ ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾿ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῆ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου». Τὴν Φραγκογιαννοῦ, ποὺ καταδιωκόμενη ἀπὸ δυὸ ἄνδρες γιὰ τὸ ἔγκλημα ποὺ ἔκανε καὶ στὴν προσπάθειά της νὰ ἀνεβῇ τὸν βράχο τοῦ ἁγίου Σώστη, πνίγηκε, γράφει: «Ἡ γραία Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἑνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».
Πηγή
π. Ιερόθεος Βλάχος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου