Σελίδες

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Μελίνα Μερκούρη: Ποτέ δεν διάβασα τίποτα -ανθολόγιο αυτοβιογραφικών κειμένων

Ο πρώτος άντρας που αγάπησα ονομαζόταν Σπύρος. Ήταν υπερβολικά όμορφος, υπερβολικά γοητευτικός. Το στόμα του μύριζε γλυκύτερα απ' το στόμα οποιουδήποτε άντρα που γνώρισα ποτέ. Λάτρευα το αγκάλιασμά του, ένα αγκάλιασμα που ήταν αρωματισμένο με ροδόνερο και βασιλικό. Ήταν δυνατός. Ήταν ψηλός. Αγαπούσε τη γυναίκα του και την απατούσε. Αγαπούσε τους γιους του και τους φρόντιζε. Ένιωθε πάθος για μένα, κι αυτό έκανε τα παιδικά μου χρόνια πολύ ευτυχισμένα. Ο Σπύρος ήταν ο παπούς μου. Ήταν επίσης Δήμαρχος Αθηναίων επί τριάντα χρόνια.

Ο γιος του, ο Σταμάτης, ο πατέρας μου, ήταν επίσης προορισμένος για την πολιτική. Αλλά ακόμα κι όταν παντρεύτηκε στην προχωρημένη ηλικία των είκοσι δύο χρόνων με μια κοπέλα που ήταν είκοσι ενός, εξακολούθησε να ζει στο σπίτι του Μεγάλου Σπύρου και να κυριαρχείται από εκείνον. Ο Σπύρος ήταν η ανώτατη εξουσία. Όλοι ήμαστε σκλάβοι του αλλά ήταν μια γλυκιά σκλαβιά. [....] η μητέρα μου η Ειρήνη και η γιαγιά μου η Αμαλία, ήταν περιορισμένες στο σπίτι και στις χαρές του κεντήματος. Αν ποτέ έρριχναν μια λοξή ματιά σ' έναν άντρα, απειλούνταν με στραγγαλισμό ή και διώξιμο. Εξάλλου, κανένας Αθηναίος με λογική δεν θα τολμούσε να πλησιάσει μια γυναίκα της οικογένειας μας. Ο Μεγάλος Σπύρος είχε πιστόλια στο σπίτι. Αυτό ήταν γνωστό. Και ο πατέρας μου, όχι μόνο για έναν εντυπωσιακό κατάλογο από απιστίες αλλά και για το ανέμελο θάρρος του, ονομαζόταν «Ντ' Αρτανιάν».

Ακόμη και σαν παιδί αναγνώριζα το άδικο αυτών των διπλών κριτηρίων. Υπήρχαν πολλοί «Ντ' Αρτανιάν» στην Αθήνα, αλλά όχι αρκετές «Μυλαίδες». Αποφάσισα να γίνω η «Μυλαίδη» ή η Λαίδη Χάμιλτον ή η Μεγάλη Αικατερίνη, αλλά ασφαλώς να μην δεχθώ τη ζωή της μητέρας μου ή της γιαγιάς μου. Με λίγα λόγια, ήθελα ν' αλλάξω την εποχή. Αμφιβάλλω αν ήμουν εγώ υπεύθυνη γι' αυτό, αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει.

Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένα. Ο παπούς με προστάτευε. Μ' έπαιρνε μαζί του όπου κι αν πήγαινε. Όλα μάς διασκέδαζαν κι όλοι μάς ζήλευαν. Ήμουν η αγαπημένη του και ήταν παράδεισος να' σαι η αγαπημένη του αγαπημένου τέκνου της Αθήνας. Ιδιαίτερα τις απόκριες. Τις Κυριακές της απόκριας, διασχίζαμε την Αθήνα μέσα σ' ανοιχτό αμάξι κι ο άρχοντας της πόλης συναντούσε το λαό του. Κι εγώ ήμουν εκείνη που καθόταν δίπλα του. Αλλά πρώτα, μια μικρή πρόβα. Κάθισε ίσια, με αξιοπρέπεια, με σιγουριά. Υποκλίσου με χάρη, δεξιά, αριστερά. Πολύ καλά! Πάμε!

[....] Ας μην ξεχάσω τους σωματοφύλακες του παπού Σπύρου. Ήταν θαυμάσιοι και χρήσιμοι — η Ελλάδα, δόξα τω Θεώ ήταν πάντα θερμή χώρα και η συνεχής επανεκλογή του Μεγάλου Σπύρου, του δημιουργούσε μερικούς εχθρούς. Οι σωματοφύλακές του ήταν οι πρώτοι σύντροφοι μου στα παιχνίδια. Μ' άφηναν να πιάνω τα πιστόλια τους και να φοράω τις σιδερένιες γροθιές τους...

Αν δεν έχω άλλο ρεκόρ, έχω ένα ρεκόρ που θα το διατηρήσω για πάντα. Κανένα παιδί σ' οποιοδήποτε εκπαιδευτικό σύστημα οπουδήποτε, δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει στη σχολική του καριέρα περισσότερα μηδενικά από μένα. Δεν ήταν ότι ήμουν εντελώς ηλίθια. Το σχολείο ήταν ένα ατέλειωτο μαρτύριο. Ήταν ένα συνωμοτικό σχέδιο των ενηλίκων που είχε σκοπό να με βάλει με το ζόρι σε μια ομάδα μαζί με άλλα κακότυχα παιδιά με μοναδικό σκοπό να μου κοπανήσει στο κεφάλι πράγματα που μ' έκαναν να πλήττω μέχρι θανάτου. Κανένας δεν πήγε σε περισσότερα σχολεία, γιατί δεν πέταξαν κανέναν έξω από περισσότερα σχολεία. Ποτέ δεν μπορούσα να περάσω σ' ένα διαγωνισμό. Ποτέ. Στο τέλος όλοι οι δάσκαλοι μου υιοθετούσαν την ίδια τακτική. Από αγάπη για τον παπού μου ή από απελπισμένη ανάγκη να με ξεφορτωθούν, με προβίβαζαν στις μεγαλύτερες τάξεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αλλά για ν' αποφοιτήσω, είχα μπροστά μου τις απολυτήριες εξετάσεις.

Ήταν καταστροφή. Δεν ήξερα απολύτως τίποτα κι ο καθηγητής ήξερε πως δεν ήξερα τίποτα. Κοίταζα συνεχώς μια την άσπρη κόλλα, μια τον καθηγητή κι ύστερα ξανά την άσπρη κόλλα. Μετά από μια ολόκληρη ώρα η κόλλα ήταν ακόμα λευκή. Άφησα κάτω το μολύβι μου και σήκωσα ψηλά τα χέρια μου κάνοντας νόημα πως παραδίδομαι. Πράγμα παράξενο, ο καθηγητής μου χαμογέλασε με τρόπο γεμάτο αγάπη. Με πλησίασε. Μου έκανε μια ερώτηση σχετικά με γεωμετρία. Του είπα πως δεν ήξερα τίποτα. Κοίταξε πέρα, ύστερα με ξανακοίταξε και το χαμόγελο του έδειχνε περισσότερη αγάπη παρά ποτέ. Μου έκανε μια ερώτηση σχετικά με τη βυζαντινή ιστορία. Του είπα πως οι ερωτήσεις του δεν θα τον οδηγούσαν πουθενά. Πάλι κοίταξε αλλού και με ξανακοίταξε με χαμόγελο λατρείας. Τότε μάντεψα ξαφνικά τι κοίταζε κάθε φορά που έστρεφε τα μάτια του από μένα. Εκεί, πίσω απ' το τζάμι της πόρτας, στέκονταν ο Μίμης κι ο Κώστας. Με μάτια που φλέγονταν και τα πιστόλια τους τραβηγμένα, έδειχναν ποια ακριβώς τύχη περίμενε το δάσκαλο αν η Μελίνα αποτύχαινε στις εξετάσεις της.

... ...
Αν έχω δώσει την εντύπωση πως τα παιδικά μου χρόνια ήταν όλο γέλιο και διασκέδαση, επιτρέψτε μου να επανορθώσω αμέσως. Υπήρχε επίσης ένας ωκεανός από σκοτούρες. Η πρώτη μου συνάντηση με την απελπισία έγινε όταν ήμουν τριάμισι χρονών. Η μητέρα μου ανήγγειλε ότι θ' αποκτούσε ένα άλλο παιδί. Αμέσως αναγνώρισα ότι αυτή ήταν μια συνωμοσία εναντίον της ασφάλειας μου και της προνομιακής μου θέσης. Το μίσος κι ο θυμός μου δεν έμειναν ανεκδήλωτα. Έπαψα να μιλάω στη μητέρα μου και στον πατέρα μου. Ούτε καλημέρα ούτε καλησπέρα. Ούτε λέξη. Αλλά χρειαζόμουν ένα συνένοχο. Ποιον άλλον απ' τον παπού Σπύρο; Όπως το περίμενα, με κατάλαβε θαυμάσια. Πρότεινε να εφαρμόσουμε το σπαρτιατικό νόμο και με ρώτησε αν καταλάβαινα τι εννοούσε. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα, αλλά τον κοίταξα ίσια στα μάτια κι είπα ναι. Όμως μου το εξήγησε. Αν το νεογέννητο ήταν κορίτσι κι αυτό φοβόμουν περισσότερο, τότε θα το στραγγάλιζε, θα τό' πνιγε, θα το εξαφάνιζε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κι αν ήταν αγόρι, δεν θά 'πρεπε να στενοχωριέμαι. Καθησυχασμένη, ξανάρχισα να λέω καλημέρα στη μητέρα μου.

Η τύχη το' φέρε να γεννηθεί το παιδί αρσενικό κι έτσι το κρατήσαμε. Τό 'βγαλαν Σπύρο. Τον δέχτηκα. Δεν είχα περιθώριο εκλογής. Η μητέρα μου τον αγαπούσε, η γιαγιά μου τον αγαπούσε, ο παπούς μου τον αγαπούσε, οι σωματοφύλακες τον αγαπούσαν, ο θείος Γιώργος τον αγαπούσε και τώρα που το ξανασκέφτομαι, είμαι σίγουρη πως κι ο πατέρας μου τον αγαπούσε αν και δεν βρισκόταν εκεί όταν έφτασε ο γιος του. Όχι, αυτή ήταν η δεύτερη κακοτυχία. Ο πατέρας μου ο Σταμάτης, ο «Ντ' Αρτανιάν», όταν η μαμά βρισκόταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, τό 'σκασε με μια γοητευτική ηθοποιό, που είχε τα πιο όμορφα μάτια στην Αθήνα μετά από μένα. Ήταν σε δυσμένεια στο σπίτι, του πατέρα του. Δεν επιτρεπόταν σε κανένα ν' αναφέρει τ' όνομα του. Αλλά η γιαγιά Αμαλία τον επισκεπτόταν κρυφά. Αναγνώριζα πως η φυγή του πατέρα μου ήταν σοβαρή αλλά η αληθινή συμφορά ήρθε όταν η μητέρα μου, που είχε εγκαταλειφθεί, αποφάσισε να καταφύγει στο σπίτι της μητέρας της. Δεν νομίζω να γνώρισα ποτέ τόσο έντονη δυστυχία όσο τη μέρα που αφήσαμε το σπίτι του παππού. Η γιαγιά Λάππα ήταν καλή γυναίκα αλλά ήταν αυστηρή και απαιτούσε τάξη και σιωπή. Ο άντρας της είχε πεθάνει από άσθμα και στα πολλά χρόνια που τού 'κανε τη νοσοκόμα είχε συνηθίσει να μένει στο σπίτι. Κρατούσε τα παντζούρια μισόκλειστα. Ήταν νευρωτική σχετικά με τα χρήματα. Παρά ν' αγοράζει ρούχα προτιμούσε να ντύνεται σπάνια. Κυκλοφορούσε στα σιωπηλά σκοτεινά δωμάτια με μια αρχαία ρόμπα και παντόφλες. Το να πάμε από το σπίτι του παπού Σπύρου στο δικό της ήταν σαν να πηγαίναμε απ' το καρναβάλι στο μοναστήρι. Μόνο η σπλαχνική απόφαση της μαμάς να μ' αφήνει να πηγαίνω για φαγητό στον Μεγάλο Σπύρο κάθε μέρα μ' εμπόδισε να πάθω νευρικό κλονισμό.

Έπειτα χτύπησε η τραγωδία. Ο παπούς Σπύρος, ο ένας και μοναδικός, το πάθος μου, για να μην τον ξεπεράσει ο γιος του, ερωτεύτηκε μια άλλη γυναίκα. Το όνομα της ήταν Νανά, σαν τη Νανά του Ζολά και μου φαινόταν χίλιες φορές χειρότερη απ' τη Νανά του Ζολά. Μια παράξενη εκλογή. Ποτέ δεν διάβασα το Ζολά. Ποτέ δεν διάβασα τίποτα.

Το δέρμα της Νανάς ήταν άσπρο σαν το γάλα. Αυτό από μόνο του, στην Ελλάδα, ήταν πρόκληση απιστίας. Ήταν παχουλή, ήταν μικρόσωμη, όχι μικρόσωμη, αλλά κοντή. Αλλά ο Σπύρος την αγαπούσε και την έβλεπε όμορφη. Η γιαγιά μου η Αμαλία ένιωθε σχεδόν τόσο προδομένη όσο εγώ. Εκείνη η αξιαγάπητη γυναίκα που ήταν αξιαγάπητη και χαρούμενη κι έλεγε θαυμάσιες ιστορίες, δεν μπορούσε ν' αντιμετωπίσει αυτό το φριχτό γεγονός. Όπως οι περισσότερες Ελληνίδες, είχε μάθει να συμβιβάζεται με τις απιστίες του άντρα της. Αλλά αυτή τη φορά ήταν ερωτευμένος. Αυτό ήταν άλλο ζήτημα. Τι έπρεπε να κάνει; Έγινε ένα συμβούλιο γυναικών. Η γιαγιά μου, η μητέρα μου, η γιαγιά Λάππα κι εγώ. Έγινε στο δωμάτιο της Αμαλίας. Καθίσαμε εκεί μπροστά σε ολόκληρες σειρές από περούκες που είχε φτιάξει μόνη της. Ήταν ο ιστός της Πηνελόπης της. Το συμβούλιο εξέφρασε ομόφωνα αντιπάθεια για τη Νανά, για όλους τους άντρες και, πάνω απ' όλα, για τον Σπύρο. Στην ηλικία του και στη θέση του! Στο κάτω κάτω ήταν ο Δήμαρχος της Αθήνας! (Η Αμαλία δεν τον έλεγε ποτέ «Σπύρο», αλλά πάντα «Δήμαρχε»). Το συμβούλιο πήρε γρήγορα μια απόφαση. Υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος που, στερώντας τον απ' τη στοργή και τη φροντίδα του, θα μπορούσε να τον κάνει να υποφέρει και να λογικευθεί. Αυτός ο άνθρωπος ήταν η Μελίνα, εγώ.

Ψηφίστηκε πως δεν θα έτρωγα πια μαζί του το μεσημέρι. Έπειτα η απόφαση άλλαξε. Θα έτρωγα μαζί του αλλά δεν θα του μιλούσα. Ούτε λέξη. Όχι ώσπου ν' αφήσει την πόρνη του, τη Νανά. Ο παπούς Σπύρος κατάλαβε αμέσως τη συνωμοσία. Αλλά ήταν καμωμένος από σκληρό μέταλλο. Αντιμετώπισε τη σιωπή μου με τη δική του. Ήταν ένας αγώνας θελήσεων. Υπήρξαν εβδομάδες καθημερινών γευμάτων κι ούτε λέξη δεν ειπώθηκε. Στην αρχή νόμισα πως ήθελε να δείξει πως η γυναίκα του σπιτιού δεν μπορούσε να του επιβάλει τη θέληση της. Έπειτα κατάλαβα πως ήταν βαθιά επηρεασμένος απ' τη Νανά. Ήμουν τρελή από ζήλεια.

Μια μέρα, μετά το συνηθισμένο σιωπηλό γεύμα, με πήρε σταθερά απ' το χέρι. Με οδήγησε σ' ένα δρόμο και σ' ένα μεγάλο αυτοκίνητο. Εκεί ήταν ακόμη ένας σοφέρ κι οι σωματοφύλακες, ο Μίμης και ο Κώστας. Έδωσε διαταγή να ξεκινήσουμε. Τότε μόνο κατάλαβα πως ήταν ντυμένος μάλλον επίσημα. Αλλά δεν του έκανα καμιά ερώτηση. Προχωρήσαμε σιωπηλοί. Όταν απείχαμε μίλια απ' τη ν Αθήνα, ανήγγειλε ότι πηγαίναμε σε μια επίσημη εκδήλωση. Ένα καινούριο ξενοδοχείο έκανε εγκαίνια στην Κηφισιά, λίγο έξω απ' την Αθήνα. Δέχθηκα αυτή την εξήγηση χωρίς κανένα σχόλιο — σιωπηλά. Ύστερα λίγο πριν φτάσουμε στην Κηφισιά μου αποκάλυψε τους σκοτεινότερους σκοπούς του. Η Νανά θα πήγαινε στην τελετή κι εγώ έπρεπε να την χαιρετίσω ευγενικά. Τον κοίταξα με μίσος και ζήτησα να με γυρίσει αμέσως στην Αθήνα. Ο Μεγάλος Σπύρος διάταξε να σταματήσει το αυτοκίνητο. Έδειξε το δρόμο. Ο τρόπος του ήταν τόσο αποφασιστικός ώστε ούτε οι σωματοφύλακες δεν είπαν τίποτα. Το να βγει κανείς από ένα αυτοκίνητο είναι άχαρη δουλειά ακόμη και στην καλύτερη στιγμή. Τα κατάφερα με χάρη. Χωρίς λέξη απομακρύνθηκα κι άρχισα να βαδίζω αποφασιστικά προς την Αθήνα. Δεν σκέφτηκα τα πολλά χιλιόμετρα που θά'πρεπε να περπατήσω. Περπατούσα, γεμάτη θυμό και ζήλεια. Πέρασε πολλή ώρα ώσπου το αυτοκίνητο γύρισε για να με πάρει. Ο Μίμης άνοιξε την πόρτα και με τράβηξε στο μπροστινό κάθισμα.

Η δεξίωση στην Κηφισιά ήταν μεγάλη. Πολλοί επίσημοι ήταν εκεί. Μερικοί απ' αυτούς είδαν τη Νανά, ντυμένη στην πένα, νά 'ρχεται προς το μέρος μου και να μου προσφέρει το λευκό σαν γάλα χέρι της. Είδαν επίσης εμένα να μένω ακίνητη σαν άγαλμα και να την κοιτάζω ώσπου τράβηξε το χέρι της. Σ' όλο το δρόμο της επιστροφής προς την Αθήνα, ο Σπύρος καθόταν και με κοίταζε με τον τρόπο ενός άντρα που καταλαβαίνει τις γυναίκες. Κι ένιωσα ένα θαυμάσιο συναίσθημα πως ήμουν μεγάλη. Χωρίς να μιλήσει μου είπε: «Ζηλεύεις κι αυτό είναι φυσιολογικό». Χωρίς να μιλήσω του είπα: «Είσαι θυμωμένος μαζί μου κι έχεις το δικαίωμα να είσαι». Και πήρα το χέρι του. Πάντα μ' άρεσε ν' αγγίζω τις λεπτές γαλάζιες φλέβες του χεριού του. Με πήρε στην αγκαλιά του. Κι έτσι, σε μικρή ηλικία, οραματίστηκα για λίγο τι μπορούσε να είναι η αγάπη. Πάντως, είμαι υποχρεωμένη να προσθέσω πως δεν άφησε τη Νανά.
Μελίνα Μερκούρη (1920-1994)




* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
της Μελίνας Μερκούρη Γεννήθηκα Ελληνίδα, Ιούνιος 1995
* οι φωτογραφίες είναι από το site
του Δημήτρη Λυμπερόπουλου (liberopoulos.gr