Σελίδες

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

λογοτεχνικά αρχεία και ψηφιακά μέσα: το μέλλον απ’ το παρελθόν

 Η ψηφιακή ζωή των λογοτεχνικών αρχείων μάς βοηθά να θυμόμαστε
πιο λίγο, πιο πολύ ή μήπως κάπως αλλιώς το λογοτεχνικό μας παρελθόν;

 

 Άννα Μαρία Σιχάνη
Τι κρύβουν τα λογοτεχνικά αρχεία; Πόσο «κλειστή» ή «ανοικτή» είναι η εικόνα που μας χορηγούν για το λογοτεχνικό παρελθόν; Ποιες είναι στην Ελλάδα οι συνθήκες λειτουργίας των λογοτεχνικών αρχείων και πώς αντικατοπτρίζεται ουσιαστικά σε αυτές και η ιστορική μας κουλτούρα, ο ιδιαίτερος τρόπος, οι διαδικασίες και οι πολιτικές μέσω των οποίων συνδεόμαστε, εμπεδώνουμε ή επαναδιαπραγματευόμαστε το παρελθόν μας, και δη το λογοτεχνικό μας παρελθόν; Και, τέλος, σε μια εποχή όπου μεγάλος αριθμός τεκμηρίων από βιβλιοθήκες και αρχεία είναι πια διαθέσιμος σε ψηφιακή μορφή με ανοικτή πρόσβαση (open access / open data), πόσο όντως πιο «ανοικτά» συμμετέχουμε στην αφήγηση του λογοτεχνικού μας παρελθόντος; Αρχεία και πολιτισμική μνήμη Είναι άραγε τα λογοτεχνικά αρχεία κάτι σαν αρχαιολογικοί χώροι ή μουσεία; Είναι οι αρχειονόμοι, αρχαιολόγοι; Κι όλοι εμείς που πηγαίνουμε και μελετούμε τα αρχεία, είμαστε άραγε κατά κάποιον τρόπο ερασιτέχνες αρχαιολόγοι και ολίγον τι τουρίστες; Στον τυπικό χωρικό ορισμό του αρχείου ως ένα μέρος όπου φυλάσσονται δημόσια ή ιδιωτικά ιστορικά έγγραφα, ο Ντερριντά, επιμένοντας στην ετυμολογία της λέξης, προσθέτει, εκτός από την τοπολογική διάσταση και μία νομολογική: το «αρχείον» ήταν ενδιαίτημα των ανώτερων αρχόντων, εκείνων που διέτασσαν και που εκτός από τη διαφύλαξη διέθεταν επίσης και το δικαίωμα της ερμηνευτικής αρμοδιότητας των αρχείων.2 Όταν μιλάμε σήμερα για αρχείο, λοιπόν, δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό χώρο όπου διασφαλίζεται το υλικό περιεχόμενό του, αλλά και τον χώρο όπου επιχειρείται και ασκείται η αυθεντική εκ των άνω ερμηνεία των ιστορικών τεκμηρίων που περιλαμβάνει. Μέσα στο πλαίσιο που όρισαν ήδη από την αρχή τού 20ού αιώνα μελέτες γύρω από το πλαίσιο και τη ρητορική (ανα)παραγωγής της συλλογικής μνήμης3 και από το 1960 και εξής προσεγγίσεις για τη σύνδεση συλλογικής μνήμης και (εθνικής) ταυτότητας εντός της θεωρίας του πολιτισμικού εθνικισμού,4 ως βασικός και –τις περισσότερες φορές– θεσμικά ελεγχόμενος ρόλος των αρχείων τυπικά θεωρείται η συγκέντρωση, οργάνωση, διαφύλαξη και προβολή ιστορικών τεκμηρίων (βιβλία, χειρόγραφα, φωτογραφίες, αντικείμενα, διοικητικά έγγραφα, Τύπος).5 Είναι αυτό που ο Ντερριντά παρουσιάζει ως τρίτη διάσταση του αρχείου και το ονομάζει καταχρηστικά «παρακαταθήκη», περιγράφοντας την οργάνωση των τεκμηρίων σε ένα συγχρονικό σώμα, σε μια συστημική αφήγηση μέσα από την οποία αρθρώνεται μια ιδανικά σμιλεμένη ενότητα.6 Ωστόσο, εύκολα διαπιστώνει κανείς μια «διαρροή» στον θεσμικό και νομολογικό χαρακτήρα των αρχείων: η λειτουργία και η φυσιογνωμία τους δεν είναι μονοδιάστατη, και κυρίως δεν γίνεται να (περι)οριστεί πάντοτε σε επιβεβλημένο και προδιαγεγραμμένο πλαίσιο. Από τη συνδρομή των αρχείων στην κατασκευή και ενίσχυση εθνικών ταυτοτήτων7 μέχρι την άποψη του ιστορικού Πάτρικ Τζόυς για τη χρήση των αρχείων ως «πολιτική τεχνολογία της φιλελεύθερης διακυβέρνησης» (political technology of liberal governmentality)8 και τα παραδείγματα κατευθυνόμενης πολιτικής χρήσης αρχείων,9 αυτό που διαπερνά όλες τις προσεγγίσεις για τα αρχεία είναι μια παράξενη και επικίνδυνη διελκυστίνδα μεταξύ παρελθόντος και παρόντος: η τεχνολογία της αρχειοποίησης, σύμφωνα πάλι με τον Ντερριντά, «καταγράφει ενώ ταυτόχρονα παράγει το ίδιο το γεγονός του παρελθόντος»,10 ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, τη μνήμη για το γεγονός. Τα αρχεία, λοιπόν, και τα τεκμήρια που αυτά περιέχουν, θα έλεγε κανείς πως είναι φορείς par excellence της πολιτισμικής μνήμης:11 της συλλογικής μνήμης, που συνδέεται διαλεκτικά με την ιστορική σκέψη και, παρά να χρησιμεύει ως μια αποθήκη ή ένα στατικό άλμπουμ στιγμών του παρελθόντος, αντίθετα λειτουργεί ως μια δυναμική διαδικασία, μια ανοικτή σκηνή θεάτρου,12 όπου (ανα)κατασκευάζουμε εικόνες και αφηγήσεις για τμήματα από το παρελθόν μας, συστήνοντας, έτσι, αενάως πολλά «παροντικά παρελθόντα».13 Αυτό το συνεχές πολλαπλών αναγνώσεων και ερμηνειών του παρελθόντος ελαχιστοποιεί –χωρίς να αναιρεί ολοκληρωτικά– την αυθαιρεσία της μοναδικής ιστορικής αφήγησης,14 που στην προκειμένη συστήνουν οι θεσμικές νομολογικές πρακτικές των αρχείων. Η πολιτισμική μνήμη, λοιπόν, αν και καθορίζεται από τις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες εντός των οποίων παράγεται και δύναται ενίοτε παραπληρωματικά να τροφοδοτεί ιστορικές αφηγήσεις,15 ωστόσο ανθίσταται στην ιστορικοποίηση, είναι, δηλαδή, (ακόμη) «ανοικτή». Η μνήμη, υπογραμμίζει ο Κλάιν, «συνεισφέρει στην επαναμάγευση του κόσμου και [ουσιαστικά] λειτουργεί ως ένα θεραπευτικό αντιστάθμισμα του ιστορικού λόγου».16 Γι’ αυτό και η μελέτη των αρχείων, όχι, δεν (πρέπει να) είναι αρχαιολογία ούτε ιστορία, αν και ενίοτε τις θυμίζει. Αντίθετα, ο ερευνητικός χώρος που περιγράφει πιο ικανοποιητικά αυτήν την περιοχή θα λέγαμε ότι εντοπίζεται κάπου μεταξύ ιστοριογραφίας και πολιτισμικών σπουδών. Η σιωπή των λογοτεχνικών αρχείων Τα λογοτεχνικά αρχεία, ως μια εξειδικευμένη κατηγορία αρχείων, συνήθως περιλαμβάνουν αυτόγραφα κειμένων, χειρόγραφα, δακτυλογραφημένα ή έντυπα κειμενικά (αλληλογραφία) ή άλλου τύπου (φωτογραφίες, αποκόμματα, λοιπά έγγραφα) τεκμήρια που ανήκουν σε έναν λογοτέχνη, ακόμη και υλικό από τη βιβλιοθήκη του. Συνήθως το αρχείο ενός λογοτέχνη δωρίζεται μετά τον θάνατό του από τους κληρονόμους σε κάποιον φορέα, ο οποίος και αναλαμβάνει την οργάνωση και διαχείρισή του, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις συγγραφέων που διατηρούν οι ίδιοι επιμελώς αρχείο της δουλειάς τους, το οποίο και δωρίζουν οι ίδιοι ή η κληρονόμοι τους σχεδόν πλήρως οργανωμένο. Τα χειρόγραφα μαζί με το σύνολο των τεκμηρίων που βρίσκονται στα λογοτεχνικά αρχεία βοηθούν στο να συνθέσουμε και να εμπλουτίσουμε την εικόνα που έχουμε για το λογοτεχνικό παρελθόν, και –αν όχι να ξανασυνθέσουμε την ιστορία της λογοτεχνίας– σίγουρα όμως να επεξεργαστούμε τμήματα της πολιτισμικής μας μνήμης γι’ αυτό. Είτε σκεφτούμε το ημερολόγιο, τα αυτόγραφα ή την αλληλογραφία ενός λογοτέχνη ως αντικείμενα που είχαν τότε, στη στιγμή παραγωγής τους, μια χρηστική, συναισθηματική ή καλλιτεχνική αξία, είτε τα δούμε από τη χρονική στιγμή του σημερινού παρόντος ως αντικείμενα-μνημεία της πολιτισμικής κληρονομιάς, τα τεκμήρια αυτά είχαν και διατηρούν μιαν αχλή –συναισθηματικά και εθνικά κατασκευασμένης– ιερότητας, ενώ ταυτόχρονα ήταν και είναι απτές πρωτογενείς ιστοριογραφικές πηγές. Είναι δυνάμει φορείς μιας ιστορίας που δεν γράφτηκε, που δεν την αφηγήθηκε κανείς ποτέ. Αναλογιζόμενοι τους φορείς και τους τρόπους διαχείρισης των λογοτεχνικών αρχείων –καθώς και συνολικά την αρχειακή πολιτική αναλογικών τεκμηρίων σήμερα– κυρίως για την περίπτωση της Ελλάδας, διαπιστώνουμε πως στο σύνολό τους τα λογοτεχνικά αρχεία εκλαμβάνονται και λειτουργούν, σύμφωνα με τον τοπονομολογικό ορισμό του Ντερριντά, ως ένας χώρος όπου η μνήμη είναι αποθηκευμένη, ενίοτε καταλογογραφημένη και αποδελτιωμένη, κάποιες φορές διασπασμένη σε απομακρυσμένα σημεία, πάντως τακτοποιημένη και ασφαλής. Προστατεύουμε και προβάλλουμε, με υπερηφάνεια και τα δύο. Τα τεκμήρια, μέσα σε συρτάρια, φακέλους, ντουλάπια, πάνω σε ράφια, μέσα σε υποβλητικές αίθουσες με μακριούς διαδρόμους ή υπόγεια, με χαμηλό φωτισμό και κατάλληλη θερμοκρασία, είναι απτές αποδείξεις αυτής της παρακαταθήκης του παρελθόντος. Περιμένουν να παίξουν τον ρόλο τους στο σημερινό θέατρο της μνήμης. Λιγότερο ή περισσότερο σπάνια, κάποιος ειδικός ερευνητής ή φιλοπερίεργος αρχειοδίφης θα επισκεφτεί τα αρχεία και θα ανασύρει ένα κομμάτι τους στο φως. Θα το μελετήσει, θα τον προβληματίσει, θα το θαυμάσει. Θα προσπαθήσει να το εντάξει μέσα σε μια αφήγηση μνήμης. Θα το επιστρέψει.
Η παράσταση με έναν μοναδικό θεατή τελείωσε. Κάποιες φορές, πρωτοβουλίες φορέων επιλέγουν να προβάλουν κάποια λογοτεχνικά αρχεία: τεκμήρια επιλέγονται και εκτίθενται μέσα σε προθήκες, προσπαθώντας σχεδόν καταναγκαστικά να αρθρώσουν μια αφήγηση του παρελθόντος. Το κοινό θαυμάζει, εμπεδώνει και συγκατανεύει σε ένα έξωθεν επιβεβλημένο σχήμα για το παρελθόν, ένα σχήμα που συχνά ρυθμίζεται από την ενδόμυχη αγωνία ενός (θεσμικού) παρόντος που δεν έχει και πολλά να του δώσει. Οι εκθέσεις λογοτεχνικών αρχείων κουβαλούν, συνήθως, κάτι από τη νοσταλγία της αρχαιολογίας και κάτι από το αμήχανο εθνικό ρίγος της σχολικής ιστορίας. Η μνήμη, όμως, δεν είναι ένα ευθύγραμμο, περιφραγμένο μονοπάτι, δεν είναι καταγραφή, δεν είναι γνώση. Η μνήμη προϋποθέτει ανάγνωση, ερμηνεία και επιλογή, είναι μια διαδικασία, όπως είδαμε, ενεργητική, απαιτεί εμπλοκή, συμμετοχή, ρήξη και αποδοχή στιγμών και αναπαραστάσεων του παρελθόντος. Στο πλαίσιο αυτής της μεταμοντερνιστικής, δυναμικής διάστασης της μνήμης είναι που βλέπουμε «τα αρχεία να θυμούνται»17 και «τα αγάλματα να ξεχνούν».18 Η μνήμη, λοιπόν, είναι μια –πριν απ’ όλα– πράξη. «Μα γι’ αυτό και τα ψηφιοποιούμε», φωνάζει κάποιος από το βάθος της σκοτεινής αίθουσας. Λογοτεχνικά αρχεία, ψηφιακό memoryboom και ανοικτή ψηφιακή αφήγηση μνήμης Δεν είναι σπάνιος, από σύγχρονους θεωρητικούς της κουλτούρας αλλά και από ιστορικούς, ο συσχετισμός της πυρετικής έκρηξης γύρω από τη μνήμη, το παρελθόν και την κληρονομιά, που χρονολογείται ήδη από τα 1970 και συνεχίζεται με εντυπωσιακά δείγματα μέχρι σήμερα, με την ταυτόχρονη ανάδειξη και τη χρήση ψηφιακών μέσων, που κορυφώθηκε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες με τη ραγδαία εξάπλωση του διαδικτύου, τους φορητούς υπολογιστές αλλά και την ευρύτερη εξοικείωση με τα ψηφιακό περιβάλλον και τον τεχνολογικό γραμματισμό (digital literacy). Άραγε το ψηφιακό περιβάλλον και τα εργαλεία που αυτό χορηγεί συνδράμουν σε μια μεταμοντέρνα πολιτισμική και ιστορική αμνησία19 ή η χρήση και η εξάπλωσή τους σε χώρους πολιτισμικής μνήμης και ιδιαίτερα στην περίπτωση των λογοτεχνικών αρχείων οδηγεί σε μια εμμονική προσήλωση στην υλικότητα του ίδιου του τεκμηρίου, η οποία ενισχύεται και προβάλλεται πια με νέες ψηφιακές τεχνικές, σε μια υπογράμμιση, δηλαδή, της μνήμης και, τελικά, σε μια υπερμνησία;20 Για να το θέσω πιο απλά: θυμόμαστε πιο λίγο, πιο πολύ ή μήπως θυμόμαστε κάπως αλλιώς; Τι συμβαίνει με τις ψηφιακές συλλογές λογοτεχνικών αρχείων στην Ελλάδα; Και, τέλος, πόσο πιο διαφορετικές είναι οι διαστάσεις της μνήμης που (πρέπει και μπορεί να) προσφέρει ένα ψηφιακό λογοτεχνικό αρχείο; Ας ξεκινήσουμε από τους κοινούς τόπους: εφαρμόζοντας τεχνικές ψηφιοποίησης, ψηφιακής ταξινόμησης σε βάσεις δεδομένων και παρουσίασης, τα λογοτεχνικά αρχεία δεν είναι πια απομακρυσμένες συλλογές υλικών τεκμηρίων αλλά είναι περιεχόμενο άμεσα διαθέσιμο και ελεύθερα προσβάσιμο σε όλους.21 Ωστόσο, το θεωρητικό μοντέλο, η αρχειακή λογική και η εικόνα και των λογοτεχνικών αρχείων που έχουν ψηφιοποιήσει το υλικό τους –αρκετοί φορείς σε διεθνές επίπεδο, ενώ όλοι σχεδόν οι ελληνικοί– είναι λίγο-πολύ η ίδια «κλειστή» με αυτήν της σκοτεινής αίθουσας ή της στατικής έκθεσης, που περιγράψαμε πιο πάνω. Υπάρχει, ναι, αυτήν τη φορά η συμμετοχή του χρήστη: επιλέγει ποιο τεκμήριο θα δει, πόσο ζουμ θα κάνει, επιλέγει πότε και από πού θα το δει. Η εμπλοκή όμως του χρήστη δεν εντοπίζεται σε επίπεδο δημιουργίας και συμμετοχής στη δημιουργία της μνήμης αλλά ξανά σε επίπεδο επιλογής όρων κατανάλωσης μιας ήδη έτοιμης και κλειστής αφήγησης μνήμης. Τα αναλογικά τεκμήρια μπορεί να έχουν ψηφιοποιηθεί σε υψηλής ακρίβειας ψηφιακά αντίγραφα, να βρίσκονται τοποθετημένα σε μια ψηφιακή βάση δεδομένων κι όλα αυτά να είναι διαθέσιμα σε ένα περιβάλλον και με εργαλεία ανοικτής πρόσβασης. Ένα περιβάλλον κλειστής μνήμης με όρους ανοικτής χρήσης. Αυτό που θέλω να πω είναι απλό: υπάρχει μια πολύ λεπτή αλλά καθοριστικής σημασίας γραμμή στο ψηφιακό περιβάλλον που χωρίζει την ενεργή συμμετοχή από την εποπτεία, την παραγωγή από την κατανάλωση, και την οποία συχνά παραβλέπουμε καθώς, χρησιμοποιώντας τα ψηφιακά μέσα, γινόμαστε εκ προοιμίου διαχειριστές της εμπειρίας του περιεχομένου. Της εμπειρίας, όχι της μνήμης του. Παρατηρείται, λοιπόν, στον χώρο των λογοτεχνικών αρχείων μια εμμονή και μια προβολή της σημασίας της ψηφιοποίησης ad hoc, που δεν είναι τίποτα άλλο από μια φετιχοποίηση του υλικού τεκμηρίου και της αναπαράστασης του παρελθόντος που αυτό φέρει:22 μια αυτιστική υπερμνησία. Καθώς όμως η επεξεργασία του αρχείου, όπως και οποιασδήποτε ιστορικής πηγής, και η μεταφορά του σε μια αφηγηματική μορφή συνιστά, σύμφωνα με τον Χέυντεν Γουάιτ,23 μια δυναμική διαδικασία, οι ψηφιακές συλλογές λογοτεχνικών –και όχι μόνο– αρχείων είναι ένα από τα εντυπωσιακά πεδία όπου βλέπουμε να εκτυλίσσεται ζωντανά εν μικρώ η μεταμοντέρνα πολιτισμική μάχη μεταξύ πληροφορίας –ή πιο συγκεκριμένα όγκου ή συνόλου πληροφοριών (αποδίδοντας στα ελληνικά τον όρο database)– και αφήγησης, και να νικά τις περισσότερες φορές η πρώτη.


24 Αν σκοπεύουμε να επιδοθούμε –και πολύ καλά θα κάνουμε– σε ψηφιοποιήσεις λογοτεχνικών αλλά και άλλων αρχείων, με πρώτο και σπουδαίο σταθμό πιστεύω το αρχείο Καβάφη που πρόσφατα απέκτησε το ίδρυμα Ωνάση, οφείλουμε να ενδιαφερθούμε γι’ αυτήν τη λεπτή γραμμή που σχολίασα πριν, μεταξύ εμπειρίας και μνήμης του ψηφιακού περιεχομένου. Όπως υπογραμμίζει η θεωρητικός των νέων μέσων Κάθριν Χέυλς, όσο περισσότερο ψηφιακό περιεχόμενο παράγουμε, τόσο περισσότερο επείγει να βρούμε δημιουργικούς τρόπους για να το χρησιμοποιήσουμε, για να δημιουργήσουμε νέες αφηγήσεις, νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις και εφαρμογές, για να εμπλουτίσουμε τον ερμηνευτικό ορίζοντα (και) του παρελθόντος.25 Όσο μεγαλώνει ο όγκος των διαθέσιμων ψηφιακών τεκμηρίων, όσο τελειοποιούνται τα ψηφιακά εργαλεία επεξεργασίας και οι μηχανισμοί οργάνωσης, αναζήτησης και οπτικοποίησης του ψηφιακού υλικού, όσο περισσότερο πειραματιζόμαστε πάνω στις (θεωρητικά άπειρες) χωρικές παραδειγματικές διατάξεις του υλικού της μνήμης, συχνά χρήσιμες για την κατανόηση μεγάλης κλίμακας φαινομένων, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη για ένα «νέο ήθος απέναντι στο άγνωστο»26, για έναν συνδυασμό αυτού του «ξεχειλίσματος δεδομένων»27 με συνταγματικού τύπου –αλλά υποχρεωτικά διαφορετικής υφής από τις κλασικές γραμμικές ή γενεαλογικές ιστοριογραφικές απόπειρες– εξηγητικές αφηγήσεις μικρής κλίμακας ή μεμονωμένων τμημάτων του παρελθόντος. Χρειαζόμαστε, λοιπόν –κι εδώ θα παραθέσω ενδεικτικά μερικά ψηφιακά παραδείγματα από λογοτεχνικά αρχεία στον διεθνή χώρο των Digital Humanities– ψηφιακές εφαρμογές βασισμένες σε λογοτεχνικά αρχεία που θα συνδυάζονται με μια «ανοικτή αφήγηση μνήμης»: όχι μόνο ανοικτή πρόσβαση στα ψηφιακά τεκμήρια, όσο μια ανοικτότητα στον αριθμό των δυνάμει οπτικών, μια ενεργή και εμπλουτισμένη επαναδραστηριοποίηση της μνήμης με αφορμή τα τεκμήρια αυτά και τα ψηφιακά εργαλεία που τα συνοδεύουν (Samuel Beckett Digital Manuscript Project, The Walt Whitman Archive, Jane Austin Fiction Manuscripts, Vincent Van Gogh: The letters). Eπιπλέον, μια ανοικτότητα στον αριθμό των ατόμων –τα πολλά χέρια της Κλειούς– που συμμετέχουν στη συγκρότηση της πολιτισμικής μνήμης μέσα από ψηφιακά έργα βασισμένα στον πληθοπορισμό (crowdsourcing projects) (Transcribe Bentham). Και όλα αυτά, φυσικά δεν μπορούν να νοηθούν παρά μόνο ακολουθώντας καλές πρακτικές και πρότυπα συμβατότητας και διαχρησιμότητας (best practices / interoperability protocols and standards), πρωτόκολλα ανοικτού κώδικα και ανοικτής πρόσβασης, ώστε να εγγυώνται την –σε βάθος χρόνου– ελεύθερη και ευρεία χρήση του ψηφιακού υλικού. Εάν μία τέτοιου τύπου ψηφιακή ζωή των λογοτεχνικών αρχείων μάς χορηγεί νέους μηχανισμούς και τρόπους προσέγγισης του παρελθόντος, μας εξασκεί και μας εξοικειώνει με μια πιο ανοικτή αίσθηση της μνήμης και έτσι λίγο ξελαφρώνουμε από το βάρος της λογοτεχνικής κληρονομιάς, έχουμε σίγουρα διακρίνει αυτή τη λεπτή γραμμή που επισήμανα παραπάνω. Αξίζει, νομίζω, να τη διασχίσουμε και, πηγαίνοντας λίγο παραπέρα, να προβληματιστούμε τόσο για τους υποχρεωτικά διαφορετικούς όρους μιας νέας αρχειακής –και ιστορικής– πολιτικής για την περίπτωση αρχείων που περιλαμβάνουν εξαρχής ψηφιακά αρχεία συγγραφέων (born digital archives) και ουσιαστικά συστήνουν μια άλλης διάστασης κειμενικότητα28 όσο κυρίως και πρωτίστως για τον «σημασιολογικό αρχαϊσμό» που, όπως σημειώνει ο Γερμανός θεωρητικός των νέων μέσων Βόλφγκανγκ Ερνστ, κουβαλούν πλέον οι όροι μνήμη (memory) και αρχείο (archive), όροι τους οποίους δανειζόμαστε από το πολιτισμικά οικείο λεξιλόγιο των αναλογικών μέσων και καταχρηστικά χρησιμοποιούμε στο ψηφιακό παράδειγμα.29 Ας ανοίξουμε, λοιπόν, λίγο ακόμη τον ορίζοντα της σκέψης μας, «ας σκεφτούμε λίγο αλλιώς αλλού», παραφράζοντας τη φράση του Μονταίνιου που χρησιμοποιεί η Νικόλ Λαπιέρ («nous pensons toujours ailleurs»)30, βλέποντας όχι το παρελθόν μέσα από ή στο παρόν αλλά το μέλλον από το παρελθόν.