Σελίδες

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Aνθολόγιο αυτοβιογραφικών κειμένων-Ανδρέας Λασκαράτος: μόνος σε ένα σκοτεινό δρόμο


ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ
Γεννήθηκα την 1/13 Μαΐου 1811 στο Ληξούρι της Κεφαληνίας και τα παιδικά μου χρόνια ήταν εκείνα ενός κακομαθημένου παιδιού, γιατί ήμουνα τότε μοναχοπαίδι στην οικογένεια. Από τον πατέρα μου, κατά τα άλλα, άνθρωπο συνετό και τίμιο, έλαβα πάντοτε διδασκαλίες και παραδείγματα της πιο υγιούς, της πιο αυστηρής ηθικής.
    Μέχρις ότου έμεινα στο Ληξούρι είχα πάντα δασκάλους, αλλά δασκάλους χωρίς αξία και η απόδοση μου ήταν μηδέν ή σχεδόν μηδέν.
    Όταν έγινα λίγο μεγαλούτσικος, ίσως δώδεκα χρόνων, ο θειος μου κόντες Δελλαδέτσιμας με πήρε μαζί του στο Αργοστόλι στο σπίτι του, για να με μορφώσει. Τότε άρχισα να έχω καλούς δασκάλους: κάποιον Ιωάννη Βαπτιστή Bartolocci για την ιταλική γλώσσα, και αργότερα τον Νεόφυτο Βάμβα, εξοχότατο καθηγητή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας.
    Όταν ο πατέρας μου και ο  θείος μου ενέργησαν να με βγάλουν από το ιταλικό σχολείο για να με βάλουν στο ελληνικό, έτυχε να έχω και εγώ μια θέληση, αλλά μια θέληση αντίθετη από τη δική τους. Επειδή οι δικοί μου δεν έδωσαν σημασία σ' αυτό που εκείνοι ονόμαζαν παιδιάρισμα, δήλωσα ότι σε κείνο το σχολείο δε θα μάθαινα ποτέ τίποτα και δυστυχώς κράτησα το λόγο μου.
    Στου Βάμβα δεν έκανα με ευχαρίστηση τις ασκήσεις καλλιγραφίας γιατί με αυτές διασκέδαζα να συγχέω το δάσκαλο. Ο Βάμβας δε με υποχρέωνε να κρατώ τετράδια για την καλλιγραφία, αλλά έσκιζε κάθε φορά ένα κομμάτι χαρτί όπου έγραφε τρεις ή τέσσερις γραμμές και μου το έδινε να κάνω αντιγραφή. Τώρα, η ευκολία μου να μιμούμαι τους άλλους ήταν τέτοια, που, κόβοντας και εγώ ένα κομμάτι χαρτί όπως εκείνο του δασκάλου και κάνοντας ένα πανόμοιο με αυτό, ευχαριστιόμουνα να βλέπω ότι ο Βάμβας δεν ήξερε ποτέ να ξεχωρίσει το δικό του. «Καλά» μου έλεγε κάθε φορά «ποιο είναι το δικό μου;» Όποιο από τα δύο και να του έδινα, εκείνο έπαιρνε για δικό του.
    Αυτό το δώρο της φύσης, πολύτιμο στα χέρια ενός κατεργάρη, σε μένα δε χρησίμεψε αργότερα παρά στο να φοβίζω τους φίλους και γνωστούς κάθε φορά που στα γραφτά μου παρουσίαζα το χαρακτήρα τώρα του ενός τώρα του άλλου.


*    Το 1843 ήμουν στην Κέρκυρα, ήταν μια νύχτα του χειμώνα. Ήμουν στο θέατρο, μόνος, στο θεωρείο του θείου μου. Εκείνο το χρόνο υπέφερα πολύ από τα νεύρα και εκείνο το βράδι, ακριβώς στο θεωρείο, αισθάνθηκα τα νεύρα μου τεντωμένα. Εκείνο το είδος νευρικών κρίσεων συνίστατο σε ένα εσωτερικό αίσθημα ακαθόριστο και σε ένα παράλογο φόβο του καθετί που με περιστοίχιζε.
    Κατοικούσα τότε στο δρόμο του Αγίου, απέναντι από την κεντρική πόρτα της εκκλησίας. Αφού βγήκα από το θέατρο, με τα νεύρα σε άσκημη κατάσταση, φοβόμουνα το σκοτάδι της νύχτας και μου φαινότανε σαν εκείνες οι σκιές να ήθελαν να με καταπιούν. Αλλά ο φόβος μου έφτασε στο κατακόρυφό του, όταν, αφού μπήκα στο στενό δρόμο του Αγίου, βρέθηκα μόνος σε εκείνο το σκοτεινό δρόμο.
    Το καμπαναριό της εκκλησίας μού στεκόταν από πάνω σαν ένας απέραντος δράκουλας. Τα σύννεφα από πάνω από το καμπαναριό μού φαινότανε ότι κινούνταν προς το μέρος μου για να κάνουν με εμένα μια φρικιαστική αιματοχυσία!
    Η λογική μου, μου χρησίμεψε πάντα σε τέτοιες περιστάσεις, ώστε να μη γίνω γελοίος μπρος στους άλλους και να κάνω κουράγιο στον εαυτό μου διορθώνοντας το αποτέλεσμα του φόβου• ήξερα δηλαδή ότι όλα εκείνα ήσαν καθαρώς θέμα νεύρων. Τραβούσα λοιπόν, μπροστά, αλλά όταν βρέθηκα σχεδόν κάτω από το καμπαναριό αισθανόμουνα μια τρομακτική διέγερση της φαντασίας μου.
    Μια πόρτα του καμπαναριού ήταν δίπλα μου, όταν, καρφώνοντάς την με το βλέμμα, είπα με το μυαλό μου: «Εάν τώρα εκείνη η πόρτα ανοιγόταν και ερχόταν έξω ένας άνθρωπος τάδε... (όπως εκείνη τη στιγμή τον φανταζόμουνα), θα θεωρούσα εκείνο το γεγονός σαν ένα θαύμα και θα πίστευα ότι ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι αληθινά άγιος.» Μόλις είχα συλλάβει αυτή την ίδέα, και να η πόρτα ανοίγει• βγαίνει πράγματι από μέσα ένας άντρας τέτοιος όπως τον είχα διανοηθεί' επιπλέον μια γυναίκα με ένα μικρό φως στο χέρι τού φώτιζε για να βγει.
    Μπόρεσα εκείνη τη στιγμή να δω στο εσωτερικό του καμπαναριού, που ήταν φωτισμένο από το φως που κρατούσε η γυναίκα. Στον αντικρινό τοίχο ήταν καρφωμένο ένα καρφί με κάτι κρεμασμένο καί φαινόταν αυτό ένα μέρος κατοικημένο από εκείνη τη γυναίκα.
    Σ' αυτό το σχεδόν θαύμα εγώ αισθάνθηκα δυνατά κλονισμένος και εκείνος ο κλονισμός μού στάθηκε ευεργετικός. Συνέχισα το δρόμο μου, μπήκα σπίτι, σκέφτηκα πολύ πάνω σε κείνο που θεωρούσα σαν ένα πολύ παράξενο και αξιοσημείωτο συμβάν και μετά κοιμήθηκα ήσυχα όλη εκείνη τη νύχτα.
    Το πρωί της επομένης βρήκα με μεγάλη μου έκπληξη ότι το καμπαναριό δεν είχε πόρτα από εκείνο το μέρος που την είχα δει!
    Και όμως αν ήμουν ζωγράφος, θα μπορούσα σήμερα ακόμη να ζωγραφίσω εκείνη την πόρτα, με όλη εκείνη την καθαρότητα με την οποία την είδα. Ήταν ίσως ένα πόδι και μισό πάνω από το δρόμο. Ανέβαινε κανείς από ένα πέτρινο σκαλάκι, πολύ ψηλό και χοντροειδές. Ή πόρτα ήταν μάλλον στενή και το φύλλο τής πόρτας ήταν καμωμένο από δύο σανίδια αρκετά χωρισμένα το ένα από το άλλο και παλιά.
    Εκείνος που έβγαινε ήταν ένας άντρας εύσωμος, ίσως εξήντα χρόνων, σκεπασμένος με ένα μεγάλο μανδύα που του κατέβαινε μέχρι τα πόδια. Δεν φαίνονταν τα χέρια του και κατέβαινε μονοκόμματος.
    Η γυναίκα που του έκανε φως ήταν μέσης ηλικίας, από 45 ως 50 χρόνων. Το φως που αυτή κρατούσε στο χέρι ήταν ένα καντηλάκι της κουζίνας και φαινότανε ανεβασμένη με ένα πόδι πάνω σε ένα μικρό σκαμνί γιαυτό φαινόταν τοποθετημένη πιο ψηλά από το δάπεδο εκείνου του οικίσκου.
    Όλα αυτά τα είδα με τη μεγίστη ακρίβεια, εκεί όπου δεν μπορούσε να υπάρχει κανένα πράγμα από ό,τι έβλεπα, επειδή δεν υπήρχε πόρτα! Κατόπιν αναγκάστηκα να αποδώσω εκείνη την οπτασία στη φαντασία μου που ήταν άκραίως έξημμένη από τη νευρική κρίση.

*    Το 1846 νυμφέφθηκα. Η σύζυγος ήταν πάντα για μένα, ενστικτωδώς πάντα, ένα υποκείμενο της πιο υψηλής σημασίας, όχι μόνο, αλλά και της πιο απόλυτης ανάγκης. Από τη νεότητά μου θεώρησα πάντα τη γυναίκα σαν το συμπλήρωμα του άντρα, τον άντρα σαν το συμπλήρωμα της γυναίκας. Ένας άντρας χωρίς γυναίκα, μια γυναίκα χωρίς άντρα, μου φάνηκαν πάντα σαν μισές σελίδες σχισμένες κάθετα, κομμάτια χωρίς έννοια, χωρίς σημασία.
    Και όμως μπόρεσα να φτάσω στο 36ο έτος της ηλικίας μου χωρίς να πάρω γυναίκα και λίγο έλειψε να μην είχα πάρει ποτέ, επειδή η υψηλή ιδέα που είχα για τη σύζυγο με εμπόδιζε να πάρω μια οποιαδήποτε.
    Δεν ήταν μια πλούσια κληρονόμος που εγώ ζητούσα, όχι μια άφροδίτη, όχι μια λόγια• δε δελέαζαν την καρδιά μου συγγένειες και τάξεις. Αυτό του οποίου αισθανόμουν την ανάγκη ήταν μια σύντροφος που να με καταλάβαινε, που να μπορούσαμε αμοιβαίως να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο, να συμφωνούμε στις ιδέες και να συμπαθιόμαστε. Με μια πολύ πλούσια, με μια πολύ ωραία, με μια πριγκίπισσα εν τέλει, μπορούσα να γίνω δυστυχής. Μα με μια που το πνεύμα της να έμοιαζε στο δικό μου, ήμουν βέβαιος ότι θα ήμουν ευτυχής, αιώνια ευτυχής.
    Εξαιτίας αυτού του τρόπου μου να σκέφτομαι και να αισθάνομαι, απέρριψα διάφορες ευκαιρίες, που μου έκαναν όχι μόνο τιμή, αλλά εξυπηρετούσαν τα χρηματικά μου συμφέροντα. Τις απέρριψα γιατί δε γνώριζα τα πρόσωπα που μου πρότειναν για σύζυγοι. Αυτή την ίδια που έπρεπε μια μέρα να γίνει η γυναίκα μου, όταν μου είχε επανειλημμένως προταθεί, εγώ αρνιόμουν κάθε φορά, λέγοντας: «Δεν τη γνωρίζω».
    Και όμως ζήτησα σε μια περίπτωση μια νέα, μόνο επειδή την είχα δει στο δρόμο. Καί όμως μόλις άκουσα ότι ο ιππότης Κοργιαλένιας είχε έλθει οικογενειακώς από την Ιταλία, θεώρησα αμέσως τον εαυτό μου σαν νυμφευμένο, ακόμη πριν να έχω δει την κόρη του! Αλλά η ανθρώπινη καρδιά είναι γεμάτη από αντιφάσεις και διλήμματα, εξίσου με τις αρχές και τις γραμμές συμπεριφοράς.
    Έπειτα, θεωρούσα τον εαυτό μου σαν ήδη νυμφευμένο και ζητούσα έξη μήνες διορία για να γνωρίσω εκείνη που ήδη θεωρούσα σαν μέλλουσα σύζυγό μου και να αποφασίσω! Αφού μου παραχωρήθηκε αυτή η περίοδος, μετά δεκαπέντε μέρες, ζήτησα να γίνει σύντομα ο γάμος.
    Τίποτε από τα απαραίτητα δεν ήταν ακόμη έτοιμο και η άμεση τέλεση των γάμων φαινόταν αδύνατος• εγώ όμως ήμουν αποφασισμένος και δήλωνα ότι ένας γάμος μπορεί πάντα να γίνει και όταν πραγματικά όλα λείπουν, εκτός από το γαμπρό, τη νύφη, τον παπά και δύο μάρτυρες.
    Δε θα μπορούσα να πω αν σε εκείνες τις δεκαπέντε μέρες ανακάλυψα αληθινά στη μνηστή μου εκείνα τα προσόντα που ζητούσα ή εάν η τύχη και η καλή μου μοίρα μού τα έφεραν στο σπίτι. Ανώτερη από ό,τι είχα ποτέ μπορέσει να ελπίζω, αυτή πράγματι με κατάλαβε, με έκρινε, με βρήκε κατώτερο από τον εαυτό της, και μπόρεσε να εξευγενίσει το χαρακτήρα μου που ήταν αδιάλλακτος και σκληρός.

*    Το 1873 παρουσιαζόμουνα στη στοά των μασσόνων στην Κέρκυρα, ζητώντας να γίνω δεκτός. Αυτοί θα με είχαν δεχτεί ευχαρίστως, αλλά εγώ δεν μπορούσα να δεχτώ το πρώτο άρθρο των καθηκόντων που μου επέβαλαν, τ ο   μ υ σ τ ι κ ό   κ α τ'   α π ό λ υ τ ο ν   τ ρ ό π ο.
    Εχθρός εγώ των μυστικών και των μυστηρίων, δεχόμουν απρόθυμα το μυστικό εν σχέσει προς οποιονδήποτε, αλλά το αρνιόμουν απολύτως εν σχέσει προς τη γυναίκα μου, έναντι της οποίας είχα ένα ηθικό καθήκον να μην έχω μυστικά. Γι αυτό λοιπόν αναγκάστηκα να μη γίνω δεκτός.
    Το μυστικό γενικά έχει κατιτί το απεχθές, το ενάντιο, το μισητό. Αλλά έπειτα το μυστικό απέναντι στη σύζυγο, τη σύντροφο μας της ζωής, το έτερον ήμισύ μας, από την οποία δεν έχουμε και δεν πρέπει να έχουμε χωριστά ενδιαφέροντα, κερδοσκοπίες και χωριστά σχέδια, ο κόλπος της οποίας πρέπει να είναι η φωλιά τού πνεύματός μας και ο δικός μας κόλπος η φωλιά του δικού της... αχ! το μυστικό είναι ανήθικο, είναι εγκληματικό, είναι τρομερό!
    Αλλά έπειτα θα πω για τα άλλα πράγματα που είδα εκεί. Μόλις μπήκα στην πόρτα του ιδρύματος, ένα πρόσωπο, που περίμενε πίσω από την πόρτα, με δέχτηκε με ένα επίδεσμο που κρατούσε έτοιμο και, χωρίς κομπλιμέντα, μου τον τοποθέτησε πάνω στα μάτια! Εγώ δεν περίμενα εκείνη την έκπληξη αλλά ο φίλος που με συνόδευε με διαβεβαίωσε ότι εκείνη η τουαλέτα ήταν απαραίτητη. Υποτάχτηκα λοιπόν.
    Μόλις μου έκλεισαν τα μάτια, μου δόθηκε ένα χέρι και οδηγήθηκα μερικά βήματα μπροστά, όπου ο οδηγός μου με σταμάτησε, μου έβγαλε τον επίδεσμο και έφυγε. Εγώ τότε βρέθηκα κλειστός σε ένα καμαράκι βαμμένο, αν καλά θυμάμαι, μαύρο, φωτισμένο μ' ένα λυχνάρι νύχτας μ' ένα φιτίλι φτιαγμένο με οικονομία, καθισμένος πάνω σ' ένα σκαμνί πάρα πολύ χοντροκαμωμένο, ανάμεσα σε δύο φέρετρα με δύο σκελετούς μέσα και άλλα παρόμοια σκιάχτρα, που είναι ίκανά να κάνουν να τρέμουνε τα παιδιά.
    Η εντύπωση που πήρα στην παρουσία αυτών των παιδαριοτήτων, έκοψε πολύ από το κύρος του πράγματος που ζητούσα. Φανταζόμουνα τους μασσόνους πρόσωπα πιο σοβαρά, από ό,τι μου εμφανιζότανε εκείνο το βράδι.
    Δεν έμεινα πολλή ώρα μόνος. Εκείνο το ίδιο πρόσωπο που με είχε οδηγήσει σε εκείνο το είδος νεκρικής κατακόμβης γύρισε μετά από λίγο φέρνοντάς μου ένα φύλλο που περιείχε, αν καλά θυμάμαι, τρεις ερωτήσεις, που μου έκανε η στοά και στις οποίες εγώ αμέσως απάντησα. Λυπούμαι που δε θυμάμαι πια ούτε τις ερωτήσεις, ούτε τις απαντήσεις για να τις αναφέρω. Μετά από αυτό, μου ξαναδέθηκαν τα μάτια και ο οδηγός μου με οδήγησε σε μια ψηλότερη αίθουσα, όπου, φαντάζομαι, ήμουν ανάμεσα στους κυρίους μασσόνους, από τους οποίους μόνο ο πρόεδρος δεν ήταν βουβός. Πράγματι εκείνος μου μίλησε και εγώ αρνήθηκα να δεχτώ την υποχρέωση του μυστικού έναντι της γυναίκας μου κι έτσι απολύθηκα.

*     Θέλησα να γράψω μια Ποιητική τέχνη και αυτό γιατί εκείνες τις μέρες ένας ή δυο φίλοι μού το ζητούσανε. Πράγματι την έγραψα, αλλά σα να μου είχε παραγγελθεί για να εκτελέσω μια εντολή, χωρίς να βάλω αγάπη και ενδιαφέρον στη δουλειά μου. Γιαυτό δεν πιστεύω ότι πέτυχα. Τώρα, 1883, την κρατώ ακόμη ανέκδοτη στα χέρια μου και αν κάποια μέρα εκδοθεί ας ξέρει ό καθένας ότι δεν τη δίνω για αριστούργημα.
     Εκείνο που ύστερα έκανα με αγάπη, βάζοντας όλη την ψυχή, ήταν η Τέχνη του δημηγορείν και του συγγράφειν. Σε εκείνη τη δουλειά έβαλα όλη την ψυχή μου, γιατί οι λογιότατοι (σχολαστικοί) των Αθηνών με έκαναν να απαγοητεύομαι με την αργκώ τους. Δεν μπορούσα να διαβάσω και δε διάβαζα ποτέ τα γραφτά τους, που μου προξενούσαν οίκτο και ναυτία. Αν καμιά φορά στις εφημερίδες τους υπήρχε κάτι που να με αφορά ή που να μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να με ενδιαφέρει, αγγάρευα τότε τις κόρες μου να το διαβάσουν και να μου πουν τη σημασία τού περιεχομένου. Έγραφα λοιπόν πάντα παροργισμένος σε εκείνη μου την εργασία και γιαυτό θα βρεθεί γεμάτη ζωή και αλήθειες, χρήσιμες, για όποιον θα θελήσει να ωφεληθεί.
Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901)

Image and video hosting by TinyPic
* τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο
Λασκαράτος - Αφορισμένοι από το κατεστημένο (τόμος 3Α)
Εκδόσεις: Κ. Μπούζα, 1979
 
* φωτογραφίες, εικόνες, πορτραίτα: greekencyclopedia.com,
ionion.com, kefaloniaguide.co.uk, kefaloniatoday.com

πηγη