|
Υπήρξε, αδιαμφισβήτητα, μία πολύπλευρη προσωπικότητα, o homo universalis του Μεσοπολέμου, ένας αρχιτέκτων που ξεπέρασε τους τομείς της ειδικότητάς του, κινήθηκε στα πεδία της ζωγραφικής, της σκηνογραφίας και της φιλοσοφίας, καθιστώντας εαυτόν έναν άνθρωπο του λόγου και της τέχνης. Αναφέρομαι στον Δημήτρη Πικιώνη (1887-1968), τον οποίο «γνώρισα» διαβάζοντας τα Αυτοβιογραφικά του σημειώματα (κείμενο δημοσιευμένο πρώτη φορά στο περιοδικό «Ζυγός») και κατανόησα πληρέστερα όταν επισκέφθηκα την πρόσφατη αναδρομική έκθεση του έργου του στο Μουσείο Μπενάκη. Γεννήθηκε το 1887 στον Πειραιά και υπήρξε ο πρώτος μαθητής του Κ. Παρθένη το 1906. Δύο χρόνια αργότερα έλαβε το δίπλωμα του Πολιτικού Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, κάτι που ακολουθήθηκε από τη σπουδή του στο Παρίσι, όπου ειδικεύτηκε στο σχέδιο και τη ζωγραφική στην Académie de la grande Chaumiére. Παράλληλα, γράφτηκε στο εργαστήριο του αρχιτέκτονα G. Chifflot και παρακολούθησε το μάθημα των αρχιτεκτονικών συνθέσεων στην École des Beaux Arts. Το 1912 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε τις πρώτες μελέτες για την αρχιτεκτονική της νεοελληνικής παράδοσης. Το 1921 διορίστηκε Επιμελητής του Καθηγητή Α.Ορλάνδου στο μάθημα της Μορφολογίας της Αρχιτεκτονικής και Ρυθμολογίας, όπου παραμένει μέχρι τα μέσα του 1923. Το διάστημε μεταξύ 1925-1958 κατείχε τη θέση του Καθηγητή του Ε.Μ.Π. στην έδρα της Διακοσμητικής. Το 1966 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (τάξη Γραμμάτων και Τεχνών) στην Έδρα της Αρχιτεκτονικής. Το εικαστικό και αρχιτεκτονικό έργο του Πικιώνη, το οποίο συνοδεύτηκε από πλούσιο θεωρητικό λόγο, αντικατοπτρίζει στο σύνολό του τη στροφή της σύγχρονης ελληνικής τέχνης προς την παράδοση, προς τον ίδιο της τον εαυτό. Η ζωγραφική γι’ αυτόν αποτελούσε μια βαθιά εσωτερική του υπόθεση, στενά δεμένη με την καλλιτεχνική του πορεία προς την ωρίμανση. Ήθελα να ζωγραφίζω ολομόναχος, έγραφε. Όχι μόνο γιατί ένας δεν είναι πρόθυμος πάντα να δείξει εις τους άλλους τις ενδεχόμενες αδυναμίες του, μα γιατί η τέχνη ήταν για μένα θρησκευτική πράξη ευλάβειας και λατρείας προς τη Μητέρα Φύση, και την ιερότητα τούτη κίνδυνος θα’ταν η αμάθεια των πολλών να προσβάλλει. Μόνος λοιπόν επήγαινα εις το άλσος τούτο, που ήταν το άδυτό μου. Μόνος ή με το Στέρη. Και εκείνος αισθανόταν όμοια με μένα κι εσεβόταν τις θρησκευτικές τούτες στιγμές του άλλου... Η ζωγραφική του δημιουργία, σε αρκετά σημεία επηρεασμένη από τον Cézanne, αποτελείται από έργα εμπνευσμένα από τη φύση, από αναμνήσεις του από το Παρίσι, ενώ μπορεί να οργανωθεί περαιτέρω στις εξής ενότητες: «Αρχαία», «Βυζαντινά», «Της φαντασίας», «Λαϊκά». Ο Μπουζιάνης έγραψε χαρακτηριστικά γι’ αυτόν: Πάντα, και η ομιλία του και η ζωγραφική του, είχαν κάτι που έμοιαζε με πειραματισμό. Ποτέ μια συνομιλία δεν έφτανε σε απόλυτο συμπέρασμα. Πάντα σταματούσε σ’ ένα σημειό που απαιτούσε μια συνέχεια. Έμενε κάτι το αόριστο. Και ακριβώς αυτό το αόριστο, η ανάγκη της συνέχειας, κρατούσε το φιλικό μας δεσμό ζωντανό που όλο και βαθύτερος γινότανε». Το αρχιτεκτονικό του έργο περιλαμβάνει: την οικία Μωραΐτη (1923), την οικία Καραμάνου (1925), το Δημοτικό Σχολείο Λυκαβηττού (1932), το Θερινό Θέατρο Κοτοπούλη (1933), τα σχέδια για το Δελφικό Κέντρο (1934), το Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης (1935), την Πολυκατοικία της οδού Χέυδεν (1936), το Περίπτερο Ειδών Λαϊκής Τέχνης (1938), το Ξενία των Δελφών (1951-1956), την Οικία-Εργαστήριο της γλύπτριας Φ. Ευθυμιάδου-Μενεγάκη (1949), την Οικία Ποταμιάνου στη Φιλοθέη (1953-1955), τα σχέδια για τον οικισμό της Αιξωνής (1950-1957), τη διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο του Φιλοπάππου (1954-1958) και τον Παιδικό Κήπο Φιλοθέης (1961-1964). Έργο σημαντικό, βραβευμένο μετά το θάνατό του στο εξωτερικό και αντικείμενο μελέτης σε κορυφαίες Αρχιτεκτονικές σχολές διεθνώς. Ο Πικιώνης με αυτό δίδαξε την ευαισθησία και το σεβασμό στο περιβάλλον. Η φύση στένεψε τον απλό άνθρωπο να βρει το θεμελιακό, το απαραίτητο, στη φυσική και πνευματική του ζωή. Γι’ αυτό και η τέχνη, η έκφρασή τους, είναι αληθινή. Το αναγκαίο, το απαραίτητο, το νιώθεις σε κάθε πέτρα της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Η κάμαρα της πόρτας και του παραθυριού, η κάμαρα κάτω από τη σκάλα, το χαγιάτι, η αυλή, το πηγάδι, έχουν την ποίηση που μόνο από την αλήθεια πηγάζει, συνήθιζε να λέει. Επιχειρεί μέσα από το έργο του να «χρησιμοποιήσει» στοιχεία της τοπικής αρχιτεκτονικής και να την εντάξει στην προσπάθεια δημιουργίας ενός νεοελληνικού μοντερνισμού. Η αναγνώριση γι’ αυτόν ήλθε από το εξωτερικό, όπου ανακηρύχθηκε πρόδρομος μιας νέας στοχαστικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, καθώς οι επίγονοί του, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τον προσπέρασαν ως ξεπερασμένο. Μία από αυτές, ο Μόραλης, ο οποίος απέδωσε με σαφήνεια την ουσία του έργου και της επιρροής αυτού του μοναδικού καλλιτέχνη στην ελληνική τέχνη: Ο Πικιώνης είναι ένας απ’τους λίγους Έλληνες που προσπάθησε να μας ξανασυνδέσει μ’ εκείνες τις αξίες της ελληνικής παράδοσης που είναι κοινές σε όλους τους μεγάλους πολιτισμούς και στα γνήσια έργα της σύγχρονης τέχνης. Αρχιτέκτονας, είναι ένας στοχαστής που η αγάπη του για την ελληνική λαϊκή τέχνη –γιατί σ’αυτήν ακριβώς βρίσκει τη ζωντανή συνέχιση μιας μεγάλης παράδοσης- δεν τον εμποδίζει να συλλαμβάνει με την ευαισθησία του και την ποιητική του διάθεση και να μας αποκαλύπτει το βαθύτερο νόημα που έχουν τα ανθρώπινα δημιουργήματα που έγιναν με πίστη και αγάπη. Η επίδραση του Δ. Πικιώνη στη σύγχρονη ελληνική τέχνη είναι σημαντική. Εκτός από τους μαθητές του που εμύησε στην τέχνη σαν καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής, εμείς οι άλλοι, ζωγράφοι και γλύπτες, τού οφείλουμε πολλά. Συντάκτης: Μαρία ΜποϊλέΒιβλιογραφία:
|
Σελίδες
▼