Σελίδες

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Δύο δημιουργίες του Μύρωνα: Η Αθηνά με τον Μαρσύα και ο Δισκοβόλος

Για τον Αθηναίο γλύπτη Μύρωνα γνωρίζουμε αρκετά πράγματα: η δραστηριότητά του τοποθετείται στα χρόνια μεταξύ 470 και 440 π.Χ. και τα έργα του, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται και περιγράφονται, τα θαύμαζαν ιδιαίτερα οι αρχαίοι για τη ζωντάνια τους και τον ρεαλισμό τους. Ξέρουμε επίσης ότι ο γιος του Μύρωνα, που λεγόταν Λύκιος, ήταν και αυτός γλύπτης. Περίφημη ήταν μια χάλκινη αγελάδα του Μύρωνα που ήταν στημένη στην Ακρόπολη της Αθήνας, αλλά τη μετέφερε στη Ρώμη ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός, για να την τοποθετήσει στο τέμενος της Ειρήνης (Templum Pacis) που ίδρυσε

180. Άγαλμα της Αθηνάς, αντίγραφο έργου του Μύρωνα των χρόνων 460-450 π.Χ. Φρανκφούρτη, Städtische Galerie Liebieghaus.

.
181. Άγαλμα του Μαρσύα, αντίγραφο έργου του Μύρωνα των χρόνων 460-450 π.Χ. Βατικανό, Museo Gregoriano Profano
Ένα χάλκινο σύνολο του Μύρωνα στην Ακρόπολη της Αθήνας εικόνιζε την Αθηνά και τον Μαρσύα. Τα δύο αγάλματα μας είναι γνωστά από μαρμάρινα αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων (εικ. 180, 181)· η τοποθέτησή τους αντικριστά (εικ. 182) προκύπτει από απεικονίσεις σε αθηναϊκά νομίσματα της
ρωμαϊκής εποχής. Ο μύθος σχετίζεται με τη μουσική, και συγκεκριμένα με την ανακάλυψη και το παίξιμο των αυλών. Η Αθηνά εφηύρε το μουσικό αυτό όργανο, αλλά το πέταξε με οργή μόλις ανακάλυψε ότι, όταν το έπαιζε, τα μάγουλά της φούσκωναν και το πρόσωπό της παραμορφωνόταν. Τους πεταμένους αυλούς τούς βρήκε ο σιληνός Μαρσύας, ένα πρόσωπο του μύθου με ζωώδη χαρακτηριστικά και ουρά αλόγου, στον οποίο ο ήχος τους άρεσε τόσο πολύ, ώστε έμαθε να τους παίζει δεξιοτεχνικά. Αλλά η μουσική των αυλών στάθηκε μοιραία για τον Μαρσύα, γιατί τον έκανε τόσο περήφανο, ώστε να προκαλέσει σε αγώνα μουσικής τον κιθαρωδό θεό Απόλλωνα. Κριτές του αγώνα ήταν οι Μούσες, που αποφάσισαν ότι νικητής ήταν ο Απόλλων, αφού μπορούσε να τραγουδά παίζοντας ταυτόχρονα την κιθάρα του, κάτι που δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει ο Μαρσύας με τους αυλούς. Μετά από αυτό ο Απόλλων τιμώρησε σκληρά τον Μαρσύα βάζοντας έναν υπηρέτη του να τον γδάρει ζωντανό. Το αγαλματικό σύνολο του Μύρωνα αποτυπώνει τη στιγμή που ο Μαρσύας ετοιμάζεται να πάρει τους αυλούς που πέταξε η Αθηνά (εικ. 182).

182. Αναπαράσταση σε χαλκό ενός συντάγματος της Αθηνάς και του Μαρσύα, έργου του Μύρωνα, που ήταν στημένο στην Ακρόπολη της Αθήνας. Φρανκφούρτη, Städtische Galerie Liebieghaus.


 Για όσους ήξεραν τον μύθο η σκηνή αυτή προοιώνιζε την ήττα και το τέλος του Μαρσύα. Αλλά ο μύθος αποτελούσε ταυτόχρονα κριτική στη μουσική των αυλών, τους οποίους έπαιζαν κυρίως επαγγελματίες μουσικοί. Αντίθετα, η λύρα και η κιθάρα ήταν τα μουσικά όργανα που προτιμούσαν οι αριστοκράτες, καθώς συνόδευαν την επική, τη λυρική και τη χορική ποίηση. Είναι, επομένως, λογικό να υποθέσουμε ότι το έργο του Μύρωνα ήταν ανάθημα ενός αριστοκράτη ή ενός νικητή σε αγώνες κιθαρωδίας. Χαρακτηριστική για τη ρεαλιστική τεχνοτροπία του Μύρωνα είναι η μορφή του Μαρσύα (εικ. 181) με την έντονη τριχοφυΐα στο στήθος, τη σιμή μύτη, τις ρυτίδες στο μέτωπο και τα ανάκατα μαλλιά. Η Αθηνά από την πλευρά της (εικ. 180) δεν έχει την εξιδανικευμένη ομορφιά μιας θεάς, αλλά τα χαρακτηριστικά μιας καλοφτιαγμένης νεαρής κοπέλας.
Τον ίδιο έντονο ρεαλισμό τον συναντούμε και σε ένα άλλο χάλκινο άγαλμα του Μύρωνα, που το γνωρίζουμε και αυτό από μαρμάρινα αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων: τον Δισκοβόλο. Το έργο εικονίζει έναν νέο αθλητή που ετοιμάζεται να ρίξει τον δίσκο (εικ. 183).


183. Δισκοβόλος, αντίγραφο έργου του Μύρωνα, γύρω στο 450 π.Χ. Ρώμη, Museo Nazionale Romano.

 Η στάση αποτυπώνει μια στιγμιαία κίνηση: ο αθλητής έχει λυγίσει τα γόνατα, έχει χαμηλώσει το σώμα και έχει τεντώσει το δεξί χέρι, καθώς παίρνει δυνάμεις· ο θεατής έχει την αίσθηση ότι είναι έτοιμος να ανασηκωθεί, για να ρίξει όσο μπορεί μακρύτερα τον δίσκο. Αξιοπρόσεκτη είναι η ακρίβεια με την οποία αποδίδεται η ανατομία του σώματος. Δεν γνωρίζουμε πού ήταν στημένο το πρωτότυπο άγαλμα του Δισκοβόλου, μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι ήταν αφιέρωμα κάποιου αθλητή σε ένα μεγάλο ιερό. Στην Αρχαιότητα ο δίσκος δεν ήταν ένα αυτόνομο άθλημα, αλλά αποτελούσε μέρος του πεντάθλου, δηλαδή μιας σειράς πέντε αθλημάτων, που περιελάμβανε τον δρόμο, το άλμα, την πάλη, τον δίσκο και το ακόντιο.