Σελίδες

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

ΠΡΩΪΜΗ ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ -ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ -ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

 
152. Αμφορέας του Μύσωνα: Ο Κροίσος στην πυρά, 500-490 π.Χ. Παρίσι, Λούβρο.

 
 
Η τέχνη της αρχαϊκής εποχής αντλεί τα θέματά της κυρίως από τη μυθολογία και από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Στα αγγεία των αρχών του 5ου αιώνα, ωστόσο, αρχίζουν να εμφανίζονται και σκηνές με πρόσωπα ιστορικά, σύγχρονες ή από το πρόσφατο παρελθόν. Τέτοιο παράδειγμα είναι ένας ερυθρόμορφος αμφορέας του αγγειογράφου Μύσωνα, σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, που χρονολογείται στη δεκαετία 500-490 π.Χ. Στη μια πλευρά του αγγείου εικονίζεται ένα μυθολογικό θέμα, η αρπαγή της βασίλισσας των Αμαζόνων Αντιόπης από τον Θησέα με τη βοήθεια του φίλου του Πειρίθου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενδυμασία και ο οπλισμός της Αντιόπης, που είναι όμοια με εκείνη των Σκυθών, στη χώρα των οποίων τοποθετούσαν οι Έλληνες τη μυθική πατρίδα των Αμαζόνων. Έτσι ο μύθος αποκτά ένα στοιχείο επικαιρότητας. Στην κύρια όψη (εικ. 152) εικονίζεται ο περίφημος για τα πλούτη του βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος, ντυμένος με μακρύ χιτώνα και με το σκήπτρο στο χέρι, καθισμένος σε πολυτελή θρόνο, στρωμένο με δέρμα άγριου ζώου, που είναι τοποθετημένος στην κορυφή μιας μεγάλης πυράς από επάλληλες στρώσεις ξύλων. Ένας υπηρέτης, με μόνο ρούχο ένα μικρό ιμάτιο τυλιγμένο γύρω από τη μέση του, ανάβει τη φωτιά με δύο προσανάμματα. Οι μορφές και στις δύο πλευρές ταυτίζονται με επιγραφές.

Η ιστορία της πυράς του Κροίσου, συνέπεια της καταστροφικής ήττας που υπέστη από τον βασιλιά των Περσών Κύρο, μας είναι κυρίως γνωστή από τον Ηρόδοτο (1.86-87):
«Έτσι οι Πέρσες πήραν τις Σάρδεις κι έπιασαν αιχμάλωτο τον Κροίσο, που βασίλευσε δεκατέσσερα χρόνια, πολιορκήθηκε δεκατέσσερις μέρες και σύμφωνα με τον χρησμό κατέλυσε ένα μεγάλο βασίλειο — το δικό του. Όταν τον έπιασαν οι Πέρσες τον οδήγησαν μπροστά στον Κύρο. Κι αυτός έστησε μια πυρά μεγάλη και ανέβασε πάνω της τον Κροίσο δεμένο με αλυσίδες και πλάι του δεκατέσσερα νέα παλικάρια από τους Λυδούς, με σκοπό είτε να τον προσφέρει θυσία σε κάποιον από τους θεούς ως απαρχές [πρώτο δώρο] της λείας του, είτε γιατί έμαθε ότι ο Κροίσος είναι θεοφοβούμενος και γι᾽ αυτό ακριβώς τον ανέβασε στην πυρά, επειδή ήθελε να δει αν κάποιος από τους θεούς θα τον γλίτωνε, ώστε να μην καεί ζωντανός. Ο Κύρος αυτά έκανε· κι ο Κροίσος, στημένος πάνω στην πυρά, θυμήθηκε, παρά το μέγεθος της συμφοράς του, τον λόγο του Σόλωνα, πως ήταν ειπωμένος με θεού φώτιση, ότι δηλαδή κανένας, όσο ζει, δεν είναι ευτυχισμένος. Και έτσι που ο λόγος έλαμψε μέσα του, πήρε βαθιά ανάσα κι αναστέναξε· κι ύστερα από μακριά σιγή πρόφερε τρεις φορές «Σόλων». Ευθύς ως το άκουσε ο Κύρος πρόσταξε τους διερμηνείς του να ρωτήσουν τον Κροίσο ποιος είναι αυτός που επικαλείται· και εκείνοι πλησίασαν και τον ρωτούσαν. Ο Κροίσος στην αρχή σιωπούσε, κι ας τον ρωτούσαν, ύστερα όμως, επειδή τον πίεζαν, είπε: «Εκείνος, που εγώ θα έδινα ολόκληρη περιουσία, για να μιλήσουν μαζί του όλοι οι βασιλιάδες.» Καθώς όμως τους μίλαγε έτσι σκοτεινά, τον ξαναρώτησαν τι νόημα είχαν τα λόγια του. Και επειδή επέμεναν και δεν τον άφηναν σε ησυχία, τέλος τους διηγήθηκε πως ήρθε κάποτε στην αυλή του ο Σόλων ο Αθηναίος, και αφού τριγύρισε και είδε όλα του τα πλούτη, πως τα θεώρησε μηδαμινά (και είπε αυτά που του είπε) · πως όλα τού βγήκαν, όπως τα είπε εκείνος, κι ωστόσο τα λόγια του δεν ταίριαζαν μονάχα για τον Κροίσο, παρά για ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, και περισσότερο για εκείνους, όσοι φαντάζονται οι ίδιοι πως είναι ευτυχισμένοι. Ενώ ο Κροίσος έκανε τη διήγηση του, η πυρά είχε κιόλας ανάψει και οι κάτω άκρες της γύρω γύρω άρχισαν να καίγονται. Ευθύς ως άκουσε ο Κύρος από τους διερμηνείς του όσα είπε ο Κροίσος, άλλαξε γνώμη και συλλογίστηκε πως, όντας ο ίδιος άνθρωπος, παράδινε ζωντανό στη φωτιά ένα συνάνθρωπο του, που η ευδαιμονία του δεν στάθηκε μικρότερη από τη δική του. Ακόμη επειδή φοβήθηκε την πληρωμή και αναλογίστηκε ότι τίποτε από τα ανθρώπινα πράγματα δεν είναι σταθερό, έδωσε διαταγή να σβήσουν το γρηγορότερο τη φωτιά που έκαιγε και να κατεβάσουν από την πυρά τον Κροίσο και αυτούς που ήταν μαζί με τον Κροίσο. Οι άνθρωποι του όμως, μ᾽ όλες τους τις προσπάθειες, ήταν αδύνατο πια να συγκρατήσουν τη φωτιά.
Τότε, λεν οι Λυδοί, όταν κατάλαβε ο Κροίσος τη μεταμέλεια του Κύρου, καθώς έβλεπε όλο τον κόσμο να καταγίνεται να σβήσει τη φωτιά κι όμως να μην μπορούν πια να την προφτάσουν, ανέκραξε φωνάζοντας τον Απόλλωνα, πως αν κάποτε είχε στέρξει σε κάποιο δώρο του, να του παρασταθεί τώρα και να τον γλιτώσει από το κακό αυτής της ώρας. Αυτός με δάκρυα στα μάτια επικαλούνταν τον θεό, και ξαφνικά, ενώ ήταν ο ουρανός καθαρός και δεν φυσούσε διόλου, μαζεύτηκαν σύννεφα και ξέσπασε καταιγίδα κι έπεσε ραγδαία βροχή κι έσβησε η πυρά ολότελα. Όταν με το σημάδι αυτό κατάλαβε ο Κύρος ότι ο Κροίσος ήταν άνθρωπος αγαθός που οι θεοί τον αγαπούν, τον κατέβασε από την πυρά και τον ρωτούσε: «Κροίσε, ποιος άνθρωπος σου ξεσήκωσε το μυαλό, για να κινήσεις τον στρατό σου εναντίον της χώρας μου και να γίνεις εχθρός μου αντί για φίλος;» Και εκείνος είπε: «Έκανα ό,τι έκανα για τη δική σου καλή τύχη, για τη δική μου όμως κακοτυχιά· αίτιος σ᾽ αυτό στάθηκε ο θεός των Ελλήνων [ο Απόλλων], που με ξεσήκωσε να κινήσω τον στρατό μου. Γιατί κανείς βέβαια δεν είναι έτσι άμυαλος που να θέλει πόλεμο αντί για ειρήνη· όσο κρατά αυτή τα παιδιά θάβουν τους πατέρες τους, ενώ στον πόλεμο οι πατέρες τα παιδιά τους. Αλλά αυτά ήσαν βουλή θεού να γίνουν έτσι».» (Μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτη)
Για την ιστορία της πυράς του Κροίσου υπήρχε όμως και μια άλλη παλαιότερη εκδοχή, που την ξέρουμε από μια ωδή του ποιητή Βακχυλίδη, γραμμένη 30 περίπου χρόνια μετά την αγγειογραφία του Μύσωνα. Σύμφωνα με αυτή, ο Κροίσος, όταν οι Σάρδεις ήταν έτοιμες να πέσουν στα χέρια του Κύρου, ανέβηκε ο ίδιος στην πυρά μαζί με τη γυναίκα του και τις κόρες του, θέλοντας να βάλει τέλος στη ζωή όλων τους, και τον έσωσε ο Δίας σβήνοντας τη φωτιά με δυνατή βροχή. Τότε ο Απόλλωνας, για να ανταμείψει τον Κροίσο που τον είχε τιμήσει στέλνοντας πολύτιμα δώρα στους Δελφούς, τον μετέφερε μαζί με τις κόρες του στη χώρα των Υπερβορείων, όπου οι ευσεβείς έβρισκαν την αιώνια ευτυχία μετά τον θάνατο τους. Η παράσταση του αγγείου βρίσκεται πιο κοντά στην εκδοχή του Βακχυλίδη, παρόλο που απουσιάζουν από τη σκηνή η γυναίκα και οι κόρες του Κροίσου. Ο βασιλιάς δεν εικονίζεται σαν αιχμάλωτος, αλλά καθισμένος στον θρόνο του, ντυμένος με πολυτελή χιτώνα και με το σκήπτρο του στο χέρι, να σπένδει στους θεούς δείχνοντας την ευσέβειά του. Ο Ηρόδοτος φαίνεται ότι άλλαξε συνειδητά την ιστορία της πυράς του Κροίσου για να τη συνδέσει με την επίσκεψη και τις συμβουλές του Σόλωνα και να κάνει τον ηττημένο βασιλιά σύμβουλο του Κύρου. Η αρχική ιστορία πρέπει να ξεκίνησε από τους Δελφούς, καθώς το ιερατείο αντιλαμβανόταν ότι θα ήταν μειωτική για το κύρος του ιερού η σκέψη πως ο Απόλλωνας άφησε να χαθεί αβοήθητος ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές του, ο Κροίσος, ο πλούσιος βασιλιάς της Λυδίας που τον είχε τιμήσει όσο κανένας άλλος, ζητούσε πάντοτε τη συμβουλή του όταν ήταν να πάρει μια σημαντική απόφαση και είχε στήσει στο ιερό του λαμπρά αναθήματα.