Παθήματα, γιατροί και γιατρικά στου Μακρυγιάννη τα γραφτά.
Σε ηλικία 23 ετών μυείται στην
φιλική εταιρεία. Από τότε έλαβε μέρος σε πολλές μάχες με αφοβία,
ανδρεία, αυτοθυσία: στην μάχη του Πέτα, στην πολιορκία της Άρτας, στην
μάχη για την άλωση της Υπάτης, στην μάχη της Βελίτσας, στην πολιορκία
του Νεοκάστρου, στους Μύλους του Ναυπλίου, στην άλωση και την πολιορκία
της Ακρόπολης και σε όλες τις μάχες που δόθηκαν στις γύρω θέσεις του
στρατοπέδου του Πειραιά με τον στρατό του Κιουταχή.
Σε μερικές από τις μάχες
αυτές ο Μακρυγιάννης παρά λίγο να χάσει τη ζωή του. Τραυματίστηκε
πολλές φορές και κέρδισε πληγές που τον βασάνισαν ως στο τέλος της ζωής
του.
|
Ιωάννης Μακρυγιάννης, ξυλογραφία του Α. Τάσσου. |
Στην Άρτα τον έπιασαν οι Τούρκοι και τον
κλείσανε στο κάστρο, εβδομήντα πέντε μέρες τον τυράννησαν με
βασανιστήρια, όμως δεν μαρτύρησε το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας. Παρά λίγο γλύτωσε το κρέμασμα. Άλλη φορά, γράφει ο ίδιος, “πήγαν
να με χαλάσουνε και μ’ έβαλαν σ’ ένα μπουντρούμι κι απ’ τα χτυπήματα
επρήσηκε το σώμα μου και κοντήλιασε και ήμουν εις θάνατο. Έταξα αρκετά
χρήματα ενού Αρβανίτη να βγω να με ιδή γιατρός και να πάρω και γιατρικά
και τα χρήματα”. “Ανήρ τοιούτος δεν έμμελε ταχέως να
αποθάνη” συμπληρώνει ο Βλαχογιάννης, “τότε, και πολλάκις ύστερον,
έδειξεν ότι “η ψυχή του ήτανε βαθειά”.
Σε μερικές από τις μάχες αυτές ο
Μακρυγιάννης παρά λίγο να χάσει τη ζωή του. Τραυματίστηκε πολλές φορές
και κέρδισε πληγές που τον βασάνισαν ως στο τέλος της ζωής του. Την
πρώτη πληγή στη μάχη του Πέτα όπου “σκοτώθηκαν τρεις από μας και έξι πληγωμένοι. Επληγώθηκα κι εγώ ολίγον εις το δεξί ποδάρι” γράφει.
Κατά την φυγή των προσφύγων από την Άρτα,
ανέλαβε να προστατεύσει τους δυστυχείς Αρτηνούς όπου έρχονταν
ξυπόλυτοι και γυμνοί και νηστικοί, τότε όπως γράφει “πούντιασα
εις τον δρόμον κι από το κιντέρι μου (στεναχώρια) αρρώστησα και πήγα
να πεθάνω. Είχα πέντε γιατρούς. Άνοιξε η μύτη μου και δεν στανιάριζε, το
αίμα πήγαινε λεγένια και μόβαιναν φτήλια μέσα. Κι έκαμα εις τον
κίντυνον ως το Μάρτη. Πιάστηκαν τα ποδάρια μου, δεν έβλεπα κι’ από τα
μάτια. Αφού ήμουν αδύνατος πολύ και δεν μπορούσα να κινηθώ ήρθε ο
αδελφός μου και με πήρε εις το Σάλωνα, σ’ ένα χωρίον ονομαζόμενον
Σερνικάκι. Και εκεί αλλάζοντας τον αγέρα, ανάλαβα από αυτό και
περιποίησιν συγγενική”.
Η μάχη των Μύλων της Ναυπλίας. Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη (Εικόνες του Αγώνος).
Τον Ιούνιο του 1825 δόθηκε η νικηφόρα μάχη στους Μύλους του Ναυπλίου, όπου αποφασιστική στάθηκε η συμμετοχή του Μακρυγιάννη ο οποίος “έδειξε απαράμιλλα θαύματα ηρωισμού”.
Εκεί όμως πυροβολώντας τον οι Τούρκοι τον λάβωσαν σοβαρά στο δεξί χέρι. Το μολύβι που τον χτύπησε ήταν μεγάλο “από μουσκέτο” “και τούφαγε” όλα τα κόκαλα. “Μόπεσε
το σπαθί από το χέρι, δεν βαστιέταν το αίμα, τύλιξα το χέρι εις το
πουκάμισο να μην ιδούνε οι άνθρωποι. Αφού ο πόλεμος τελείωσε με πήραν
και με πήγαν εις την φρεγάδα την Γαλλική γύρευαν να με κρατήσουν μέσα
εις την φρεγάδα για να με γιατρέψουν. Εγώ δεν θέλησα. Μόδεσαν οι γιατροί
το χέρι”. Όμως “η πληγή του χεριού μου πήγαινε κακά. Πρήστηκε το χέρι
μου και γίνη τούμπανο. Γύρευαν να μου το κόψουνε εις τον νώμον οι
γιατροί, γιατί καγγραίνιασε, τριανταοχτώ μερόνυχτα δεν έκλεισα μάτι. Μ’
ετοίμασαν εις θάνατον, έφερε όλα τα σύνεργα ο γιατρός να μου το κόψη”.