Σελίδες

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Ο ΑΙΣΩΠΟΣ - ( Ο ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ !!! ) 10 ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ

Ελληνιστικό άγαλμα που παριστάνει τον Αίσωπο, από τη συλλογή της Βίλας Αλμπάνι, Ρώμη

Αἴσωπος

Ὁ Αἴσωπος ἦταν ἀρχαῖος ἕλληνας μυθοπλάστης, ὁ πατέρας τῆς μυθογραφίας. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ὑπῆρξε δύσμορφος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Φρυγία, ἔζησε στὴ Σάμο, ταξίδεψε στὴ Αἴγυπτο καὶ τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὸν σκότωσαν μὲ δόλο στοὺς Δελφούς. Μὲ τὸ ὄνομά του διασώθηκαν μῦθοι, κυρίως σὲ μορφὴ διαλόγων μεταξὺ ζῴων ποὺ μιλοῦν καὶ ἐνεργοῦν σὰν ἄνθρωποι, ἐνῷ ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ μὲ ἀνθρώπους ἢ θεούς. Βασικὸ χαρακτηριστικὸ τῶν διηγήσεων τοῦ Αἰσώπου ἦταν τὸ ἐπιμύθιο τὸ ὁποῖο ἦταν εὔληπτο γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ τὸ λαό.
* * *
Ὁ Αἴσωπος γεννήθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Φρυγίας τὸ 600 περίπου π.Χ. καὶ πέθανε στὰ 564 π.Χ. Ἦταν πολὺ μελαχρινός, δύσμορφος καὶ τραυλός. Ἐργαζόταν σὲ κάποιον κτηματία σὰν δοῦλος - βοσκός. Μιὰ μέρα, ποὺ εἶδε τὸν ἐπιστάτη νὰ χτυπάει ἄδικα ἕναν δοῦλο, ἔτρεξε νὰ τὸν βοηθήσει κι ἔτσι ὁ ἐπιστάτης γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ τὸν κατηγόρησε στὸ ἀφεντικὸ - κτηματία - ποὺ τὸν πῆγε στὴν ἀγορὰ τῆς Ἐφέσσου νὰ τὸν πουλήσει! Ἐκεῖ, τὸν ἀγόρασε ὁ σοφὸς Ξάνθος ἀπὸ τὴν Σάμο, ποὺ ἐκτίμησε τὸ ἔξυπνο βλέμμα του καὶ τὸν πῆρε μαζί του σὰν δοῦλο. Μαζί του, ὁ Αἴσωπος, ἄρχισε νὰ ταξιδεύει καὶ νὰ γνωρίζει τὸν κόσμο. Κάποτε ἔφθασαν καὶ στὴν περιοχὴ τῶν Δελφῶν ὅπου ἐπισκέφθηκαν τὸ περίφημο Μαντεῖο. Ὁ Αἴσωπος εἰρωνεύτηκε τουε ἱερεῖς τοῦ Μαντείου ὅτι μαντεύουν γιὰ νὰ πλουτίζουν καὶ τοὺς κατοίκους τῶν Δελφῶν ὅτι ἀντὶ νὰ καλλιεργοῦν τὰ κτήματά τους καὶ νὰ φροντίζουν τὰ ζῷα τους ζοῦσαν ἀπὸ τὰ ἀφιερώματα τῶν προσκυνητῶν τοῦ Μαντείου. Αὐτό του τὸ θράσος ἐξόργισε τοὺς ἱερεῖς τοῦ Μαντείου οἱ ὁποῖοι τὸν παγίδευσαν, βάζοντας ἕνα χρυσὸ ποτήρι στὶς ἀποσκευές του, καὶ κατόπιν τὸν κατηγόρησαν γιὰ κλέφτη κι ἱερόσυλο! Ἔτσι τὸν δίκασαν ἄδικα καὶ τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο, ρίχνοντάς τον ἀπὸ τὶς κορυφὲς τῶν Φαιδρυάδων, κάποια ἀπόκρημνα βράχια. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὁ Ἀπόλλων τιμώρησε τὴν ἀδικία τους στέλνοντας στοὺς κατοίκους τῶν Δελφῶν μεγάλη πεῖνα καὶ λιμό, ποὺ θέρισαν πολλοὺς κατοίκους. Αὐτοὶ τότε γιὰ νὰ ἐξιλεωθοῦν, ἔστησαν μία μαρμάρινη στήλη πρὸς τιμὴν τοῦ Αἰσώπου.
Λέγεται ὅτι ὁ Αἴσωπος εἶπε τοὺς μύθους του αὐτοὺς ὄχι μόνο στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του ἀλλὰ καὶ στὸ δικαστήριο μὲ σκοπὸ νὰ ὑποστηρίξει τὴν ἀθῳότητά του. Μέσα ἀπὸ τοὺς μύθους του διακρίνεται τὸ εὐρύ, παρατηρητικό του πνεῦμα κι ἡ ἱκανότητά του νὰ διδάσκει μὲ μικρὲς ἁπλὲς ἱστορίες, ποὺ πάντα ἔχουν στὸ τέλος κάποιο ἠθικὸ δίδαγμα. Ὁ Αἴσωπος συνήθιζε μὲ τὴν παρατηρητικότητα καὶ τὴν βαθειὰ σοφία του νὰ πλάθει τέτοιες ἱστορίες καὶ νὰ τὶς λέει γύρω του. Μὲ τὸν καιρὸ ἀπέκτησε μεγάλη φήμη κι ὅλοι ἔτρεχαν κοντά του νὰ ἀκούσουν κάποιο μῦθο του σχετικὸν μὲ κάποιο πρόβλημα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσε. Σιγὰ-σιγὰ οἱ ἱστορίες του ἄρχισαν νὰ μεταδίδονται ἀπὸ στόμα σὲ στόμα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, μέχρι τὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχή, ὁπότε συγκεντρώθηκαν καὶ παρουσιάστηκαν σὰν ἕνα βιβλίο, αἰῶνες ἀργότερα.
Οἱ μῦθοι τοῦ Αἰσώπου ἔχουν μία ἰδιαίτερη χάρη, μιὰ θαυμαστὴ ἁπλότητα καὶ ἄφταστη διδακτικότητα! Εἶναι παρμένοι ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ τὴν φύση. Ὁ Αἴσωπος ἔχει μία μοναδικὴ δυνατότητα νὰ δίνει στὰ ζῷα ἀνθρώπινες ἰδιότητες, ψυχὴ καὶ λαλιά, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ νὰ θεωρεῖς ὅτι αὐτὴ ἦταν κάποτε ἡ πραγματικότητα καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ διηγεῖται ἔχουν συμβεῖ.
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΠΟΥ ΠΑΡΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΟ  ΤΟΥ ΣΥΝΤΙΠΑ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ

Τὸ περίφημο «Μυθολογικὸν τοῦ Συντίπα τοῦ Φιλοσόφου», ἀποτελούμενο ἀπὸ 62 μύθους, ἐκ τῶν ὁποίων μόνο μερικοὶ δὲν συναντοῦνται στοὺς ὑπολοιπους συγγραφεῖς, ἀνήκει σὲ αὐτὴ τὴν παράδοση καὶ ἔχει μιὰ πολὺ παράξενη ἱστορία.
Ἐμφανίστηκε τὸν 11ο μ.Χ. αἰώνα, σὲ ἀττικίζουσα μετάφραση ἀπὸ τὴ συριακὴ γλώσσα ποὺ πραγματοποίησε κάποιος ἄγνωστος κατὰ τὰ λοιπὰ Βυζαντινὸς λόγιος, ὁ Μιχαὴλ Ἀνδρεόπουλος
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ  ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

 ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΕΤΤΙΓΞ- Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΚΙ Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ


Ὀνος ἀκούσας φωνῆς τέττιγος ἡδέως αὐτῇ ἐπετέρπετο, καὶ τὸν τέττιγα ἐπηρώτα λέγων:
«Τί ἄρα τρεφόμενος οὔτω γλυκεῖαν ἔχεις τὴν φωνήν;»
Ὁ δὲ τέττιξ τῷ ὄνῳ ἀντέφησεν:
«Ἡ ἐμὴ τροφὴ ἀήρ ἐστι καὶ δρόσος».
Ὁ δὲ ὄνος τούτου ἀκούσας τοῦ ρήματος ἐνόμισε μέθοδον εὑρηκέναι δι᾿ ἧς ὅμοιαν τῷ τέττιγι σχοίη φωνήν καὶ τὸ στόμα εὐθὺς ἀνοίξας πρὸς τὸν ἀέρα κεχήνωτο ὡς δεξόμενος δῆθεν δρόσον εἰς διατροφήν, ἕως οὗ τῷ λιμῷ διεφθάρη.

Οὗτος ὁ μὺθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ τινα τὰ φυσικὰ τοῖς παρὰ φύσιν ἐξομοιοὺν καὶ τοῖς ἀδυνάτοις ἀφρόνως ἐπιχειρεῖν.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ


Ὁ γάιδαρος ἄκουσε κάποτε τὸ τζίτζικα καὶ κατευχαριστήθηκε.
«Μὰ τί τρῶς κι ἔχεις τόσο γλυκιὰ φωνή;» τὸν ρώτησε.
«Ἀέρα καὶ δροσιά» ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Τότε ὁ γάιδαρος νόμισε πὼς ἔμαθε τὸ μεγάλο μυστικὸ ποὺ κάνει τὶς ὄμορφες φωνές. Ἄνοιξε λοιπὸν τὸ στόμα του, γιὰ νὰ χορτάσει τάχα μπόλικο ἀέρα καὶ δροσιά, κι ἔμεινε ἔτσι χάσκοντας, μέχρι ποὺ πέθανε ἀπὸ τὴν πείνα.

Ο μύθος λέει πὼς δὲν ἔχουμε, οὔτε πρέπει νὰ ἔχουμε, ὅλοι τὴν ἴδια φύση καὶ πὼς εἶναι καθαρὴ ἀπερισκεψία νὰ προσπαθοῦμε ἀφύσικα πράγματα.

==================

. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΕΝΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ.- Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ



Ἄνθρωπός τις ἦν πένης, ὃς καὶ ξύλων γόμον ἐπὶ τῶν νώτων ἐβάσταζε, κατὰ δὲ τὴν ὁδοιπορίαν ἰλιγγιάσας ἐκαθέσθη καὶ τὸν γόμον κατέθετο καὶ τὸν Θάνατον οἰκτρῶς ἐνεκαλεὶτο, λέγων:
«Ὦ Θάνατε».
Αὐτίκα γοῦν ὁ Θάνατος ἔφθασε καὶ πρὸς αὐτὸν ἔφη:
«Τίνος χάριν ἐκάλεσάς με;»
Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἀνὴρ:
«Ἵνα τὸν γόμον ἀπὸ τῆς γῆς συνεξάρῃς μοι».

Οὗτος δηλοῖ ὅτι πάντες ἄνθρωποι φιλόζῳοι τυγχάνουσιν, εἰ καὶ θλίψεσι καὶ ἀνάγκαις συνέχονται.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κάποιος φτωχός, εἶχε φορτωθεῖ ἕνα δεμάτι ξύλα καὶ τραβοῦσε τὸ δρόμο του. Ἐκεῖ ποὺ πήγαινε, σὰν νὰ ζαλίστηκε. Ξεφορτώθηκε τὰ ξύλα, κάθισε κατάχαμα, κι ἀπ᾿ τὴν πολλή του κούραση καὶ τὴν ἀπελπισία, ἔβγαλε φωνὴ σπαραχτική:
«Ἄχ, ποῦ εἶσαι θάνατε...»
Δὲν πρόλαβε ν᾿ ἀποτελειώσει καὶ νάσου ὁ θάνατος μπροστά του.
«Γιατὶ μὲ φωνάζεις;» τὸν ρωτάει.
Κι ἐκεῖνος: «Γιὰ τὰ ξύλα· βάλε ἕνα χεράκι νὰ τὰ σηκώσουμε».

Ὁ μύθος λέει πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τὴ ζωή τους, ὅσα βάσανα καὶ στενοχώριες κι ἂν τοὺς τύχουν.
=========================

ΧΕΛΙΔΩΝ ΚΑΙ ΚΟΡΑΞ.-ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΚΑΙ Ο ΚΟΡΑΚΑΣ

 
Χελιδὼν καὶ κόραξ περὶ κάλλους ἀλλήλοις ἐμάχοντο καί φησιν ὁ κόραξ τῇ χελιδόνι:
«Τὸ σὸν κάλλος ἐν μόνῳ τῷ ἔαρι καταφαίνεται, ἐν δὲ τῷ τοῦ χειμῶνος καιρῷ οὐ δύναται πρὸς τὸ ψύχος ἀντισχεῖν. Τὸ δὲ ἐμὸν σῶμα καὶ τῷ κρύει τοῦ χειμῶνος καὶ τῷ καύσωνι τοῦ θέρους γενναίως ἀνθίσταται».

Οὗτος δηλοῖ ὅτι ὑγεῖα καὶ ἰσχὺς σώματος κρείττων κάλλους καὶ ὡραιότητος πέφυκε.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 

Τὸ χελιδόνι καὶ ὁ κόρακας λογομαχοῦσαν γιὰ τὰ κάλλη τους.
Λέει λοιπὸν ὁ κόρακας στὸ χελιδόνι:
«Ἡ ὀμορφιά σου κρατάει ὅσο κι ἡ Ἄνοιξη. Τὴν παγωνιὰ δὲν τὴν ἀντέχει. Ὅμως τὸ δικό μου σῶμα καὶ τὸ κρύο τοῦ Χειμώνα ὑποφέρει καὶ τη ζέστη τοῦ Καλοκαιριοῦ».

Ὁ μύθος λέει πὼς ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀντοχή, ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ τὰ κάλλη ὅλου τοῦ κόσμου.

================

ΠΟΤΑΜΟΙ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ.-ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ.

Ποταμοὶ συνῆλθον ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ τὴν θάλασσαν κατῃτιῶντο, λέγοντες αὐτῇ:
«Διὰ τί ἡμᾶς, εἰσερχομένους ἐν τοῖς ὕδασι καὶ ὑπάρχοντας ποτίμους καὶ γλυκεῖς, ἁλμυροὺς ἀπεργάζῃ καὶ ἀπότους».
Ἡ δὲ θάλασσα, ἰδοῦσα ὅτι αὐτῆς καταμέμφονται, λέγει πρὸς αὐτούς:
«Μή ἔρχεσθε καὶ μὴ γίνεσθε ἁλμυροί».

Οὗτος παρίστησι τοὺς ἀκαίρως τινάς αἰτιωμένους καὶ παρ᾿ αὐτῶν μᾶλλον ὠφελουμένους.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 

Μαζεύτηκαν λοιπὸν τὰ ποτάμια κι ἄρχισαν νὰ κατηγοροῦν τὴ θάλασσα.
Δὲ μᾶς λές, γιατὶ ἀφοῦ ἐμεῖς εἴμαστε γλυκὰ καὶ πόσιμα, ὅταν μποῦμε μέσα σου ἁλμυρίζουμε καὶ πικρίζουμε;» Κι ἡ θάλασσα ποὺ εἶδε πὼς εἶχαν παραπάρει φὸρα:
«Μὴν ἔρχεστε, γιὰ νὰ μὴν ἁλμυρίζετε!»

Ὁ μύθος κατακρίνει αὐτοὺς ποὺ χρωστᾶνε καὶ ζητᾶνε καὶ τὰ «ρέστα.

=======================

ΘΗΡΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣΟ- ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΙ Ο ΛΥΚΟΣ.

Ἀνήρ τις θηρευτής, λύκον θεασάμενος προσβάλλοντα τῇ ποίμνῃ καὶ πλεῖστα τῶν προβάτων ὡς δυνατὸν διασπαράττοντα, τοῦτον εὐμηχάνως θηρεύει καὶ τοὺς κύνας αὐτῷ ἐπαφίησι, φθεγξάμενος πρὸς αὐτὸν:
«Ὦ δεινότατον θηρίον, ποῦ σου ἡ προλαβοῦσα ἰσχύς, ὅτι τοῖς κυσὶν ὅλως ἀντιστῆναι οὐκ ἠδυνήθης».

Οὗτος δηλοῖ ὡς τῶν ἀνθρώπων ἕκαστος ἐν τῇ ἰδίᾳ τέχνῃ καθέστηκε δόκιμος.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 
 

Κάποιος κυνηγὸς εἶδε ἕνα λύκο νὰ ὁρμάει στὸ κοπάδι καὶ νὰ κατασπαράζει μὲ ἄνεση τὰ περισσότερα πρόβατα.
Σοφίστηκε λοιπὸν μιὰ παγίδα, τὸν ἔπιασε, τὸν ἔδωσε στὰ σκυλιά του καὶ ὕστερα τοῦ εἶπε:
«Ποὺ πῆγε τὼρα ἐκείνη ἡ φοβερὴ καὶ τρομερή σου ἄνεση, θηρίο ἀνήμερο;»

Ὁ μύθος λέει πὼς... καθένας στὸ εἶδος του, κι ὁ μάστορας στὴ μαστοριά του.

=====================

ΑΛΕΚΤΟΡΕΣ ΔΥΟ ΚΑΙ ΑΕΤΟΣ - .ΔΥΟ ΟΙ ΚΟΚΟΡΕΣ ΕΝΑΣ Ο ΑΕΤΟΣ.

Δύο ἀλέκτορες ἀλλήλοις ἐμάχοντο.
Καὶ ὁ μὲν εἷς ἡττηθεὶς τόπῷ τινὶ ἐν παραβύστῳ ἀπεκρύβη, ὁ δὲ ἕτερος, τὴν νίκην ἀράμενος, ἐφ᾿ ὑψηλοῦ τινος ἕστηκε δωματίου τὰ μεγάλα φρυαττόμενος καὶ τῇ νίκῃ ἐγκαυχώμενος, ἕως ἀετὸς καταπτὰς τοῦτον ἐκεῖθεν ἀνήρπασεν.

Οὗτος δηλοῖ ὡς οὐ χρῄ τινα ἐπ᾿ εὐτυχίᾳ καὶ δυνάμει μέγα φρονεῖν καὶ ἀφρόνως σοβαρεύεσθαι.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 
 

Δυὸ κόκορες ἔστησαν ἄγριο καυγά.
Αὐτὸς ποὺ ἔχασε, τραβήχτηκε σὲ μιὰ γωνιά.
Ὅσο γιὰ τὸν ἄλλο, τὸ μεγάλο νικητή, ἀνέβηκε ὅσο πιὸ ψηλὰ μποροῦσε στὸ κοτέτσι καὶ φούσκωνε καὶ κόμπαζε, ὥσπου τὸν ἅρπαξε ἕνας ἀετὸς περαστικός.

Λέει λοιπὸν ὁ μύθος, πὼς δὲ χρειάζεται νὰ ὑπερβάλλουμε ὡς πρὸς τὶς ἐπιτυχίες μας καὶ πὼς εἶναι μάλλον ἀπερισκεψία νὰ τὶς παίρνουμε στὰ σοβαρά.

============================ 

ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ΔΙΨΩΣΑ - .ΔΙΨΑΣΜΕΝΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ

 

Περιστερά τις σφόδρα ἐδίψα καὶ ἐφ᾿ ὕδατος ζήτησιν τῇδε κἀκεὶσε περιήρχετο.
Ἰδοῦσα δὲ ἔν τινι τοίχῳ ἐζωγραφημένην ὑδρίαν ἐδόκει ἀληθῶς ὁρᾶν ὕδατος σκεῦος μεστόν, καὶ ἐλθοῦσα τοῦ πιεῖν τῷ τοίχῳ προσέκρουσε καὶ αὐτίκα τοῦ ζῆν ἀπερρήγνυτο.
Ὅτε δὲ πρὸς τελευταίαν ἐγγίσασα ἀναπνοὴν ἦν, ἐν ἑαυτῇ ἔλεγεν ὅτι «δυστυχὴς ὄντως ἐγὼ καὶ ἀθλία, ἐφ᾿ ᾧ ὕδατος γλιχομένη μὴ θανάτου ἐμνημόνευον».

Οὗτος δηλοῖ ὡς πολὺ κρείττων ἡ μακροθυμία τῆς ἀλογίστου σπουδῆς καὶ ταχυτῆτος.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 

Ἕνα περιστέρι ἦταν τόσο διψασμένο, ὥστε πετοῦσε σὰν τρελὸ ἐδὼ κι ἐκεῖ γιὰ νὰ βρεῖ λίγο νερό.
Ξαφνικά, εἶδε σὲ κάποιο τοῖχο ζωγραφισμένο ἕνα κανάτι καὶ νόμισε πὼς εἶναι ἀληθινό. Πῆρε φόρα λοιπὸν κι ὄρμησε νὰ ξεδιψάσει μὲ τὸ νερὸ ποὺ τάχα ἦταν γεμάτη ἡ ζωγραφιά. Φυσικὰ, ἔσκασε στὸν τοῖχο καὶ τραυματίστηκε θανάσιμα.
Λίγο πρὶν ξεψυχήσει, ψιθύρισε:
«Τί ἀτυχία κι αὐτή! Ἀπ᾿ τὴν πολλή μου δίψα, ξέχασα, τὸ δύστυχο, πὼς ὑπάρχει καὶ θάνατος».
Ὁ μύθος λέει πὼς ἡ ὑπομονή εἶναι προτιμότερη ἀπὸ τὴν ἀλόγιστη βιασύνη.

=====================

. ΚΟΡΑΞ ΑΕΤΟΝ ΜΙΜΟΥΜΕΝΟΣ- .ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ ΜΙΜΕΙΤΑΙ ΤΟΝ ΑΕΤΟ.

Κόραξ ἀετὸν ἐθεάσατο ἄρνα τῆς ποίμνης ἀφαρπάζοντα καὶ ἠθέλησε δῆθεν τοῦτον ἐκμιμήσασθαι.
Ἰδὼν δὲ ἐν τῇ ποίμνῃ κριόν, ἐπειράθη τοῦτον ἁρπάσαι. Τῶν δέ ὀνύχων αὐτοῦ τῷ τοῦ κριοῦ συσχεθέντων ἐρίῳ, φθάσας ὁ ποιμήν, καὶ τοῦτον πλήξας, ἀπέκτεινεν.

Οὗτος δηλοῖ ὡς ἀνίσχυρος ἀνήρ, τῷ δυνατωτέρῳ ἑαυτοῦ ἀφομοιοὺσθαι πειρώμενος, οὐ μόνον ἀσθενὴς εἶναι καὶ ἀφελὴς ἀπελέγχεται, ἀλλὰ καὶ κακῶς ἐξ ἀφροσύνης ἀποθνῄσκει.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ  

Τὸ κοράκι εἶδε κάποτε τὸν ἀετὸ ν᾿ ἁρπάζει ἕνα ἀρνὶ ἀπ᾿ τὸ κοπάδι καὶ θέλησε νὰ τὸν μιμηθεῖ.
Ἔπεσε λοιπὸν πάνω σὲ κάποιο κριάρι, τάχα γιὰ νὰ τὸ ἁρπάξει. Ὅμως τὰ νύχια του μπλέχτηκαν στὴν προβειὰ κι ὅταν ἦρθε ὁ βοσκός, τὸ σκότωσε ἀκαριαῖα.

Λέει λοιπὸν ὁ μύθος πὼς ὅταν ὁ ἀδύναμος προσπαθεῖ νὰ παραστήσει τὸ δυνατό, δὲ γίνεται μόνο ρεζίλι, ἀλλὰ κινδυνεύει νὰ πεθάνει κιόλας ἀπὸ καθαρὴ βλακεία.

======================

ΛΑΓΩΟΣ ΕΝ ΦΡΕΑΤΙ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ - .Ο ΛΑΓΟΣ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΚΙ Η ΑΛΕΠΟΥ.

Λαγωός τις ἐδίψα καὶ ἐν φρέατι κατῆλθε τοῦ ὕδωρ πιεῖν. Ἀφ᾿ οὗ καὶ ἡδέως πολὺ ἐπεπώκει, ὅτε δὲ ἐκεῖθεν ἀνελθεῖν ἔμελλεν ἀμηχανίᾳ συνεσχέθη περὶ τὴν ἄνοδον, καὶ τὰ μέγιστα ἠθύμει.
Ἀλώπηξ δὲ ἐλθοῦσα κἀκεῖσε τοῦτον εὑροῦσα ἔφη πρὸς αὐτόν:
«Μεγάλως ὄντως ἐσφάλης. Πρότερον γὰρ ὤφειλες βουλεύσασθαι πῶς ἔσται σοι τοῦ φρέατος ἀνελθεῖν, εἶθ᾿ οὕτως ἐν αὐτῷ κατελθεῖν».

Οὗτος ἐλέγχει τοὺς αὐτοβούλως πράττοντας καὶ μὴ συμβουλευομένους.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ  

Ἕνας λαγὸς διψοῦσε καὶ κατέβηκε στὸ πηγάδι γιὰ νὰ πιεῖ νερὸ. Ἀφοῦ ξεδίψασε μὲ τὴν ψυχή του, ἀποφάσισε ν᾿ ἀνέβει. Ἀλλὰ διαπίστωσε πὼς δὲν ὑπῆρχε τρόπος κι ἔπεσε σὲ μαύρη ἀπελπισία.
Κάποια ἀλεπού, ποὺ ἔτυχε νὰ περνάει ἀπὸ ἐκεῖ, τὸν εἶδε σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ τοῦ εἶπε:
«Ἔκανες μεγάλο λάθος. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ σκεφτεῖς πῶς θ᾿ ἀνέβεις κι ὕστερα νὰ κατέβεις... ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς».

Ὁ μύθος κατακρίνει αὐτοὺς ποὺ κάνουν τοῦ κεφαλιοῦ τους, χωρὶς νὰ συμβουλεύονται κανένα.

=====================

ΠΟΙΜΗΝ ΚΑΙ ΛΕΩΝ.- Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ

Ποιμήν τις ἀπολέσας ἓν τῶν προβάτων ἐδεήθη τοῦ θεοῦ συνθήκας ποιούμενος ὡς εἴ γε τοῦτο ἐφεύροι, ἕτερον ὑπὲρ αὐτοῦ εἰς θυσίαν προσάξει.
Περιερχόμενος δὲ ὁρᾷ τὸ αὐτὸ πρόβατον ὑπὸ λέοντος βιβρωσκόμενον, καὶ τοῦτο ἰδὼν ἐν ἑαυτῷ ἔλεγεν ὡς:
«Εἰ μόνον τὸν τοῦ θηρίου διαδράσαιμι κίνδυνον, καὶ ἕτερον πρόβατον εἰς λύτρου δῶρον προσενέγκοιμι».

Οὗτος δηλοῖ ὡς τὴν ἰδίαν ζωὴν πάντες ἄνθρωποι παντὸς κέρδους καὶ πλούτου προτιμοτέραν ἔχουσιν.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 
 Κάποιος βοσκὸς ἔχασε ἕνα πρόβατο κι ἔταξε στὸ θεὸ πὼς ἂν τὸ ἔβρισκε, θὰ τοῦ θυσίαζε σ᾿ ἀντάλαγμα ἕνα ἄλλο.
Τά ῾φερε ἔτσι ὁ θεὸς λοιπόν, ὥστε νὰ βρεῖ τό πρόβατο τὴν ὥρα ποὺ τὸ κατασπάραζε ἕνα λιοντάρι. Εἶπε τότε σιγανά:
«Κάνε νὰ μὴ με πάρει τὸ θηρίο μυρουδιά κι ἐγῶ διπλασιάζω τη θυσία».

Λέει ὁ μύθος πὼς καθένας προκειμένου νὰ σώσει τὴ ζωή του, δίνει ὅ,τι ἔχει καὶ δὲν ἔχει, χωρίς νὰ τὸ πολυσκεφτεῖ.