Σελίδες

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 27/02- ΤΟ 1943 ΕΦΕΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ - ΕΝΑ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Κωστής Παλαμάς (1859-1943)



 «Χτες βράδυ μια είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μια είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» – γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου...Γεννημένος στην Πάτρα το 1859, ο Κωστής Παλαμάς αποτέλεσε, έως και τον θάνατό του, 84 χρόνια αργότερα, κεντρική φυσιογνωμία της πνευματικής ζωής της Ελλάδας. Ποιητής και πεζογράφος, κριτικός και αρθρογράφος, σθεναρός υπέρμαχος της δημοτικής, υπήρξε –κατά τον Γεώργιο Σεφέρη– «το σημείο όπου λύεται, και ξεσπά, και
βρίσκει την κάθαρσή του ένα υπόκωφο δράμα που παίζεται δυο χιλιάδες χρόνια για τον ελληνισμό». Ηγετική μορφή της γενιάς του 1880, που παρήγαγε πλούσιο ποιητικό έργο και ανανέωσε τη λογοτεχνία μετά τα χρόνια του ρομαντισμού, υποστηρικτής του Χαρίλαου Τρικούπη και της ιδέας της αστικής ανόρθωσης, ο Παλαμάς ανέπτυξε, με τη συνολική παρουσία και δράση του, μια έντονη προβληματική γύρω από τις έννοιες της πατρίδας και του πατριωτισμού, του «ευγενέστερου –σύμφωνα με τον ίδιο– των αισθημάτων». Θιασώτης της εθνικής συσπείρωσης και αναγέννησης, προσέφερε μια νέα ανάγνωση στην ιστορία των βυζαντινών χρόνων και εξέφρασε, με το πλούσιο έργο του, την πίστη στην ψυχή του Εθνους.

Η είδηση του θανάτου του Παλαμά διαδόθηκε αστραπιαία. Την επομένη, οι αθηναϊκές εφημερίδες δημοσίευαν εκτενή αφιερώματα στη ζωή και το έργο του Ελληνα ποιητή. «Είταν απ’ τις σπάνιες φορές, δεν θυμάμαι συγκεκριμένα καμία άλλη, που μια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα είχε κάτι να μας πει», σχολίαζε σκωπτικά, αρκετά χρόνια αργότερα, ο Αναστάσιος Πεπονής, αναφερόμενος στο καθεστώς λογοκρισίας που είχε επιβληθεί στον Τύπο κατά τη διάρκεια της τριπλής Κατοχής του 1941-1944.

Η κηδεία του Παλαμά ετελέσθη στις 28 Φεβρουαρίου 1943 από το Α΄ Νεκροταφείο. «Ολη η Ελλάδα ήταν εκεί», παρατηρεί με δέος η Ιωάννα Τσάτσου. Ο πνευματικός κόσμος της χώρας έδωσε βροντερό «παρών»: Σπύρος Μελάς, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Αγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Κατσίμπαλης, κ.ά. Συγκλονιστική υπήρξε η παρουσία του αθηναϊκού λαού, που κατά χιλιάδες συγκεντρώθηκε στον περίβολο του νεκροταφείου και γέμισε ασφυκτικά τον ναό. «Οι Επιστήμονες μαζί με τους Επαγγελματίας, οι υπάλληλοι μαζί με τους εμπόρους και με τους φοιτητάς, ηνωμένοι όλοι με τα ίδια αισθήματα εμπρός εις τον νεκρόν του μεγάλου ποιητού της Ελλάδος», έγραφε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα λίγες μέρες μετά.
Υπερβαίνοντας τα συμβατικά όρια του γεγονότος, η τελετή σύντομα απέκτησε αυθόρμητα χαρακτήρα εθνικής εκδήλωσης. Πράγματι, σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η γερμανική διοίκηση προωθούσε σειρά επώδυνων μέτρων (όπως για παράδειγμα η έκδοση διατάγματος «πολιτικής επιστράτευσης»), ο ελληνικός λαός δεν δίστασε να εκφράσει την έντονη δυσαρέσκεια και αγανάκτησή του, παρά την παρουσία του κατοχικού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, και εκπροσώπων της φασιστικής Ιταλίας και του Γ΄ Ράιχ. «Αυτονών και η παρουσία ερέθιζε τον κόσμο, που από την επικείμενη κήρυξη της πολιτικής επιστρατεύσεως ήταν αυτές τις μέρες ήδη ερεθισμένος», παρατηρούσε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, διερωτώμενος: «Ποιος τους είπε νάρθουν να μαγαρίσουν με την παρουσία τους τη λειτουργία μας;».
Η νεκρώσιμος ακολουθία ξεκίνησε στις 11.00 π.μ., χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, ο οποίος και εκφώνησε επικήδειο λόγο, μια «πατριωτική προσλαλιά» σύμφωνα με τον Γεώργιο Θεοτοκά. Κατόπιν, ο Αγγελος Σικελιανός απήγγειλε «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» το ποίημα που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή:
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες
βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ώς πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οιφοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!''
(από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, κείμενο του Μανώλη Κούμα, επισκέπτη λέκτορα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου).

 ****************************

ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ 

Κάλλιο γλύστρα στο δρόμο το δικό σου παρά στο δρόμο του άλλου να ‘σαι ορθός.
“ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΚΡΥΦΟΜΙΛΗΜΑΤΑ”
 ========================
Μια μεγάλη ευτυχία ξέρω εγώ: Να μην έχουμε γεννηθεί! 
“ΠΩΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ Ο ΣΑΤΥΡΟΣ 
    ================================
Γνώρισα την αγάπη – σ’ έζησα πια ζωή!
“ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΥ”
από τους “ΔΕΙΛΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ”

=================================
Έχω μέσα μου λογής Θεούς: από το Θεό του παιδικού καιρού, το δεσπότη με τα κάτασπρα γένια, ίσα με το Θεό του Σπινόζα.
Πλήθος. Ποιος λέει πως χάθηκε η πολυθεΐα;

“ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ – ΠΕΖΟΙ ΔΡΟΜΟΙ Α΄”
αντιγραφή από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

=========================
Η Κυρία σκοντάπτει καθ’ οδόν και πέφτει. Μα τι πέσιμο! Το καπέλο της εσφενδονίσθη μακράν, και ο ποδόγυρος της εσθήτος της κατέλαβε τη θέσιν του, μεταβληθείς εις κεφαλόδεσμον. Αποκαλυπτήρια. Η Κυρία προς παρερχόμενον διαβάτην: “Βοήθεια!” Ο διαβάτης: “Μωρέ τι λες! να χάσω τέτοιο θέαμα!” Δεν δυνάμεθα ωραία να παραβάλωμεν την πεσμένη με το ξεπεσμένο έθνος μας, και ο κυνικός διαβάτης δεν είναι οι πατέρες του έθνους, οι ρουσφετομανείς; 
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (εφ. “ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ” 15 Οκτ. 1882) από το βιβλίο “Κ. ΠΑΛΑΜΑ ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΙΔΡΥΜΑ Κ. ΠΑΛΑΜΑ
=========================
 
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος περιγράφει την κηδεία του Παλαμά:
Όταν φτάσαμε εκεί εμείς, η εκκλησία ήταν κατάμεστη και πάρα πολύς κόσμος ήταν έξω στην πλατεία. (…) Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία μίλησε ο Δαμασκηνός για τον Έλληνα. Ύστερα απάγγειλε ο Σικελιανός το ποίημά του με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή. Τράνταζε ο Σικελιανός. Το ποίημα δεν ξέρω αν είναι από τα μεγάλα του. Εκείνη την ώρα τάραξε τις ψυχές και πολλοί κλαίγανε. Έδωκε τον τόνο. Δεν υπήρχε θάνατος πια. Τελούνταν μπρος μας η αιωνοποίηση, η αποθέωση ενός θνητού. Τη θλίψη την αντικαθιστούσε μια πνοή θριάμβου. (…) Ο κόσμος -τον υπολόγιζα ως δυόμιση χιλιαδες- σχημάτισε ένα αμφιθέατρο στον κατήφορο που οδηγούσε προς τον τάφο. Τι έγινε ακριβώς στον τάφο δεν είδα. Δεν μπόρεσα να πλησιάσω. Είδα πως γίνονταν κατάθεση στεφάνων, πως κατάθεσαν στεφάνια και κάτι ξένοι. Μόλις όμως συνέβηκε αυτό διά μιας από διάφορες πλευρές ακούγεται ο Εθνικός μας Ύμνος. Φαίνεται πως ο Κατσίμπαλης με την Ιωάννα άρχισαν πρώτοι. Πρώτα δειλά, ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε “Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος”. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε “Ζήτω η Ελευθερία”.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ “ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ” Εκδόσεις “ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ”
===============================
 
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος θυμάται την κηδεία του Κ. Παλαμά:
Στην κηδεία του μεγάλου μας Παλαμά όλος ο εξασθενημένος λαός, σαν πείσμα της αλύγιστης συνείδησης, κάτι σαν αυτό της δικτατορίας με το Γέρο της Δημοκρατίας. Όλοι οι θεατρικοί σπουδαστές ρίχνουμε από ένα μπουκετάκι βιολέτες. Ο Γερμανός Διοικητής της Αθήνας καταθέτει ένα στεφάνι: “Deutschland zu Palamas”. Ο λογοτέχνης Κατσίμπαλης και ο συγγραφέας Δ. Γιαννουκάκης αρχίζουν να ψελλίζουν τον Εθνικό μας Ύμνο. Ακουλουθούμε όλοι βροντόφωνα. Αναταραχή στους γύρω μισθοφόρους ντυμένους ανίερα τσολιάδες. Ο Γερμανός τούς σταμάτησε με μια διαταγή του χεριού και στέκεται κι αυτός προσοχή. Για ένα λεπτό λευτερώθηκε η Ελλάδα.
ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ “ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΟΝΟΜΑΤΙ ΝΤΙΝΟΣ” Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ
===============================
 
Αυτοβιογραφικό κείμενο του Κ. Παλαμά

Σε ηλικία 14 ετών, μαθητής γυμνασίου.
 Τα παιγνίδια, που έπαιζα παιδί, σχεδόν όλα παιγνίδια δημιουργημένα μέσα στη μοναξιά, ρυθμισμένα μονάχ' από τη φαντασία. Τα παιγνίδια που γύρευα, που αυτοσχεδίαζα, που καλλιτεχνούσα, που αγαπούσα, και που μεθούσα μ' εκείνα. Τα έπαιζα καταμόναχος, φυλακισμένος μέσα στο σπίτι. Τα παιγνίδια μου, όσο κι αν είτανε πιο πολύ κοριτσιού, είχαν όλη του αρσενικού την ορμή, την πρωτοβουλία, την τρέλα. Γινόμουν αράδα αράδα, κατά την περίσταση και κατά τα κέφια μου, δεσπότης, ιεροκήρυκας, δημοδιδάσκαλος, καθηγητής, περιηγητής, γιατρός, στρατηγός, στρατιώτης, συνομιλητής, λιμαδόρος. Φλυαρούσα, ξεφώνιζα, κουβέντιαζα, ρητόρευα, λειτουργούσα, έψελνα, έδερνα, ανεβοκατέβαινα, αγωνιζόμουνα με τους καναπέδες και με τις καρέκλες, με τα βιβλία και με τα τραπέζια, έπιανα γνωριμίες και ξεσυνερίσματα με τους τοίχους, με τα ξύλα, με τα έπιπλα, με τα φουστάνια. Είχα δοσοληψίες με τα λουλούδια και με τις κοπριές, με τα μερμύγκια της γάστρας και με τα σαμάρια των γαϊδουριών' μόνο τους ανθρώπους γύρω μου δεν τους λογάριαζα. 
 
Ο ποιητής με τη γυναίκα του Μαρία και την κόρη τους Ναυσικά.
Το ρυθμό του κόσμου τον αναποδογύριζα. Οι άνθρωποι μου είτανε τα υλικά και τ' άψυχα' δεν καταδεχόμουνα να τα προσέξω. Οι ζωντανοί μου, όσοι είτανε για τους άλλους τ' άψυχα. Τον κεντιστό για μένα από την ξαδέρφη μου χαρτοφύλακα του σχολείου, που είχα για τα βιβλία μου, τον έκαμα δεσποτική μίτρα καί τον εφορούσα όταν έπαιζα: Με μια σύνοψη στο χέρι πρωτοστατούσα μεγαλόπρεπα σ' εκκλησιαστικές ιερουργίες. Τη στενή κάμαρα που βρισκόμουνα την έκανα διαδοχικά με το «γεννηθήτω φως» της φαντασίας μου, χωρίς καμιά διασκευαστική φροντίδα, την έκανα άγιο βήμα, νάρθηκα, άμβωνα, ιερό. Της εκκλησιάς αυτής είμουνα ο καντηλανάφτης, ο αναγνώστης, ο επίτροπος, ο διάκος, ο παπάς, ο επίσκοπος, ο ψάλτης, ο ενορίτης. Μαζί και αράδ' αράδα. Έπειτ' άλλαζα τη σκηνογραφία. Σ' ένα σεντούκι, απάνω μια καρέκλα κ' ένα τραπεζάκι. Η δασκαλοκαθέδρα. Έκανα την παράδοσή μου. Πρώτα ήσυχα και ακαδημαϊκά. Ύστερα δεν μπορούσα να βαστάξω. Τα μαθητούδια μου άταχτα και αμελή. Ξελαρυγγίζομουν για να τα φέρω στον ίσιο δρόμο. Τίποτε. Μ' έπνιγεν ο θυμός. Άρπαζα τη βέργα. Κατέβαινα, χυμούσα. Μοίραζα ξύλο αλύπητο, δεξιά και αριστερά. Εσείς, προσκέφαλα και στρωσίδια, τραπέζια και καθίσματα, πατώματα και γωνιές, σάλες και κατώγια, κι αν ακόμα υπάρχετε, ακόμα θα βογγάτε από το δάρσιμο.

Τη μανία του σκολειού την κράτησα και πολύ, έπειτ' από τα πρώτα μου παιδιάτικα παιγνίδια, του γυμνασίου αγόρι πια. Ξαλάφρωνα στο σπίτι από την πλήξη της γυμνασιακής παράδοσης μεταμορφώνοντάς τη σε παιγνίδι. Τον καθηγητή που μ' ενοχλούσε στην τάξη, τον έπαιζα στο σπίτι κ' είμουν ενθουσιασμένος. Μόνος πάντα. Κρατούσα κατάλογο μαθητών, έβαζα κλήρους, είχα πρόγραμμα, πότε παράδιδα Πλούταρχο, πότε Θουκυδίδη, πότε Θεόκριτο. Ακόμα τάχω στα μάτια μου τα βιβλία των δυο πρώτων, καλοδεμένα, με την έκδοσή τους από τους γερμανούς σοφούς και στη Γερμανία, τον τρίτο από τον Νεόφυτο Δούκα κ' εκδομένο και μεταφρασμένο, κείμενο και μετάφραση, όμοια δύσκολα, κι αμετάφραστα χωρίς τη συνδρομή του δασκάλου, και τ' αρχαία και τ' αρχαιόζηλα. Κάποιες εξηγήσεις του αδερφού μου που είτανε πια στην Αθήνα φοιτητής, τις είχα κληρονομήσει. Κι όσο πετούσα και καταφρονούσα τα δικά μου τα μαθητικά τετράδια, όταν είχα τετράδια, γιατί, συχνά δυστυχώς, τέτοιο κόπο δεν έπαιρνα, άλλο τόσο έσκυβ' απάνω στις εξηγήσεις του αδερφού μου, περίεργα και φροντισμένα. Αυτά είτανε τα καθηγητικά μου εφόδια, οι πηγές της σοφίας μου. Παράδιδα σε όλες τις τάξεις. Όλα τα μαθήματα. Εδώ ελληνικά, εκεί Ιστορία, αλλού ψυχολογία. Από όλα κάτι σκάμπαζα. Μόνο μαθηματικά δεν είχε το πρόγραμμά μου. Τα σιχαινόμουνα γιατί δεν τα ήξερα, ή δεν τα ήξερα γιατί τα σιχαινόμουνα; Ποιος ξέρει! Και τα δυο. Το μόνο πού θυμούμαι είναι πως κάποιος, δε γνωρίζω αν από το σπίτι μου ή από το σχολείο μου που με πρωτόβαλαν και που πηγαίναμε αντάμα αγόρια και κορίτσια (η ιστορία του σκολειού εκείνου βρίσκεται γραμμένη όσο παίρνει καθαρά σ' ένα ποίημα των «Τραγουδιών της Πατρίδος μου», του πρώτου μου βιβλίου του 1886' το ποίημα επιγράφεται «Το Σχολείον»), κάποιος μ' έδωκε μιας συμμαθήτρας μου, Αμαλία την έλεγαν, για να μου μάθη τα μαθηματικά. Μου έφερ' εκείνη μια πλάκα κ' επάνω σ' αυτή μού αράδιαζε νούμερα. Χαμένος κόπος. Κοίταζα περισσότερο την Αμαλία, από τα νούμερα.