Σελίδες

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Με οδηγούς τις Κόρες της Ακροπόλεως


ΤΟΥ Pantelis Tsavalos, art historian and theoretician 


Στην απόπειρά μας να παρακολουθήσουμε την διαδρομή της σκέψης και την προσπάθεια αυτοσυνειδησίας των αρχαίων Ελλήνων, που είχαμε ξεκινήσει παρατηρώντας τα αετώματα των Παρθενώνων, οδηγοί μας αυτή την φορά θα είναι οι Κόρες της Ακροπόλεως, με τις οποίες μπορούμε πια σχεδόν να συνομιλήσουμε στην θαυμάσια αίθουσα του νέου Μουσείου Ακροπόλεως.
Ας κάνουμε εδώ μια μικρή εισαγωγή για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα αυτά που βλέπουμε. Όλα αυτά τα γλυπτά είναι προσφορές. Προσφορές από ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης. Έχουμε επιγραφές που μιλούν για χειρώνακτες, για πλύντριες. Μπορεί να μην ήσαν πλούσιοι, αλλά μέσα στο μυαλό τους είχαν την επιθυμία να κάνουν μια προσφορά. Έτσι ένιωθαν και έτσι θέσπισαν. Προσφορές έκαναν συνήθως για δύο λόγους, για την “απαρχή” και για την “δεκάτη”. Μία προσφορά του ενός δεκάτου για την επιτυχία ενός εγχειρήματος ήταν πράγμα πολύ συνηθισμένο. Η απαρχή ήταν ένα αφιέρωμα που έκανε κάποιος όταν κατόρθωνε να πετύχει κάτι που προσπαθούσε καιρό. Δεν ήταν από ματαιοδοξία όπως θα μπορούσε να πει κανείς κρίνοντας από την σημερινή εποχή. Ήταν ένα αφιέρωμα στους θεούς ως αναγνώριση της συμβολής τους στην επιτυχία του. Ακόμα και η πλύντρια, και ο απελεύθερος. Και εδώ είναι το εντυπωσιακό. Συνήθως οι τέχνες κατά την αρχαιότητα δοξάζουν εξουσίες και συστήματα, δεν είναι τέχνες στις οποίες μπορούμε να σκύψουμε και να καταλάβουμε τον πόνο και τον μόχθο του απλού ανθρώπου. Η Αιγυπτιακή τέχνη, η τέχνη της Μεσοποταμίας, των Σουμερίων, των Ακκάδων, των Περσών, των Μυκηναίων, δεν εμπεριείχαν ψήγματα και δείγματα του ανθρώπινου πόνου και των ανθρώπινων επιθυμιών. Αντίθετα, εδώ, τα έχουμε όλα αυτά, και μάλιστα σε κοινή θέα. Για να τα βλέπουν όλοι!
Τα περισσότερα αναθήματα ήσαν κόρες διότι αφιερώνονται στην Θεά, δηλαδή την Αθηνά. Στην Ολυμπία, όπου ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Δία, τα περισσότερα αναθήματα ήταν ανδρικά. Είχε δηλαδή να κάνει με την θεότητα στην οποία αφιερωνόταν το άγαλμα, και όχι με το φύλο του αναθέτη. Άλλωστε οι συντριπτικά περισσότεροι αναθέτες ήταν άνδρες. Οι γυναίκες σπάνια είχαν την οικονομική άνεση να κάνουν αφιερώματα. Ακόμα λοιπόν και οι άνδρες ανέθεταν γυναικεία μορφή.
Ανάλογα με την περιοχή από την οποία προέρχεται το άγαλμα της κόρης, ποικίλλει και η στάση και η ενδυμασία του. Πολλές, που προέρχονται από την Ιωνία (την Σάμο, την Μίλητο, την Χίο, την Λέσβο) όπου οι γυναίκες σπούδαζαν και μάθαιναν μουσική, φορούν χιτώνα και ιμάτιο, δηλαδή ελαφρότερα ενδύματα. Η Πεπλοφόρος, που προφανώς προέρχεται από μία περιοχή όπου η γυναίκα είναι περισσότερο δεμένη με ένα ρόλο διαχείρισης του οίκου, είναι πιο συντηρητική και φοράει πέπλο. Ο πέπλος είναι το συντηρητικό ντύσιμο της εποχής. Άλλωστε και η στάση του σώματος και η κατασκευή της Πεπλοφόρου δίνουν την αίσθηση ότι πρόκειται για μία κολώνα. Την κολώνα του σπιτιού!

Όλα τα αγάλματα των κορών είναι περίοπτα και μαρμάρινα, δηλαδή λαξευμένη πέτρα, ό,τι δυσκολότερο δηλαδή από άποψη τεχνικής, χωρίς όμως να είναι όλες αριστουργήματα. Το μάρμαρο που χρησιμοποιείται δεν είναι πεντελικό, αλλά συνήθως πάριο και νάξιο που είναι πιο διαφώτιστα και έχουν μια λίγο διαφορετική υφή. Όλες ήταν βαμμένες και είχαν το αρχαϊκό μειδίαμα. Φορούν ένα χιτώνα ριχτό, ο οποίος κολλάει πάνω στο σώμα και το αναδεικνύει. Τότε ακόμη, στον έκτο αιώνα, δεν νοείται γυναικείο γυμνό (η Αφροδίτη της Μήλου και τα άλλα γυμνά είναι μεταγενέστερα). Όμως, τα αγάλματα αντί να αποκρύπτουν την θηλυκότητα, την αποκαλύπτουν τονίζοντάς την. Και ακροβατούν στα διπλά νοήματα. Οι κόρες φέρνουν το ένα χέρι (συνήθως το αριστερό) να τραβάει τον χιτώνα, και αυτό το τράβηγμα έχει διπλή σήμανση. Από την μία είναι δήλωση αιδημοσύνης και από την άλλη αναδεικνύει την κορμοστασιά της κόρης. Θαυμάσια επιλογή. Με αυτόν τον τρόπο λύνουν το πρόβλημα και κάνουν το άγαλμα να δηλώνει ταυτόχρονα αιδημοσύνη και ερωτισμό. Και ταυτόχρονα δηλώνονται θεϊκές υποστάσεις με το πιο ανθρώπινο πράγμα που υπάρχει: το σώμα. Όλοι οι πολιτισμοί προσπάθησαν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να ασχοληθεί με την πνευματική του υπόσταση παραμελώντας ή ακυρώνοντας το σώμα. Ο Ελληνικός είναι ένας από τους ελάχιστους πολιτισμούς που κατάφερε να δώσει τις πιο πνευματικές μορφές, όχι ακυρώνοντας και παραμελώντας το σώμα, αλλά τονίζοντάς το.
Σε πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ότι το άγαλμα είναι η κόρη ή η γυναίκα του αναθέτη. Όχι! Αυτό που βλέπουμε δεν είναι μια συγκεκριμένη κοπέλα. Είναι μια ιδέα. Είναι η ιδέα της καλής και αγαθής γυναίκας που κρύβει μέσα της κάθε κοπέλα. Δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να αφιερώσω στον θεό ένα πιστό αντίγραφο μιας κοπέλας ή του εαυτού μου. Πόσο αλαζονικό θα ήταν αυτό, και πόσο έξω από την νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων! Τι μπορώ να ανταποδώσω λοιπόν στην θεότητα; Απλούστατα, αυτό που μου έδωσε, δηλαδή το θεϊκό μου κομμάτι. Την ευχαριστώ επειδή κινητοποίησε μέσα μου το θεϊκό μου κομμάτι. Την καλή και τέλεια εικόνα του εαυτού μου, την ιδέα της πνευματικής μου υπόστασης που την χρωστώ στην θεότητα. Άρα, αναθέτοντας μία κόρη ανταποδίδω την θεϊκή εικόνα που βρίσκεται μέσα της. Και αυτό δίνεται με ένα εξαιρετικό τρόπο, πολύ εσωτερικό. Οι μορφές δείχνουν ευτυχισμένες γι’ αυτό που κατέκτησαν. Δεν έχουν αγωνία. Δεν αναζητούν τίποτε. Έχουν καταλήξει. Έχουν συνείδηση. Απεικονίζουν την υπερβατική ικανότητα του ανθρώπου.
Η καλλιτεχνική τους απόδοση είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Καταλαβαίνει ο αρχαίος καλλιτέχνης ότι αυτό που θέλει να πει πρέπει να το πει ωραία, αλλιώς δεν θα γίνει αντιληπτό. Οι Έλληνες στήριξαν πάρα πολύ την τέχνη τους στην έννοια της όμορφης αφήγησης. Κάποιος που θα έλεγε ωραία πράγματα, αλλά όχι με ωραίο τρόπο, δεν θα μπορούσε να κερδίσει το ενδιαφέρον του θεατή. Σκέφτηκε λοιπόν ο Έλληνας καλλιτέχνης: “Αυτό που θέλω να πω είναι μία έννοια, μία ιδέα. Θα πρέπει να το πω με ένα τόσο όμορφο τρόπο που να τραβήξει την προσοχή του θεατή”. Θέλει, δηλαδή, ο καλλιτέχνης να κάνει τον θεατή να σταθεί μπροστά στο γλυπτό — το άγαλμα – να το βλέπει και να αγάλλεται. Και μέσω αυτής της αγαλλίασης να εισπράξει όλα τα νοήματα που εμπεριέχονται.
Δικαιολογημένα μπορεί να διερωτηθεί κανείς: Δηλαδή ακόμα και ένας αμόρφωτος Αθηναίος που τυχόν ανέβαινε στην Ακρόπολη ήταν σε θέση να αντιληφθεί όλα αυτά τα νοήματα; Ναι, μπορούσε να τα αντιληφθεί διότι ήταν ο κώδικας της εποχής του. Με τον ίδιο τρόπο που κι εμείς κατανοούμε και κωδικοποιούμε τα μηνύματα της δικής μας εποχής.
Απορεί κανείς πώς έχει διατηρηθεί το χρώμα στις περισσότερες κόρες, ενώ σε όλα τα άλλα γλυπτά της Ακρόπολης έχει χαθεί εντελώς. Όταν, λοιπόν, κατέλαβαν οι Πέρσες την Αθήνα, οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη και έφυγαν να σωθούν στην Αίγινα, την Σαλαμίνα και αλλού. Οι Πέρσες κατέστρεψαν τα πάντα στην Ακρόπολη. Ό,τι βρήκαν μπροστά τους το έσπασαν. Όταν αργότερα οι Πέρσες απωθήθηκαν, οι Αθηναίοι περισυνέλεξαν όλα τα σπασμένα αγάλματα. Επειδή όμως δεν ήταν απλώς διακοσμητικά αγάλματα και στολίδια, αλλά οντότητες που καθόριζαν την ζωή τους, τα πήραν έτσι όπως ήταν σπασμένα και άνοιξαν ένα μεγάλο λάκκο πάνω στην Ακρόπολη και τα έθαψαν, όπως ακριβώς έθαψαν και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Άλλωστε, τα αγάλματα ανήκαν στην Θεά και δεν ήταν δυνατόν να τα πάνε αλλού. Όταν λοιπόν το 1870 έγιναν οι εκσκαφές για να κτισθεί το παλαιό μουσείο της Ακρόπολης, βρέθηκε ο λάκκος με όλες αυτές τις κόρες. Γι’ αυτό οι κόρες διατηρούν τα ίχνη του χρώματος, διότι παρέμειναν επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια θαμμένες και δεν επηρεάστηκαν από την ατμόσφαιρα, τις βροχές και τους διάφορους εισβολείς. Έτσι, μάθαμε κι εμείς τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν οι αρχαίοι τα πράγματα.
Έχω επανειλημμένως μιλήσει για την ιδιαιτερότητα της θρησκείας στην αρχαία Ελλάδα, και θα ξαναπώ εδώ δυο λόγια διότι έχουν σημασία για το θέμα που συζητάμε. Είναι εκ πρώτης όψεως παράδοξο το γεγονός ότι οι Έλληνες που στοχάζονταν για τα πάντα, που έγραφαν, που κωδικοποιούσαν και εκλογίκευαν κάθε έννοια, δεν είχαν κανένα θρησκευτικό κείμενο. Ήταν ένας από τους ελάχιστους πολιτισμένους λαούς που δεν είχε ιερά κείμενα, δεν είχε Ευαγγέλιο. Και αυτό διότι είχαν καταλάβει ότι τα ιερά κείμενα είναι πολύ ωραία μεν, αλλά με την πάροδο του χρόνου γίνονται δογματικά. Διότι οι εποχές και οι άνθρωποι αλλάζουν και η παλαιά διατύπωση, εκλαμβανόμενη ως αλήθεια, δεν μπορεί να αγκαλιάσει τις καινούργιες εκδοχές της πραγματικότητας. Και, ούτως ή άλλως, αυτή την αλήθεια δεν την παρέλαβαν από κάπου, αλλά την ανακάλυψαν μόνοι τους. Σε όλους τους προηγμένους πολιτισμούς υπήρχε ιερατείο που έλυνε κι έδενε. Οι Έλληνες δεν είχαν ιερατείο ούτε Ευαγγέλιο. Αυτό παρουσίαζε μεν κάποια δυσκολία διότι ο άνθρωπος δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει σε κάθε δεδομένη περίπτωση, αλλά ήταν και καλό διότι τα θέματα ετίθεντο υπό συνεχή αναδιαπραγμάτευση. Αυτή η μεταιχμιακή κατάσταση ήταν ένα δυνατό και εποικοδομητικό στοιχείο, δεδομένου ότι κάθε φορά η αναδιαπραγμάτευση γινόταν με διάφορους τρόπους, ακόμα και τρόπους καθαρά εικαστικούς. Για να φανεί πόσο ορμητική είναι αυτή η συνεχής αναδιαπραγμάτευση, αρκεί να πούμε ότι αυτή η τεράστια αλλαγή γίνεται μέσα σε πενήντα μόλις χρόνια. Στην Αίγυπτο, όπου τα ιερά πράγματα ήταν απαρασάλευτα και μη υποκείμενα σε αναδιαπραγμάτευση, τίποτε σχεδόν δεν άλλαξε μέσα σε δύο χιλιάδες χρόνια.
Είπα στην αρχή ότι προσφορές γίνονταν συνήθως για δύο λόγους: για την “απαρχή” και για την “δεκάτη”. Και είπα επίσης ότι οι αναθέτες προέρχονταν από όλες τις οικονομικές τάξεις. Ας πάρουμε για παράδειγμα την “Κόρη του Αντήνορα”. Είναι η μεγαλύτερη κόρη της Ακρόπολης. Και αυτή η μεγαλύτερη σε μέγεθος κόρη της Ακρόπολης ήταν προσφορά ενός ανθρώπου πολύ χαμηλής οικονομικής στάθμης. Ενός κεραμέα! Ας σημειωθεί ότι ο κεραμέας δεν ήταν ο σημερινός καλλιτέχνης κεραμίστας, αλλά ο σημερινός κανατάς. Ένας χειρώνακτας που δεν έχαιρε καμμιάς κοινωνικής υπόληψης. Πώς ανέθηκε το μεγαλύτερο έργο της Ακρόπολης ένας χειρώνακτας και όχι ένας άρχοντας; Η επιγραφή της κόρης εξηγεί ότι το ανέθηκε όταν κατόρθωσε να πουλήσει το πρώτο του έργο. Αυτή είναι η “απαρχή”. Είναι δηλαδή ένα δώρο προς τους θεούς από τον αναθέτη, διότι κατόρθωσε να εκπληρώσει τις επιθυμίες του.
Είπαμε πριν ότι όλες οι κόρες ήταν ντυμένες. Ας δούμε τώρα τον “παίδα του Κριτίου”. Είναι σε στάση κόντρα πόστο, δηλαδή το ένα πόδι πατάει και στηρίζει και το άλλο απλώς ακουμπάει και αναπαύεται, σε ένα είδος ισορροπίας που ζωντανεύει όλο το σώμα. Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι η γυμνότητά του. Και όμως, αυτό που βλέπουμε δεν είναι γυμνό. Είναι ενδεδυμένο με την γύμνια του. Όπως το είχε θέσει πολύ ωραία ο John Berger όταν μιλούσε για nude και naked, δηλαδή το γυμνό και το γδυτό. Γδυτός είναι κάποιος που έχει αφαιρέσει τα ρούχα που φορούσε. Έτσι η λέξη από μόνη της έχει κάποια μειωτική απόχρωση. Ο γυμνός, αντιθέτως, φοράει την γυμνότητά του. Για πρώτη φορά παρουσιάζεται σε κοινή θέα ένας άνθρωπος ο οποίος φοράει την γυμνότητά του. Λέει, δηλαδή, για πρώτη φορά: Είναι πολύ όμορφο πράγμα να είσαι άνθρωπος. Και το λέει μέσω της γυμνότητάς του. Δεν είναι γδυτός, δεν ντρέπεται για τον εαυτό του, ούτε εμείς ντρεπόμαστε που τον βλέπουμε. Δεν έχει άλλο σκοπό από το να δηλώσει ότι “όλη αυτή η διαδρομή που έκανα, ήταν και μια διαδρομή του μυαλού. Κατάφερα να φτιάξω πράγματα και να δημιουργήσω πολιτισμό”.
Είμαστε πια στο 480 π.Χ. Αρχίσαμε από το 580 π.Χ. και μέσα σε εκατό χρόνια οι Έλληνες έφτιαξαν όλο αυτό το εννοιολογικό σύμπαν. Με φιλοσοφίες, με έννοιες, με τέχνη, και αυτό το έφτιαξε αυτός ο άνθρωπος που φωνάζει: “Να ‘μαι! Είμαι περήφανος γι’ αυτό που κατάφερα και γι’ αυτό που είμαι”. Είναι το ακριβώς αντίθετο της Χριστιανικής αιδούς. Επειδή ο Χριστιανισμός θέλει να πριμοδοτήσει την πνευματικότητα του ανθρώπου, αποφεύγει να δείξει το σώμα διότι θεωρεί ότι ασχολούμενος με το σώμα απομακρύνεται από την πνευματικότητα. Οπότε, αυτή η γυμνότητα στα μάτια ενός Χριστιανού είναι σκανδαλιστική, διότι στον Χριστιανισμό το γυμνό έχει άλλη συμπαραδήλωση. Για τον αρχαίο Έλληνα, ο “παις Κριτίου” ήταν ντυμένος με την γυμνότητά του. Ήταν ντυμένος με το να είναι άνθρωπος, να έχει σώμα, και να έχει αυτό το συγκεκριμένο σώμα.
Είναι αντιληπτό ότι τα αγάλματα αυτά δεν ήταν αληθινά μοντέλα. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν ωραιότεροι από εμάς, ήταν μάλλον πιο άσχημοι. Τα αγάλματα όμως απεικόνιζαν την ιδανική τους μορφή. Ο γλύπτης της αρχαιότητας θα έπαιρνε τα καλά στοιχεία από διάφορους ανθρώπους και θα έφτιαχνε μια ιδανική μορφή που θα είχε τα τελειότερα στοιχεία διαφορετικών ανθρώπων. Δηλαδή, μπορούσε να πούμε ότι θαυμάζουμε την αρχαία Ελληνική τέχνη για τον ρεαλισμό της; Την θαυμάζουμε διότι απέδωσε με τόσο ρεαλιστικό τρόπο τους αληθινούς ανθρώπους; Όχι, δεν είναι αληθινοί άνθρωποι αυτοί, είναι έννοιες. Άρα: θαυμάζουμε τους αρχαίους Έλληνες για τον τρόπο με τον οποίο στην τέχνη τους κατάφεραν να συνενώσουν την ρεαλιστική ορατή πραγματικότητα με το θαύμα του ανθρώπινου νου.
Και καταλήγουμε στην Κόρη του Ευθυδίκου, στην οποία βλέπουμε μεγάλες διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με τις άλλες κόρες. Κατ’ αρχήν δεν μειδιά. Είναι βαρύθυμη και πιο στοχαστική. Αυτό μας εισάγει — όπως και το παιδί του Κριτία — στον αυστηρό κλασικό ρυθμό. Που, εννοιολογικά, μου λέει: “Ωραία όλα αυτά που είχα την χαρά να δω και να ανακαλύψω μέσα σε αυτά τα ογδόντα χρόνια. Τα κατέκτησα! Τώρα είναι τα δύσκολα. Πως θα τα διαχειριστώ.” Οπότε, εδώ (το 480 π.Χ.) αρχίζει η κλασική περίοδος που περιλαμβάνει όλα αυτά που έχουμε δει στην Ολυμπία, τον Ηνίοχο των Δελφών και τόσα άλλα. Όλα αυτά είναι αυστηρός κλασικός ρυθμός διότι θέτει τον άνθρωπο απέναντι όχι στην ανακάλυψή του — που έλαμπε — αλλά στην διαχείριση των παραμέτρων αυτής της ανακάλυψης — που είναι πράγμα σοβαρότερο και δυσκολότερο, και απαιτεί μία πιο στοχαστική και όχι τόσο χαρίεσσα αντίληψη. Απαιτεί σκέψη. Τα άλλα ήταν πιο πολύ χαρά της ζωής και ανακάλυψη. Αυτά είναι πιο πολύ στοχασμός. Και αυτό το βλέπουμε παντού. Ακόμα και οι θεοί, όπως η Αθηνά, είναι σκεπτόμενοι. Μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι οι θεοί είναι κάποια δική μας υπόσταση.