Επιτύμβια στήλη ή επιτάφια στήλη ονομάζεται στήλη, συνήθως μαρμάρινη ή
γενικά λίθινη η οποία στήνεται στον τάφο, ώστε αφενός να γίνεται ορατή η
θέση του τάφου, αφετέρου για να σημειώνονται τα στοιχεία του νεκρού.]
Οι στήλες αυτές μπορεί να είναι απλώς ενεπίγραφες ή διακοσμημένες, για
παράδειγμα με σχήματα ή τη μορφή του νεκρού ή παραστάσεις σχετικές με τη
ζωή του.
Ο όρος επιτύμβια στήλη αρχικά αναφερόταν σε στήλες που τοποθετούσαν π.χ. οι αρχαίοι Έλληνες, πάνω στον τύμβο (μικρό λόφο από χώμα) με τον οποίο κάλυπταν τον τάφο επιφανών, αλλά σήμερα χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια με τον όρο επιτάφια στήλη και αφορά οποιαδήποτε στήλη τάφου και όχι μόνο τύμβου.
Κατά την αρχαιότητα, όταν πέθαινε κάποιος σπουδαίος, τον έθαβαν μέσα σε έναν τάφο που είχε τη μορφή κιβωτίου και ήταν κατασκευασμένος από πωρόλιθο. Πάνω από αυτό τον κιβωτιόσχημο τάφο συσσώρευαν χώμα και έφτιαχναν ένα χαμηλό λοφίσκο, τον «τύμβο» (από όπου και η σημερινή λέξη «τούμπα») και πάνω από αυτόν έστηναν μια «επιτύμβια», μαρμάρινη στήλη, όπου με χαμηλό ανάγλυφο παριστανόταν η μορφή του νεκρού και το όνομά του. Τελικά όμως η αρχαιολογική έρευνα κατέληξε να χαρακτηρίζει κάθε τι που στηνόταν πάνω σε ένα τάφο ως «επιτύμβιο». Κάθε τι που σκέπαζε ένα σπουδαίο νεκρό και όχι μόνο τον σκέπαζε, αλλά και τον σήμαινε. Κάθε επιτύμβια κατασκευή, δηλαδή, δεν ήτανε ένα απλό, ουδέτερο σκέπαστρο, αλλά έδειχνε κιόλας από μακριά πως εκεί, κάτω από τον χωμάτινο λόφο, ήταν θαμμένος ο Μνησικλής, π.χ. ή ο Αλκιβιάδης, ή ο Ευφρόνιος. Ετσι, όσοι περνούσαν από εκεί κοντά έβλεπαν το όνομα του νεκρού κι αν ήτανε φίλος τους κοντοστέκονταν και χαιρετούσαν.
Ο όρος επιτύμβια στήλη αρχικά αναφερόταν σε στήλες που τοποθετούσαν π.χ. οι αρχαίοι Έλληνες, πάνω στον τύμβο (μικρό λόφο από χώμα) με τον οποίο κάλυπταν τον τάφο επιφανών, αλλά σήμερα χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια με τον όρο επιτάφια στήλη και αφορά οποιαδήποτε στήλη τάφου και όχι μόνο τύμβου.
Κατά την αρχαιότητα, όταν πέθαινε κάποιος σπουδαίος, τον έθαβαν μέσα σε έναν τάφο που είχε τη μορφή κιβωτίου και ήταν κατασκευασμένος από πωρόλιθο. Πάνω από αυτό τον κιβωτιόσχημο τάφο συσσώρευαν χώμα και έφτιαχναν ένα χαμηλό λοφίσκο, τον «τύμβο» (από όπου και η σημερινή λέξη «τούμπα») και πάνω από αυτόν έστηναν μια «επιτύμβια», μαρμάρινη στήλη, όπου με χαμηλό ανάγλυφο παριστανόταν η μορφή του νεκρού και το όνομά του. Τελικά όμως η αρχαιολογική έρευνα κατέληξε να χαρακτηρίζει κάθε τι που στηνόταν πάνω σε ένα τάφο ως «επιτύμβιο». Κάθε τι που σκέπαζε ένα σπουδαίο νεκρό και όχι μόνο τον σκέπαζε, αλλά και τον σήμαινε. Κάθε επιτύμβια κατασκευή, δηλαδή, δεν ήτανε ένα απλό, ουδέτερο σκέπαστρο, αλλά έδειχνε κιόλας από μακριά πως εκεί, κάτω από τον χωμάτινο λόφο, ήταν θαμμένος ο Μνησικλής, π.χ. ή ο Αλκιβιάδης, ή ο Ευφρόνιος. Ετσι, όσοι περνούσαν από εκεί κοντά έβλεπαν το όνομα του νεκρού κι αν ήτανε φίλος τους κοντοστέκονταν και χαιρετούσαν.