Σελίδες

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

ΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ " ΓΙΑΤΡΟΣΟΦΙΑ "

         







Τα παλαιότερα χρόνια, σε κάθε χωριό, υπήρχε και ένας πρακτικός γιατρός ή μια γιάτρισσα. Δεν ήτανε σπουδασμένοι με διπλώματα και πτυχία. Άνθρωποι απλοί, που είχανε το χάρισμα και τη θέληση να θεραπεύουνε τους άρρωστους, να περιποιούνται τις λαβωματιές για να γιάνουνε και γενικά να κάνουνε το καλό. Άξια και ευλογημένα τα χέρια τους, ανώτερα κι' από σπουδασμένου γιατρού.
         Από σπασμένο πόδι ή χέρι μέχρι στραμπούλιγμα και νευροκαβαλίκεμα όλα τα γιατρεύανε. Άφτρα, που πιάνει τα μικρά παιδιά και χρυσή (ίκτερο). Λυσουνάρια (σπυριά) και "ανεμοπύρι" ακόμα και "κακό σπυρί" ...θεός να φυλάει!.. Πίεση, πεσμένη μέση, ανορεξία και όλα όσα παιδεύουνε τους ανθρώπους τα διώχνανε οι "γιατροί" του παλιού καιρού. Άλλα με τα άξια χέρια τους, άλλα με βοτάνια, αμέτρητα βοτάνια, που είχανε κρεμασμένα στους τοίχους του σπιτιού τους, αλλά και με αλοιφές, με σκόνες και καταπλάσματα.
         Για τα κρυολογήματα είχανε καφτούρες (μηλόσπακα, φασκομηλιά, χαμομήλι, μαντζουράνα). Απήγανο, λεμιθόχορτο, γαλαζόπετρα, θειάφι και χίλια δυο γιατρικά, το καθένα για τη χρήση του. Πολεμάγανε τις αρρώστιες άλλοτε με την πείρα και άλλοτε με τα γιατροσόφια και τις αλοιφές που ξέρανε να φτιάνουνε.

Για την ψώρα βάζανε μια αλοιφή από θειάφι και σκόνη από ατσάλι ή σίδερο. Για το κρυολόγημα παίρνανε στον άρρωστο βεντούζες. Για την ψύξη βάζανε καταπλάσματα από σιναπόσπορο. Και αμέτρητες άλλες συνταγές για χίλιες δύο αρρώστιες.

Προσθήκη λεζάντας

         Συνήθως δεν παίρνανε αμοιβή από όσους θεραπεύανε. Δώρα όμως δεν μπορούσανε να αρνηθούνε. (Ευγένεια και ευγνωμοσύνη πως μπορείς να τα αποδιώξεις;) Τους πηγαίνανε καμιά μυτζήθρα, λίγο μέλι (για φάρμακο) και κάνα μπουκάλι λάδι. Κοτόπουλα, σύγκλινα και αρνί ολόκληρο καμιά φορά. Κουκιά, λούπινα και φακές.... Η φήμη τους είχε απλωθεί σε όλα τα γύρω χωριά. Για την πείρα και τα γιατροσόφια τους όλοι τους εκτιμούσανε και τους αγαπούσαν. Είχανε το κύρος και την υπόληψη αληθινού γιατρού.
         Οι περισσότερες γριές ξέρανε να ξεματιάζουνε και δίνανε στα παιδιά "θαλασσώματα" για το κακό μάτι. Ξέρανε να κάνουνε την μαμή και να φροντίζουνε τη λεχώνα και το νεογέννητο. Πάντα λέγανε την καλή τους κουβέντα στις νιόπαντρες και στις γκαστρωμένες. Άμα βλέπανε καμιά "ξεκοιλιακούσα" (με φουσκωμένη κοιλιά) την συμβουλεύανε και κάνανε προβλέψεις για το παιδί που θα γεννηθεί. Ζυγίζανε με το μάτι το μέγεθος και το σχήμα της κοιλιάς και βγάζανε την πρόγνωση: "Αηγορο (αγόρι) έχεις και τα μάτια σου τέσσερα και καλή σου ελευτερία"... Αν βλέπανε ότι η γκαστρωμένη θα κάμει "θηλυκό" δεν της το λέγανε αλλά "ό,τι πει ο Θεός" κάνανε, "...παιδιά του θεού είναι όλα τους και καλή μοίρα να 'χουνε..." Οι πρακτικοί γιατροί θεραπεύανε μέχρι τα βαθιά τους γεράματα. Τότε ξεδιαλέγανε κάποιο από τα παιδιά ή τα εγγόνια τους για να του διδάξουνε όλα τα γιατροσόφια και τα μυστικά της τέχνης τους. Για το καλό των αλλωνώνε...
         Το ξεμάτιασμα
         Ήτανε παραδεχτό πως μπορούσε κάποιος με κατάλληλη προσευχή και "μυστικά λόγια" να ελευθερώσει αυτόν που "χτυπήθηκε" από "κακό μάτι". Μπορούσε δηλαδή, να ξεματιάσει τον ματιασμένο. Την κακή επίδραση που έχει η επίμονη, θαυμαστική ή ζηλόφθονη ματιά κάποιου πάνω σε ένα άλλο άτομο, την καταλάβαινε η "ξεματιάστρα" από ορισμένα σημάδια. Τα σημάδια αυτά ήτανε ζάλη, κατατονία (απώλεια δυνάμεων), πολλά χασμουρητά, τάση για ύπνο, βαριά κουρασμένα βλέφαρα, άτονο βλέμμα κ.α. Με κατάλληλα ευχολόγια και "σταυρώματα" η ξεματιάστρα ή ο ξεματιαστής έδιωχνε το μάτιασμα και θεράπευε τον ματιασμένο.
          Εκτός από τους ανθρώπους, το "κακό μάτι" μπορούσε να πέσει και πάνω σε ζωντανά. Οι παλαιότεροι του χωριού μου, θυμούνται άλογα, μουλάρια, πρόβατα κ.λ.π. που "σκάσανε" από κακό μάτι και άλλα που σωθήκανε με ξεμάτιασμα.

 
Προσθήκη λεζάντας


 Οι χάντρες και τα κομπολόγια, τα χαϊμαλιά, που βάζανε στα μουλάρια και καμιά φορά και στα γαϊδούρια, εκτός από στολίδια είχανε κι' άλλη χρησιμότητα. Οι παλαιοί πιστεύανε πως το "κακό μάτι" προσελκύεται από τις πολύχρωμες χάντρες και δεν πείραζε το ζωντανό. Κάτι ανάλογο ήτανε το "θαλασσόματο" για τους ανθρώπους. Μια μικρή θαλασσινή πετρούλα, (ίσως απολίθωμα παλαιού θαλάσσιου οργανισμού), που στο κέντρο είχε μια ανοιχτόχρωμη βούλα όμοια με μάτι". Όποιος είχε κρεμασμένο θαλασσόματο πάνω του, δεν τον έπιανε το μάτι.


(Εκδόσεις "Αδούλωτη Μάνη", Αρεόπολη).